Σαπφώ / Ελύτης / Καντ - Γάμοι, πολιτική και φιλοσοφία εν ου παικτοίς

Σαπφώ / Ελύτης / Καντ - Γάμοι, πολιτική και φιλοσοφία εν ου παικτοίς

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της: Δια­φα­νο­γρα­φία από τη «Σαπ­φώ» (1968)


——— ≈ ———

Δεν εγεννήθηκεν ακόμη ο Μαρσέλ Μαρσώ ενός Ελύτη


Το στοι­χείο της υπερ­βο­λής, ως εγ­γε­νές γνώ­ρι­σμα των επι­θα­λα­μί­ων, κα­θο­ρί­ζει το γλωσ­σι­κό ήθος του ποι­η­τή, προ­δια­γρά­φει τη φρο­ντί­δα της με­τα­φρα­στι­κής σπου­δής και κλι­μα­κώ­νει τις προσ­δο­κί­ες της ανα­γνω­στι­κής εμπει­ρί­ας. Για­τί η δια­βα­τή­ρια δια­δι­κα­σία του γά­μου, εμπε­ριέ­χο­ντας ανα­γκα­στι­κά την προ­ο­πτι­κή του κιν­δύ­νου, εν­σω­μα­τώ­νει εκ­φάν­σεις του υψη­λού και του χα­μη­λού, με σκο­πό την εξα­σφά­λι­ση της ομα­λής και ολο­κλη­ρω­μέ­νης με­τά­βα­σης των δύο νέ­ων στην και­νούρ­για ζωή. Γι’ αυ­τό στο στα­θε­ρό τε­λε­τουρ­γι­κό πλαί­σιο του γά­μου συ­νυ­πάρ­χουν τό­σο η ψυ­χι­κή όσο και η σω­μα­τι­κή πλευ­ρά της αν­θρώ­πι­νης υπό­στα­σης. Έτσι, ο εύ­λο­γος έπαι­νος εγ­γί­ζει τον εξηρ­μέ­νο μα­κα­ρι­σμό, απο­δί­δο­ντας στον γα­μπρό ή στη νύ­φη θεϊ­κές ιδιό­τη­τες, ενώ η σε­ξουα­λι­κή διά­στα­ση της ένω­σης πυ­ρο­δο­τεί την ασυ­γκρά­τη­τη αι­σχρο­λο­γία, γνω­στή ως κτυ­πία, που πε­ρι­λαμ­βά­νει σκώμ­μα­τα κα­τά των νε­ό­νυμ­φων, τα οποία στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έχουν απο­τρο­παϊ­κή λει­τουρ­γία, προ­στα­τεύ­ο­ντας το ζευ­γά­ρι από κά­θε δό­λιο συ­ναί­σθη­μα φθό­νου ή ζη­λο­τυ­πί­ας. Εντού­τοις, η ποι­η­τι­κή της Σαπ­φώς δια­τη­ρεί ση­μεία αντι­φα­τι­κά: οι πραγ­μα­τι­κές της προ­θέ­σεις απο­σιω­πώ­νται, πί­σω από τον ωμό ρε­α­λι­σμό ανα­δύ­ε­ται έντε­χνα η πα­νουρ­γία. «Η αβρο­έ­πεια εν­δέ­χε­ται να εί­ναι συ­γκε­κα­λυμ­μέ­νη ασε­μνο­λο­γία, ο ψό­γος πι­θα­νόν να εί­ναι κα­τ’ ου­σί­αν ύμνος, ο έπαι­νος μπο­ρεί να έχει το δι­κό του δη­λη­τή­ριο, η υπερ­τί­μη­ση ίσως και να απο­δει­χθεί, αν διε­ρευ­νη­θεί βα­θύ­τε­ρα, μο­χθη­ρό­τα­τη υπο­τί­μη­ση».[1]

Γι’ αυ­τό το έρ­γο της Σαπ­φώς, στο πλαί­σιο ερ­μη­νεί­ας του γα­μή­λιου σκώμ­μα­τος, γί­νε­ται αντι­κεί­με­νο δια­φω­νί­ας. Από τη μία, η άπο­ψη ότι η ποι­ή­τρια κρα­τά με­τριο­πα­θή στά­ση και η έντα­ση της φω­νής της δεν ανε­βαί­νει τό­σο ώστε να ξε­πε­ρά­σει τα όρια ευ­γέ­νειας που επι­βάλ­λουν οι κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις της γυ­ναι­κεί­ας κο­σμιό­τη­τας. Στο απ. 111, για πα­ρά­δειγ­μα, ο Page θε­ω­ρεί ότι το χιού­μορ εί­ναι «αδέ­ξιο»,[2] ενώ ο Bowra υπο­στη­ρί­ζει ότι ο τό­νος «δεν εί­ναι ού­τε εν­θου­σια­στι­κός ού­τε άσε­μνος, αλ­λά απλώς πε­ρι­παι­κτι­κός. Αν το αστείο εί­ναι λι­γά­κι πρω­τό­γο­νο, αυ­τό οφεί­λε­ται στην πα­ρά­δο­ση, που συ­νή­θι­ζε αστεϊ­σμούς αυ­τού του επι­πέ­δου».[3] Πι­θα­νή και η εκ­δο­χή της αντί­φρα­σης: «Μή­πως δη­λα­δή ο γα­μπρός ήταν κο­ντός ή κο­ντύ­τε­ρος από τη νύ­φη; Πα­ρό­μοιες χλευα­στι­κές αντι­στρο­φές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εί­ναι πο­λύ συ­νη­θι­σμέ­νες στον λαϊ­κό ή λαϊ­κό­τρο­πο λό­γο».[4]

Από την άλ­λη, ο Kirk, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας ότι Page και Bowra αντι­λαμ­βά­νο­νται τον αστεϊ­σμό με κυ­ριο­λε­κτι­κό τρό­πο, δια­κρί­νει στην ερ­μη­νεία του απ. 111 ένα δεύ­τε­ρο, με­τα­φο­ρι­κό επί­πε­δο, σύμ­φω­να με το οποίο η υπερ­βο­λή στην πα­ρου­σί­α­ση του γα­μπρού δεν έγκει­ται στο πε­λώ­ριο ανά­στη­μά του: «εί­ναι πο­λύ πιο με­γα­λό­σω­μος από έναν με­γα­λό­σω­μο άν­δρα –διό­τι εί­ναι σε απί­θα­νο βαθ­μό ιθυ­φαλ­λι­κός». Στο ίδιο μή­κος κύ­μα­τος, η σύ­γκρι­ση με τον θεό Άρη ση­μαί­νει ότι ο γα­μπρός «“θα χυ­μή­σει” σαν τον Άρη στη μά­χη, το­νί­ζο­ντας την ορ­μη­τι­κό­τη­τα του γα­μπρού».[5] Μια πτυ­χή που δια­φεύ­γει από τον Kirk σχε­τί­ζε­ται με το μέ­λα­θρον. Η στέ­γη πρέ­πει να ανυ­ψω­θεί· σύ­ντο­μα, ο γα­μπρός θα διαρ­ρή­ξει τις Πύ­λες. Την αμ­φι­ση­μία της λέ­ξης επι­ση­μαί­νει ο Ησύ­χιος, ο οποί­ος, εκτός από την κοι­νή ερ­μη­νεία (οι­κία, υπέρ­θυ­ρο, δο­κός), κα­τα­δει­κνύ­ει το σε­ξουα­λι­κό υπο­νο­ού­με­νο: «μ 624 μέ­λα­θρον: οἴκη­μα καὶ τὸ τῶν γυ­ναικῶν μό­ριον». Το ίδιο δια­φα­νής η ση­μα­σία του ρή­μα­τος αἴρειν.[6]

Ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον,
ὐμήναον,
ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες·
ὐμήναον.
γάμβρος †(εἰσ)έρχεται ἴσος Ἄρευι,
ὐμήναον,
ἄνδρος μεγάλω πόλυ μέσδων.
ὐμήναον.

μαστόροι ελάτε κι ανεβάστε της στέγης το δοκάρι· και τον υμέναιο ψάλετε! τι θα διαβεί από δω γαμπρός που μοιάζει με τον Άρη· και τον υμέναιο ψάλετε! Δεν ειν’ Θεός μα πιο τρανός κι απ’ τον τρανότερο άντρα[7]


Ο Kirk ανα­γνω­ρί­ζει στο απ. 111 την έκ­φρα­ση μιας «συ­νει­δη­τής απρέ­πειας» («conscientiously improper») της Σαπ­φώς· υπερ­βο­λι­κή κρί­ση που εί­τε εδρά­ζε­ται στην προ­κα­τά­λη­ψη του ίδιου για τα όρια ηθι­κής των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων εί­τε –κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα– απο­τε­λεί αιχ­μή που αφο­ρά την κυ­ριο­λε­κτι­κή ανά­γνω­ση του Bowra και τη βε­βια­σμέ­νη του προ­σπά­θεια να υπε­ρα­σπι­στεί την αγνό­τη­τα της αρ­χαί­ας ποι­ή­τριας. Για­τί η ίδια η νο­μι­μο­ποί­η­ση του σκώμ­μα­τος, στο πλαί­σιο ενός θρη­σκευ­τι­κού τε­λε­τουρ­γι­κού, προ­ϋ­πο­θέ­τει τη γεν­ναία απο­δο­χή κα­τα­στά­σε­ων που ο νε­ό­τε­ρος κό­σμος θα ονο­μά­σει απρε­πείς, χυ­δαί­ες ή πα­ρεκ­κλί­νου­σες. Οπό­τε και ο Kirk, για να εί­ναι δί­καιος και ακρι­βής, θα πρέ­πει να μι­λά υπαι­νι­κτι­κά. Η κυ­ριο­λε­ξία θα τον πρό­δι­δε, όπως πρό­δω­σε τον Bowra, ο οποί­ος με­γα­λούρ­γη­σε στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Οξ­φόρ­δης, το αντί­πα­λο στο Καί­μπριτζ στρα­τό­πε­δο, όπου έδρα­σε, στην επό­με­νη γε­νιά των με­γά­λων κλα­σι­κών φι­λο­λό­γων του Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου, ο Kirk.

Με βά­ση μαρ­τυ­ρί­ες που δεί­χνουν ότι «ακό­μα και η Σαπ­φώ συ­νέ­θε­σε με­ρι­κά “ιαμ­βι­κά” ποι­ή­μα­τα» ή μι­λά­νε για «τους ιάμ­βους… που η κα­λή Σαπ­φώ προ­σάρ­μο­σε στους ύμνους της»,[8] ο Dale, αφού πα­ρα­θέ­σει το απ. 117 (χαί­ροι­σα νύμ­φα χαι­ρέ­τω δ’ ὁ γαμβρὸς), από επι­θα­λά­μιο της Σαπ­φώς που «μοιά­ζει προ­κλη­τι­κά με ιαμ­βι­κό τρί­με­τρο απο­τε­λού­με­νο από ένα ιαμ­βι­κό μέ­τρο και δύο κρη­τι­κά», κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι «εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά απί­θα­νο η Σαπ­φώ (ή, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ο Αλ­καί­ος) να συ­νέ­θε­σε ιαμ­βι­κή ποί­η­ση».[9] Αν και πα­ρα­δέ­χε­ται ότι «τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα της Σαπ­φώς δύ­σκο­λα μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στούν άσε­μνα (“scurrilous”), πό­σω μάλ­λον ιαμ­βι­κά», ο Dale ανα­γνω­ρί­ζει ότι «με­ρι­κά από τα επι­θα­λά­μια», με ση­μα­ντι­κό­τε­ρο το απ. 111, «απο­κα­λύ­πτουν ίχνη του χυ­δαί­ου (“bawdy”) και άσε­μνου πε­ριε­χο­μέ­νου με το οποίο συ­χνά συν­δε­ό­ταν το εί­δος».[10] Για­τί ο ίαμ­βος προ­έρ­χε­ται από τις βω­μο­λο­χί­ες σε ιαμ­βι­κό ρυθ­μό που εκτο­ξεύ­ο­νταν με σκο­πό απο­τρο­παϊ­κό –γι’ αυ­τό ιαμ­βί­ζω κα­τέ­λη­ξε να ση­μαί­νει κα­θυ­βρί­ζω–[11] σε εκ­δη­λώ­σεις γο­νι­μό­τη­τας προς τι­μήν του Διο­νύ­σου και της Δή­μη­τρας.

Στο απ. 110 η Σαπ­φώ, στην προ­σπά­θειά της να δεί­ξει πώς οι φί­λες της νύ­φης πε­ρι­παί­ζουν τον φύ­λα­κα της πα­στά­δας, «φαί­νε­ται να απο­φεύ­γει τη βω­μο­λο­χία, χω­ρίς όμως να απο­στρέ­φε­ται τα μάλ­λον ανώ­δυ­να πει­ράγ­μα­τα».[12] Εντού­τοις, για τον Dale, οι στί­χοι, «αν και όχι κα­κε­ντρε­χείς», ενέ­χουν ανά­λο­γο με το απ. 111 υπαι­νιγ­μό, εφό­σον το πό­δι χρη­σι­μο­ποιεί­ται συ­χνά ως φαλ­λι­κό σύμ­βο­λο.[13]

Θυρώρωι πόδες ἐπτορόγυιοι,
τὰ δὲ σάμβαλα πεμπεβόεια,
πίσσυγγοι δὲ δέκ’ ἐξεπόνησαν

οργιές εφτά του φύλακα οι ποδάρες πιάνουν έξω απ’ των νιόνυφων τη θύρα· πέντε βοδιώ τομάρια   και   τσαγκαράδες   δέκα τα σάνταλά   του   να   του   φτιάξουν   παιδευτήκαν![14]


Η λαϊ­κή τε­χνο­τρο­πία, η απου­σία βά­θους, η φτω­χή έμπνευ­ση του απ. 110 ανα­λύ­ο­νται στo Περὶ ἑρμη­νεί­ας (167). Ο συγ­γρα­φέ­ας υπο­γραμ­μί­ζει την αλ­λα­γή του ύφους, κα­τα­κρί­νει ως κοι­νό­το­πη τη σκη­νή με τον άξε­στο γα­μπρό και τον φύ­λα­κα της γα­μή­λιας κλί­νης και δια­πι­στώ­νει ότι οι στί­χοι ται­ριά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο σε πρό­ζα πα­ρά σε ποί­η­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρο σε απαγ­γε­λία πα­ρά σε τρα­γού­δι και δεν στέ­κουν με χο­ρω­δία ή λύ­ρα πα­ρά μό­νο με χο­ρό που απαγ­γέλ­λει.


ἄλλως δὲ σκώπτει τὸν ἄγροικον νυμφίον καὶ τὸν θυρωρὸν τὸν ἐν τοῖς γάμοις, εὐτελέστατα καὶ ἐν πεζοῖς ὀνόμασι μᾶλλον ἢ ἐν ποιητικοῖς, ὥστε αὐτῆς μᾶλλόν ἐστι τὰ ποιήματα ταῦτα διαλέγεσθαι ἢ ᾄδειν, οὐδ’ ἂν ἁρμόσαι πρὸς τὸν χορὸν ἢ πρὸς τὴν λύραν, εἰ μή τις εἴη χορὸς διαλεκτικός.

Οι επι­κρί­σεις του Δη­μή­τριου επι­βε­βαιώ­νουν τη ζω­τι­κή ση­μα­σία της χο­ρεί­ας στην εκτέ­λε­ση των επι­θα­λα­μί­ων: ολο­κλη­ρω­μέ­νη γα­μή­λια τε­λε­τή συ­γκρο­τεί­ται όταν ο χο­ρός, υπό τους ήχους τερ­πνής μου­σι­κής, τρα­γου­δά και χο­ρεύ­ει. Η αρε­τή της ποί­η­σης, η οποία δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται σε τε­χνι­κά στοι­χεία, όπως η κα­νο­νι­στι­κή χρή­ση του μέ­τρου, αλ­λά ανα­γνω­ρί­ζε­ται και στο πε­δίο της θε­μα­το­λο­γί­ας, στην επί­τευ­ξη της πρω­το­τυ­πί­ας και του ύψους, κα­θο­ρί­ζει τις δυ­να­τό­τη­τες ανα­πα­ρά­στα­σης, άρα και την ορ­θή χρή­ση των κα­νό­νων με­τρι­κής. Γι’ αυ­τό η κα­κή ποί­η­ση δεν τρα­γου­διέ­ται, πα­ρά μό­νον απαγ­γέλ­λε­ται, και γί­νε­ται στα­τι­κή και άνευ­ρη, συ­μπα­ρα­σύ­ρο­ντας στην ίδια πα­θο­λο­γία τον χο­ρό, ο οποί­ος χά­νει το βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ρό­λου του: την αρ­μο­νι­κή συλ­λει­τουρ­γία φω­νής και σώ­μα­τος. Όταν η ποί­η­ση αδυ­να­τεί να υπη­ρε­τή­σει τον τε­λε­τουρ­γι­κό σκο­πό για τον οποίο εί­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νη, τό­τε αδυ­να­τεί εξί­σου να απο­κτή­σει την κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση που της αρ­μό­ζει, και απο­κό­βο­νται ένας - ένας οι ιστοί που την κρα­τά­νε δε­μέ­νη με τις ψυ­χι­κές και σω­μα­τι­κές ιδιό­τη­τες του αν­θρώ­που. Το ύψος κα­θο­ρί­ζει τον ρυθ­μό: το σώ­μα μι­μεί­ται μό­νο πρά­ξεις σπου­δαί­ες.

Ωστό­σο, το ευ­τε­λές υλι­κό, χά­ρη στη με­τα­φρα­στι­κή δει­νό­τη­τα του Ελύ­τη, ανα­βαθ­μί­ζε­ται, απο­κτώ­ντας εκ­φρα­στι­κό εν­δια­φέ­ρον: η χρή­ση του ιάμ­βου συν­δέ­ει το από­σπα­σμα με την κα­τα­γω­γι­κή αρ­χή του σκώμ­μα­τος, ενώ το με­τρι­κό πα­ρα­πά­τη­μα στις λέ­ξεις έξω και πέ­ντε, τε­χνι­κή οι­κεία και νό­μι­μη σε ιαμ­βι­κές συν­θέ­σεις, υπη­ρε­τεί πι­στά την ευ­τρά­πε­λη ει­κό­να του ατσού­μπα­λου φύ­λα­κα με τα υπερ­με­γέ­θη και ασύμ­με­τρα πό­δια, που μπο­ρούν οποια­δή­πο­τε στιγ­μή να τον εκ­θέ­σουν στον κοι­νω­νι­κό του πε­ρί­γυ­ρο. Το ίδιο ση­μα­ντι­κή η επι­λο­γή δη­μώ­δους γλώσ­σας, χά­ρι­σμα που ο Ελύ­της καλ­λιέρ­γη­σε –σε ποί­η­ση και δο­κί­μιο– πε­ρισ­σό­τε­ρο και από αρι­στε­ρούς ομο­τέ­χνους του, η οποία υπο­στη­ρί­ζει τη λαϊ­κό­τη­τα της σκη­νής. Έξο­χο πα­ρά­δειγ­μα που ανα­δει­κνύ­ει τον τρό­πο με τον οποίο ο Ελύ­της θα μπο­ρού­σε να επι­δο­θεί στη σά­τι­ρα, την πα­ρω­δία ή την ει­ρω­νεία, ρη­το­ρι­κές εναλ­λα­κτι­κές που δεν φαί­νε­ται να τον συ­γκι­νούν –εξαι­ρού­νται, στα μέ­σα της ποι­η­τι­κής του πο­ρεί­ας, λυ­ρι­κές αθλο­παι­διές από Τα ρω του έρω­τα–, εκτός κι αν τα βορ­βο­ρώ­δη που εκ­στο­μί­ζει ο αντι­φω­νη­τής, δη­λα­δή ο ίδιος ο ποι­η­τής, στη Μα­ρία Νε­φέ­λη έχουν σκο­πό ει­ρω­νι­κό, στην πε­ρί­πτω­ση βέ­βαια που απο­δε­χτού­με ότι οι πο­λι­τι­κές πε­ποι­θή­σεις του Ελύ­τη έκλι­ναν προς τα δε­ξιά.

Στροφή της κεφαλής αριστερά:
όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά:
όλα είναι σκατά.[15]


Η χρη­σι­μο­ποί­η­ση ακραί­ων εκ­φρά­σε­ων, οσο­δή­πο­τε ευ­και­ρια­κή ή σπά­νια, επι­βε­βαιώ­νει τον κα­νό­να ότι η κα­θο­λι­κή σχέ­ση με τη γλώσ­σα, υπο­σκε­λί­ζο­ντας ακό­μα και δια­φο­ρές που σχε­τί­ζο­νται με την κα­τα­γω­γή και την κοι­νω­νι­κή τά­ξη, εί­ναι αδια­πραγ­μά­τευ­τη αρ­χή στη συ­νεί­δη­ση κά­θε ποι­η­τή και κά­θε ποι­ή­τριας που ορα­μα­τί­ζε­ται μια κα­θο­λι­κή σχέ­ση με τον κό­σμο. Το κοι­νό αι­σθη­τι­κό κρι­τή­ριο δεν υπο­νο­μεύ­ε­ται, ίσα - ίσα η συ­νά­φεια με­τα­ξύ όμο­ρων ποι­η­τών επι­τυγ­χά­νε­ται σε πε­δίο ανεκ­με­τάλ­λευ­το, το οποίο πα­ρέ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα να αντι­λη­φθεί κα­νείς τη λει­τουρ­γία της αλ­λη­λο­συ­μπλή­ρω­σης: ένα κα­τώ­τε­ρο, ιδί­ως για τα μέ­τρα ενός αρ­χαί­ου ανα­γνώ­στη, ποί­η­μα ανα­γεν­νιέ­ται στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή του με­τά­φρα­ση, εφό­σον αυ­τή συγ­χρο­νί­ζε­ται με τον κα­τάλ­λη­λο ρυθ­μό, προ­σαρ­μό­ζε­ται στη γλωσ­σι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά του συν­θέ­μα­τος και εν­σω­μα­τώ­νε­ται στο πνεύ­μα μιας με­γά­λης πα­ρά­δο­σης, η ανα­μέ­τρη­ση με την οποία, στο πλαί­σιο μά­λι­στα μιας ανοί­κειας ποι­η­τι­κής άσκη­σης, ανα­δει­κνύ­ει τη στό­φα του σπου­δαί­ου δη­μιουρ­γού.


Ο αστεϊσμός με λεκτικά παιχνίδια είναι άνοστος· ενώ σχολαστικοί είναι οι κενοί συλλογισμοί (μικρολογίες) της κριτικής δύναμης. Ονομάζεται μελαγχολικός εκείνος ο πνευματώδης νους που προκύπτει από την έφεση της ιδιοσυγκρασίας του νου για το παράδοξο, το οποίο αφήνει να διαφανεί ο (πανούργος) χλευαστής, προκειμένου να γελοιοποιήσει κάποιον (ή και τη δική του άποψη).[16]


Βέ­βαια, το εμ­βρι­θές σχό­λιο για τον αστεϊ­σμό πυ­ρο­δο­τεί, με βά­ση την ιδε­ο­λο­γι­κή σφρα­γί­δα του πα­ρα­θέ­μα­τος και τις λε­κτι­κές επι­λο­γές του με­τα­φρα­στή, έναν ιδιό­τυ­πο αστεϊ­σμό, εφό­σον θα μπο­ρού­σε κα­νείς, ακο­λου­θώ­ντας τον συλ­λο­γι­σμό του Kant, να πα­ρα­δε­χτεί, σύμ­φω­να με μια δια­σταλ­μέ­νη ερ­μη­νεία του όρου, ότι το τε­τρά­στι­χο του Ελύ­τη απο­τε­λεί λε­κτι­κό παι­χνί­δι· με την επα­νά­λη­ψη του δεύ­τε­ρου στί­χου, την πα­νο­μοιό­τυ­πη ανά­πτυ­ξη των άλ­λων δύο, ακό­μα και την οπτι­κή δο­μή του βι­βλί­ου που ανα­γκά­ζει τον ανα­γνώ­στη να γυ­ρί­σει σε­λί­δα για να κοι­τά­ξει πά­νω δε­ξιά –ού­τως ή άλ­λως, το απο­τέ­λε­σμα, ακό­μα και για τον ορ­κι­σμέ­νο αντι­κα­ντια­νό ή τον ανυ­πο­χώ­ρη­το ελυ­τι­στή, εί­ναι, στην κυ­ριο­λε­ξία, κά­τι πα­ρα­πά­νω από άνο­στο. Από την άλ­λη, η Σαπ­φώ, όταν χλευά­ζει, ασκεί­ται επι­τυ­χώς στην τέ­χνη του πα­ρά­δο­ξου: ο ιθυ­φαλ­λι­κός γα­μπρός που δεν τον χω­ρά το σπί­τι και ο θυ­ρω­ρός που για τα τε­ρά­στιά του πό­δια επι­στρα­τεύ­ο­νται όλοι οι τσα­γκά­ρη­δες της πό­λης. Δη­λα­δή, μια Σαπ­φώ πιο πα­νούρ­γα, ωστό­σο λι­γό­τε­ρο με­λαγ­χο­λι­κή από τον Ελύ­τη, εφό­σον ο τε­λευ­ταί­ος φαί­νε­ται ικα­νό­τε­ρος στο να γε­λοιο­ποι­ή­σει τη δι­κή του άπο­ψη, όταν εκ­θέ­τει, με πα­ρά­δο­ξο τε­λι­κά τρό­πο, τις πο­λι­τι­κές του ιδέ­ες.

Εντού­τοις, η χρη­σι­μο­ποί­η­ση των εκ­φρα­στι­κών επι­λο­γών που εξα­σφα­λί­ζουν οι με­τα­φρα­στι­κοί ελιγ­μοί, με τα άλ­μα­τα στο χώ­ρο της φα­ντα­σί­ας, τις τολ­μη­ρές αι­σθη­τι­κές ανα­γω­γές και τις ιλιγ­γιώ­δεις γλωσ­σι­κές πα­ρα­χω­ρή­σεις, πε­ριο­ρί­ζε­ται, μη­δε­νί­ζο­ντας σχε­δόν κά­θε σκα­μπρό­ζι­κη δυ­να­τό­τη­τα ανα­σύ­στα­σης, όταν το πα­ρά­θε­μα από το έρ­γο του Καντ αντι­κα­τα­στα­θεί από μιαν άλ­λη νε­ο­ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση. Για­τί, όπως το γύ­ρι­σμα του σαπ­φι­κού απο­σπά­σμα­τος από τα αρ­χαία στα νέα βρί­σκει τον κα­τάλ­λη­λο πλειο­δό­τη στην πε­ρί­πτω­ση του Ελύ­τη, έτσι και η μι­κρό­τε­ρη ή η με­γα­λύ­τε­ρη επι­τυ­χία στη με­τα­φρα­στι­κή ανα­μέ­τρη­ση με τη διά­νοια του Γερ­μα­νού φι­λο­σό­φου, από τη μία, κα­τα­κυ­ρώ­νει ή αφαι­ρεί το δι­καί­ω­μα όποιου αφε­λώς πε­ρι­παί­ζει με τα κεί­με­να και, από την άλ­λη, ανα­δει­κνύ­ει απρο­κά­λυ­πτα τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στον χλευα­στή και στον κα­τερ­γά­ρη, όταν δεν εγ­γυά­ται την ταύ­τι­ση των δύο εν­νοιών στο πρό­σω­πο ενός σα­χλού.


Η ευφυία που επιδίδεται σε λογοπαίγνια είναι σαχλή· ο κενός συλλογισμός (μικρολογία) της κριτικής ικανότητας είναι σχολαστικός. Η φιλοπαίγμων ευφυία προέρχεται από την πνευματική προδιάθεση για το παράδοξο· πίσω από τον καλοκάγαθο τόνο απλότητας υπάρχει ο κατεργάρης (πανούργος), ο οποίος παρωδεί ένα πρόσωπο (ή τη γνώμη του).[17]


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: