«Τρώγαμε τα χιλιόμετρα» ή Ο Ελύτης επί τροχών

«Τρώγαμε τα χιλιόμετρα» ή Ο Ελύτης επί τροχών

Ηώ Αγ­γε­λή: «Στα πε­ρι­βό­λια»

——— ≈ ———

«Λα­χτα­ρά­τε κα­νέ­να προ­πο­λε­μι­κό αγα­θό;», ρώ­τη­σε ο Φά­νης Κλε­άν­θης τον Ελύ­τη, τριά­ντα ενός ετών το 1942, στο πλαί­σιο συ­νέ­ντευ­ξης με τον ποι­η­τή που δεν πρό­λα­βε να δη­μο­σιευ­θεί στο πε­ριο­δι­κό Μπου­κέ­το. «Α, ναι!», απά­ντη­σε εκ­θύ­μως ο Ελύ­της, «αυ­τό μπο­ρώ να σας το πω αμέ­σως και χω­ρίς να σκε­φτώ κα­θό­λου! Μα δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία, το αγα­θό που λα­χτα­ράω εί­ναι το αυ­το­κί­νη­το! Μη με πά­ρε­τε για κα­νέ­να κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο νε­ό­πλου­το, που θέ­λει να κά­νει επί­δει­ξη των χα­μέ­νων πρό­σκαι­ρα αγα­θών του, ού­τε για κα­νέ­να αναί­σθη­το, που με τα λό­για του αυ­τά προ­σβάλ­λει τα εκα­τομ­μύ­ρια εκεί­νων που δεν έχου­νε να φά­νε σή­με­ρα. Όμως, το αυ­το­κί­νη­το εί­χε γί­νει πραγ­μα­τι­κά για μέ­να μια ανα­πό­σπα­στη ορ­γα­νι­κή ανά­γκη, ακό­μη και όρ­γα­νο επι­βοη­θη­τι­κό της ποί­η­σής μου, όσο κι αν ένα τέ­τοιο πράγ­μα μπο­ρεί εκ πρώ­της όψε­ως να φα­νεί πα­ρά­ξε­νο. Σ’ αυ­τό χρω­στάω την πο­λυ­τι­μό­τε­ρη πεί­ρα μου, τη λε­πτο­με­ρέ­στα­τη γνω­ρι­μία μου με την Ελ­λά­δα, την κα­θη­με­ρι­νή σχε­δόν επα­φή με τη φύ­ση, τις αλ­λε­πάλ­λη­λες εκεί­νες με­γά­λες δια­δρο­μές των τριών και τεσ­σά­ρων χι­λιά­δων χι­λιο­μέ­τρων, όπου μου δό­θη­κε η ευ­και­ρία ν’ αφο­μοιώ­σω έναν και­νούρ­γιο κι­νη­τι­κό τρό­πο ερ­μη­νεί­ας της φύ­σης, μια και­νούρ­για αντί­λη­ψη για τη ρύθ­μι­ση της τα­χύ­τη­τας των λυ­ρι­κών μου ει­κό­νων» - ο Ελύ­της ήταν κά­το­χος δι­πλώ­μα­τος οδή­γη­σης από τον Σε­πτέμ­βριο του 1939.[1]
Πράγ­μα­τι, θυ­μά­ται ο ποι­η­τής των Προ­σα­να­το­λι­σμών και γρά­φει, πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, το 1996: «Τα πρώ­τα νε­α­νι­κά μας χρό­νια, τό­τε που το σπί­τι του [“ένας Αλέ­ξαν­δρος του Νι­κο­λά­ου”…] άστρα­φτε από τ’ ασή­μια και τους πο­λυ­ε­λαί­ους, εμείς οι τέσ­σε­ρις φί­λοι που συ­νε­δριά­ζα­με στο ημι­υ­πό­γειο γρα­φείο του, σκυμ­μέ­νοι πά­νω σε γε­ω­γρα­φι­κούς χάρ­τες και άλ­λων λο­γιών οδη­γούς, αδια­φο­ρώ­ντας αν ίσως με­γά­λω­νε ή μί­κραι­νε η Ελ­λά­δα, μ’ έναν σί­γου­ρο σκο­πό: να τη γνω­ρί­σου­με». Η μό­νη λα­τρεία, «με­τά τον χρι­στια­νι­σμό» που η πα­ρέα καλ­λιερ­γού­σε «ήταν το ιδιω­τι­κό αυ­το­κί­νη­το». Έστω κι αν ήταν «πα­λιαν­τζα­ρία» σαν το δι­κό τους.
Το αυ­το­κί­νη­το σε βγά­ζει «όπου να ’ναι». Μο­να­δι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση, «το έδα­φος να ήταν η Ελ­λά­δα». Έτσι, «τρώ­γα­με τα κομ­μά­τια της με βου­λι­μία», «πό­τε σκλη­ρά, πό­τε αρ­μυ­ρά, σαν να ‘χα­με μπρο­στά μας κεί­νο που κα­τα­να­λώ­νουν ευ­κο­λό­τε­ρα τα μά­τια κι ο νους πα­ρά η πεί­να και το στε­γνό λα­ρύγ­γι». Τι κι αν το αμά­ξω­μα ήταν «μι­σο­κα­τε­στραμ­μέ­νο»; Ψί­θυ­ρο τον ψί­θυ­ρο «και φλοί­σβο το φλοί­σβο ένα μή­κους αμε­τρή­του όρα­μα ξε­τυ­λι­γό­ταν συ­νε­χώς μπρο­στά μας, για να το εγ­γρά­ψει η κρυμ­μέ­νη μέ­σα μας μη­χα­νή».
Έτσι –και έτσι–, «οδεύ­ο­ντας απ’ τη Ζα­ρα­φώ­να στην Ιστιαία και απ’ την Τσα­γκα­ρά­δα στην Κρυ­σταλ­λο­πη­γή […] από τα 140 ση­μεία που πι­θα­νόν πε­ρι­κλεί­ει ο ελ­λη­νι­κός χώ­ρος, δεν έμει­νε ού­τε ένα που να μην το σφρα­γί­σου­με με την κά­φτρα του τσι­γά­ρου μας» – «τέ­τοια κά­φτρα εί­ναι που ση­μά­δε­ψε μια ζωή συ­νά­μα με τη φι­λία μία χώ­ρα», με τον ποι­η­τή, από τη θέ­ση του συ­νο­δη­γού για την ώρα –αλ­λά, άρα­γε, οδή­γη­σε πο­τέ ο ποι­η­τής αυ­το­κί­νη­το;–, να εκ­παι­δεύ­ε­ται στη λε­πτο­μέ­ρεια, να τρώ­ει με τα μά­τια του τον έξω κό­σμο, όπως έτρω­γε τα χι­λιό­με­τρα.
Έτρω­γε τα χι­λιό­με­τρα με τη «Σε­βρο­λέτ» –«δυ­νά­μεις πολ­λών ίπ­πων σε κά­τι σταλ­τό της ομορ­φιάς κιό­λας φευ­γά­το»–, πο­ρευό­ταν, αυ­τός και οι σύ­ντρο­φοί του, «σε χώ­ρα μα­κρι­νή και ανα­μάρ­τη­τη», «σε χώ­ρα μα­κρι­νή και αρυ­τί­δω­τη». Ναι, με αι­σθή­σεις, λέ­ξεις, σιω­πές, πρα­κτι­κές πο­λι­τι­σμι­κές σφρα­γί­ζε­ται ο ελ­λη­νι­κός χώ­ρος επί τρο­χών –το το­πίο εμπε­ριέ­χει πολ­λούς τό­πους που ορί­ζο­νται μέ­σω της χρή­σης ποι­κί­λων πο­λι­τι­σμι­κών πρα­κτι­κών–, με την καύ­τρα του τσι­γά­ρου σφρα­γί­ζε­ται, στίγ­μα και μα­ζί στί­ξη, το λο­γι­κό να γνω­ρί­ζει, για να μπο­ρεί η ποί­η­ση να φα­ντά­ζε­ται αλ­λιώς αυ­τό που η γνώ­ση έχει απο­στη­θί­σει δια­τρέ­χο­ντας, γε­ω­γρα­φώ­ντας επί χάρ­του και επί οδών τον χώ­ρο. Μέ­σω της πε­ρι­διά­βα­σης, προ­σπα­θώ να πω, ο χαρ­το­γρα­φη­μέ­νος χώ­ρος με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε έναν τό­πο με νό­η­μα και μνή­μη, μνή­μη, του Ελύ­τη και των συ­νο­δοι­πό­ρων του, συλ­λο­γι­κή, επο­μέ­νως, η οποία κυ­ριο­λε­κτι­κά ιδρύ­ει τον χώ­ρο, τον τό­πο που χά­νε­ται και γεν­νιέ­ται σε κά­θε μι­κρή ή με­γά­λη τέ­λε­ση, όπως, βέ­βαια, και οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις τον χώ­ρο εγκα­θι­δρύ­ουν, τις εμπε­ριέ­χει και εμπε­ριέ­χε­ται σε αυ­τές, γι’ αυ­τό και ο χώ­ρος, κά­θε χώ­ρος επί τρο­χών (ανα)νοη­μα­το­δο­τεί­ται, επί τρο­χών, εν προ­κει­μέ­νω, του Ελύ­τη και των συ­νο­δι­τών του.[2]

Πρω­το­πό­ροι, «πιο­νέ­ροι αλη­θι­νοί, μέ­ρες και μέ­ρες προ­χω­ρού­σα­με νη­στι­κοί και αξύ­ρι­στοι, πια­σμέ­νοι από το αμά­ξω­μα μιας ετοι­μο­θά­να­της Σε­βρο­λέτ», την επο­χή που άρ­χι­σαν οι πρώ­τες εξορ­μή­σεις του ποι­η­τή στην ύπαι­θρη Ελ­λά­δα, πα­ρέα με «ένα φί­λο που δεν ήταν ίσως δια­νο­ού­με­νος αλ­λά που ήταν ελ­λη­νο­λά­τρης συ­νει­δη­τός και αυ­το­κι­νη­τι­στής από τους πρώ­τους στον τό­πο».
Την επο­χή εκεί­νη, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1930, «για να πας από δω [την Αθή­να] στους Δελ­φούς ήταν ένα εγ­χεί­ρη­μα πε­ρί­που απί­θα­νο, μια εκ­στρα­τεία που απαι­τού­σε ολά­και­ρη μέ­ρα – και ζή­τη­μα ήταν αν θα ΄φτα­νες πο­τέ σώ­ος στον προ­ο­ρι­σμό σου». Εκεί­νη την επο­χή, «εμείς αλω­νί­σα­με κυ­ριο­λε­κτι­κά ολό­κλη­ρη την Ελ­λά­δα», αυ­τήν που στά­θη­κε στη νιό­τη του ποι­η­τή «θάμ­βος». Μας ει­δο­ποιεί, εξάλ­λου, ο ίδιος: «Η έμ­φυ­τη ρο­πή μου ν’ ανα­συν­θέ­τω, από τα στοι­χεία που έβρι­σκα ότι το αξί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ένα ιδα­νι­κό πρό­τυ­πο λει­τουρ­γού­σε […] αστα­μά­τη­τα μέ­σα μου και μ’ έκα­νε, ύστε­ρα από μια σει­ρά προ­σθα­φαι­ρέ­σεις, να κρα­τώ τε­λι­κά μια “σύ­νο­ψη το­πί­ου” κα­θα­ρά ονει­ρι­κή, που ωστό­σο ένιω­θα να ‘ναι πιο πραγ­μα­τι­κή από την άλ­λη, την προ­σι­τή οποια­δή­πο­τε στιγ­μή στις αι­σθή­σεις μου», δε­δο­μέ­νου ότι «η Ελ­λά­δα, για τη νε­ό­τη­τά μου, εστά­θη­κε θάμ­βος».

Επί τρο­χών ο ποι­η­τής ανα­κα­λύ­πτει «το υλι­κό σώ­μα της Ελ­λά­δας: ή όλα αυ­τά ήταν κά­τι άλ­λο, και όχι απλά και μό­νο “φύ­ση”». Ή… «τό­τε η ελ­λη­νι­κή φύ­ση έπρε­πε να ‘ναι κά­τι άλ­λο εκεί­νη. Να ’ναι φορ­τι­σμέ­νη με μυ­στι­κά μη­νύ­μα­τα […] και να παίρ­νει δι­καιω­μα­τι­κά μέ­σα μας το νό­η­μα και το βά­ρος μιας μυ­στι­κής απο­στο­λής». Την επο­χή στην οποία ο ποι­η­τής ανα­φέ­ρε­ται, ομο­λο­γεί, «στις πρώ­τες αυ­το­κι­νη­τι­στι­κές εξορ­μή­σεις ως τα άκρα της Ελ­λά­δας, εκεί­νο που [το 1973, οπό­τε δη­μο­σιεύ­θη­κε ένα μι­κρό από­σπα­σμα από το “Χρο­νι­κό”] θα ονό­μα­ζα ήθος της γλώσ­σας το αι­σθα­νό­μου­να με το δι­κό μου τρό­πο, θυ­μά­μαι, το φα­να­τι­κό και τον πα­ρά­λο­γο των ιδε­α­λι­στών και των ερω­τευ­μέ­νων».

Με τη «Σε­βρο­λέτ», ο ποι­η­τής και οι φί­λοι του –«οι κα­λοί αγω­γοί της θερ­μό­τη­τας, οι νέ­οι»– ανε­βο­κα­τέ­βαι­ναν αμ­μό­λο­φους και διέ­σχι­ζαν λι­μνο­θά­λασ­σες, «μέ­σα σε σύν­νε­φα σκό­νης ή κά­τω από ανε­λέ­η­τες νε­ρο­πο­ντές, κα­βα­λι­κεύ­α­με ολο­έ­να όλα τα εμπό­δια και τρώ­γα­με τα χι­λιό­με­τρα με μιαν αχορ­τα­γιά που μο­νά­χα τα εί­κο­σί μας χρό­νια και η αγά­πη μας γι’ αυ­τή τη μι­κρή γη, που ανα­κα­λύ­πτα­με, μπο­ρού­σαν να δι­καιο­λο­γή­σουν». Όχι μό­νο τη γη, αλ­λά συγ­χρό­νως και πα­ράλ­λη­λα, και άξιους αν­θρώ­πους της, τον «ζω­γρά­φο Θε­ό­φι­λο», λό­γου χά­ριν, τα έρ­γα του οποί­ου πά­λι επί τρο­χών βάλ­θη­κε ο Ελύ­της και οι σύ­ντρο­φοι του να ανα­κα­λύ­ψουν στη Μυ­τι­λή­νη: «εί­χα­με πά­ρει ένα αυ­το­κί­νη­το και παίρ­να­με όλα τα χω­ριά. Μπαί­να­με μέ­σα στα κα­φε­νεία, και πραγ­μα­τι­κά, σε όλες αυ­τές τις δια­δρο­μές, ανα­κα­λύ­ψα­με κα­μιά δε­κα­πε­ντα­ριά έρ­γα που ανή­κουν στη συλ­λο­γή Εμπει­ρί­κου».[3]
Έτρω­γαν τα χι­λιό­με­τρα, ο Εμπει­ρί­κος, ο Κα­ρα­γά­τσης, ο Θε­ο­το­κάς, του οποί­ου το Ελεύ­θε­ρο πνεύ­μα, «φρέ­σκοι ακό­μη από τα φι­λιά των κο­ρι­τσιών» ο Ελύ­της και οι σύ­ντρο­φοί του κρα­τού­σαν, ο Ελύ­της και οι φί­λοι του, γε­νιά «νε­ό­τη­τα ανταρ­τε­μέ­νη», όπως έγρα­φε ο ποι­η­τής στο δο­κί­μιό του «Τέ­χνη-Τύ­χη-Τόλ­μη», δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1944, και το αυ­το­κί­νη­το κα­θί­στα­ται μη­χα­νή αι­σθή­σε­ων απο­κα­λυ­πτι­κών.
Λό­γου χά­ριν, γρά­φει ο ποι­η­τής, «ήτα­νε σα να πλα­γιά­ζεις για πρώ­τη φο­ρά με μια γυ­ναί­κα που, ως τό­τε, το σώ­μα της μο­νά­χα το εί­χες φα­ντα­στεί». Οι αυ­ρια­νοί ποι­η­τές της Ελ­λά­δας, έγρα­φε ο Γ. Θε­ο­το­κάς, στο πλαί­σιο και της προ­σέγ­γι­σής του στην τε­χνο­λο­γία σε σχέ­ση με την υπο­δο­χή και δε­ξί­ω­σή της από την κοι­νω­νία, στο Ελεύ­θε­ρο πνεύ­μα το 1929, πο­λύ δια­φο­ρε­τικ[οί] από τους ποι­η­τές που γνω­ρί­σα­με ως σή­με­ρα […], ρω­μα­λέα παι­διά, γυ­μνα­σμέ­να, με ελεύ­θε­ρες κι­νή­σεις και ζω­η­ρά χρώ­μα­τα […], δί­νουν ματς, οδη­γούν φυ­σι­κά αυ­το­κί­νη­τα και βρί­σκουν πως 100 χλμ. την ώρα εί­ναι μια πο­λύ φρό­νι­μη τα­χύ­τη­τα, με­ρι­κοί οδη­γούν και αε­ρο­πλά­νο. Ζουν τολ­μη­ρά για­τί εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νοι να μη χά­σουν τον και­ρό τους σ’ αυ­τόν τον κό­σμο, να γε­μί­σουν την ύπαρ­ξή τους όσο μπο­ρούν πε­ρισ­σό­τε­ρο, να αι­σθαν­θούν όσο το δυ­να­τόν βα­θύ­τε­ρα […] Μια αι­σθη­τι­κή μορ­φώ­νε­ται αυ­θόρ­μη­τα μέ­σ’ στον αέ­ρα που ανα­πνέ­ου­με», την οποία η νιό­τη ανα­πνέ­ει, η αι­σθη­τι­κή (και) του αυ­το­κι­νή­του και των δρό­μων όπου κυ­λούν και τρέ­χουν. Ο λό­γος για την αι­σθη­τι­κή του μο­ντερ­νι­σμού, της εμ­βλη­μα­τι­κής, εν προ­κει­μέ­νω, Λε­ω­φό­ρου Συγ­γρού, ως συμ­βό­λου και τό­που δο­κι­μής και δο­κι­μα­σί­ας και πρό­κρι­σης των υλι­κών που τον συ­στή­νουν και τον συν­θέ­τουν, ήδη από και­ρό, με το αυ­το­κί­νη­το αντι­κεί­με­νο πο­θη­τό, αντι­κεί­με­νο λα­τρεί­ας.
Εμ­βρυουλ­κός, πά­ντως και αναμ­φι­σβή­τη­τα, εμπει­ριών εξολ­κέ­ας, επί­σης και πα­ράλ­λη­λα, ανα­μνή­σε­ων το αυ­το­κί­νη­το, το οποίο σε ποί­η­μά του γραμ­μέ­νο το 1939, αε­ρο­δυ­να­μι­κό «συ­μπα­ρα­τάσ­σει» ο ποι­η­τής με την Άνοι­ξη: «Άνοι­ξη Mercury Air Sedan». Το αυ­το­κί­νη­το, λοι­πόν, στα κα­τάλ­λη­λα χέ­ρια, επι­τρέ­πει την ανα­νοη­μα­το­δό­τη­ση του ελ­λη­νι­κού το­πί­ου, της ελ­λη­νι­κής φύ­σης, των επο­χών, ακό­μα ακό­μα: «Με τον τρό­πο που έβλε­πα τη Φύ­ση, το θέ­μα κα­τα­ντού­σε να μην εί­ναι πια η Φύ­ση. Από το όρα­μα έβγαι­νε μια αί­σθη­ση και η αί­σθη­ση αυ­τή οδη­γού­σε πά­λι σ΄ένα όρα­μα. Εί­χε ση­μα­σία η κί­νη­ση. Θέ­λω να πω, η πα­ράλ­λη­λη κί­νη­ση της ψυ­χής», ση­μειώ­νει ο Ελύ­της. Επί τρο­χών, έτσι, και μέ­σω αυ­τών, «ο ποι­η­τής ρι­ψο­κιν­δυ­νεύ­ει, ενώ πί­σω του άν­θρω­ποι πα­ρα­πλα­νη­μέ­νοι επι­μέ­νουν να κρα­τά­νε κα­λά κλει­στή μια πόρ­τα που από και­ρό τώ­ρα έχει χά­σει τη δι­καιο­λο­γία της κλει­δα­ριάς της» – με το αυ­το­κί­νη­το, νο­μί­ζω, διαρ­κώς φεύ­γου­με και επι­στρέ­φου­με, συγ­χρό­νως κοι­τά­με πί­σω και μπρος, αφού εμείς κρα­τά­με το τι­μό­νι ή πα­ρευ­ρι­σκό­μα­στε ως προ­νο­μια­κοί συ­νε­πι­βά­τες.

Με το αυ­το­κί­νη­το νιώ­θου­με να μπο­ρού­με να πά­με πα­ντού, σε μια διαρ­κή δια­δι­κα­σία «ανα­παρ­θέ­νευ­σης», αφού όλα στον δρό­μο, με τέ­χνη, τύ­χη, και τόλ­μη, παί­ζο­νται και εμείς κά­νου­με κου­μά­ντο. «Τέ­χνη-Τύ­χη-Τόλ­μη, ε ναι λοι­πόν! Τέ­χνη, αφού [… ] θέ­λου­με να δώ­σου­με μια διέ­ξο­δο στην πυ­θι­κή σπί­θα, που δεν κοι­τά­ει την ώρα να γί­νει Λό­γος και να μπει επι­κε­φα­λής μιας και­νούρ­γιας απο­τί­μη­σης του κό­σμου», του ελ­λη­νι­κού χώ­ρου επί τρο­χών, λό­γου χά­ριν. Και Τύ­χη, «αφού αυ­τή εί­ναι που θα σμί­ξει τα χρώ­μα­τα και τα σχή­μα­τα, τις ευω­διές και τους ήχους, την καρ­διά μας και την καρ­διά του Σύ­μπα­ντος σ’ ένα ση­μείο, το λυ­ρι­κό ση­μείο που ονει­ρευό­μα­στε», με την τα­χύ­τη­τα του αυ­το­κι­νή­του να ρυθ­μί­ζει, και αυ­τή, το εί­δα­με κιό­λας, τις λυ­ρι­κές ει­κό­νες. Και Τόλ­μη, «αφού σε κά­θε βή­μα σω­στό μέ­σα στην κοι­νω­νία αυ­τή γρα­φτό εί­ναι ν’ αφή­νει πί­σω του αί­μα­τα, κα­πνούς και δά­κρυα…», σε αυ­τά τα άλ­λα «τρο­χαία του χρό­νου», με τη βε­λό­να καρ­φω­μέ­νη πι­θα­νόν στα 180 χλμ. ανά ώρα με μια Alfa Romeo, με προ­ο­ρι­σμό «της Αστρα­πής την Κό­ρη», σε αυ­τή την αυ­το­κι­νη­τά­δα προς το μέλ­λον, το οποίο, το ξέ­ρου­με κα­λά, διαρ­κεί πο­λύ: «Θαύ­μα­σα τον Παρ­θε­νώ­να/ και στην κά­θε του κο­λό­να/ βρή­κα τον χρυ­σό κα­νό­να // όμως σή­με­ρα το λέω/ βρί­σκω το κα­λό κι ωραίο/σε μια σπορ Alfa Romeo// Κα­λο­καί­ρια και χει­μώ­νες/ να ‘ναι γύ­ρω μου ελαιώ­νες/ πί­σω μου όλ’ οι αιώ­νες// Κι όπου μπρος μου ο δρό­μος βγά­ζει/ και σε πει­ρα­σμό με βά­ζει/ δώ­σ’ του να πα­τάω γκά­ζι// Με τη δύ­να­μη του λιό­ντα/ και με του που­λιού τα φό­ντα/ πιά­νω τα εκα­τόν ογδό­ντα/ Γεια σας θά­λασ­σες και όρη/ γεια σας κι έχω βά­λει πλώ­ρη/ για της Αστρα­πής την Κό­ρη». Άλ­λω­στε, «μό­νο η ποί­η­ση μό­νο η ποί­η­ση/ μ’ αστρα­πής αμά­ξι θα σε πά­ρει/ Saab Mercedes Ferrari», αλ­λά και «Jaguar Chevrolet Peugeot», δια­φη­μί­σεις εται­ρειών αυ­το­κι­νή­των, να τα βά­λει, πι­θα­νόν, στο χέ­ρι αυ­τά τα αυ­το­κί­νη­τα επι­θυ­μεί ο ποι­η­τής, να τα­ξι­δέ­ψει, να κα­τα­πιεί τα χι­λιό­με­τρα, σε μια ατέ­λειω­τη χι­λιο­με­τρο­φα­γία, στην «οδό του αι­νίγ­μα­τος της ζω­ής, που αυ­τή δεν εί­ναι αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μος», αλ­λά «μο­νο­πά­τι, και μά­λι­στα κά­θε­το, που τεί­νει προς τις ρί­ζες, μέ­σα στο χώ­μα, εκεί που οι νε­κροί και τα χορ­τά­ρια προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για να μας δώ­σουν μιαν απαρ­χής γεύ­ση για τη ζωή».  

Η Ποί­η­ση, μη­χα­νι­σμός που «απο­μη­χα­νι­κο­ποιεί τον άν­θρω­πο και τις σχέ­σεις του με τα πράγ­μα­τα» και η Alfa Romeo συ­νι­στά τέ­χνη­μα προς θαυ­μα­σμό, αλ­λά και πρό­φα­ση ποί­η­σης, με το γκά­ζι όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­τη­μέ­νο, για «να σκά­βει και να ανα­κα­λύ­πτει συ­νε­χώς την Ελ­λά­δα που προ­ϋ­πάρ­χει μέ­σα του» και να μας μι­λά για αυ­τήν, δε­δο­μέ­νου ότι «κα­τοι­κού­με στα ίδια χώ­μα­τα», και, έτσι, να ανα­κτή­σει αυ­τόν τον κό­σμο, την το­πο­γρα­φία του ελ­λη­νι­κού χώ­ρου, τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες και την «αυ­τάρ­κειά» του, τό­πο και το­πίο κα­τα­γω­γής, ρί­ζες, μή­τρα και συγ­χρό­νως λί­κνο.[4]

Επί τρο­χών, αλ­λά και πε­ζο­πο­ρών, ο Ελύ­της, τρώ­γο­ντας τα χι­λιό­με­τρα, «σκύ­βο­ντας μ’ ασί­γα­στον έρω­τα στην πα­τρι­κή γη για ν’ ανά­ψει από κει την και­νού­ρια φλό­γα της νό­η­σης», ως ποι­η­τής «ποιεί­ται» και ο ίδιος ποιεί τον εαυ­τό του και τον κό­σμο ως κό­σμο ελ­λη­νι­κό δια­τη­ρώ­ντας για τον εαυ­τό του τον ρό­λο του μύ­στη, του προ­φή­τη που απευ­θύ­νε­ται στον λαό του. Ιδού: «εί­πε ο λα­ός μου: το δί­καιο που μου δί­δα­ξαν έπρα­ξα και ιδού αιώ­νες από­κα­μα να απα­ντέ­χω γυ­μνός έξω από την κλει­στή θύ­ρα της αυ­λής των προ­βά­των. Γνώ­ρι­ζε τη φω­νή μου το ποί­μνιο και στην κά­θε σφυ­ριγ­μα­τιά μου ανα­πη­δού­σε και βέ­λα­ζε».  

Στη δο­κι­μα­σία και δο­κι­μή του Ελύ­τη, στη δια­μόρ­φω­σή του ως «εθνι­κού ποι­η­τή», το αυ­το­κί­νη­το, φο­ρέ­ας απο­κα­λυ­πτι­κών εμπει­ριών, συ­στή­νε­ται ως ση­μα­τω­ρός, αφού επί τρο­χών γρά­φει ο ποι­η­τής στο σώ­μα της χώ­ρας του, με το αυ­το­κί­νη­το, το εί­δα­με κιό­λας, γρά­φει τη χώ­ρα του, αφού να φεύ­γεις εί­ναι ο μό­νος τρό­πος για να φτά­σεις.[5]



         

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: