Μια κοσμοπολίτικη οπτική της ελληνικής λογοτεχνίας

Μια κοσμοπολίτικη οπτική της ελληνικής λογοτεχνίας

Στράτος Φουντούλης, «Σημειωματάριo βαρύτητας», Εκδόσεις ΑΩ, 2021


Πρώ­το βι­βλίο για τον ει­κα­στι­κό Στρά­το Φου­ντού­λη, σε ώρι­μη ηλι­κία, χω­ρίς ωστό­σο ού­τε η εκ­δο­τι­κή του πα­ρου­σία να εί­ναι και η πρώ­τη (ο συγ­γρα­φέ­ας έχει ήδη δη­μο­σιεύ­σει κεί­με­νά του τό­σο σε ελ­λη­νι­κά όσο και σε αγ­γλό­φω­να πε­ριο­δι­κά) ού­τε η ενα­σχό­λη­σή του με τη λο­γο­τε­χνία να συ­νι­στά πρό­σφα­τη επι­θυ­μία. Πέ­ρα από το δια­δι­κτυα­κό λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό Στά­χτες, το οποίο δια­τη­ρεί πε­ρί­που εί­κο­σι χρό­νια, ο εκ­παι­δευ­μέ­νος ανα­γνώ­στης θα ανα­γνω­ρί­σει στα κεί­με­να του βι­βλί­ου όχι μό­νον μια γρα­φή που δεν εί­ναι πρω­τό­λεια –αφού ο συγ­γρα­φέ­ας δεν έχει απλώς κά­τι να πει, αλ­λά γνω­ρί­ζει και τους λο­γο­τε­χνι­κούς τρό­πους που η ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας μάς έχει πα­ρα­δώ­σει–, αλ­λά και πι­θα­νές επιρ­ρο­ές ή/ και δια­κει­με­νι­κές σχέ­σεις με ανα­γνώ­σμα­τα (πραγ­μα­τι­κά ή προ­ϊ­όν συ­νειρ­μών του ανα­γνώ­στη) από την ελ­λη­νι­κή αλ­λά κυ­ρί­ως από την πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία, που έχει να επι­δεί­ξει ση­μα­ντι­κά λο­γο­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα.
Ο συγ­γρα­φέ­ας Δη­μή­τρης Φύσ­σας ήδη προ­τάσ­σει στο προ­λό­γι­σμά του μια λί­στα γρα­φών τα ίχνη των οποί­ων ανα­γνω­ρί­ζει στα κεί­με­να του Φου­ντού­λη. Ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας πά­ντως στο τε­λευ­ταίο μέ­ρος του βι­βλί­ου [Αντί επι­λό­γου], όπου κα­τα­θέ­τει και την κο­σμο­θε­ω­ρία του (μέ­τρο, σχε­τι­κό­τη­τα των πραγ­μά­των και θνη­τό­τη­τα), κά­νει ανα­φο­ρές στον φι­λό­σο­φο, πο­λι­τειο­λό­γο και πο­λι­τι­κό Νορ­μπέρ­το Μπό­μπιο, τον Σα­ρα­μά­γκου, τον Επί­κου­ρο, όπως και στον Κα­λο­κύ­ρη. Στο μι­κρό δε πα­ράρ­τη­μα με τί­τλο «ορι­σμέ­νες οφει­λές» ανα­φέ­ρει ρη­τά τους Προυστ, Τζό­υς, Πεσ­σόα, Μου­ζίλ, Κού­ντε­ρα, Ευ­ρι­πί­δη [Τρω­ά­δες].

Φο­βά­μαι ότι ακό­μη δεν απά­ντη­σα στην αρ­χι­κή φρά­ση αυ­τού του μι­κρού κει­μέ­νου, εν­νοώ ότι κα­θε­τί κου­βα­λά τη μα­ταιό­τη­τα στο γε­γο­νός ότι πά­ντα φτά­νει στο τέ­λος, όλα τε­λειώ­νουν.
(Λί­γη κα­τα­νό­η­ση, σ. 82)

Το βι­βλίο χω­ρί­ζε­ται σε τρεις ενό­τη­τες [Βρα­δι­νές δια­τά­ξεις, Σέ­πια, Ιστο­ρί­ες], οι οποί­ες πε­ρι­λαμ­βά­νουν κεί­με­να που δια­φέ­ρουν τό­σο στη φόρ­μα όσο και στο πε­ριε­χό­με­νο. Αυ­τή η μη ενιαία αφη­γη­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση χα­ρί­ζει προ­φα­νώς και τον τί­τλο στο βι­βλίο [Ση­μειω­μα­τά­ριο βα­ρύ­τη­τας], ο οποί­ος συ­μπλη­ρώ­νε­ται και από τη φω­το­γρα­φία του εξω­φύλ­λου με τα καυ­τά κά­στα­να στις στά­χτες. Η σχέ­ση του Φου­ντού­λη με τις στά­χτες επα­να­λαμ­βά­νε­ται κι εδώ, πέ­ρα από την ονο­μα­το­θε­σία του δια­δι­κτυα­κού πε­ριο­δι­κού του. Η λο­γο­τε­χνία συ­νε­πώς ως μια αντί­στι­ξη στην κα­μέ­νη υπό­θε­ση της ζω­ής; Η λο­γο­τε­χνία ως ενα­πο­μεί­να­σα υπό­μνη­ση του πε­ρά­σμα­τος σε μια άλ­λη διά­στα­ση της ύλης ή ως το τε­λευ­ταίο πο­λύ­τι­μο προ­ϊ­όν που οφεί­λει να δια­φυ­λα­χθεί; Κά­στα­να/κεί­με­να που καί­νε λοι­πόν ή ως θε­μα­τι­κές ή ως απώ­λειες, και άρα­γε ποιος/ με τι να τα αγ­γί­ξει και πώς να τα «κα­τα­πιεί»;

Μα­κά­ρι να γνώ­ρι­ζα νω­ρί­τε­ρα τη γοη­τεία της διά­λυ­σης, της ανα­σύ­ντα­ξης και τις όποιες μα­γι­κές απει­λές που κρύ­βουν οι γρα­πτοί στί­χοι. Τώ­ρα, τα χρό­νια εμ­φα­νί­ζουν επά­νω μου αμέ­τρη­τα στρώ­μα­τα σκου­ριάς, νιώ­θω σαν εκεί­να τα πα­λαιά όπλα βου­τηγ­μέ­να σε σκό­νη συ­ντή­ρη­σης, όπλο άο­πλο πο­λε­μι­κού μου­σεί­ου. Εξ ου και ο αιώ­νιός μου  (Δι­σταγ­μός, σ. 53)

Και οι σχέ­σεις με τον εαυ­τό μας· οι συ­νε­χείς με­τα­βαλ­λό­με­νες σχέ­σεις με το πε­ρι­βάλ­λον· οι κοι­νω­νι­κές του λει­τουρ­γί­ες που αλ­λοιώ­νο­νται· και το άκαμ­πτο μο­ντέ­λο της γρα­φής απο­σπά­ται· κεί­ται στην άκρη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που, κα­τά Πεσ­σόα, Προυστ και τον ανά­λα­φρο Πε­τρώ­νιο, η γρα­φή δεν εί­ναι πα­ρά η γρα­πτή ου­σία απορ­ριμ­μά­των απελ­πι­σί­ας (σ. 87)

Κεί­με­να κα­θα­ρής ποι­η­τι­κής πρό­ζας, πε­ζά μι­κρο­κεί­με­να, μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, αφη­γή­μα­τα. Αλ­λού στο κέ­ντρο βρί­σκε­ται το συ­ναί­σθη­μα πλάι σε μία νε­ο­ρο­μα­ντι­κή αντί­λη­ψη του κό­σμου, αλ­λού το πα­ρά­λο­γο στοι­χείο που κά­πο­τε εντεί­νε­ται με συ­νειρ­μι­κή χω­ρίς στί­ξη γρα­φή, αλ­λού τα ισόρ­ρο­πα πε­ρά­σμα­τα από το ιδε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο στη λυ­ρι­κή έν­δυ­ση της θε­μα­τι­κής, κι αλ­λού μία κα­θα­ρά δο­κι­μια­κή ή ψευ­δο/δο­κι­μια­κή φόρ­μα με μι­κρή ιστο­ρία που συ­νειρ­μι­κά μάς με­τα­θέ­τει στον γνω­στό μπορ­χι­κό τρό­πο.
Τα κεί­με­να όσον αφο­ρά τους αφη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους εί­τε χρη­σι­μο­ποιούν τον πα­ντο­γνώ­στη τρι­το­πρό­σω­πο αφη­γη­τή εί­τε το πρώ­το και το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο ως ση­μα­το­δο­τή­σεις εσω­τε­ρι­κών μο­νο­λό­γων, ποι­η­τι­κής πρά­ξης και εξο­μο­λο­γη­τι­κής διά­θε­σης.
Η θε­μα­τι­κή του Φου­ντού­λη, με δια­φο­ρε­τι­κά κά­θε φο­ρά ανα­πτύγ­μα­τα, πε­ρι­φέ­ρε­ται γύ­ρω από τον έρω­τα, τον θά­να­το, τη μα­ταί­ω­ση, το πα­ρά­λο­γο της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, τη θε­ώ­ρη­ση του κό­σμου με σκε­πτι­κι­σμό, λο­ξή μα­τιά, αυ­το­σαρ­κα­σμό και ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της φω­νής του, ως προς τους δο­μι­κούς τρό­πους δια­χεί­ρι­σης της θε­μα­τι­κής, εί­ναι η με­γέ­θυν­ση των εντυ­πώ­σε­ων και του ασή­μα­ντου, η προ­σθή­κη της λε­πτο­μέ­ρειας ως ση­μείο συ­μπύ­κνω­σης του χρό­νου, η ακι­νη­το­ποί­η­ση του χρό­νου ως φω­το­γρα­φι­κό εν­στα­ντα­νέ,

Ένας από τους λό­γους που ζω εδώ εί­ναι το πά­τω­μα. Μου πή­ρε χρό­νια να βρω δω­μά­τιο με αυ­τό το εί­δος δα­πέ­δου. Αλέ­κια­στο ξύ­λο, βα­θύ κια­ρο­σκού­ρο, μο­τί­βο ψα­ρο­κό­κα­λού (σ. 32)
Εκεί­νη σού χα­μο­γε­λά, ανα­ρω­τιέ­σαι αν πρό­κει­ται για χα­μό­γε­λο ή για γι­γα­ντιαί­ους ανε­μό­μυ­λους στον μα­κρι­νό ορί­ζο­ντα (σ. 27)

οι πε­ριε­κτι­κές κα­τα­βυ­θί­σεις και οι ρυθ­μι­κές επα­να­λή­ψεις που δια­νοί­γουν την ψυ­χι­κή σφαί­ρα, τα πε­ρά­σμα­τα από τον να­του­ρα­λι­σμό στον υπερ­ρε­α­λι­σμό και το ονει­ρι­κό το­πίο,

Να μη λά­βω στα υπό­ψη ση­μα­σί­ες γε­γο­νό­των ή κλη­ρο­νο­μι­κές ασθέ­νειες σού υπεν­θυ­μί­ζω μό­νο το φω­σφό­ρι­σμα των δο­ντιών σου κα­θώς γε­λάς στο σκο­τά­δι πά­ντα στο σκο­τά­δι γε­λάς και δεν δύ­να­μαι να αφο­σιω­θώ στον υπό­κω­φο θό­ρυ­βο που προ­κα­λεί ο φό­βος (σ. 46)

Ξέ­ρει ότι κά­τι θέ­λει. Κοι­τά λο­ξά κά­τω δε­ξιά από την κα­ρέ­κλα, όταν βλέ­πει το λου­λού­δι που έχει φυ­τρώ­σει στη σό­λα του πα­που­τσιού του (σ. 41)

Δεν περ­νά λέ­ει ο κα­να­πές από το πα­ρά­θυ­ρο από εκεί μό­νο η ζωή μου περ­νά και φεύ­γει τό­νι­σε με λυγ­μούς και το δά­πε­δο γέρ­νει προς τα εκεί κά­νο­ντας την ντου­λά­πα να κου­νά επι­κίν­δυ­να σε κά­θε άνοιγ­μα της πόρ­τας τα πράγ­μα­τά μου αχ τα έπι­πλά μου (σ. 74)

η έντο­νη ενα­σχό­λη­ση με αυ­τό που συλ­λαμ­βά­νουν οι αι­σθή­σεις, τα συ­νειρ­μι­κά πε­ρά­σμα­τα που δη­μιουρ­γούν αφαί­ρε­ση και χώ­ρο κε­νό για να εγ­γρα­φεί από τον ανα­γνώ­στη, το λυ­ρι­κό στοι­χείο, οι κο­ρυ­φώ­σεις και οι ανα­τρο­πές

Όταν περ­πα­τού­σα λυ­πη­μέ­νος τα πρω­ι­νά στο λι­μά­νι, όπου οι απο­βά­θρες φέρ­νουν πά­ντα μνή­μες απει­λη­τι­κές που ανα­στα­τώ­νουν λό­γω του μυ­στη­ρί­ου των ανα­χω­ρή­σε­ων, άφη­να τη δρο­σιά να μου ξε­πλέ­νει τη χλω­μά­δα από το πρό­σω­πο κι άφη­να αυ­τό το μέ­ρος, γε­μά­το αλ­μύ­ρα της ζω­ής που δεν έχω γευ­τεί· τό­τε ανα­χω­ρού­σα. Κα­θώς η αυ­λαία, όταν πε­ρά­σει το πρω­ι­νό, πέ­φτει (σ. 35)

Δεν επι­θυ­μή­σα­με ανα­γκαιό­τη­τες· μό­νο χέ­ρια να μας τυ­λί­γουν το πρό­σω­πο, να μας κοι­τούν υγρά δυο μά­τια· αυ­τό μό­νο. Πο­λυ­σύλ­λα­βο λε­μό­νι η εμπει­ρία· χα­ραγ­μέ­νη με αρ­χι­κά αγνώ­στων και δυ­νά­μεις που κα­τόρ­θω­σαν πολ­λά· πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Αυ­τή ίσως να ήταν πά­ντα η συ­ντα­γή, τα υλι­κά της πα­λίρ­ροιας –υπάρ­χουν και άλ­λα μιας άλ­λης ύστα­της στιγ­μής (σ. 66)

Εί­ναι λοι­πόν εμ­φα­νής η πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή οπτι­κή του ει­κα­στι­κού και συγ­γρα­φέα Φου­ντού­λη απέ­να­ντι στη λο­γο­τε­χνία, στους τρό­πους της και στις δυ­να­τό­τη­τες που δια­νοί­γει ως Τέ­χνη, όχι μό­νον με τε­χνι­κές αλ­λά κυ­ρί­ως μ’ ένα κα­θα­ρό ιδε­ο­λο­γι­κό εφαλ­τή­ριο για τον ρό­λο της και γνω­σιο­λο­γι­κό οπλο­στά­σιο για τον σχο­λια­σμό της. Γι’ αυ­τούς τους λό­γους ο Φου­ντού­λης κι­νεί­ται στο πλαί­σιο μιας ευ­ρεί­ας, κο­σμο­πο­λί­τι­κης θε­ώ­ρη­σης για την Τέ­χνη, και αξί­ζει ασφα­λώς να δια­βα­στεί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: