Θεόδωρος Παπαγιάννης: «Το Αιγαίο» (Α πλευρά)
«… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…»
——— ≈ ———
Το 1911, που αποχωρούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης από τη ζωή, ερχόταν ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο πρώτος δεν ήταν δυνατόν να γνωρίσει τον δεύτερο, ενώ ο δεύτερος δεν ήταν δυνατό να αγνοήσει τον πρώτο· αντιθέτως, επρόκειτο να τον λατρέψει και να του δώσει εξέχουσα θέση στο έργο του. Τη χρονιά που ο Παπαδιαμάντης γίνεται χωρικός του απέραντου γαλάζιου —Αναχωρητής— ο Ελύτης γεννιέται ως Ερχόμενος. Λες και η φύση, που απεχθάνεται τα κενά, φρόντιζε το κενό του Θανάτου του Παπαδιαμάντη να το καλύψει με το βρέφος το Ερχόμενο του Ελύτη. Και η συγκυρία δεν είναι απλώς υλική, αλλά μεγάλης περιεκτικότητας, αφού ο ερχόμενος έρχεται πλησίστιος, με άλλα λόγια σαν καράβι με φουσκωμένα τα πανιά από παπαδιαμαντικό αέρα. Τυχαία η χρονολογική σύμπτωση θανάτου του ενός και γέννησης του άλλου; Ποιος ξέρει; Η φύση πάντως απεχθάνεται τα κενά.
Αν υπολογίσουμε «τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση»,1 λέει ο Ελύτης. Κι αυτή η Ποίηση είναι που θα γλιστρήσει αθέατα από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη και μέσα από μυστικές διαδρομές θα επανακάμψει «αλλιώς ωραία», σε άλλα συμφραζόμενα, χρονικές στιγμές και ιστορικά συμβάντα αλλά και παρόμοια στους στίχους του Ελύτη, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η μνημόνευση του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη στο Άξιον Εστί έχει την αιτιολογία της λαλιάς «που δεν ξέρει από ψέμα». Αυτό και μόνο, η αλήθειά τους, αρκεί ώστε οι δύο λογοτέχνες μας να συνυπάρχουν στους στίχους και να είναι ο Ελύτης παρών ως τρίτος:
Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η παρούσα μελέτη αφορά τον δεύτερο στίχο και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ωστόσο, δυο ακόμα στίχοι ενώνουν και τους τρεις λογοτέχνες πάνω σε ένα «τρελοβάπορο» και είναι οι ακόλουθοι
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
Φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές.
Ως προς τις «κουκουναριές», όπου «την άγκυρα φουντάρει» το «Τρελοβάπορο» του Ελύτη, υποθέτουμε πως είναι οι κουκουναριές της Σκιάθου, αφού αυτές είναι οι πλέον γνωστές και προβεβλημένες ελληνικές κουκουναριές. Ως προς τις «δυο μεριές», συνηθίζουμε να λέμε πως είναι τα δυο πελάγη της Ελλάδας. Τι μας εμποδίζει να πούμε ότι είναι και ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης; Αφού και από τους δύο εμπνέεται ο Ελύτης; Και οι δύο ανιχνεύονται στο έργο του και ο Σολωμός (που δεν είναι της ώρας) και ο Παπαδιαμάντης (που είναι) για τον οποίο υπάρχει και ολόκληρο βιβλίο Η μαγεία του Παπαδιαμάντη.
Η μαγεία του Παπαδιαμάντη
Ο θαυμασμός λοιπόν του Ελύτη για τον Παπαδιαμάντη θα αναπτυχθεί και διεξοδικά θα αναλυθεί στο δοκίμιο του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», όπου θα εξάρει την προσωπικότητα του Σκιαθίτη πεζογράφου και θα αναδείξει τις αρετές του έργου του που δεν είχαν επισημανθεί ή, έστω, δεν είχαν προβληθεί· κι έτσι θα δούμε το τι, το πώς και το γιατί ο ένας ο παραδοσιακός, με την καθαρεύουσα γλώσσα του, την εκκλησιαστική, την γραφειοκρατική, την επίσημη κολλαριστή, αλλά και την αθηναϊκή τής φτωχογειτονιάς ή τη σκιαθίτικη του νησιού του, θα γοητεύσει τον άλλο, τον νέο, το μοντέρνο, τον επαναστάτη που αρπάζει τον υπερρεαλισμό, ξεθηκάρωτο σπαθί, και τον κραδαίνει εναντίον των προκαταλήψεων, κόντρα σε «ενωμοτίες ολόκληρες λογίων με χοντρά μυωπικά γυαλιά και νευρωτικούς κοντυλοφόρους»2 καθώς επίσης και κόντρα στο πλήθους από «συντεταγμένους διοπτροφόρους» που «νομοθετούν στο όνομα της ρυτίδας και των ψηφιακών αριθμών». Το σπουδαιότερο βήμα του Ελύτη είναι εκείνο που θα βοηθήσει εμάς να απεμπλακούμε από την ταμπέλα του «κοσμοκαλόγερου», χωρίς καθόλου να επιχειρήσει να την ακυρώσει, απλώς θα στρίψει αλλού την κλείδα και θα μας δείξει μια άλλη πλευρά του πεζογράφου. Θα μας δείξει τη μαγεία του, αλλά πέρα από αυτά που θα μας πει στο δοκίμιο του για τον Παπαδιαμάντη θα έρθουν συνεπίκουροι και οι στίχοι στα ποιήματά του. Ιδέες ή εικόνες που θα μετασχηματιστούν και θα γλιστρήσουν από τα κείμενα του πεζογράφου στα κείμενα του ποιητή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Ελύτης ανήκει στη Σχολή του Παπαδιαμάντη, αν υπήρχε μια τέτοια Σχολή, γιατί είναι τόσα πολλά αυτά τα οποία στην ποίησή του θα περάσουν από την πεζογραφία του Παπαδιαμάντη στην ποίηση του Ελύτη αβίαστα και «ανεπαισθήτως». Και όχι πως αυτά που βλέπουν και ακούνε ο Παπαδιαμάντης και ο Ελύτης δεν τα βλέπουν και δεν τα ακούν και άλλοι, αλλά ο Ελύτης και ο Παπαδιαμάντης έχουν το χάρισμα να ανήκουν στις «ωραίες μειοψηφίες»3 στους «λευκοφόρους», ας πούμε, αυτούς που εννοούν αυτά που δεν βλέπονται και δεν ακούγονται. Και είναι αρκετά τα δείγματα αυτής της σύγκλισης.
Ας αρχίσουμε από το πιο απλό.
Το περιβάλλον
Γεννήθηκαν και οι δύο σε νησί και αγαπούν τη θάλασσα. Ο πεζογράφος χρίζεται μύστης της ελληνικής φύσης, όπως και ο ποιητής, και οι δύο προβάλλονται, σαν σε διαφάνεια, πρόγονος και απόγονος. Και οι δύο αναζητούν, κατά το ζητείτε και ευρήσετε, και βρίσκουν τον Θεό ή τη Φύση ή τα απλά πράγματα και, κυρίως, τη μαγεία τους, πέρα από το περίγραμμά τους, φανερό ή νοητό. Σ' αυτά όλα που θα ονομάζαμε πλαίσιο εμπεριέχεται και ο άνθρωπος. Η γη παράδεισος με ό,τι ένας παράδεισος εμπεριέχει.
Για τον Ελύτη, ο Παπαδιαμάντης βρίσκεται στη χώρα της αθωότητας, στην επικράτεια του Λευκού, έχοντας διατρέξει όλη την επικράτεια του Μαύρου, «έτσι ώστε να πατήσει από το άλλο μέρος και πάλι στο Λευκό». «Η χώρα της αθωότητας ... έχει τους Αγίους της και τ' αγρίμια της».4 Και μια και βρισκόμαστε στον παράδεισο, ας αρχίσουμε από την τρισδιάστατη αίσθηση της ακοής του Παπαδιαμάντη. Με την μια πιάνει τους ανέμους και τον παφλασμό των κυμάτων, με τη δεύτερη, την ελληνική λαλιά στην αρχική της φθογγολογική σύσταση και με την τρίτη τον κόσμο των νοημάτων.5 Ο μελετητής τού Ελύτη αντιλαμβάνεται αμέσως ότι αυτά τα χαρακτηριστικά βρίσκονται και στο δικό του έργο. Παντού και κυρίως στο Άξιον Εστί, όταν από την παρατηρητικότητα φτάνει στη μαγεία.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και ας δούμε τον χώρο. Ο ίδιος πάντα. Στεριές και θάλασσες, κορίτσια και αγόρια, ο παπάς, το εκκλησάκι, οι γυναίκες και οι άντρες έξω από τον χρόνο. Σε χρόνο παραδείσιο. Λευκό. Λευκοί τοίχοι, φτωχολογιά, βάσανα, μαυροφορεμένες γυναίκες.
Ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι έως θανάτου
Σ' αυτήν την πλατιά τοιχογραφία εμφανίζονται τα πρόσωπα. Και πάμε κατευθείαν στα κορίτσια. Ο Ελύτης θα κάνει κατάλογο και θα βάλει όλα τα κορίτσια του Παπαδιαμάντη μαζί σαν «χορό» στο σκιαθίτικο δράμα και μετά, αλλάζοντας απλώς το ονόματα, θα τον επαναλάβει στον δικό του κατάλογο στο Άξιον Εστί.
Η Ματή, η Μοσχούλα, η Πολύμνια, η Πούλια «το Αστεράκι», η Ακριβούλα, αλλά και σε ουδέτερο: το Μαριώ, το Κατερινιώ, το Ξενιώ και τόσες άλλες που μεταμορφώθηκαν στο Άξιον Εστί:
TA ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας... οι παραπλανημένες Πλειάδες, τ' Αγγεία των Μυστήριων... τ' απύθμενα [...]
Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα, η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή, η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια και δύο ακόμη που μας έρχονται από πολύ παλιά, από τον κήπο της Σαπφώς, η Αριγνώτα και η Ανακτορία. Ο Ελύτης μπαίνει στον κήπο της αρχαίας ποιήτριας, όπως και στον κήπο του Παπαδιαμάντη και κοιτάζει αυτά τα μυστήρια πλάσματα τα κορίτσια. Και οι δύο με τον ίδιο τρόπο τα παρατηρούν. Τα κοιτάζουν. Ο καθείς και η εποχή του. Είναι πλάσματα παραδείσου. Παράξενα, δελφινοκόριτσα, νερατζοκόριτσα, δέντρα που φυτρώνουν μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα Σύρο και Τζιά, λέει ο Ελύτης, Άνθος του γιαλού και αστεράκι λέει ο Παπαδιαμάντης- πλάσματα μαγικά, άφταστα ιδανικά. Από τα αισθητά μεταβαλλόμενα στα νοητά αναλλοίωτα. Πλατωνική η ιδέα.
Ο Παπαδιαμάντης λέει το κορίτσι Μαριώ ή Κατερινιώ, το κάνει να ακούγεται ουδέτερο. Ο Ελύτης παίρνει το ουδέτερο, το φυτό, και το μεταβάλλει σε θηλυκό -σε θεά Φυτώ- και έτσι η θεά γίνεται κορίτσι, φυτό, λουλούδι και πόα της ουτοπίας. Η σχέση είναι αμφίδρομη και νομίζω πως το ένα ερμηνεύει το άλλο και τα δύο εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια της μαγικής μεταμόρφωσης.
Η «πούλια το Αστεράκι» του Παπαδιαμάντη θα γονιμοποιηθεί στο ποίημα του Ελύτη «Η Μάγια»: «Η πούλια που 'χει εφτά παιδιά...».
Και τα αγόρια; Πρωτίστως, κορίτσια και αγόρια είναι όλα «Λουλούδια αγοροκόριτσα... με μια ψιλή φωνή». Άειδεν λεπταλέη φωνή. Έψαλλεν με λεπτή φωνή λέει ο αρχαίος ποιητής, «ψέλλιζαν χελιδονιστί» τα κορίτσια στον Παπαδιαμάντη στο «Έρως -Ήρως» και παρομοίως τα κορίτσια στη «Τρελή ροδιά» του Ελύτη, όταν ξυπνούν και ο κάμπος
ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματα τους...
Και τα αγόρια είναι όπως οι νεαροί άνεμοι και όλοι με τα ονόματα τους στον Ελύτη. Στον Παπαδιαμάντη, ο Βορράς και ο Καικίας. Τέτοιοι νεαροί είναι: ο Μάνος του Κορωνιού, ο βαρκάρης Γιωργής στο «Έρως-Ήρως», ο νεαρός βοσκός στο «Όνειρο στο κύμα».
Στις βρύσεις και στα ρυάκια, κάτω από τον ήλιο, στα βουνά και τους βράχους, στα όρη τα παραθαλάσσια, εκεί όπου φυσούσε ο Βορράς και ο Καικίας οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά του «και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον» («Όνειρο στο κύμα», ενότητα 3η).
Και συνεχίζει: «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, οι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά». Με παρόμοιο τρόπο οικειοποιείται ο Ελύτης το Αιγαίο και τα νησιά, ταξιδεύοντας με το πλοίο:
«την εποχή που μου δόθηκε πρώτη φορά η ευκαιρία να βρεθώ στο κατάστρωμα ενός πλοίου, διασχίζοντας τα νότια της Σαντορίνης, είχα το αίσθημα ενός γαιοκτήμονα που κάνει αναγνώριση των πατρογονικών του, εν όψει κάποιας κληρονομιάς. Αυτές οι σγουρές από κύματα εκτάσεις ήταν οι καλλιεργήσιμες γαίες όπου δεν απόμενεν παρά να φυτευτούν κυπαρίσσια για ορόσημα. Τα κοπάδια μου τα καταμετρούσα, τις σιταποθήκες μου, τα πατητήρια μου, τα υπόστεγά μου τα όριζα. Δε μου 'λειπαν ούτε τα πλεούμενα. Ήταν αυτό εκεί το Μοναστηράκι, στην πλαγιά του λόφου, ήταν αυτά τα δυο-τρία ξοχόσπιτα άκρη-άκρη στο βράχο κι οι περιστεριώνες και οι μύλοι».6
Επιστρέφουμε στον νεαρό βοσκό
Αν δεν βιαστούμε να φύγουμε από την εξωτερική του εικόνα, θα δούμε ότι η μη κατονομαζόμενη περιπέτεια της παρουσίας του στη γη διοχετεύεται στη φύση· όχι επάνω του. Δεν ξεχνάμε πώς βρέθηκε εκεί, στην Μονή του Ευαγγελισμού, στο Κατάμερον και Ξυλάρμενον, όπου «κατέπλεον τα πλοία τα ξάρμενα και ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας». Ο νεαρός βοσκός είναι ένα τέτοιο προϊόν ανθρώπινης τρικυμίας. Και αν κάνουμε το άλμα στην «Μαρίνα των βράχων» του Ελύτη θα δούμε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του στη μορφή της Μαρίνας.
Η Μαρίνα, όπως ο νεαρός βοσκός, περιφέρεται στους βράχους και στη θάλασσα. Γυρίζει «ολημερίς» και «ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας», με τον «αετοφόρο άνεμο» που «γύμνωσε τους λόφους» και την επιθυμία της «ως το κόκαλο», με τη «χτενισιά της θύελλας» και με τις κόρες των ματιών της που «πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας»
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη. Μα πού γύριζες;
Στο τέλος του ποιήματος ακούγεται του στερνού η φρόνηση. Το έργο του Παπαδιαμάντη αρχίζει και τελειώνει παρομοίως: ο ώριμος δικηγόρος που άρχισε να γράφει μια ιστορία χαμένου παραδείσου και τελειώνει με μια πικρή γεύση στα χείλη, τώρα που έγινε αστός και έχει ξεριζωθεί από τον παράδεισο του.
Η ευτυχία είναι μόνο μια μικρή στιγμή,
όση η πνοή της Μοσχούλας στο μπράτσο του, στα λίγα λεπτά που χρειάστηκε για να την βγάλει από το νερό. Ή όσο ο Γιωργής χρειάστηκε να βγάλει στη στεριά το Αρχοντώ. Όταν θα βγει στη στεριά με την κόρη και θα της υποδείξει μια σπηλιά, ν' αλλάξει, εκείνη θα τον κοιτάζει με απορία. Ν’ αλλάξει με τι; «Να στεγνώσεις, θα σου φέρω εγώ φύλλα, απ' όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθείς». Αυτά μέσα σε μια σκέψη, μικρή σαν την αστραπή που της έδωσε ανάπτυξη και διάρκεια, όσο τραβούσε κουπί. Αυτό δε λέει ο Ελύτης όταν προτείνει πιάσε τη αστραπή, δώσε της διάρκεια...;
«Το τέλειο που δεν αξιωνόμαστε παρεχτός σε μια αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που χρειάζεται για ν' ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα».7
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία (Ο μικρός ναυτίλος, XV).
Αυτή την πιθανή ευτυχία έπλασε ο Γεωργής για μια στιγμή που σκηνοθέτησε στο μυαλό του το πώς θα αναποδογύριζε τη βάρκα, πώς η μάνα της Αρχοντώς που δε ήξευρε να κολυμπά θα πήγαινε στον πάτο σαν μολυβδίδα, πώς θα πνιγόταν και ο γαμπρός που ήταν στεριανός και ούτε αυτός ήξευρε να κολυμπά· ο Γιωργής, θα έσωζσε μόνο το Αρχοντώ και θα την μετέφερε στη στεριά και στον προσωπικό του παράδεισο... Θα…θα ... θα...
Μέσα στην αστραπή αυτής της σκέψης ο Γιωργής έστησε έναν παράδεισο και του έδωσε διάρκεια όση ώρα τραβούσε το κουπί για να την μεταφέρει απέναντι εκεί που θα γινόταν νύφη για τον άλλο, τον στεριανό.
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου άνθρωπε∙ δώσε της διάρκεια – μπορείς. (Μαρία Νεφέλη, «Η ισόβια στιγμή»).
Όμως
«Έτσι και κάνει ν' αγγίξει, ο κόσμος χαλάει». Το ίδιο συμβαίνει και για τον νεότερο:
Ήλιε μου, ήλιε μου καταδικέ μου πάρ' τα μου πάρτα μου όλα
κι άσε μου άσε μου την περηφάνεια Να μη δείξω δάκρυ
Να σ' αγγίξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι
Χάθηκε ο κήπος τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια σαν αμύγδαλο
Κι ορθός απόμεινα μ ' ένα καμένο χέρι [...] να πολεμώ
το ΔΕΝ και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου
Αυτό το «αδύνατον» διατρέχει όλο τον κόσμο του Παπαδιαμάντη και του Ελύτη, επίσης.
Το μοιρολόγι της φώκιας και οι φώκιες οι μικρές
Και οι δύο λογοτέχνες ακούνε τα πλάσματα της φύσης και ας πάρουμε «το μοιρολόγι της φώκιας» από τον πρώτο, τον Παπαδιαμάντη, και «τις φώκιες τις μικρές ... που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα» από τον Ελύτη στο Άξιον Εστί («Τα Πάθη», ιβ'):
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα
Ο Παπαδιαμάντης τοποθετεί τον πνιγμό της Ακριβούλας, το βραδάκι μετά τη δύση του ήλιου και μόλις έχει σκοτεινιάσει, ο Ελύτης το θέλει νύχτα, κοινός τόπος το σκοτάδι. Το «Μοιρολόγι της φώκιας» φτάνει στον Παπαδιαμάντη, μέσω του ψαρά που το μετέφρασε, ενώ στο ποίημα είναι ο ποιητής που λέει τα λόγια του στη θάλασσα, τα παίρνει ο άνεμος και «στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει».
Κι εδώ γεννιέται η σκέψη ότι ο ποιητής δέχεται πως οι φώκιες γενικώς «Κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα», πράγμα που ταιριάζει με το δρώμενο στον Παπαδιαμάντη, αλλά ο ποιητής στέλνει λυτρωτικό μήνυμα ακόμα και στις θρηνούσες φώκιες.
Παραμένει ακόμα, για την ώρα, σε θολή κατάσταση, το ότι ο Παπαδιαμάντης αποφεύγει να μας διευκρινίσει εκείνο που θα ακολουθήσει. Η φώκια θα «αρχίσει τον εσπερινόν δείπνον της» που είναι το σώμα της Ακριβούλας (;). Ο σπλαχνικός Παπαδιαμάντης δεν μας το λέει, το εννοεί όμως.
Να θυμίσουμε ότι παραδοσιακά προσευχόμαστε πριν αρχίσουμε το δείπνο μας.
Να θυμίσω πως ο Διονύσιος Σολωμός το είπε ξεκάθαρα στον «Πόρφυρα»· ο τίγρης του πελάγους το έφαγε το παιδί. Πρόκειται βεβαίως για πραγματικό γεγονός, αλλά ο ποιητής το μεταβάλλει σε καλλιτεχνικό. Ωστόσο, και ο Παπαδιαμάντης πραγματικά γεγονότα έχει ως αφετηρία. Αυτή είναι η λογική της φύσης πέρα από τον ανθρώπινο συναισθηματισμό.
Μια άλλη σύγκλιση υπολανθάνει στο ακόλουθο ελυτικό απόσπασμα:
θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που θ' ακούγονται και...
Μικρές θεές προαιώνια νέες Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια.
γύρω μου άδοντας θα συναχτούν Τότε που του καθενός τα βάσανα εξαργυρώνονται
Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη κι άδεια χαμένη στα πελάγη της8
Οι άρπες του Ελύτη αντιστοιχούν στο σουραύλι του Παπαδιαμάντη. Στα πλάσματα με τα «πρασινωπά πτερύγια» αντιστοιχεί η φώκια. Οι «Μικρές θεές συναχτούν» την ώρα που «του καθενός τα βάσανα εξαργυρώνονται» -πρόκειται για την ώρα του θανάτου, στο ποίημα, είναι η ώρα που η φώκια τριγυρίζει την πνιγμένη Ακριβούλα. Είναι μια ακόμη εκδοχή εκείνης της εικόνας που μας δίνει ο Ελύτης: «κι η μικρή Σειρήνα που κάποτε γλείφοντας μ’ ένα κύμα το σώμα του καλοκαιριού σιγοτραγούδησε»,9 κάτι που μας στέλνει στο ποίημα «Σώμα του Καλοκαιριού» με παρόμοια συνυποδηλούμενα.
Και η γη που «θα γυρίζει ακόμα» «με μια βάρκα μαύρη κι άδεια» του Ελύτη αντιστοιχεί στη «γολέτα» που «εξηκολούθει να βολταντζάρει... αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον το δυτικόν», του Παπαδιαμάντη, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει η μοίρα του ανθρώπου, και ο ποιητής όπως η Ακριβούλα και κάθε άνθρωπος βρίσκονται στη διάθεση της αενάως κινούμενης γης-ζωής, ή στη διάθεση της περιτριγυρίζουσας το πτώμα φώκιας.
Επανερχόμενοι στον Ελύτη και στο Άξιον Εστί βλέπουμε ότι φορέας των λόγων του ποιητή είναι το πέλαγο και ο άνεμος ο οποίος «στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει» και εκείνες «κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα». Ο λόγος διαγράφει την πορεία: ποιητής> πέλαγος> φώκιες, και στο γύρισμα έχουμε αντιστροφή στον Παπαδιαμάντη: φώκια > γέρος ψαράς> πεζογράφος. Αν τα δούμε αυτά σε συνεχή κυκλική ροή, το τέλος και η αρχή ενώνονται και η ζωή κάνει τον κύκλο της. Η ζωή τελειώνει με καημούς, πάθια και βάσανα που αυτά δεν έχουν τελειωμό. Αρχή και τέλος ο ποιητής και ο πεζογράφος και το αντίστροφο.
Παπαδιαμάντης και Ελύτης ακούνε τη φύση και τα πλάσματά της, τα οποία συμμετέχουν στα ανθρώπινα, όπως συμβαίνει και στο δημοτικό τραγούδι. Ο Ελύτης, μάλιστα, στο δοκίμιο του, γράφει για τον Παπαδιαμάντη ότι «έχει την αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη, στην μια πιάνει τους αγέρηδες και τον παφλασμό των κυμάτων - στη δεύτερη ... ». Για την ώρα μας αρκεί η πρώτη, γιατί με αυτήν ο Παπαδιαμάντης συλλαμβάνει την «επί φύλλου ανεμική» και την «εξ ύδατος άδουσα ροή», όπως λέει ο ποιητής. Στο. «μοιρολόγι» βλέπουμε πως το μόνο, ας πούμε, πρόσωπο που αντιλαμβάνεται το πνιγμό της μικρής Ακριβούλας είναι η φώκια. Κι αυτή την μοιρολογάει, στην άγνωστη για μας γλώσσα της, την οποία, ευτυχώς, «εις γέρων ψαράς εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών» μεταγλώττισε για χάρη μας:
«αυτή ήτον η μικρή Ακριβούλα / η εγγόνα της γρια-Λούκαινας...
Φύκια ’ναι τα στεφάνια της, / κοχύλια τα προικιά της ...».
Βασιλική δρυς
Αν ο Παπαδιαμάντης βλέπει την Βασιλική δρυν σαν γυναίκα ερωτική το ίδιο και ο Ελύτης βλέπει την τρελή ροδιά σαν κορίτσι ερωτικό, αλλά και τα νερατζοκόριστα και την Πορτοκαλένια. «Ανεπαίσθητα οι δύο κνήμες που είναι στην αρχή κολλημένες, αρχινούν να ξεχωρίζουν, ο κορμός ν' αποχτά σχήμα, να διαγράφονται η οσφύς, η κοιλιά, το στέρνο "με τους κόλπους γλαφυρούς προέχοντας"».10 Αυτή ακριβώς η περιγραφή μάς δίνεται με εικόνα στις Συνεικόνες· είναι το «Άπλαστο» 1975.
Η Φόνισσα
Το όνομα της ηρωίδας είναι Χαδούλα, μετά κλιμακωτά από Χαδούλα θα γίνει Θεια Χαδούλα, μετά Φραγκογιαννού και, τέλος, Φόνισσα. Μοναχοκόρη, όπως φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα, με την περιουσία που έδωσε ο πατέρας της στον γαμπρό, για να την παντρέψει:
«Ως προίκα τού έδωκε μίαν οικίαν έρημον, ετοιμόρροπον, εις το παλαιόν Κάστρον, όπου εκατοικούσαν ένα καιρόν οι άνθρωποι, προ του '21. Του έδωκε κι ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίον ευρίσκετο ακριβώς έξω του ερήμου Κάστρου, επί τινός κρημνώδους ακτής και απείχε τρεις ώρας από την σημερινήν πολίχνην. Ομοίως κι «ένα πινάκι χωράφι», εν αγριοχώραφον, το οποίον αμφεσβήτει ο γείτονας ως ιδικόν του· οι δε άλλοι γείτονες έλεγον ότι και τα δύο χωράφια δια τα οποία εμάλωναν οι δύο ήσαν καταπατημένα, και ήσαν "καλογερικά", ανήκοντα εις μίαν διαλυθείσαν Μονήν. Τοιαύτην προίκα έδωκεν ο γερο-Σταθαρός εις την θυγατέρα του. Άλλως αύτη ήτο μοναχοκόρη. Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφια - και όσα μετρητά είχεν».
Ο Ελύτης την αδικία στη μοιρασιά θα την συμπτύξει στους δύο ακόλουθους στίχους:
Στων αδελφών τη μοιρασιά * μου δόθη ο κλήρος ο λειψός
Η πετροκόλλητη σαγή * και το ζακόνι των φιδιών
(Το Άξιον Εστί, Άσμα Β')
Επίλογος
Ο Ελύτης στην Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο κάνει λόγο για «τυχαία περιστατικά», τα οποία αποκτούν τη σημασία που εκείνοι τους δίνουν, πράγμα που παρεμφερώς επαναλαμβάνει στο ποίημα «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα»:
Αλλ' εμείς το χτίζουμε αλλ' εμείς το κηπεύουμε
αλλ' εμείς νύχτα-μέρα το ιστορούμε
με άλλα λόγια ο ποιητής, ο ζωγράφος και ο πεζογράφος πέραν των ακουστών ήχων αντιλαμβάνεται και τους ανάκουστους τους «επί φύλλου ανεμικής» και τους «εξ ύδατος άδουσας ροής», ακούει ήχους πέραν της τρέχουσας λογικής ή αισθητηριακής αντίληψης. Ο ευαίσθητος αντιλαμβάνεται το αθέατο, εξερευνά το άγνωστο, βλέπει το αόρατο.
Και αφού η ζωή κάνει κύκλο και η εισήγηση επίσης θα κάνει τον δικό της. Θα τελειώσει πάλι με Σολωμό και Παπαδιαμάντη όπως άρχισε: Ο πόρφυρας, το τέρας του πελάγου, έφαγε τον νεαρό στρατιώτη. Η φώκια, το ζωντανό της θάλασσας, θα φάει την Ακριβούλα. Το νέο του νεαρού στρατιώτη θα το γράψουν οι εφημερίδες. Τα νέα της Ακριβούλας θα μας τα πει ο εντριβής, περί την γλώσσα των φωκών, ψαράς. Και ο Οδυσσέας Ελύτης θα δώσει τη φωνή του στις φώκιες και στη θάλασσα, όπου όλα ανήκουν ...
Εικαστικά
Ο Παπαδιαμάντης παρακολουθεί τι συμβαίνει και εκτός Ελλάδας. Σίγουρο φαίνεται πως είχε υπόψη του τον Γάλλο ζωγράφο, Ονορέ Ντομιέ (1808-1879) τον ζωγράφο των φτωχών, του οποίου το έργο «Η πλύστρα» περιγράφει ακριβώς τη «γριά Λούκαινα» του Παπαδιαμάντη —μια γυναίκα που μεταφέρει μιαν αβασταγή στη μασχάλη και με το άλλο χέρι κρατάει ένα κοριτσάκι— σαν να είχε διαβάσει τον Παπαδιαμάντη ή σαν ο Παπαδιαμάντης να είχε δει εκείνο το έργο.
Ένα δεύτερο παράδειγμα, που δεν σχετίζεται με το θέμα μας βεβαίως, αλλά με τον πεζογράφο μας, είναι το έργο του Γάλλου Ζαν Φρανσουά Μιλέ (1814-1875) οι «Σταχυοσυλλέκτριες» (1857) που αντιστοιχούν στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η Σταχομαζώχτρα» (1889). Και ο τίτλος και το θέμα δείχνουν ότι ο Παπαδιαμάντης ενημερωνόταν για τα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα στον έξω κόσμο.
_______________
1. Ο μικρός ναυτίλος, IV. σ. 20.
2. Ανοιχτά χαρτιά, σ. 132.3. Ιδιωτική οδός, σ. 77.
4. Ο κήπος με τις αυταπάτες, «Τυχαία τάχα», σ. 27.
5. Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, σ. 63.
6. Ανοιχτά χαρτιά, σ. 144.
7. Ανοιχτά χαρτιά, « Τα κορίτσια», σ. 126.
8. Τα ελεγεία της Οξώπετρας, «Ακινδύνου Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου», σ. 7.
9. Ανοιχτά χαρτιά, « Τα κορίτσια», σ. 127.
10. Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, σ. 24.