Το όνειρο στον Ελύτη

Το όνειρο στον Ελύτη

Οδυσσέας Ελύτης: «Όνειρο της πέτρας» (κολάζ 1977)


——— ≈ ———

Στα Ανοιχτά Χαρτιά, ο Ελύτης αφιερώνει ένα κεφάλαιο στα όνειρα που περιλαμβάνει μια πεντασέλιδη εισαγωγή με τις απόψεις του για το θέμα και την αφήγηση δεκατεσσάρων, αν μέτρησα καλά, ονείρων του. Στην αρχή της εισαγωγής, φροντίζει να προσδιορίσει την δική του προσέγγιση για τα όνειρα. Γράφει λοιπόν: « Ανάμεσα στη φροϋδική Επιστήμη των Ονείρων και τους λαϊκούς Ονειροκρίτες έτρεφα πάντοτε την ελπίδα να βρω έναν τρίτο δρόμο, έναν τρόπο λιγότερο επιστημονικό και συνάμα λιγότερο αφελή, που να μου επιτρέπει να χειρίζομαι το υλικό των ονείρων, ανεξάρτητα και πάνω από την ψυχαναλυτική ή την προφητική σημασία τους».[1] Αυτός ο τρίτος δρόμος, όπως διευκρινίζει αμέσως μετά, ήταν δύσκολο να βρεθεί. Παρά την μετριοφροσύνη του, όπως θα δούμε παρακάτω, το γεγονός και μόνο ότι κατόρθωσε να εντάξει την θεματική αυτή οργανικά, λειτουργικά και αισθητικά μέσα στο έργο του, πιθανόν έμμεσα να υποδηλώνει αυτόν τον τρίτο δρόμο. Από τις εισαγωγικές του σκέψεις προκύπτει ότι η ονειρική κατάσταση τον γοητεύει επειδή είναι ο μόνος χώρος που προσφέρει απεριόριστη ελευθερία σε πείσμα όλων των κοινωνικοηθικών απαγορεύσεων: «Πολύ περισσότερο που πρόκειται για το μόνο μέρος όπου ενεργούμε χωρίς δεσμεύσεις· χωρίς αίσθηση του χρόνου· χωρίς ντροπή. Κυκλοφορούμε ξεκούμπωτοι, ουρούμε μπροστά στους άλλους, ασχημονούμε – αν μη και σκοτώνουμε κάποτε, στο πείσμα όλων των αστυνομιών του κόσμου.»[2]
Η προσέγγιση αυτή είναι πολύ συγγενική με αυτήν του Breton στο πρώτο Μανιφέστο του 1924[3] και γενικότερα, των υπερρεαλιστών. Ωστόσο, ο Ελύτης δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει τα όνειρα. Το όνειρο, για τον Έλληνα ποιητή, είναι χώρος ζωής, είναι η περιοχή που, συνδεδεμένη με την φαντασία, εκβάλλει σε μια άλλη πραγματικότητα, βιωματική, προσωπική, όπου οι νόμοι, οι κανόνες και η ηθική της υλικής πραγματικότητας που στηρίζονται στον ορθολογισμό, δεν έχουν πλέον καμιά ισχύ.

Η απόδοση στο όνειρο ίσης σημασίας με αυτήν του ξύπνιου όπως το πράττουν οι υπερρεαλιστές σημαίνει την προέκταση της πραγματικότητας της ζωής μέχρι τα όρια του ονείρου με τον ίδιο τρόπο που η υπερρεαλιστική υπερπραγματικότητα διευρύνεται για να συμπεριλάβει την φαντασία, το παραμύθι, την φαντασίωση τα ένστικτα κ.α.. Σε αυτό το θέμα, ο Ελύτης προχωρεί ακόμη πιο πέρα αφού θεωρεί την ονειρική κατάσταση πιο πραγματική από την υλική πραγματικότητα, όπως γράφει και στον Μικρό Ναυτίλο: « Κατοίκησα μια χώρα που ‘βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. »[4] Η άλλη πλευρά είναι η αληθινή στον ίδιο βαθμό με το όνειρο σε σχέση με τα γεγονότα της ζωής του. Με ανάλογο τρόπο λειτουργεί η μνήμη, δηλαδή η Μαρία Νεφέλη θυμάται μόνο όσα είδε στα όνειρά της: «Α. Στ’ όνειρό της φαίνεται θα το ’χει δει κι αυτό για να το θυμάται. Μ.Ν. Στ’ όνειρό μου ναι…»[5] Κατά την ενσυνείδητη περίοδο της ζωής και μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα κατά τη διάρκεια του ξύπνιου, συνήθως θυμάται κανείς μόνο αποσπασματικά τα όνειρα, ή πολύ σπάνια σχεδόν ολόκληρα. Η Μαρία Νεφέλη θυμάται μόνο τα όνειρα και μάλιστα επειδή τα είδε νύχτα, αντιστρέφοντας τους όρους της ορθολογικής πραγματικότητας, γεγονός που επιτρέπει την δημιουργία ενός άλλου κόσμου εντός της υπερπραγματικότητας αυτή την φορά.

Το όνειρο βιώνεται ως ο χώρος του μαγικού όπου το κριτικό πνεύμα καταργείται και όπου μια απόλυτα ελεύθερη ηθική έρχεται να υποκαταστήσει την καταπιεστική χριστιανοϊουδαϊκή ηθική. Επιπρόσθετα, ο Ελύτης επιλέγει συνειδητά την ονειρική πλευρά του κόσμου και της ζωής: « …/… επεδίωκα εγώ να συλλαμβάνω την καθημερινή ζωή από τη μεριά του ονείρου…/… Αλήθεια, έφτασαν στιγμές που ένιωθα κυριευμένος από ένα τέτοιου είδους συναίσθημα· ένα συναίσθημα αλληλοδιείσδυσης , της ζωής μέσα στο όνειρο, και του ονείρου μες στη ζωή.»[6] Αυτή η ονειρική προσέγγιση της πραγματικότητας του κόσμου και της ζωής μέσα στην καθημερινότητά της, πλησιάζει σε μεγάλο βαθμό, βασικές αρχές και επιδιώξεις του υπερρεαλισμού. Όπως επισημαίνει ο Jean-Bertrand Pontalis μιλώντας για το κίνημα, « Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε σε αυτή την ουσιαστικά ηθική στάση —την στάση μιας γενικευμένης ποιητικής— ότι κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν ονειρισμό της καθημερινότητας, ο οποίος, με την πάροδο του χρόνου, διατήρησε ακέραια την δυνατότητά του να μαγεύει.»[7] Και ακριβώς, αυτή η ποιητική που στηρίζεται στον ονειρισμό της καθημερινότητας ενυπάρχει σε ολόκληρο το έργο του Ελύτη εφόσον, ακόμη και τα πιο ταπεινά, κοινά, για τους άλλους, πεζά στοιχεία — το τραπέζι, τα πουλιά, τα δέντρα, τα έντομα, τα ψάρια, τα βουνά, οι πέτρες, τα βράχια κ.α. προσλαμβάνουν εξόχως ποιητική υπόσταση και χαρακτήρα μέσα στο σύμπαν του ποιητή και διαλέγονται μεταξύ τους, ανεξάρτητα από την φύση τους εντός της υλικής πραγματικότητας, ως να βιώνουν ένα όνειρο διαρκείας. Επιπρόσθετα, σκηνές της καθημερινότητας του καθενός χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, προσλαμβάνουν ποιητική διάσταση ακριβώς επειδή ο ποιητής επιλέγει να τις προσεγγίζει από την μεριά του ονείρου, ενώ σχεδόν συστηματικά, όπως είπαμε και πιο πάνω, αντιστρέφει τους όρους της υλικής, πρακτικής πραγματικότητας δημιουργώντας έναν κόσμο αλλόκοτο αλλά συνάμα τόσο οικείο. Θα δώσω ένα παράδειγμα και ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει πολλά άλλα μέσα στο έργο του: «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι / αντικρύ του πελάγου η Μυρτώ να στέκει /σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι / με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι».[8] Πρόκειται για πολύ οικεία σκηνή του ελληνικού καλοκαιριού που όλοι, λίγο πολύ, έχουμε βιώσει. Ωστόσο, οι δύο παρομοιώσεις προσθέτουν ακριβώς εκείνη την διάσταση που την κάνει να μοιάζει ονειρική. Και μιλώ για την μεταμορφωτική δύναμη των παρομοιώσεων. Μια ωραία γυναίκα σχεδόν μεταμορφώνεται σε ένα ωραίο απόλυτα συμμετρικό αριθμό και αμέσως μετά σε κανάτι ή και στα δύο μαζί. Όπως διάφορα πλάσματα των ονείρων μας μπορούν, από τη μια στιγμή στην άλλη, να μεταμορφώνονται σε στοιχεία πολύ απομακρυσμένα μεταξύ τους και χωρίς καμιά λογική εξήγηση. Και οι συνειρμικές ανακλήσεις πλέον μπορούν να πολλαπλασιαστούν.

Στην ονειρική βίωση της πραγματικότητας συμμετέχουν επίσης τα στοιχεία της φύσης που αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες με αποτέλεσμα, ολόκληρο το ποιητικό σύμπαν να βιώνει το όνειρο ως την αληθινή πραγματικότητα: « Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται».[9] Εδώ έχουμε και πάλι το φαινόμενο της αντιστροφής της λογικής που, σε συνδυασμό με την προσωποποίηση του « νησιού » δημιουργεί μια ονειρική κατάσταση μέσα στην οποία ρέει η ζωή: «Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά / Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών / που ευωδίασαν βασιλικό και δυόσμο!».[10] Η σκόνη των ονείρων των κοριτσιών που αναδύει έντονα τον ερωτισμό, την αθωότητα και την απόλαυση, διοχετεύεται παντού και καταλαμβάνει τον χώρο ο οποίος μετατρέπεται σε ένα κατ’ εξοχήν αισθησιακό περιβάλλον όπου η μόνη βιωμένη πραγματικότητα είναι αυτή του ονείρου.

Στο κεφάλαιο όπου ο Ελύτης αφηγείται τα όνειρα του, τα κατατάσσει σε τρεις κατηγορίες ως εξής: «Μια κατηγορία ονείρων παρουσίαζε τούτο το ιδιότυπο: λέξεις. Λέξεις ανεξήγητα παραφθαρμένες, λέξεις μυστηριώδεις, κάποτε και φράσεις ολόκληρες, πρόσφορες στο λογοπαίγνιο. Μια άλλη κατηγορία παρουσίαζε πρόσωπα ή τόπους. Πρόσωπα μερικές φορές γνωστά, πραγματικά, μερικές άλλες φανταστικά, ή βγαλμένα κατ’ ευθείαν από την Ιστορία των Λογοτεχνιών. Και τόπους άλλοτε συγκεκριμένους άλλοτε σύνθετους από συγχωνευμένα κομμάτια δύο ή τριών άλλων τόπων, απομακρυσμένων στην πραγματικότητα. Κοντά σ’ αυτές τις δύο κατηγορίες έκρινα σκόπιμο να παραθέσω και μια τρίτη, συγκροτημένη από “θραύσματα”, που θα τα έλεγες αποσπασμένα, χωρίς αμφιβολία, από τα ίδια συνειρμικά πετρώματα. »[11]Το υλικό που περιλαμβάνεται στις τρεις κατηγορίες του Ελύτη από μόνο του προσφέρεται για ποιητική δημιουργία. Για παράδειγμα, σε ότι αφορά την κατηγορία των λέξεων, όλοι γνωρίζουμε πόσο ο ποιητής γοητεύεται από την γλώσσα σε όλη της την έκταση και ποικιλία, δημιουργώντας διαρκώς νεολογισμούς, παίζοντας με τις λέξεις, το συντακτικό κλπ. Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου παράδοξο που αυτή του η έγνοια εκφράζεται και μέσα στα όνειρά του και που συγκροτεί μια ολόκληρη κατηγορία με όνειρα που αφορούν λέξεις κάποτε παράξενες, άλλοτε ανύπαρκτες και μερικές φορές κατασκευασμένες από τον ίδιο. Πόσο μάλλον που η άλλη κατηγορία, αυτή με τα πρόσωπα συγκροτείται με αναφορά σε και ποιητές και εικαστικούς καλλιτέχνες εξίσου ευαίσθητους έναντι των λέξεων όπως τον Εμπειρίκο, τον Σαραντάρη, τον Eliot, τον Σεφέρη, τον Σικελιανό, τον Παπαδίτσα, τον Shelley, και κορυφαίους εικαστικούς όπως τους Tanguy, Domingez και Τσαρούχη. Αναφορικά με τους τόπους, ο Ελύτης ταξιδεύει από την Σκουφά μέχρι τις Σπέτσες, την Κέρκυρα, την Κύπρο, το Κάιρο καταργώντας τις αποστάσεις, τον χρόνο και τους υπόλοιπους περιορισμούς που θέτει η πρακτική πραγματικότητα. Όπως δημιουργεί νεολογισμούς μέσα στο έργο του, έτσι και στα όνειρά του ονειρεύεται λέξεις και ονόματα ανύπαρκτα που τον ταξιδεύουν σε άγνωστα μέρη της πραγματικότητας: Ιωνόκισσος, Ιωνοκάμπτης, συνοικία του Εύρωτα, Αζάκυνθος, Αέρτον κλπ.

Η κατάργηση της απόστασης και του χρόνου όπως και η συνεχής μεταμόρφωση διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην διαμόρφωση της αισθητικής του ποιητή, ενώ ο όρος « όνειρο » συναντάται σε όλο το εύρος του έργου του. Στην συλλογή Προσανατολισμοί π.χ., διαβάζουμε: «Ο έρωτας / Το Αρχιπέλαγος / Κι η πρώρα των αφρών του / Κι οι γλάροι των ονείρων του…».[12] Σε ότι αφορά την τεχνική, ο Mario Vitti σχολιάζει αυτούς τους στίχους ως εξής: « …/ η ανθρώπινη εμπειρία συνδυάζει τους γλάρους με τα όνειρα σε μια σχέση που υπονοεί την παρομοίωση: οι γλάροι είναι σαν όνειρα. Μόνο που ο Ελύτης είναι ήδη αρκετά προχωρημένος στα είκοσι τρία του χρόνια στην τεχνική της αναλογίας και συνδυάζει τις λέξεις σε μια εξίσωση: οι γλάροι είναι όνειρα.»[13] Στην πρακτική υλική πραγματικότητα, οι αφροί δεν προκαλούν ..πρώρα αλλά η πρώρα είναι εκείνη που προκαλεί τους αφρούς. Ο Ελύτης είτε αντιστρέφει την σχέση δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα όπως θα μπορούσε να συμβεί σε ένα όνειρο είτε, όπως στο αμέσως επόμενο ποίημα, με την ίδια τεχνική διατηρεί αυτήν την ονειρική πραγματικότητα: «Δίνει ο μαΐστρος το πανί / Στη θάλασσα / Τα χάδια των μαλλιών του / Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του / Δροσιά».[14] Με την βοήθεια της προσωποποίησης αποδίδει στα στοιχεία ιδιότητες που δεν έχουν. Ο μαΐστρος π.χ., δεν ονειρεύεται αλλά στον κόσμο του ποιητή, αυτό συμβαίνει.

Από την άλλη, συναντάμε πλήθος στίχων όπου χρησιμοποιείται ο όρος «όνειρο» ως χώρος ελευθερίας, ευτυχίας και αισθητικής τελειότητας όπως: «Καθαρό πάλλεται / Το καινούργιο μας όνειρο / Μας τραβάει απ’ το χέρι αόρατο χέρι / Όπου η Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός / Όπου η ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη».[15] Τα όνειρα διαδέχονται το ένα το άλλο και συνδεδεμένα με όρους που σκόπιμα επιλέγονται, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε με το οξύμωρο «πραγματικά ονειρική» και όπου, οι λέξεις «όνειρο», «Καθαρό», «αόρατο», «Γαλήνη», «αθώος ουρανός» δημιουργούν ένα διάφανο χώρο όπου βασιλεύουν η καθαρότητα, η αγνότητα και η αθωότητα. Στους στίχους που ακολουθούν, χάρι στο όνειρο, το τοπίο προσλαμβάνει χαρακτήρα σχεδόν μαγικό: « …Μεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγή / Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου… »[16] Εάν ο Ελύτης είχε ζωγραφίσει πίνακα ενδεχομένως να παρουσίαζε τα χρώματα της αυγής συνδεδεμένα με την πρωινή ομίχλη (ασβεστοχρισμένα) σε ένα όνειρο που εξελίσσεται στην επιφάνεια της θάλασσας. Η ελλειπτική σύνταξη που χρησιμοποιείται συχνά επιτρέπει την σκηνοθεσία αυτόνομων εικόνων που διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς λογικούς συνδέσμους μεταξύ τους και ως εκ τούτου, ηθελημένα ρευστές. Στην Συναυλία των Γυακίνθων της ίδιας συλλογής, το όνειρο βιώνεται και επιτρέπει την εξερεύνηση των μυστικών του κόσμου: «Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμα μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ’ αρχαία σου όνειρα. Μια φορά μέσα στ’ αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται. Μέσα σ’ αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κόσμου. Τα μυστικά του κόσμου».[17] Ο κόσμος αναδημιουργείται σαν όνειρο έτσι ώστε, ο ποιητής να μπορεί να τον βιώσει και να τον εξερευνήσει από τη μεριά του ονείρου. Που σημαίνει ότι δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα με το υλικό της χρηστικής πρακτικής πραγματικότητας αλλά χρησιμοποιημένο με τον τρόπο του ονείρου, διάβημα που επιτρέπει ακριβώς, την επανεύρεση και την αναβίωση του μυστηρίου, της μαγείας και του μύθου μέσα στην πιο ταπεινή καθημερινότητα. Ο Ελύτης μεταμορφώνει τον κόσμο ολόκληρο σε ένα όνειρο γεμάτο μυστήριο που εξερευνά διαρκώς πέρα από κάθε ορθολογική αρχή. Και για να καταδείξει την σημασία των δύο καταστάσεων που τον γοητεύουν, δεν διστάζει να συγκρίνει την κατάσταση του ονείρου με αυτήν του ερωτευμένου: «Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι ».[18] Σε αυτή την αναλογία, εισάγει μια ηθική διάσταση που έρχεται, από τη μια να ενισχύσει την σχέση μεταξύ του έρωτα και του ονείρου και από την άλλη να υποβάλει ότι η ηθική του έρωτα και του ονείρου είναι ταυτόσημες. Υιοθετεί μεν την ηθική της διγαμίας αλλά την μετατοπίζει από την γαμήλια σχέση ενός ατόμου με δύο άλλα και την μεταφέρει στην σχέση μεταξύ έρωτα και ονείρου: «Άγγελοι του Χριστού / απιθώνανε πουλιά στοές και φοινικόδεντρα / Πάνω στην άμμο· ξέροντας πως αυτά όλα ένα όνειρο είναι… »[19] Η συνείδηση της βίωσης του ονείρου είναι συνείδηση της αθωότητας. Και η αθωότητα με την σειρά της, είναι ο πυλώνας της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ευτυχίας.

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Τα Όνειρα», περιλαμβάνεται και ένα όνειρο που, για πολιτικούς λόγους αποδείχθηκε τραγικά προφητικό. Πρόκειται για το Όνειρο της Φραγκίσκας Φράιζερ που συνέβη όταν ο Ελύτης φιλοξενείτο στην Αμμόχωστο από τον Ευάγγελο Λουίζο, το 1970. Στο όνειρο αυτό, ο Ελύτης βρίσκεται στο δωμάτιό του και περιγράφει την εικόνα καταστροφής που αντικρύζει: «Κάθομαι πάνω στο κρεββάτι ντυμένος, γύρω μου βαλίτσες και τσάντες συσκευασμένες, βιβλία πακεταρισμένα, έτοιμα, δε μου μένει παρά να ξεκινήσω. Αδημονώ. Στο βάθος, από την ανοιχτή πόρτα, βλέπω να μπαινοβγαίνουν εργάτες. Κουβαλάνε ζεμπίλια με χώματα, είναι βουτηγμένοι μες στους ασβέστες, και απ΄όλο αυτό το σούρτα-φέρτα σχηματίζω την εντύπωση ότι το σπίτι κάτι έχει πάθει, ότι μπορεί να κατεδαφίζεται. Παρατηρώ τους τοίχους αντικρύ μου: μεγάλες ρωγμές, πεσμένοι σοβάδες, σα να ΄γινε πριν από λίγο σεισμός. Στο δάπεδο, τα ίδια και χειρότερα: τα σανίδια έχουνε ξηλωθεί, σε μερικά σημεία υπάρχουν ανοίγματα που χάσκουν, σωροί από πέτρες και σίδερα στις γωνιές, απορώ και θυμώνω πως δε με προειδοποιήσανε αλλά μ΄αφήσανε έτσι να περιμένω.»[20] Δεδομένου ότι τα Ανοιχτά Χαρτιά τυπώνονται τον Δεκέμβριο του 1974, δηλαδή πέντε μήνες μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τέσσερεις μήνες μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου από τον τουρκικό στρατό, είναι εύλογο να αναρωτηθούμε αν ο ποιητής συμπεριέλαβε το όνειρο αυτό με πρόθεση να προβάλει τον προφητικό του χαρακτήρα για την καταστροφή που θα επερχόταν τέσσερα χρόνια μετά.

Στο Προφητικόν, ο ποιητής επιχειρώντας μια προβολή στο μέλλον οραματίζεται τον κόσμο που θα προκύψει μετά Τα Πάθη. Ο κόσμος αυτός, αφού θα έχει βιώσει την αμαρτία, την κατάρα, την δυστυχία, το κακό και την καταστροφή με τον πιο ακραίο τρόπο που θα μπορούσε να συλλάβει η φαντασία, διατηρεί ωστόσο την ελπίδα, «σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση».[21] Τα όνειρα θα εκδικηθούν εκείνο τον κόσμο που τα είχε εξορίσει εκτός πραγματικότητας.

Η απόλυτη χρεωκοπία του στρατικοποιημένου αμοραλιστικού προτύπου του δυτικού πολιτισμού —και εδώ ανακαλούνται και πάλι οι θέσεις του υπερρεαλισμού—, θα επιτρέψει στον ποιητή, μέσα από μια καθαρά ποιητική διαλεκτική, να αποκαλύψει τον νέο κόσμο που θα γεννηθεί από τις στάχτες του παλαιού, έναν κόσμο που πράγματι μοιάζει με όνειρο, παραδομένο στον έρωτα, στην αθωότητα, στα λουλούδια και στα πουλιά και όπου θα κυριαρχεί ό,τι ωραιότερο μπορεί να ονειρευτεί κανείς. Στον παλαιό διεφθαρμένο κόσμο, η «μικρή Μυρτώ» ήταν η «πόρνη από τη Σίκινο». Ο κόσμος που οραματίζεται ο ποιητής, διέπεται από μια νέα ηθική, η οποία θα αναγορεύσει τη «μικρή Μυρτώ» σε άγαλμα «στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια»,[22] για να την λατρεύουν όλοι οι ερωτευμένοι, ενώ οι κανονιοφόροι παύουν να παραπέμπουν σε πολεμικούς στόλους που σπέρνουν τον θάνατο και την καταστροφή αλλά μάχονται πλέον για να επιβάλουν το έρωτα ως ύψιστη αξία, αντιστρέφοντας και πάλι τις αξίες της πολιτικοκοινωνικής και ηθικής πραγματικότητας. Ο νέος κόσμος θριαμβεύει πάνω στον παλαιό και το όνειρο μετατρέπεται σε πραγματικότητα ζωής: «Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη, Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!»[23] Η νέα Αγορά με το άγαλμα της «πρώην» πόρνης Μυρτώς καμιά σχέση δεν έχει με τα αγάλματα, τους ανδριάντες και τις Αγορές του παλαιού κόσμου όπου αναπαρίστανται ήρωες, στρατηγοί, μνημεία μαχών και νικών στους διάφορους πολέμους. Είναι πλέον οι αξίες του έρωτα και του ονείρου που επιβάλλονται και κυριαρχούν εγκαθιδρύοντας ένα κόσμο δικαιοσύνης, ελευθερίας, του οποίου η ύψιστη αξία είναι η απόλαυση της επίγειας ζωής, η ευχαρίστηση, η ηδονή, η βασιλεία του φωτός. Εδώ, το όνειρο συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, την «πρόβλεψη ενός μελλοντικού γεγονότος».[24] Με τη διαφορά ότι αυτή δεν εκφέρεται από έναν παραδοσιακό Ονειροκρίτη αλλά από τον Ποιητή, τον ποιητή και προφήτη ταυτόχρονα με τον τρόπο του Rimbaud αλλά και του μάντη, τον οραματιστή ποιητή που με την προφητική του ικανότητα κατορθώνει να περάσει πέρα από την δυστυχία και να παρουσιάσει το όραμά του ως πραγματοποίηση του οικουμενικού ονείρου. Ο άνθρωπος πλέον ζει σε αρμονία με τα όνειρά του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: