Μια τελετή θεμελίωσης

Ο λάκκος μέσα στο σκάμμα και η προετοιμασία της θυσίας
Ο λάκκος μέσα στο σκάμμα και η προετοιμασία της θυσίας


Έχουν πε­ρά­σει κά­ποια χρό­νια από τό­τε που πα­ρα­βρέ­θη­κα στη Σκό­πε­λο των Βο­ρεί­ων Σπο­ρά­δων, στη Χώ­ρα του νη­σιού, σε έναν «αγια­σμό» για τη θε­με­λί­ω­ση μιας «πρώ­της» κα­τοι­κί­ας ενός νέ­ου ζευ­γα­ριού. Αρ­χές του χει­μώ­να, με ένα Βαρ­δά­ρη που έκα­νε το σώ­μα να σφίγ­γε­ται, ανη­φό­ρη­σα προς τη συ­νοι­κία του «Χρι­στού» και βρέ­θη­κα να αντι­κρί­ζω το σκάμ­μα με φό­ντο το πέ­λα­γος. Στο βά­θος ο Άθως. Βορ­ράς αδυ­σώ­πη­τος. Το φως ου­δέ­τε­ρο, χω­ρίς φω­το­σκιά­σεις, ένα μου­ντό φθι­νο­πω­ρι­νό πρω­ι­νό.
Πα­ρό­ντα όλα τα πρό­σω­πα της συ­νοι­κί­ας, νοι­κο­κυ­ραί­οι διά­φο­ροι, οι γεί­το­νες και οι γει­τό­νισ­σες, γυ­ναί­κες κυ­ρί­ως μιας κά­ποιας ηλι­κί­ας, ο πρω­το­μά­στο­ρας και το συ­νερ­γείο του, οι τε­χνί­τες και οι ερ­γά­τες, οι αγω­γιά­τες, ο μη­χα­νι­κός, φί­λοι και συγ­γε­νείς, οι ιδιο­κτή­τες.
Το οι­κό­πε­δο προ­ε­τοι­μά­ζε­ται κα­τάλ­λη­λα πριν την διε­ξα­γω­γή της τε­λε­τουρ­γί­ας. Αφού πε­ρι­βρα­χεί, και ορ­γω­θεί για να μα­λα­κώ­σει το χώ­μα, κα­θο­ρί­ζο­νται τα επα­κρι­βή όρια – σύ­νο­ρά του σε σχέ­ση με τα γει­το­νι­κά οι­κό­πε­δα. Ο πρω­το­μά­στο­ρας του συ­νερ­γεί­ου, έχο­ντας κά­ποιο σχέ­διο από τον μη­χα­νι­κό, έχει προη­γου­μέ­νως επι­με­λη­θεί ώστε να χα­ρα­χθούν τα όρια της εκ­σκα­φής και να σκα­φτούν μέ­χρι το επί­πε­δο των θε­με­λί­ων, δη­μιουρ­γώ­ντας το σκάμ­μα, όπου και θα δια­δρα­μα­τι­σθούν τα δρώ­με­να. Δρώ­με­να που πε­ρι­λαμ­βά­νουν προ­σα­να­το­λι­σμό και εύ­ρε­ση των ση­μεί­ων του ορί­ζο­ντα, με την δη­μιουρ­γία ενός κυ­κλι­κού πε­ρι­γράμ­μα­τος και την χά­ρα­ξη ενός τε­τρα­γώ­νου ή επι­μή­κους ράμ­μα­τος.
Ο αγια­σμός του χώ­ρου γί­νε­ται από τον τε­λε­στή ιε­ρέα που δια­βά­ζει μια ευ­χή. Φι­γού­ρα μαυ­ρο­ντυ­μέ­νη που ατε­νί­ζει προς την Ανα­το­λή. O άνε­μος κά­νει το ρά­σο με το πε­τρα­χή­λι να κυ­μα­τί­ζουν.
Τα αντι­κεί­με­να που υπάρ­χουν εί­ναι ένα μι­κρό ξύ­λι­νο νη­σιώ­τι­κο τρα­πέ­ζι, το Ευαγ­γέ­λιο και ο Σταυ­ρός, μία ει­κό­να του προ­στά­τη αγί­ου του ερ­γο­δό­τη ή του πρω­το­μά­στο­ρα, ένα θυ­μια­τή­ρι, ένα δο­χείο με νε­ρό, δυο κη­ρο­πή­για με κε­ριά, ένα μά­τσο βα­σι­λι­κός. Μέ­σα στο σκάμ­μα, ο θε­μέ­λιος λί­θος με κε­ριά, ένα μυ­στρί και έτοι­μη λά­σπη.
Όρ­γα­να μιας ιε­ρής τε­λε­τής. Αγια­σμού των θε­με­λί­ων ενός νέ­ου κτί­σμα­τος. Κα­θα­για­σμός και με­τα­μόρ­φω­ση του συ­νη­θι­σμέ­νου χώ­ρου σε ιδιαί­τε­ρο κέ­ντρο του κό­σμου. Ση­μείο συ­νά­ντη­σης Ου­ρα­νού και Γης, άξο­νας επι­κοι­νω­νί­ας δια­φο­ρε­τι­κών επι­πέ­δων της ύπαρ­ξης, μι­κρο­κο­σμι­κή ει­κό­να μιας εν τη γε­νέ­σει της, δη­μιουρ­γί­ας. Το βά­πτι­σμα του Σταυ­ρού στο νε­ρό και το ρά­ντι­σμα στις τέσ­σε­ρις κα­τευ­θύν­σεις, κι­νή­σεις αρ­χε­τυ­πι­κές μιας άχρο­νης τε­λε­τουρ­γί­ας προ­σα­να­το­λι­σμού. Τα λό­για του ιε­ρέα, Λό­γος Θε­ού, προ­σθέ­τουν έντα­ση στα δρώ­με­να:

«Ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο στερεώσας τους ουρανούς εν συνέσει, και την γην θεμελιώσας επί την ασφάλειαν αυτής, ο δια του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού ιδρύσας την εκκλησία και ταύτην επί την πέτρα της πίστεως οικοδομήσας, Αυτός Κύριε, ο Μέγας Αρχιτέκτων και Δομήτωρ, προνοητής τε και συντηρητής του σύμπαντος κόσμου, επίβλεψον εφ΄ ημάς και ευλόγησαν τα έργα των χειρών ημών. Εν τω σω ονόματι σήμερον θεμέλιον τίθεμεν και την σην δύναμιν προς στερέωσιν αιτούμεθα...».

Το θυσιό και τα νομίσματα για τους εργάτες
Το θυσιό και τα νομίσματα για τους εργάτες


Συμ­με­το­χή σε μια κο­σμο­γο­νία, επα­νά­λη­ψη της δη­μιουρ­γί­ας ενός σύ­μπα­ντος. Οι λέ­ξεις αυ­στη­ρές, πε­ρι­γρά­φουν με γλώσ­σα «αρ­χι­τε­κτο­νι­κή», μι­λούν με κώ­δι­κες που κοι­τά­ζουν το χώ­ρο, τον θω­ρούν, τον «θε­ω­ρούν». Η τε­λε­τή κα­θα­γιά­ζει το χώ­ρο, τον κά­νει μο­να­δι­κό. Οι λέ­ξεις ιε­ρο­ποιούν τα πράγ­μα­τα, συ­ντο­νί­ζουν τις ενέρ­γειες σε ένα μή­κος κύ­μα­τος που κά­νουν το χώ­ρο ταυ­τό­χρο­να πα­γκό­σμιο, συ­μπα­ντι­κό. Όλα αυ­τά δί­χως κα­μία πρό­θε­ση με­τα­φο­ράς, κα­μία διά­θε­ση με­τω­νυ­μί­ας, αλ­λά κυ­ριο­λε­κτι­κά, σχε­δόν με τον ίδιο «ρε­α­λι­σμό» που χρη­σι­μο­ποιεί­ται σή­με­ρα από το «σι­νά­φι» των «ει­δι­κών».
Τα δρώ­με­να φά­νη­καν κά­ποια στιγ­μή να ατο­νούν. Με το τέ­λος του αγια­σμού μοι­ρά­ζο­νται γλυ­κά και ρί­χνο­νται σι­δε­ρέ­νια κέρ­μα­τα στο σκάμ­μα, για να εί­ναι σι­δε­ρέ­νιο το σπί­τι. Εί­ναι αυ­τά που θα μα­ζέ­ψει κα­τό­πι ο μά­στο­ρας για να κε­ρά­σει το συ­νερ­γείο του. Το τρα­τά­ρι­σμα του τσί­που­ρου και των λου­κου­μά­δων ζέ­στα­νε κά­πως την ατμό­σφαι­ρα.
Ξαφ­νι­κά μια νέα τρο­πή έδω­σε άλ­λο χρώ­μα στα πράγ­μα­τα, πρό­σθε­σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό τό­νο στην αρ­χι­κή τε­λε­τουρ­γία. Οι ομι­λί­ες άρ­χι­σαν να κα­τα­λα­γιά­ζουν, η σι­γή δια­δέ­χθη­κε τη βοή. Οι ερ­γά­τες πή­ραν θέ­σεις γύ­ρω από το σκάμ­μα. Ο πρω­το­μά­στο­ρας εμ­φα­νί­στη­κε με τον κό­κο­ρα και τον από­θε­σε πά­νω στον θε­μέ­λιο λί­θο, έτοι­μος να πρω­τα­γω­νι­στή­σει στη ση­μα­ντι­κό­τε­ρη στιγ­μή της κα­τα­σκευα­στι­κής δια­δι­κα­σί­ας. Έχει ήδη συμ­βου­λευ­τεί πέ­ντε ημέ­ρες με­τά το γέ­μι­σμα του φεγ­γα­ριού, την ηλι­κιω­μέ­νη «μά­ντισ­σα» του χω­ριού που κα­θό­ρι­σε την ακρι­βή στιγ­μή της τε­λε­τής και φρό­ντι­σε η μέ­ρα της θε­με­λί­ω­σης και της θυ­σί­ας να μην εί­ναι η ίδια με την ημέ­ρα που έπε­σε την προη­γού­με­νη χρο­νιά η εορ­τή του Αϊ-Γιάν­νη του Λιο­τρό­πη (23-24 Ιου­νί­ου).
Ο πρω­το­μά­στο­ρας στραμ­μέ­νος στην Ανα­το­λή, σαν άλ­λος κο­σμι­κός ιε­ρο­φά­ντης, πραγ­μα­τι­κός διά­με­σος με­τα­ξύ μι­κρό­κο­σμου και σύ­μπα­ντος, θυ­σιά­ζει τον κό­κο­ρα, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας σαν θυ­σια­στι­κό ερ­γα­λείο το ίδιο το ερ­γα­λείο της τέ­χνης του, το σκε­πάρ­νι. Επα­να­λαμ­βά­νει μια αρ­χε­τυ­πι­κή πρά­ξη, μια ιε­ρο­φά­νεια που συν­δέ­ει το πά­νω με το κά­τω, τη ζωή με το θά­να­το, μέ­σω ενός ομ­φα­λού, του θε­με­λί­ου λί­θου, που κα­θα­γιά­ζε­ται με αί­μα.
Έπει­τα κα­τευ­θύ­νε­ται στις τέσ­σε­ρις γω­νί­ες του οι­κο­πέ­δου και ρα­ντί­ζει με το αί­μα του πτη­νού τα τέσ­σε­ρα ση­μεία του ορί­ζο­ντα, τα ση­μεία από όπου θα υψω­θούν οι κο­λό­νες. Προ­σα­να­το­λι­σμός και στα­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα. Κα­θώς βα­δί­ζει από ση­μείο σε ση­μείο, στην ου­σία «ορ­γώ­νει», ορί­ζει την πε­ρί­με­τρο, εγκα­θι­δρύ­ει τον χώ­ρο, γί­νε­ται εν δυ­νά­μει «ιδρυ­τής» του στε­ρε­ού που θα γεν­νη­θεί, θα πά­ρει ζωή και ορ­θω­θεί στο κο­ντι­νό μέλ­λον. Δί­χως λέ­ξεις, χω­ρίς ομι­λία, μο­νά­χα με πρά­ξεις, κι­νή­σεις μέ­σα στο χώ­ρο, το σώ­μα που εγ­γρά­φει τις δια­στά­σεις.
Το κα­θά­ρι­σμα με τη θυ­σία, εξευ­με­νι­σμός χθό­νιων δυ­νά­με­ων. Τέσ­σε­ρα μπου­κα­λά­κια με αγια­σμό, μέ­λι και ζά­χα­ρη θα το­πο­θε­τη­θούν αρ­γό­τε­ρα, όταν θα γί­νει η εκ­σκα­φή στη βά­ση του κα­λου­πιού.
Τα γε­γο­νό­τα, όσα κα­τόρ­θω­σε να συλ­λά­βει η μα­τιά και να βιώ­σει ως ενερ­γό θέ­α­ση η ύπαρ­ξη, πε­ρι­γρά­φη­καν ως εδώ, εκλο­γι­κεύ­τη­καν μέ­σα από το κοί­ταγ­μα του δρά­στη αλ­λά και θε­α­τή ταυ­τό­χρο­να , που συμ­με­τέ­χει αλ­λά και πα­ρα­τη­ρεί τα δρώ­με­να.
Οι δυο τε­λε­τές, ισό­τι­μες και συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές ταυ­τό­χρο­να. Κα­θα­γιά­ζουν το χώ­ρο, ενώ­νο­ντας χθό­νιες, συ­ντο­νί­ζο­ντας γή­ι­νες και εξευ­με­νί­ζο­ντας ου­ρά­νιες ενέρ­γειες. Πραγ­μα­το­ποιούν μια το­μή του πραγ­μα­τι­κού χρό­νου, προ­βάλ­λο­ντας σε ένα «άχρο­νο» τώ­ρα, αυ­τό που κά­πο­τε, in illo tempore, συ­νέ­βη στο σύ­μπαν.

Δη­μιουρ­γία του σύ­μπα­ντος. Δη­μιουρ­γία του κτί­σμα­τος. Ανα­λο­γί­ες δρα­μα­τι­κές!

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: