Για τον ουροβόρο —συνήθως ένα φίδι ή δράκο που διαγράφει κύκλο τρώγοντας την ουρά του— μας πληροφορεί αναλυτικά ο Μπόρχες στο Βιβλίο των φανταστικών όντων. Ο τυφλός Αργεντίνος αναφέρει ως πρώτη χρήση αυτού του παράξενου τέρατος ένα «ελληνικό φυλαχτό του τρίτου αιώνα». Γνωρίζουμε όμως πως πιθανότατα εμφανίστηκε και σ’ ένα πρώιμο αλχημιστικό κείμενο που εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια την ίδια περίοδο. Ο τίτλος του: Κλεοπάτρας χρυσοποιία. Η αλχημεία και η γεωγραφική φαντασία φαίνεται πως συνετέλεσαν στην αλλόκοτη σύλληψη. Αλχημικά, ο ουροβόρος συνδέεται με τον περιώνυμο «φιλοσοφικό λίθο»· γεωγραφικά, με την προνεωτερική αντίληψη του ωκεανού ως ενός υδάτινου δακτυλίου που περιβάλλει τη γη. Ο Μπόρχες, που αναφέρει και τις δύο αυτές συμβολικές προεκτάσεις, αναφέρει επίσης την Ηρακλείτεια εικόνα του απείρου ως ενός κύκλου όπου κάθε σημείο είναι ταυτόχρονα αρχή και τέλος. Και προσθέτει έναν θρύλο γύρω από την Μαίρη, βασίλισσα των Σκώτων, η οποία φέρεται να είχε ένα δαχτυλίδι με το μόττο «στο τέλος μου βρίσκεται η αρχή μου». Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη φράση του Καρλ Κράους που αγαπούσε ο Μπένγιαμιν: «η απαρχή είναι το τέλος», όπου η τελευταία λέξη σημαίνει αμφίσημα εξίσου το τελικό σημείο και τον σκοπό.
Η πολυσημία αυτή είναι βέβαια οργανικό τμήμα της σαγήνης του συγκεκριμένου συμβόλου. Ας συνοψίσουμε τους βασικούς του νοηματικούς άξονες: πρώτον, τελειότητα, διότι από την αρχαιότητα ο κύκλος θεωρούνταν το τέλειο σχήμα· δεύτερον, αυτο(κατα)στροφή, διότι το φίδι που τρώει την ουρά του είναι ένα πλάσμα δυνάμει αυτοαναιρούμενο, αυτοαναλωνόμενο, ένα ον σε διαδικασία αυτοεξάλειψης (είναι αναγκαίο να προσθέσουμε εδώ ότι η καταστροφή του εαυτού θεμελιώνεται, εντός του συμβόλου, στη στροφή προς τον εαυτό, έτσι ώστε η αυτοεξάλειψη να είναι συνώνυμη, όλως παραδόξως, της αυτοαναφορικότητας)· και τρίτον, απειρότητα, ή αλλιώς ιλιγγιώδης ταύτιση του σημείου του τέλους και αυτού της έναρξης.
Μια πρώτη, και κατά τη γνώμη μου επιδερμική, ματιά στο πρόσφατο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, είναι αυτή που το αντιλαμβάνεται ως κάτι σαν λεκτικό περίπατο σε μια πινακοθήκη ποιητικών αλλά και ευρύτερα καλλιτεχνικών πορτραίτων τα οποία, τρόπον τινά, μας αυτοσυστήνονται. Η αίσθηση αυτή δημιουργείται από τη χρήση του πρώτου προσώπου στα πρώτα εννιά ποιήματα της συλλογής (τα δύο πρώτα μάλιστα ξεκινούν πανομοιότυπα: «Ονομάζομαι»), δομή που επιστρέφει και αργότερα στη συλλογή, έχοντας όμως πρώτα δώσει τη θέση της σε συνθέσεις στο τρίτο πρόσωπο ή και στη διαλογική μορφή μιας σειράς από φαντασιακές συνεντεύξεις. Τα πράγματα λοιπόν δεν έχουν όπως αρχικώς φαίνονται. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια σειρά από συγγραφικές ή ευρύτερα καλλιτεχνικές μορφές που μας αυτοσυστήνονται, ούτε, ας μου επιτραπεί, θα πρέπει να αφεθούμε στην ευκολία της ιδέας ενός ποιητικού βιβλίου που εξαντλείται στην ανακύκλωση του δικαίως ντεμοντέ κλισέ του poète maudit. Θα ήταν πιο φρόνιμο ερμηνευτικά να ξεκινήσουμε από το τέλος του βιβλίου, η σημασία του οποίου προτάσσεται στο κάτω-κάτω ρητά από την ίδια την ποιήτρια, καθώς ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος είναι ο τίτλος της συλλογής συνολικά:
Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί
η πένα αναπαύτηκε οριζόντια
και το μελάνι στέρεψε.
[…]
Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.
Ποιος είναι ο «ποιητής Όμικρον»; Σ’ ένα επίπεδο, ο τελευταίος ποιητής της συλλογής είναι βέβαια ο πρώτος ποιητής, τουλάχιστον για τη δυτική λογοτεχνική παράδοση, ο τυφλός ραψωδός, ο Όμηρος. Σ’ ένα άλλο όμως επίπεδο, αυτό που η σαφέστατη οφειλή όχι μονάχα του ποιήματος αλλά και όλης της συλλογής στον Μπόρχες καθιστά σαφές, είναι αλληγορικά και μετακειμενικά η ίδια η μορφή, η τροπική φιγούρα, ενός κύκλου όπου το τέλος ταυτίζεται με την αρχή: όταν ο Όμικρον τελειώνει το γράψιμο, και μαζί το βιβλίο, διαβάζουμε, ένας άλλος ξυπνά απότομα και γράφει, ξεκινώντας ένα άλλο βιβλίο, ή το ίδιο βιβλίο, ή καλύτερα ακόμα, ένα βιβλίο που (θα) είναι πάντα, σε κάθε κύκλο του γύρω απ’ τον εαυτό του, το ίδιο και άλλο.
Μπόρχες: