Με αγγλοσαξωνικό φλέγμα Πειραιώτισσας ...

Αγγελικής Πεχλιβάνη: «Οι γάτες του Τρίτου και άλλοι ζωντανοί», Κίχλη 2021

Ανα­ρω­τιέ­μαι αν υπάρ­χει ιστο­ρία πιο δυ­να­τή, πιο επώ­δυ­νη, πιο χι­λιοει­πω­μέ­νη και γι’ αυ­τό πιο αν­θρώ­πι­νη, από την ιστο­ρία της απώ­λειας της δο­κι­μα­σμέ­νης αγά­πης. Κι αν τε­λι­κά μπο­ρεί ένας δη­μιουρ­γός να μι­λή­σει για την απώ­λεια αυ­τή, όχι θραυ­σμα­τι­κά και κου­ρα­σμέ­να, αλ­λά τί­μια και στα ίσια. Να τη σερ­βί­ρει στο πιά­το όπως εί­ναι, χω­ρίς φλύ­α­ρους συ­ναι­σθη­μα­τι­σμούς και γαρ­νι­τού­ρες ποι­η­τι­κής νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νης, αλ­λά με λέ­ξεις που κό­βουν σαν ακο­νι­σμέ­νες σπά­θες. Στις Γά­τες του Τρί­του η Πε­χλι­βά­νη εξι­στο­ρεί με βιω­μα­τι­κό ρί­γος και ποι­η­τι­κή ντο­μπρο­σύ­νη μια προ­σω­πι­κή ιστο­ρία απώ­λειας. Μια απώ­λεια που κυο­φο­ρεί και γεν­νά την αγω­νία και την οδύ­νη για­τί σε ξε­ρι­ζώ­νει από­το­μα από τη μή­τρα που σε έσπει­ρε στη γη και σε αφή­νει ναυα­γό σε μια ξέ­ρα, απο­κομ­μέ­νο από τον ομ­φά­λιο λώ­ρο σε μια κα­τά­στα­ση υπε­ρέ­ντα­σης, γε­μά­τη σπα­ραγ­μό. Τι κι αν οι φι­λο­σο­φι­κές και χρι­στια­νι­κές δι­δα­χές προ­σπά­θη­σαν να μας πεί­σουν ότι πρέ­πει να αγα­πά­με την οδύ­νη για­τί τά­χα σώ­ζει την ύπαρ­ξή μας. Πως πο­τέ δεν εί­ναι αρ­κε­τά δυ­να­τή ή αρ­κε­τά με­γά­λη. Θα αρ­κού­σε άρα­γε στην Πε­χλι­βά­νη να ξέ­ρει πως σκα­λί­ζο­ντας από τα σπλά­χνα της αυ­τό το κομ­ψο­τέ­χνη­μα αρι­στο­κρα­τι­κής οδύ­νης θα μπο­ρού­σε να έχει σώ­σει και τη δι­κή της ύπαρ­ξη; Δια­τη­ρώ τις αμ­φι­βο­λί­ες μου.
Αλ­λά, ας μην βα­ρύ­νου­με. Ας μι­λή­σου­με για κά­τι ελα­φρύ. Για τον αέ­ρα του φθι­νο­πώ­ρου, για τα άσπρα και τα ροζ λου­λού­δια στα βά­ζα, για τα πε­σμέ­να φύλ­λα της λεύ­κας, για τη βρο­χή τη μυ­ρι­στι­κή. Ή μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για τον Ρί­κο που τρί­βε­ται στα πό­δια της κα­λο­στε­κού­με­νης εξη­ντά­χρο­νης που λι­βα­νί­ζει σε ρυθ­μούς μιού­ζι­καλ, για τον Φοί­βο και την Αθη­νά που κου­λου­ριά­ζουν πλάι πλάι στα μάρ­μα­ρα του 16ου τμή­μα­τος σαν τα ορι­στι­κά ση­μεία στί­ξης, για την Πουά της οι­κο­γε­νεια­κής συ­νοι­κί­ας, αλ­λά και για εκεί­νη την ανών­μυ­μη γά­τα που λιά­ζει τη χνου­δω­τή ου­ρά της στα πό­δια της Όλ­γας Πρέ­κα.
Την ώρα που τα ζω­ντα­νά με τις μα­λα­κές ου­ρές νυ­χο­πα­τούν ανά­με­σα στα άν­θη, τα μάρ­μα­ρα, το λι­βά­νι και τις πα­λιές φω­το­γρα­φί­ες, ψυ­χο­πο­μποί και δί­αυ­λοι ανά­με­σα στις δυο συ­χνό­τη­τες των ζω­ντα­νών και των κε­κοι­μη­μέ­νων και που η μά­να του Γε­ώρ­γιου Κα­σι­μά­τη του Κε­λευ­στή, κα­θα­ρί­ζει τη γα­λά­ζια κορ­νί­ζα του παι­διού της, η Πε­χλι­βά­νη στή­νει τη μα­γι­κή στιγ­μή μιας τέ­λειας ισορ­ρο­πί­ας δί­νο­ντας ει­κό­νες με­γά­λης ποι­η­τι­κής έκτα­σης που αντί να κα­τα­λύ­ουν την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα με την αμεί­λι­κτη ολό­τη­τά τους, εκεί­νες την πυ­κνώ­νουν.
Μέ­σα στην ολο­κλη­ρω­τι­κή απου­σία, η ζωή, σαν μια μη­χα­νή που ξέ­ρει να αυ­το­συ­ντη­ρεί­ται, κι­νεί συ­νε­χώς τα γρα­νά­ζια της —από τη μία σνο­μπά­ρο­ντας τον χρό­νο και απ’ την άλ­λη βα­σι­ζό­με­νη σ’ αυ­τόν— πα­ρά­γο­ντας μέ­σα από την αέ­ναη κί­νη­ση, αιω­νιό­τη­τα. Οι γά­τες που σου­λα­τσά­ρουν ανά­με­σα στα μνή­μα­τα, οι μά­νες, οι χή­ρες, οι ορ­φα­νές κό­ρες, γυ­ναί­κες με ένα στρα­πά­τσο η κά­θε μία που έμει­ναν πί­σω ως Πρω­θιέ­ρειες του Πέν­θους να χλω­ριώ­νουν τα μάρ­μα­ρα, να ανά­βουν τα κα­ντή­λια και να σκου­πί­ζουν τις θο­λές φω­το­γρα­φί­ες, ξέ­ρουν το μυ­στι­κό της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής που πα­ρά την σκλη­ρή πα­ρα­δο­ξό­τη­τά της δεν εί­ναι πο­τέ απού­σα, μα δια­λεί­που­σα, κρυμ­μέ­νη μέ­σα στις λε­πτο­μέ­ρειες σαν τον Θεό, στον οποίο η ποι­ή­τρια, εξό­χως αυ­θά­δης και ολί­γον βλά­σφη­μη κα­θώς εί­ναι, του πε­τά­ει το γά­ντι: Σκέ­φτο­μαι τη μο­να­ξιά του κό­σμου, γρά­φει στο «Γη­ρά­σκω αεί δι­δα­σκό­με­νη»: Σκέ­φτο­μαι την αλη­τεία του Θε­ού, του μη ανα­γώ­γι­μου. Σκέ­φτο­μαι τη γλώσ­σα μου που ορ­φά­νε­ψε. Και συ­νε­χί­ζω.

Θα ήταν ένα από τα πιο λυ­πη­μέ­να βι­βλία που έχω δια­βά­σει, αν δεν ήταν το ανα­πά­ντε­χα δαι­μο­νι­κό χιού­μορ της Πε­χλι­βά­νη να υπεν­θυ­μί­ζει κά­πο­τε πως εκεί που το πράγ­μα σο­βα­ρεύ­ει, αρ­χί­ζει το με­γα­λύ­τε­ρο αστείο. Με αγ­γλο­σα­ξω­νι­κό φλέγ­μα Πει­ραιώ­τισ­σας που δεν ση­κώ­νει και πολ­λά, η Πε­χλι­βά­νη δεν δι­στά­ζει να βγά­ζει από το οπλο­στά­σιο της ποι­η­τι­κής της ιδιο­συ­γκρα­σί­ας ένα διό­λου απρο­σάρ­μο­στο χιού­μορ για τα με­γά­λα. Κλαί­με στους γά­μους και γε­λά­με στις κη­δεί­ες λέ­ει ο σο­φός λα­ός και δεν εί­ναι ψέ­μα­τα: Ουκ έστιν ο Θε­ός νε­κρών, αλ­λά ζώ­ντων. Α, ρε μά­να, ακό­μα και νε­κρή δεν έχεις το θεό σου, γρά­φει, θυ­μί­ζο­ντας πως κά­τω από τον με­σο­γεια­κό ήλιο του πέν­θους, πά­ντα υπάρ­χει χώ­ρος για το κα­λα­μπού­ρι, ακό­μα κι αν εί­ναι μαύ­ρο κι άρα­χνο, παι­δί του σαρ­κα­σμού και της κερ­κί­δας (βλ. το «Στη­μέ­νο Πά­σχα»: Όλο οι ίδιοι Ανα­σταί­νο­νται). Μπρο­στά στη χο­ντρο­κομ­μέ­νη ευ­τρα­πε­λία του ορι­στι­κού και του αμε­τά­κλη­του, το χιού­μορ της, αντι­συμ­βα­τι­κό, αύ­θα­δες και προ­κλη­τι­κό, υψώ­νει το με­σαίο δά­χτυ­λο στην οδύ­νη, όχι για να την συρ­ρι­κνώ­σει, αλ­λά για να την ανυ­ψώ­σει και να την επι­δεί­ξει με τη δέ­ου­σα σο­βα­ρό­τη­τα αλ­λά και με τη φυ­σι­κή έλ­λει­ψη σο­βα­ρο­φά­νειας που της αρ­μό­ζει.

Η Πε­χλι­βά­νη δια­λέ­γει την προ­λη­πτι­κή ια­τρι­κή της λε­πτο­με­ρούς μνή­μης ως το μό­νο για­τρι­κό απέ­να­ντι στη λή­θη. Έτσι, για λό­γους που απο­δί­δο­νται τό­σο στην κο­πια­στι­κή κα­τά­βα­σή της στον ίδιο τον κρα­τή­ρα της μνή­μης, όσο και σ΄ ένα άγριο έν­στι­κτο αυ­το­συ­ντή­ρη­σης, το οποίο απαι­τεί την προ­σω­πι­κή εμπλο­κή, η τέ­χνη της εί­ναι γε­μά­τη με λε­πτο­μέ­ρειες οξύ­τα­της διαύ­γειας. Κά­πο­τε, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας έναν αλ­λό­κο­το ποι­η­τι­κό αλ­γό­ριθ­μο, ο οποί­ος φλερ­τά­ρει ακό­μα και με το σύ­μπαν των αριθ­μών, ιχνη­λα­τεί προς τα πί­σω τό­πους και χρο­νι­κά ση­μεία που σε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση θα ήταν ακα­τόρ­θω­το, όχι μό­νο να φτά­σει, αλ­λά ακό­μα και να ανα­γνω­ρί­σει κα­νείς. Υπο­λο­γί­ζει στην «Αριθ­μη­τι­κή»: Λεί­πεις 191 μέ­ρες. 191 νύ­χτες που δεν ονει­ρεύ­τη­κες, 28 Σάβ­βα­τα που δεν ψώ­νι­σες στην αγο­ρά. 28 Κυ­ρια­κές που δεν κά­θι­σες μα­ζί μας στο με­ση­με­ρια­νό τρα­πέ­ζι. 7 πρω­το­μη­νιες που δεν άνα­ψες το κα­ντή­λι. 10 γιορ­τές που δεν γιόρ­τα­σες. 382 φο­ρές που δεν μου εί­πες «πρό­σε­χε». Εκα­το­ντά­δες φο­ρές που δεν με άγγ­γι­ξες. Χι­λιά­δες λε­πτά που δεν με σκέ­φτη­κες. Αλ­λά και αυ­τές τις πε­ντα­κό­σιες εβδο­μή­ντα νύ­χτες αϋ­πνί­ας που κα­τα­με­τρή­θη­καν στο ποί­η­μα «Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα, 22 Απρι­λί­ου 2019».

Διεισ­δύ­ο­ντας ολο­έ­να και πιο μέ­σα στο ζε­στό σώ­μα των ποι­η­μά­των της ο ανα­γνώ­στης θα έχει πια συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πως απέ­να­ντί του, πέ­ρα από ένα εξο­μο­λο­γη­τι­κό ημε­ρο­λό­γιο υπαρ­ξια­κής πα­ρα­φο­ράς υπάρ­χει ένα βι­βλίο σο­βα­ρής δια­κιν­δύ­νευ­σης. Όχι για­τί θρη­νεί το σώ­μα, το πνεύ­μα και το χνά­ρι που άφη­σε το αγα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο στον κό­σμο, αλ­λά για­τί το πέν­θος κα­θ’ αυ­τό, ακό­μα και στην ποι­η­τι­κή μορ­φή του εί­ναι η ορι­στι­κή και η πιο βέ­βη­λη κα­τάρ­ρευ­ση όλων των ιε­ρών βε­βαιο­τή­των του αν­θρώ­που. Σ’ αυ­τό το πο­λύ προ­σω­πι­κό τε­φτέ­ρι του πέν­θους λοι­πόν, όπου αφη­γη­τής και συγ­γρα­φέ­ας φο­ρούν τη ρό­μπα της μά­νας και μα­γει­ρεύ­ουν ψά­ρια ανοι­χτής θα­λάσ­σης, πα­ρη­γο­ρη­τι­κά, η γλώσ­σα προ­κα­λεί­ται εκ νέ­ου ώστε να υπερ­βεί τα όριά της, επι­στρα­τεύ­ο­ντας ακό­μα και τον τσα­μπου­κά μιας ευ­ρη­μα­τι­κής σλανγκ προ­κει­μέ­νου να επα­να­συ­στή­σει τις έν­νοιες, να τις βα­πτί­σει στο βί­ω­μα, κυ­ρί­ως, όμως, να πα­ρη­γο­ρή­σει. Αν σου μι­λώ, γρά­φει στο «Θαύ­μα ακυ­ρω­θέν», δεν σου μι­λώ για να απα­ντή­σεις ού­τε για κά­τι άλ­λο «πρέ­πει αδιεκ­πε­ραί­ω­τα, αρ­νή­σεις, απω­θή­σεις και άλ­λα ψυ­χο­κορ­ρέκτ πα­ρό­μοια. Αν σου μι­λώ εί­ναι γι’ αυ­τό που λέ­με γλώσ­σα και το θαύ­μα της. Γι’ αυ­τό που τό­σα χρό­νια δί­δα­σκα και απρε­πώς με δια­ψεύ­δει τώ­ρα.

Κά­πως έτσι, το υπαρ­ξια­κό τεκ­μή­ριο που αφο­ρά στο δι­κό της προ­σω­πι­κό απο­κτά­ει τη δύ­να­μη του γε­νι­κού και μας πε­ρι­βάλ­λει. Μας αφο­ρά ως αν­θρώ­πους που απέ­να­ντι στον απο­λύ­τως φυ­σι­κό φό­βο του τέ­λους εί­μα­στε ανα­γκα­σμέ­νοι να αντι­πα­ρα­θέ­του­με και να ζού­με με τον ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρο φό­βο της απώ­λειας.
Έκ­πλη­κτη, κυ­νι­κή, πα­ρα­δο­μέ­νη στο θυ­μό και τη θλί­ψη, όχι μό­νο για τη φυ­σι­κή έλ­λει­ψη του προ­σώ­που, αλ­λά πιο πο­λύ για την ίδια τη διά­ψευ­ση της γνώ­μης που φέ­ρει το εί­δος μας για τον εαυ­τό του, πως τά­χα εί­ναι ανί­κη­το, απο­φεύ­γει να ακο­λου­θή­σει τη γραμ­μι­κή νόρ­μα του πέν­θους στα στά­δια της οποί­ας ορ­κί­ζο­νται οι ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τές: Αναρ­ρω­τιέ­μαι, ξέ­ρεις ότι έχεις πε­θά­νει; Ξέ­ρω ότι έχεις πε­θά­νει, κα­τα­γρά­φει σε ένα στά­διο ποι­η­τι­κής άρ­νη­σης στις «Απο­ρί­ες».

Δεν υπάρ­χει ού­τε μια στιγ­μή αυ­τού του βι­βλί­ου που το ξύ­δι να γί­νε­ται γλυ­κά­δι, ού­τε πο­τέ κα­τα­φεύ­γει στον ρο­μα­ντι­σμό του πό­νου. Άλ­λω­στε, η αλ­λερ­γία της ποι­ή­τριας απέ­να­ντι στους εύ­κο­λους συ­ναι­σθη­μα­τι­σμούς, θυ­μί­ζει την αλ­λερ­γία της μη­τέ­ρας της στο «σαν» και τις πα­ρο­μοιώ­σεις. Χί­λιες φο­ρές η φτε­νή, γα­τί­σια κί­νη­ση ανά­με­σα στην ει­ρω­νία, τον κυ­νι­σμό, τον αυ­το­σαρ­κα­σμό, το αί­μα, πα­ρά στην άνευ όρων πα­ρα­δο­χή της ήτ­τας.
Στο κά­τω κά­τω της γρα­φής της Πε­χλι­βά­νη, ο ανα­γνώ­στης συ­νέ­νο­χος και κοι­νω­νός πια της απελ­πι­σί­ας για την κοι­νή αν­θρώ­πι­νη μοί­ρα, γνω­ρί­ζει από πρώ­το χέ­ρι πως η ζωή -όπως πά­ντα άλ­λω­στε- βρί­σκει τρό­πο και συ­νε­χί­ζε­ται. Κι η αφη­γή­τρια θα επι­ζή­σει με τρό­πο εξαί­σια ευ­ρη­μα­τι­κό μά­λι­στα. Πνευ­μα­το­ποιώ­ντας με μια σω­μα­τι­κή σχε­δόν νο­σταλ­γία αυ­τό που ανή­κει στο επί­πε­δο του άλυ­του, νυ­χο­πα­τώ­ντας κι εκεί­νη, όπως κι οι γά­τες της ανά­με­σα στον Ξύ­πνιο και τον Ανε­ξύ­πνη­το στο δι­κό της τε­λε­τουρ­γι­κό Πέ­δρο Πά­ρα­μο. Χά­ρη στη μυ­στή­ρια μα και οξύ­τα­τη αί­σθη­ση της μνή­μης με την οποία κοι­τά­ζουν πί­σω οι Ποι­η­τές και οι Απρο­σάρ­μο­στοι. Χά­ρη στα Όνει­ρα μέ­σω των οποί­ων πα­ρα­βιά­ζει τη Συν­θή­κη, όχι εντε­λώς, μα επαρ­κώς νε­κρή για να συ­νο­μι­λή­σει κά­ποιες νύ­χτες με την Άν­να, τη Βιρ­τζί­νια, τη γει­τό­νισ­σα Μα­ρία και τις άλ­λες ψυ­χές.
Χά­ρη στο άσπρο μα­ντή­λι που χά­ρι­σε στη μά­να της τον Αύ­γου­στο του 2017, το δα­ντε­λω­τό, με το μο­νό­γραμ­μά της, αυ­τό που σου έφε­ρα απ΄το τα­ξί­δι του κα­λο­και­ριού για να σου πω adieu. Και το λέ­ει, κρα­τώ­ντας της το χέ­ρι κι αφή­νο­ντάς την τε­λι­κά να φύ­γει, λί­γο πριν φυ­σή­ξει πα­τέ­ρας, αέ­ρας Πε­χλι­βά­νης.
Με την Αγία Λύ­πη να την κρα­τά μέ­σα της ολο­ζώ­ντα­νη και την Ιε­ρή Δύ­να­μη της Τέ­χνης που μπο­ρεί να πλά­σει τη ζωή ξα­νά μέ­σα από τις ίδιες τις αδυ­να­μί­ες της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: