Ευγενία Κουμαντάρου: «Ταπεινός Παράδεισος»
——— ≈ ———
Στιγμές της στιγμής στον Ελύτη
Ο χρόνος
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ’ άλλα νοήματα μας οδηγεί
(Προσανατολισμοί,«Ωρίων β΄»
Το ακαριαίο, η σύμπτυξη αλλά και η διαστολή του χρόνου, το σταμάτημα μιας ροής για να αναδειχτεί ένα κάτι ελάχιστο , ένα μέγιστο σε σημασία κάτι, η υπέρβαση μιας μεγάλης διάρκειας προς χάριν της στιγμής, η ιδιωτική αισθητηριακή, ή πνευματικά αποκαλυπτική στιγμή, οι πληθυντικές στιγμές του κόσμου, η στιγμή ως σημείο ισορροπίας ή έντασης, η διαιώνιση της στιγμής όταν αναβιβάζεται σε αξία αρχετυπική, είναι έννοιες και μέθοδοι που κυριαρχούν στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Τον παράφορο γλύπτη των ανθρώπων, τον χρόνο, η ποίηση του ζητά να τον υποτάξει, υπερβαίνοντας τον, απαξιώνοντας το πολύ προς χάριν του ελαχίστου. Άλλωστε, τις εξαιρέσεις στην ροή της κανονικότητας, τις κορυφώσεις της ζωής, της σκέψης, των αισθήσεων μας ζητά η ποίηση να αποτυπώσει· και μιλώντας για την ποίηση του Ελύτη, θα έλεγα, ζητά η ποίηση να διαιωνίσει. Μεταπλάθει γλωσσικά το βίωμα, τον στοχασμό,την ζέουσα επιθυμία μιας διάρκειας που υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο.
Ποίηση και στιγμή, τροφοδοτώντας η μια την άλλη, μες την ταλάντωση του χρόνου και του λόγου, πετυχαίνουν να εξισορροπήσουν τα πολλά αντίρροπα ρεύματα της ζωής σ’ ένα σπάνιο και ακριβές σημείο:
Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ’ αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
κι απ’ αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ’ αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
(Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις»).
Ένα ελάχιστο σημείο τόπου και χρόνου, όπου πάνω του μπορείς «απέραντα να προχωρήσεις», ουσιαστικά και εντατικά να ζήσεις, ένα σημείο που γίνεται για τον καθένα, εντέλει, το δικό του πρώτο και «τελικό σημείο του βέλους».
Η στιγμή
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!
(Προσανατολισμοί, «Οι κλεψύδρες του αγνώστου, δ΄»
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le monde, o Οδυσσέας Ελύτης υποστήριζε: «Ο ποιητής προσπαθεί να συλλάβει ό,τι συμβαίνει στην ελάχιστη χρονική στιγμή μέσα στο απόλυτο φως. Ή πάλι εντελώς το αντίθετο, ό,τι αγγίζει το αιώνιο και η ποίηση πρέπει να το περιστείλει στην στιγμή».
Από τους Προσανατολισμούς έως το Εκ του πλησίον ο Ελύτης, με συνέπεια, σταθερές αρχές αλλά και ιδιαίτερη αγάπη στην αλλαγή φόρμας, ανέδειξε γράφοντας την πολύτιμη σημασία της στιγμής, αυτής που πριν «να την αδράξεις χάνεται», του χρονικού σημείου που ξεφεύγει απ’ τα ρολόγια, σχεδόν μη συνειδητοποιήσιμο μέγεθος μες την ροή γεγονότων και καταστάσεων. Η μονάδα μέτρησής της μοιάζει να είναι μόνον η λέξη· εκείνη η μία ,εκείνες οι συγκεκριμένες στις συμπλέξεις τους λέξεις, που βυθομετρώντας τις σημασίες και τους ήχους τους έρχεται να επιλέξει ο ποιητής.
« Αχ να σώσω αυτόν τον ήχο!» έγραφε, ζητώντας να διασώσει την σπάνια έκπληξη, την μοναδική αίσθηση της στιγμής, την βαθιά συνειδητοποίησή της.
Ένα συνεχές λοιπόν παιγνίδι-κυνήγι στιγμών, που αναδεικνύουν ό,τι πιο πραγματικό περικλείει η πραγματικότητα, ό,τι πιο ακριβό και ακριβές η ανθρώπινη τάξη και αταξία, ενυπάρχει μες την ποιητική λειτουργία: Η στιγμή! Η στιγμή που αντιπαρατίθεται στον ευθύγραμμο χρόνο, η στιγμή ως κάθετη τομή της πραγματικότητας, ως ελάχιστη μονάδα αλλά και ως απόλυτη αξία που διαρκεί , η στιγμή με ένα ισχυρό ισόβιο πρόσημο. Αφού τελικά και η διάρκεια μοιάζει να γίνεται αισθητή μέσω της σημασίας και αντοχής κάποιων στιγμών-ορόσημων της ζωής, στιγμών που συμπυκνώνουν τον ρέοντα χρόνο, που έχουν «χωρητικότητα αιώνων», όπως η χαρά ή η βαθιά λύπη…
«Ο ποιητής», γράφει ο Gaston Bachelard, «καταστρέφει την απλή αλληλουχία του δεσμευμένου χρόνου, για να κατασκευάσει μια περίπλοκη στιγμή, για να συνάψει αυτή τη στιγμή με πολυάριθμες ταυτοχρονίες».
Η ποίηση του Ελύτη, με συχνά φανερή ή υποβόσκουσα άλλοτε βαθιά συνείδηση του δεσμώτη χρόνου και της φθοροποιού δύναμης του, — και γι’ αυτό ίσως συστηματικά και επίμονα ανακαλεί αιωνιότητα, μέσα από την προβολή ενός ακινητο-ποιημένου χρόνου, ενός χρόνου κάθετου, μιας λάμπουσας ισόβιας στιγμής που δικαιώνει την ύπαρξη: «μία στιγμή όλα η μόνη σου/αστραπή για πάντα»(Ισόβια Στιγμή).
Το ποίημα, άλλοτε υπό την επίδραση του θαύματος, άλλοτε κάτω από την επίγνωση του διφυούς σχήματος —οδύνη και όνειρο— υπό την ορμή της σύγκρουσης ή την ευφορία μιας «ανάμνησης του μέλλοντος» που καλλιεργεί, δομεί αλλιώς την πραγματικότητα αλλά και δομείται εντός του καιρού και του χρόνου και ενώ προβάλλει ως κομβικό σημείο τη στιγμή, χτίζει το τελικό ποιητικό γεγονός σ΄ έναν χρόνο διηνεκή, με στέρεο άξονα το ἀεί. Μ΄ άλλα λόγια, το ποίημα διαμορφώνεται πάνω σ’ ένα φαινομενικά αντίθετο μέγεθος από την πανταχού παρούσα ελάχιστη διάρκεια ,σε μια διηνεκή στιγμή, όπου δεν είναι πια η ίδια η αίσθησή της αλλά η αξία της που διαιωνίζεται. «Η απομόνωση της αίσθησης και η αυταξία της μέσα σε μιαν ισόβια στιγμή· το τέλειο ,που δεν αξιωνόμαστε, παρεκτός σε μιαν αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που του χρειάζεται για ν΄ ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα» γράφει ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά, με αφορμή μιαν αισθητική και όχι μόνον, αποκαλυπτική βίωση στιγμής.
Πάντοτε, άλλωστε, στην ποίηση του Ελύτη και σ’ ένα αναπεπταμένο επίπεδο σκέψης, οι αντιθέσεις αίρονται, συμπληρώνοντας αμοιβαία τις έννοιες τους. Κατά τον Ηράκλειτο: «Τα αντίθετα συγκλίνουν και η πιο έξοχη αρμονία προκύπτει από αυτά που διαφέρουν». Αυτήν την αρμονία, την υπεράνω των αντιμαχόμενων μερών και διαρκειών, αναζητά η ποίηση να εκφράσει.
Μια πραγματικότητα αναδιαρθρωμένη, μια πιο αληθινή ροή ζωής σύμφωνα με την πίστη ότι :« Η στιγμή είναι η μοναδική πραγματικότητα του χρόνου».
Στιγμές της στιγμής
« Η αιμάτινη στιγμή που αχρηστεύει τον θάνατο» («Αιθρίες», XIII), ένα κρυμμένο αεί μες τη διαφάνεια της φράσης «Τη μια στιγμή, τη μόνη που /εάν φτάνει δε γνωρίζεις/τα γραμμένα ραγίζονται/και αυτός που δίνει παίρνει […] θα πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά /να φθείρεται» («Villa Natacha», II) , «μία στιγμή σθεναρή πάνω απ΄τα βάραθρα» («Ο Ύπνος των Γενναίων») είναι η αρετή διατείνεται ο Ελύτης, αλλά και η στιγμή ως αυτογνωσία, η «καθαρή στιγμή [..] πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας» («Ωρίων, ε»), και πάλι στην υπαρξιακή ένταση του έρωτα «Μια στιγμή τους εφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου» («Άσημον»), στη ροή των χρόνων «η πιό σωστή στιγμή του κόσμου σημαίνει /Ελευθερία», (Άσμα ηρωικό και πένθιμο), ένα ισοζύγισμα, μία υλοποιημένη μορφή δικαιοσύνης «Mια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί /κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό [...]«κάτι που να σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις» (Το Άξιον Εστί),η αποκαλυπτική στιγμή «Τώρα. Είναι η στιγμή να βγεις θεέ μου από την αφάνεια» («Το Εγχειρίδιο»), ή και «θα φανεί μια στιγμή ο Ερμής Τρισμέγιστος» («Όσο διαρκούσε το άστρο»), αλλά και η διάσταση με τον μετρήσιμο χρόνο, με τον υπολογιστικό κόσμο, συχνά η ανάσχεση της ροής, η ανατροπή της κανονικότητας, «ο ήλιος σ΄ένα του μιας στιγμής σταμάτημα […] πρόφτασε ιερατική του ασβέστη να προσδώσει αίγλη και ομορφιά» (Θεοκτίστη)· η άσκηση στην διαισθητική ανίχνευση και συναίσθηση της στιγμής όταν κανείς «σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή ―τη στιγμή ακριβώς που, μόλις πας να την αδράξεις χάνεται» (Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου, Κυριακή 19β), η πίστη στην ύπαρξη και σημασία της « ώσπου να /κάποτες η στιγμής φτάνει/ τα νερά γίνονται αγλαά/ψυχρά/τριανταφυλλλένια/ («Το αμύγδαλο του κόσμου»), οι ειδικές συνθήκες που απαιτούνται για να υπάρξει, όταν «σβήνουν τα πάντα κι απομένουν αναμμένα μονάχα τα ερημοκλήσια […] Τότε είναι η στιγμή να προσμετρήσει κανείς πραγματικότητα» (Εκ του πλησίον), ή και πάλι, η στιγμή ως ορισμός της τέχνης και συνάμα της τέχνης της ζωής «η μεταξύ του τιμονιέρη και του Ικτίνου στιγμή θα μπορούσε να ονομαστεί Δικαιοσύνη» (Εκ του πλησίον), όλες τους μερικές μόνον στιγμές στο ποιητικό γίγνεσθαι του Οδυσσέα Ελύτη.
Στιγμές της στιγμής, μ΄άλλα λόγια, ποικίλες σημασίες της στιγμής με τις λεπτές αποχρώσεις υπάρχουν σε αφθονία στο έργο του Ελύτη, επιβεβαιώνοντας την στέρεη πίστη του στην δραστική κίνηση της ποίησης, αυτής που βρίσκει «τον ειδικό δυναμισμό της στον κάθετο χρόνο μιας ακινητοποιημένης στιγμής (Gaston Bachelard). Εξηγεί ο Ελύτης:
«Ό,τι μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους,
επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος
ειδικού θάρρους που μού ’δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για το
χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν
υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να
σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της
δώσει διάρκεια.» (Ο μικρός ναυτίλος)
Η διάρκεια της στιγμής
Κείνο πού ’θελε ο Θεός
Η ψυχή μου, η προς στιγμήν αιώνια, τό ’νιωσε
(Τα ελεγεία της Οξώπετρας, «Άσημον»)
Αλλά ποιά θα μπορούσε να είναι η διάρκεια της στιγμής; Η λιγοσύνη —η πλησμονή στο ελάχιστο— συνοδοιπορεί με τον ελάχιστη χρονική μονάδα στον Ελύτη. Η διαστολή του χρόνου ̶ μες στην υποκειμενική αίσθησή μας, όταν τα ερεθίσματα όντας έντονα ή καταιγιστικά εντυπώνουν την σημασία τους , έτσι που να φαίνεται ότι γίνονται διαρκέστερα ̶ αντικειμενοποιείται στο ποίημα ως αξία στο διηνεκές. Ο χρόνος δεσμώτης και λυόμενος από τον ίδιο του τον εαυτό αυτοαναιρείται και αυτοεπιβεβαιώνεται, αποκρυσταλλωμένος μέσα στη φράση. Ενστερνιζόμενος από άλλον δρόμο το λόγο του T.S. Eliot, ο Ελύτης ξέρει πως « Ο χρόνος μόνο με τον χρόνο κατακτιέται» και δίνει καθαρής αισθητικής και υπερβατικής σημασίας φραστικές μονάδες, που θα πει, διάρκειες «μουσικής βίωσης» — συνειδητοποίησης του αισθητού Είναι. Το απέραντο του λίγου, το ταξίδι σε μεγάλο βάθος μέσα στις αισθήσεις, η πρόσληψη πολλών ταυτόχρονων ήχων-σημασιών, σε ένα μεγάλης ορατότητας πνευματικό τοπίο, καθιστά την ποιητική πια στιγμή μια άλλου είδους ισόβια διάρκεια, επίγνωσης προπάντων. Η γραφή είναι για τον Ελύτη ,το όπλο ενάντια στον χρόνο, αλλά και το γενναίο και παράτολμο στοίχημα μαζί του. —«δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος» γράφει στο Ad libitum.
Δουλεύοντας, ο Οδυσσέας Ελύτης, ως το τέλος της ζωής του, που θα πει ζώντας «για τότε που δεν θα υπάρχει», ζήτησε «να τα βάλει με τα φυσικά φαινόμενα/ μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη». «Εκείνο το καίριο κι ένα» πριν χαθεί να το αποτυπώσει, «μια στιγμή τύχης» να αιχμαλωτίσει ζήτησε και να της στήσει «καρτέρι με λόγια ελληνικά», την νίκη της τέχνης, εκεί που νικιέται η ζωή, να επιτύχει!