Οδυσσέας Ελύτης : Ο «ποιητής τής γλώσσας»

Οδυσσέας Ελύτης : Ο «ποιητής τής γλώσσας»

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της: «Τα βό­τσα­λα» (τέ­μπε­ρα 1988)


——— ≈ ———



Το καί­ριο ση­μείο για να κα­τα­λά­βου­με την ποί­η­ση τού Ελύ­τη εί­ναι ότι απο­τε­λεί μια υπέρ­βα­ση τής κα­θη­με­ρι­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας «Αυ­τό εί­ναι στο βά­θος η ποί­η­ση», λέ­ει ο ίδιος (Λό­γος στην Ακα­δη­μία τής Στοκ­χόλ­μης, σ. 319), «η τέ­χνη να οδη­γεί­σαι και να φτά­νεις προς αυ­τό που σε υπερ­βαί­νει». Η ποί­η­σή του εί­ναι μια συ­νε­χής και αγω­νιώ­δης προ­σπά­θεια να δει και να δεί­ξει τη δεύ­τε­ρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την ου­σία των όντων, την αλή­θεια πέ­ρα από τις στρε­βλώ­σεις που επι­βάλ­λει κά­θε χρη­σι­μο­θη­μι­κή αντί­λη­ψη να δει και να δεί­ξει μιαν άλ­λη Ελ­λά­δα, την Ελ­λά­δα τη δεύ­τε­ρη τού επά­νω κό­σμου, όπως λέ­ει: «Εντός τού κό­σμου τού­του εμπε­ριέ­χε­ται και με τα στοι­χεία τού κό­σμου τού­του ανα­συ­ντί­θε­ται ο άλ­λος κό­σμος, ο «πέ­ραν», η δεύ­τε­ρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η υπερ­το­πο­θε­τη­μέ­νη επά­νω σ’ αυ­τήν όπου πα­ρά φύ­σιν ζού­με. Εί­ναι μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που τη δι­καιού­μα­στε και που από δι­κή μας ανι­κα­νό­τη­τα δεν αξιω­νό­μα­στε». (Λό­γος…, σ. 321).

«Κατοίκησα μια χώρα που ’βγαινε από την άλλη την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα τής ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω […] Κι έπιασα σιγά-σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα [...]» (Μικρός Ναυτίλος, σ. 18).

Προ­ϋ­πό­θε­ση για την υπέρ­βα­ση και τη σύλ­λη­ψη τής δεύ­τε­ρης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, τής ποι­η­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εί­ναι η ικα­νό­τη­τα να μπο­ρείς να βλέ­πεις μέ­σα από τα πράγ­μα­τα και μέ­σα από τον ίδιο σου τον εαυ­τό, η ικα­νό­τη­τα τής δια­φά­νειας όπως την απο­κα­λεί και όπως την εν­νο­εί ο Ελύ­της:

«Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που να την γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Ότι μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ’δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να τής δώσει διάρκεια».

Για να μας οδη­γή­σει ο Ελύ­της στον κό­σμο τής δι­κής του πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, δεν έχει άλ­λον τρό­πο από τη γλώσ­σα: από το να μας πά­ρει από το χέ­ρι με τις λέ­ξεις του και να μας μυ­ή­σει στην κα­τ’ εξο­χήν δη­μιουρ­γι­κή, δηλ. ποι­η­τι­κή, δια­δι­κα­σία τού να μπο­ρείς να δεις τον κό­σμο από την αθέ­α­τη πλευ­ρά του.

Ο ποιητής τής φράσης


Ο Ελύ­της εί­ναι ο κα­τ’ εξο­χήν «ποι­η­τής τής γλώσ­σας». Πε­ρισ­σό­τε­ρο κι από τον Σε­φέ­ρη, πε­ρισ­σό­τε­ρο κι από τον Πα­λα­μά. Αυ­τοί ήταν «άρ­χο­ντες τής γλώσ­σας» ¾ με την έν­νοια που έδω­σε ο Σε­φέ­ρης σ’ αυ­τόν τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό: τού ποι­η­τή που κυ­ριαρ­χεί στα εκ­φρα­στι­κά του μέ­σα. Ο Ελύ­της πέ­τυ­χε κά­τι άλ­λο× πέ­τυ­χε το ακα­τόρ­θω­το «Με το ει­δι­κό θάρ­ρος που τού ’δω­κεν η Ποί­η­ση» μπό­ρε­σε να σπά­σει τους φραγ­μούς τής συμ­βα­τι­κής γλώσ­σας και να φτά­σει σε μιαν πρω­τό­γνω­ρη υπέρ­βα­ση των ορί­ων τής νέ­ας ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, που την χρεια­ζό­ταν για να εκ­φρά­σει την υπέρ­βα­ση τής κα­θη­με­ρι­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η δι­κή του ποί­η­ση απαι­τού­σε μιαν άλ­λη χρή­ση τής ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, κυ­ριο­λε­κτι­κά ποι­η­τι­κή, γλώσ­σα που να ποιεί, να δη­μιουρ­γεί νέ­ες ση­μα­σί­ες, νέ­ες ση­μάν­σεις, νέ­ες συ­νά­ψεις λέ­ξε­ων, νέ­ες φρά­σεις, τέ­τοιες που να οδη­γούν σε πο­λύ­ση­μους συ­νειρ­μούς, σε ανα­παρ­θέ­νευ­ση τής πρω­το­τυ­πι­κής ση­μα­σί­ας των λέ­ξε­ων, αυ­τής που πη­γά­ζει από το «έτυ­μον» τής λέ­ξης. Γε­νι­κά, κα­τόρ­θω­σε να επι­νο­ή­σει μιαν άλ­λη μορ­φή αντι­συμ­βα­τι­κής γλώσ­σας, ώστε να ξυ­πνά­ει κά­θε φο­ρά τη συ­γκί­νη­ση, το όνει­ρο, το συ­ναί­σθη­μα, την ει­κό­να, τη φα­ντα­σία, την ικα­νό­τη­τα να βλέ­πεις μέ­σα στα πράγ­μα­τα, τη δια­φά­νεια δηλ., και να με­τα­βά­λεις τη φευ­γα­λέα στιγ­μή σε διάρ­κεια, μια άλ­λη βα­σι­κή έν­νοια τής ποί­η­σης τού Ελύ­τη.

Ο ίδιος ο Ελύ­της πε­ρι­γρά­φει ως εξής τη στά­ση του στη γλώσ­σα:

«Η χρήση τής γλώσσας ήταν ανάγκη να μακρύνει από τα πλαίσια τής καθημερινής ομιλίας, η ροή της να ξεχύνεται σε ολότελα διαφορετική κοίτη. Όχι μόνο κάθε λέξη έπρεπε να κερδίσει μια τέτοια θέση μέσα στο μικρό σύμπαν τού ποιήματος, που να διαλαλεί όσες μυστικές δυνάμεις μπόρεσε να φορτωθεί χιλιάδες χρόνια τώρα σε χιλιάδες στόματα, όχι μόνο έπρεπε να συζευχθεί με μιαν άλλη, σε τρόπο που κι οι δυο τους να καταπείθουν την πιο δύστροπη ευαισθησία, προξενώντας μέσα της πρωτοδοκίμαστους κλυδωνισμούς, αλλά και σύσσωμη η ικανότητα των πολυπλοκότερων συνδυασμών έπρεπε να γυμνάζεται πάνω στην επιδίωξη τούτη: να παρακολουθεί, να διαπιστώνει και, με το δικό της τρόπο, να ξαναδίνει τις μεταμορφώσεις που παίζονται μέσα μας αέναα και που τις περισσότερες φορές στηρίζονται στην ανταλλαγή, ή τη συγχώνευση εντυπώσεων οδηγημένων στα αισθητήρια μας από τη συγκίνηση. Λέξεις πρέπει να ’ρθούνε× μα πριν φτάσουν στην άκρη τής πένας, να μην είναι πια πέντε ή δέκα γράμματα, μήτε κι άλλοι τόσοι ήχοι, μα τσαμπιά εικόνων, αρμαθιές αντικειμένων, δέσμες ιδιοτροπιών τής μνήμης. Λέξεις–πεταλούδες, λέξεις–ρουκέτες, λέξεις–χειροβομβίδες». (Ανοιχτά Χαρτιά σσ. 179-80).

Ας πά­ρου­με ένα πα­ρά­δειγ­μα τού τρό­που που χρη­σι­μο­ποιεί ο Ελύ­της τη γλώσ­σα στην ποι­η­τι­κή του υπέρ­βα­ση: «Μι­κρά χρυ­σά πε­τού­με­να μω­ρά­κια τής ανα­πνο­ής σου ακό­μη / Πά­νε κι έρ­χο­νται πά­νω στην πέ­τρα και τις νύ­χτες παί­ζου­νε φεγ­γά­ρι / Αλ­λ’ εκεί­νος που σαν γλύ­πτης ήχων μου­σι­κή από μα­κρι­νούς / αστε­ρι­σμούς συν­θέ­τει / Νύ­χτα μέ­ρα ερ­γά­ζε­ται. Και τι ντο φαιά και τι σολ ιώ­δη ανε­βαί­νουν / Στον αέ­ρα. Που κι οι βρά­χοι πιο ιε­ρείς τέ­τοιο κλά­μα το / ευ­λα­βού­νται. / Και τα δέ­ντρα πιο που­λιά συλ­λα­βές ομορ­φιάς ανερ­μή­νευ­της / Ομο­λο­γού­νε. Ότι ο έρω­τας δεν εί­ναι αυ­τό που ξέ­ρου­με μή­τε αυ­τό / που οι μά­γοι δια­τεί­νο­νται. / Αλ­λά ζωή δεύ­τε­ρη ατραυ­μά­τι­στη στον αιώ­να». (Τα Ελε­γεία τής Οξώ­πε­τρας, σ. 14)

Με τα συ­στα­τι­κά τής ίδιας τής γλώσ­σας και μ’ έναν ποι­η­τι­κό λό­γο, που υπερ­βαί­νει και τη λο­γι­κή των πραγ­μά­των (τις πε­ρί­φη­μες «συν­θή­κες αλή­θειας») και τους συ­νταγ­μα­τι­κούς κα­νό­νες τής γλώσ­σας, ο ποι­η­τής ανοί­γει τα όρια τής γλωσ­σι­κής επι­κοι­νω­νί­ας, δη­μιουρ­γώ­ντας νέ­ες εκ­φρα­στι­κές δυ­να­τό­τη­τες. Εδώ οι βρά­χοι «πιο ιε­ρείς» ευ­λα­βού­νται το κλά­μα. Εδώ και τα δέ­ντρα γί­νο­νται «πιο που­λιά» που «ομο­λο­γούν συλ­λα­βές ανερ­μή­νευ­της ομορ­φιάς». Η γλώσ­σα «εκρή­γνυ­ται» στην προ­σπά­θεια να εκ­φρα­στούν το θαύ­μα τής φύ­σης και το θαύ­μα τού έρω­τα. Το πα­ρα­θε­τι­κό μόρ­φη­μα πιο επι­τρέ­πει διτ­τή ταυ­τό­χρο­νη ανά­γνω­ση τού ιε­ρείς: επι­τρέ­πει να προ­σλη­φθεί και ως «πιο ιε­ροί» και ως οι «κα­τ’ εξο­χήν ιε­ρείς», γε­γο­νός που υπο­βάλ­λει την ιε­ρό­τη­τα τού φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος, την οποία επι­τεί­νει και η επι­λο­γή τού λό­γιου «ιε­ρα­τι­κού ρή­μα­τος» ευ­λα­βού­νται (ευ­λα­βού­μαι, ευ­λα­βής, ευ­λά­βεια). Η ευ­ρη­μα­τι­κή αυ­τή τε­χνι­κή πο­λυ­ση­μί­ας στην ποι­η­τι­κή γραμ­μα­τι­κή τού Ελύ­τη επα­να­λαμ­βά­νε­ται και στην «αντι­γραμ­μα­τι­κή» (γλωσ­σο­λο­γι­κά) αλ­λά πλή­ρως απο­δε­κτή (ποι­η­τι­κά) φρά­ση «πιο που­λιά». Δεν λέ­ει ο ποι­η­τής «τα δέ­ντρα σαν που­λιά», όπως θα μπο­ρού­σε× λέ­ει «πιο που­λιά»: «πε­ρισ­σό­τε­ρο που­λιά πα­ρά δέ­ντρα» και συγ­χρό­νως ¾ η δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση¾ και ει­κό­να που θέ­λει τα δέ­ντρα να ψάλ­λουν, μια με­τα­φο­ρά που το­νί­ζε­ται και με την επι­λο­γή τής λέ­ξης «ομο­λο­γού­νε» (λό­γιου και εκ­κλη­σια­στι­κού επί­σης ρή­μα­τος όπως το ευ­λα­βού­νται)× «πιο που­λιά τα δέ­ντρα» ψάλ­λουν λό­για «ομορ­φιάς ανερ­μή­νευ­της». Μία ακό­μη, πο­λύ­ση­μη κι αυ­τή στον συ­νειρ­μό τής φρά­σης, που με το ανερ­μή­νευ­τη πα­ρα­πέ­μπει σε ερ­μη­νεία γρα­φών και κει­μέ­νων, δη­λώ­νο­ντας συγ­χρό­νως την αδυ­να­μία μας να κα­τα­λα­βαί­νου­με βα­θύ­τε­ρα «την ομορ­φιά» (το ανερ­μή­νευ­τος το χρη­σι­μο­ποιεί συ­χνά ο Ελύ­της για τη φύ­ση «και στα μά­τια μέ­σα των βυ­θών ανερ­μή­νευ­τος έμει­νε ο αστε­ρί­ας» (Άξιον Εστί). Κι η έξαρ­ση μέ­σα σ’ αυ­τό το ιε­ρό – μυ­στι­κι­στι­κό και εξο­μο­λο­γη­τι­κό κλί­μα τού ποι­ή­μα­τος φτά­νει στο κο­ρύ­φω­μά της με «το δο­ξα­στι­κό τού Έρω­τα», με την απο­κά­λυ­ψη τής ου­σί­ας τού έρω­τα: «ο έρω­τας δεν εί­ναι αυ­τό που ξέ­ρου­με μή­τε αυ­τό που οι μά­γοι δια­τεί­νο­νται» αλ­λά ζωή «δεύ­τε­ρη ατραυ­μά­τι­στη στον αιώ­να». Εδώ η δια­κει­με­νι­κή πα­ρα­πο­μπή στο εκ­κλη­σια­στι­κό «αλ­λά ζωή ατε­λεύ­τη­τος» εί­ναι φα­νε­ρή. Δη­λώ­νει την πί­στη στην αιω­νιό­τη­τα τού έρω­τα, στην αθα­να­σία τού έρω­τα μέ­σα από την ατρω­σία του.

Μέ­σα στο από­σπα­σμα αυ­τό φαί­νε­ται νο­μί­ζω η βά­ση τής γλωσ­σι­κής τε­χνι­κής τού Ελύ­τη, η δη­μιουρ­γία δηλ. νέ­ων ση­μαι­νο­μέ­νων στο επί­πε­δο τής φρά­σης, στο επί­πε­δο τής σύ­να­ψης των λέ­ξε­ων, το άνοιγ­μα των εκ­φρα­στι­κών ορί­ων τής γλώσ­σας μ’ έναν τρό­πο εντε­λώς προ­σω­πι­κό, εύ­κο­λα ανα­γνω­ρί­σι­μο, εξαι­ρε­τι­κά δη­μιουρ­γι­κό και πο­λύ­ση­μο, αλ­λά και εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λο να με­τα­φερ­θεί σε άλ­λη γλώσ­σα:

«Εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση [εννοεί τη μοντέρνα ποίηση] και αποβλέπουμε στα θαύματα τού λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δυο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι» (Λόγος στη Στοκχόλμη, περ. Η λέξη, σ. 720).

Αυ­τή την τε­χνι­κή, τους νε­ο­λο­γι­σμούς στο επί­πε­δο τής φρά­σης, τους «συ­νταγ­μα­τι­κούς νε­ο­λο­γι­σμούς» όπως τους ονο­μά­ζω αλ­λού, που παίρ­νει ποι­κί­λες μορ­φές (με­τα­φο­ράς, εξει­κο­νι­σμού, συ­νειρ­μι­κών ανα­κλή­σε­ων, δια­κει­με­νι­κών συν­δέ­σε­ων κ.λπ.), με κοι­νό απο­τέ­λε­σμα τη με­τα­ση­μα­σιο­λό­γη­ση τής κοι­νής κυ­ριο­λε­κτι­κής ση­μα­σί­ας των συ­να­πτο­μέ­νων λέ­ξε­ων, τη δη­μιουρ­γία νέ­ων ση­μεί­ων, ο Ελύ­της την αξιο­ποιεί εις το έπα­κρον, τό­σο που να μπο­ρεί, νο­μί­ζω, να απο­κλη­θεί ως ο κα­τ’ εξο­χήν «ποι­η­τής τής φρά­σης» σε αντί­θε­ση με «ποι­η­τές τής λέ­ξης» όπως εί­ναι λ.χ. ο Σο­λω­μός, ο Πα­λα­μάς ή και ο Σε­φέ­ρης.

Γλωσσικός παραλληλισμός

Το δεύ­τε­ρο κύ­ριο γνώ­ρι­σμα τής γλώσ­σας τού Ελύ­τη εί­ναι η ευ­ρεία αξιο­ποί­η­ση τού πα­ραλ­λη­λι­σμού, τής έντε­χνης πα­ρά­θε­σης όμοιων γλωσ­σι­κών στοι­χεί­ων σε όλα τα επί­πε­δα: φω­νο­λο­γι­κό (επί­πε­δο ήχων), μορ­φο­λο­γι­κό (γραμ­μα­τι­κής), συ­ντα­κτι­κό και ση­μα­σιο­λο­γι­κό. Έτσι λ.χ. εί­ναι εμ­φα­νής ο φω­νο­λο­γι­κός πα­ραλ­λη­λι­σμός στους στί­χους: Νε­ρά χλω­ρά λει­βα­δί­σια κι άλ­λα σγου­ρά τού γαρ και τού άρα. / Ρε­ού­με­να.

Η συσ­σώ­ρευ­ση των υγρών /r/ και /l/ σε όλες τις λέ­ξεις συ­νι­στά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πα­ρή­χη­ση που, πα­ράλ­λη­λα προς την αί­σθη­ση τής ομοη­χί­ας των ση­μαι­νό­ντων (των τύ­πων), συ­νο­δεύ­ε­ται και από πα­ραλ­λη­λι­σμό στο επί­πε­δο των ση­μαι­νο­μέ­νων (νε­ρά – χλω­ρά – λει­βά­δια – ρε­ού­με­να). Υπάρ­χει ακό­μη και οιο­νεί «ετυ­μο­λο­γι­κός πα­ραλ­λη­λι­σμός», στην «πα­ρα­γω­γή», των στοι­χεί­ων γαρ και άρα μέ­σα από τη λέ­ξη σγου­ρά που προη­γεί­ται αυ­τών, με προ­έ­κτα­ση στη λέ­ξη ρε­ού­με­να που ακο­λου­θεί. Ο ευ­ρη­μα­τι­κός αυ­τός πα­ραλ­λη­λι­σμός συ­νειρ­μι­κά αντι­πα­ρα­θέ­τει το συ­ναί­σθη­μα που γεν­νά η ει­κό­να (νε­ρά χλω­ρά λει­βά­δια) με τη λο­γι­κή τού γαρ και τού άρα, τη συ­στοι­χία αι­τί­ας και απο­τε­λέ­σμα­τος όπου πα­ρα­πέ­μπουν ση­μα­σιο­λο­γι­κά οι δύο λέ­ξεις.

Αλ­λά και ο συ­ντα­κτι­κός πα­ραλ­λη­λι­σμός ¾ο πιο δύ­σκο­λος και ο πιο απαι­τη­τι­κός¾ στην ποι­η­τι­κή γραμ­μα­τι­κή εί­ναι συ­χνός στον Ελύ­τη. Έτσι στους στί­χους που εξε­τά­σα­με: Κι οι βρά­χοι πιο ιε­ρείς — τέ­τοιο κλά­μα — Το ευ­λα­βού­νται / Και τα δέ­ντρα πιο που­λιά — συλ­λα­βές ομορ­φιάς ανερ­μή­νευ­της — ομο­λο­γού­νε

οι ίδιες συ­ντα­κτι­κές δο­μές (Υπο­κεί­με­νο – Προσ­διο­ρι­σμός + Ρή­μα – Αντι­κεί­με­νο) εμ­φα­νί­ζο­νται με την ίδια ακρι­βώς διά­τα­ξη: Υπο­κεί­με­νο (οι βρά­χοι – τα δέ­ντρα) – Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κός Προσ­διο­ρι­σμός (πιο ιε­ρείς – πιο που­λιά) – Αντι­κεί­με­νο στο μέ­σο τής πρό­τα­σης (τέ­τοιο κλά­μα – συλ­λα­βές ομορ­φιάς ανερ­μή­νευ­της) – Ρή­μα στο τέ­λος τής πρό­τα­σης (ευ­λα­βού­νται – ομο­λο­γού­νε). Αυ­τό μά­λι­στα το εί­δος πα­ραλ­λη­λι­σμού, ο συ­ντα­κτι­κός πα­ραλ­λη­λι­σμός εί­ναι και ο πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός υφο­λο­γι­κός δεί­κτης, η μέ­γι­στη μορ­φή επι­λο­γής και συ­νά­μα από­κλι­σης γλωσ­σι­κής τού δη­μιουρ­γού που δι­καιώ­νει ¾και στην πε­ρί­πτω­ση τού Ελύ­τη¾ την εκτί­μη­ση τού Roman Jakobson ότι η συ­νει­δη­τή επι­λο­γή και όχι η ανε­ξέ­λεγ­κτη τυ­χαιό­τη­τα διέ­πει τη γλώσ­σα τής ποί­η­σης, την ποι­η­τι­κή γραμ­μα­τι­κή, όπως πρώ­τος την ονό­μα­σε.

Λε­ξι­λο­γι­κός πα­ραλ­λη­λι­σμός με αυ­τού­σιες επα­να­λή­ψεις λε­ξη­μά­των, με πα­ρά­θε­ση συ­νώ­νυ­μων και αντω­νύ­μων υπάρ­χει σε στί­χους όπως: «Φυ­σά­ει, φυ­σά­ει και λι­γο­στεύ­ει ο κό­σμος. Φυ­σά­ει / Φυ­σά­ει και με­γα­λώ­νει ο άλ­λος× ο θά­να­τος ο πό­ντος ο γλυ­κός / κι ατε­λεύ­τη­τος. / Ο θά­να­τος ο ήλιος ο χω­ρίς βα­σι­λέ­μα­τα» (Τα Ελε­γεία τής Οξώ­πε­τρας, σ. 39)

Επα­νά­λη­ψη τού φυ­σά­ει (4 φο­ρές)× επα­νά­λη­ψη τού θά­να­τος (2 φο­ρές)× αντί­θε­ση των λι­γο­στεύ­ει – με­γα­λώ­νει× αντί­θε­ση τού κό­σμος (με τη ση­μα­σία ζωή) προς το θά­να­τος× αντί­θε­ση τού «ο θά­να­τος ως πό­ντος» με το «ο θά­να­τος ως ήλιος» (η γη με τον ου­ρα­νό)× συ­νω­νυ­μία τού ατε­λεύ­τη­τος με το χω­ρίς βα­σι­λέ­μα­τα. Ένα πλή­θος ση­μα­σιο­λο­γι­κών πα­ραλ­λη­λι­σμών μέ­σα σε τρεις μό­νο στί­χους.

Η γλώσσα ως ηθική δύναμη


Για τη γλώσ­σα στην ποί­η­ση τού Ελύ­τη μπο­ρεί κα­νείς να πει πολ­λά. Για­τί, θα το ξα­να­πώ, στον Ελύ­τη η γλώσ­σα παί­ζει όχι απλώς ση­μα­ντι­κό, αλ­λά κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο. Για να ση­μά­νει την ποι­η­τι­κή του σκέ­ψη, ο Ελύ­της χρειά­στη­κε να πα­λέ­ψει με τη γλώσ­σα, να τη δα­μά­σει και να ανα­πτύ­ξει μα­ζί της μια μυ­στι­κή και ερω­τι­κή, θα έλε­γα, σχέ­ση. Πι­στεύ­ει βα­θιά ότι η γλώσ­σα, ιδί­ως η Ελ­λη­νι­κή που συμ­βαί­νει να εί­ναι μια γλώσ­σα με ποι­η­τι­κή καλ­λιέρ­γεια πά­νω από 25 αιώ­νες, έχει πά­νω και πέ­ρα από κά­θε χρη­στι­κή αντί­λη­ψη το δι­κό τής ήθος. Τα λό­για του:

«Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις». (Λόγος στη Στοκχόλμη, Εν λευκώ, σ. 327).

Ήδη από νω­ρίς, στην αυ­το­βιο­γρα­φι­κή του ανα­δρο­μή με τί­τλο «Το χρο­νι­κό μιας δε­κα­ε­τί­ας», ορί­ζει τη γλώσ­σα ως ηθι­κή δύ­να­μη:

«Το φαινόμενο τής γλώσσας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένα τοπίο δεν είναι διόλου το άθροισμα μερικών δέντρων και βουνών αλλά μια πολυσήμαντη παρασημαντική, δεν είναι κι εκείνο διόλου το άθροισμα μερικών λέξεων – συμβόλων των πραγμάτων αλλά μια ηθική δύναμη που η ανθρώπινη διάνοια την κινητοποιεί, ωσάν να προϋπάρχει από τα πράγματα, για να τα δημιουργήσει ίσα – ίσα, και μόνον έτσι αυτά να υπάρξουν […]».

Όπως εί­ναι φα­νε­ρό, ο Ελύ­της έχει προ πολ­λού ξε­πε­ρά­σει την απλοϊ­κή χρη­στι­κή αντί­λη­ψη τής γλώσ­σας, την αντί­λη­ψη που θέ­λει τη γλώσ­σα να εί­ναι απλό μέ­σο, απλό ερ­γα­λείο για συ­νεν­νό­η­ση. Τη θε­ω­ρεί «ηθι­κή δύ­να­μη», που ση­μαί­νει ότι της δί­νει μια βα­θύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή υπό­στα­ση. Τη συλ­λαμ­βά­νει ως δια­νοη­τι­κή διερ­γα­σία που δεν δη­λώ­νει απλώς τα πράγ­μα­τα αλ­λά κα­θο­ρί­ζει και τον τρό­πο που αυ­τά υπάρ­χουν για μας έτσι όπως τα συλ­λαμ­βά­νου­με με τον νου μας και τα κω­δι­κο­ποιού­με στη γλώσ­σα μας, κα­θο­ρί­ζο­ντας τα όρια τής ση­μα­σί­ας των λέ­ξε­ων. Φαί­νε­ται πως οι γλωσ­σο­λό­γοι έχου­με πολ­λά να δι­δα­χθού­με ακό­μη από τους ποι­η­τές.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: