Η εσωτερική διακειμενικότητα στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη

Η εσωτερική διακειμενικότητα στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη

Ευγενία Κουμαντάρου: «Ταπεινός Παράδεισος»

——— ≈ ———

Η διακειμενικότητα συνδέει σε στενό δίκτυο αλλεπάλληλων σχέσεων ένα σύνολο κειμένων, μέσω αναφορών και παραπομπών νοηματικής, φωνητικής και μνημονικής φύσης. Όπως έγραψε ένας Ιταλός σημασιολόγος, ο Angelo Marchese, «Η διακειμενικότητα υπογραμμίζει το διαλογικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει το συνολικό μήνυμα του συγγραφέα, το γεγονός, δηλαδή, ότι αυτός ο ίδιος συνεχίζει, ποικίλλει ή ανανεώνει τον λόγο σε όλα τα επίπεδα, ως και με φανερά, υπαινικτικά ή και παρωδικά αυτοπαραθέματα».[1]

Υπάρχουν δύο είδη διακειμενικότητας: η εσωτερική και η εξωτερική. Η πρώτη διατρέχει τα κείμενα του ίδιου του συγγραφέα και τα οργανώνει με ένα συνεχές διαχρονικό σύστημα, με παραπομπές στα άλλα έργα του. Σ΄αυτήν την περίπτωση, οι φιλόλογοι μιλάνε και για «ενδοκειμενικότητα». Η δεύτερη φέρνει τα έργα ενός συγγραφέα σε επαφή με έργα ομότεχνών του πέρα από το χρόνο και τον χώρο. Δημιουργείται μ΄αυτόν τον τρόπο ένας καρποφόρος διάλογος ανάμεσα ποιητές και πεζογράφους που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικά πολιτισμικά συστήματα.
Ο εν λόγω διάλογος επιτρέπει στον αναγνώστη, μεταξύ άλλων, να μετράει τις συνέχειες και τις ρήξεις ανάμεσα στην παράδοση και τους νεώτερους συγγραφείς. Είναι, λ. χ., η περίπτωση των ποιητών των ελληνιστικών χρόνων που, μέσω της εξωτερικής διακειμενικότητας, φιλοδοξούσαν να δείξουν στο κοινό τους τις στενές επαφές αλλά και τις τολμηρές καινοφάνιες σε σχέση με τον Όμηρο και γενικά με τους αρχαίους συγγραφείς.
Άρα, η διακειμενικότητα θέλει ενεργητική προσέγγιση από τη μεριά του αναγνώστη, επειδή η συνολική σημασία ενός κειμένου σαφηνίζεται πλήρως και ευσυνείδητα μόνον μέσα στο δίκτυο των άλλων κειμένων. Ο αναγνώστης, μέσω των νοητικών, λεκτικών, προσωδιακών, μνημονικών και εικονικών αναφορών που ακτινοβολούν από το ένα στο άλλο έργο του συγγραφέα, έχει στα χέρια του το κλειδί για ν΄αποκρυπτογραφήσει το θεμελιώδες μήνυμα που κυκλοφορεί. Γίνεται, έτσι, καρποφόρος διάλογος ανάμεσα τον συγγραφέα και τον αναγνώστη.

Φυλλομετρώντας τα Ἀπαντα του Ελύτη (Οδυσσέας Ελύτης. Ποίηση, Ίκαρος 2002)[2] συμβαίνει κάποτε να βρεθούμε αντιμέτωποι με στίχους, στροφές και ποιητικές εικόνες που ήδη διαβάσαμε στις προηγούμενές του συλλογές με ελάχιστες και διάφορες τροποποιήσεις. Μας ηχούν στην μνήμη, την προκαλούν να βρει που τους έχει ήδη ακούσει. Έτσι, τουλάχιστον ο πιό σχολαστικός αναγνώστης, σιγά σιγά μπαίνει στον λαβύρινθο των στίχων και των εικόνων, ακολουθώντας χνάρια που υπόσχονται πάντα νέες, απρόοπτες σχέσεις και εκπλήξεις. Χωρίς να το καταλάβουμε χανόμαστε στην παγίδα που έχει στήσει ο ποιητής γύρω μας με την μαγεία των λέξεών του. Αλλά έχουμε και τον μίτο της ενδοκειμενικότητας που μας βοηθά να βρούμε, τελικά, την έξοδο. Επειδή ο ποιητής δεν θέλει να μας κοινωνήσει διάσπαρτα μέλη, απλώς ωραία ποιήματα, αλλά φιλοδοξεί να μας δώσει μιά ενιαία εικόνα του κόσμου ή, καλύτερα, του κόσμου όπως τον δημιουργεί η Ποίηση, «η τέχνη που μας οδηγεί στην υπέρβαση».
Οι αιτίες της ενδοκειμενικότητας συσχετίζονται με τους βαθύτερους λόγους της ποιητικής του συγγραφέα. Στην περίπτωση του Ελύτη, για να περιορίσουμε την έρευνά μας, η ενδοκειμενικότητα εντάσσεται στην ποιητική διαδικασία όπου η λέξη δεν είναι απλώς σημαινόμενο αλλά πολύ συχνότερα σημαίνουσα, άυλο εργαλείο που αναδημιουργεί τον κόσμο μέσω πολλαπλών μεταμορφώσεων και τον φέρνει και πάλι στην αρχική του αθωότητα.

Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε με παραδείγματα από όλα τα έργα, η στιχουργική επανάληψη γίνεται από δύο κυρίως για δύο λόγους:

1) ο ποιητής θέλει να επιστρέψει, μετά από χρόνια, στις ίδιες ατμόσφαιρες παλιών του συλλογών για να εκφράσει τους βασικούς πυρήνες της ποιητικής του.
2) Θέλει να βρεί και πάλι ένα ηχητικό κύμα, ένα επιτυχημένο συνδυασμό λέξεων, μία λυρική μαγεία σαν μυστικό επωδό. Επί τούτου τα λόγια του ίδιου του Ελύτη είναι σαφή: «η επιτυχία ενός ποιήματος εξαρτάται από το πως συνδυάζεις τις λέξεις». Ο αναγνώστης πρέπει να ξαφνιαστεί. Είναι η αναπαρθένευση της γλώσσας μέσω της ποίησης.

Στο πρώτο των Ελεγείων της Οξώπετρας (551) διαβάζουμε:

Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και πού κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε πού αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες.
Και τα βουνά ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω άπ' τη γραμμή του ορίζοντα

Το «ελεγείο» ανοίγει με την υποβλητική εικόνα που σκηνοθετεί την οριστική ανακάλυψη του Αγνώστου. Συνάμα, ο Ελύτης φαντάζεται την τελευταία του γήινη στιγμή, την ύστατή του ώρα, πριν να αποκατασταθεί, αυτός, «τιμαριώτης του ουρανού», «στα δίκαιά» του. Η αρχή που ποιήματος μας φέρνει σε μεταφυσική διάσταση, στην «Ελλάδα του δεύτερου πάνω κόσμου». Τα ελαφρά βουνά είναι, άρα, το σύμβολο της ελαφρότητας και της πλήρους μεταφυσικής διάστασης, όπου οι φυσικοί νόμοι, υποταγμένοι στην φθαρτή ύλη αντικαθίστανται από τους νόμους της ποιητικής φαντασίας που αναδιοργανώνουν τον κόσμο και φτάνουν στην απώτατη Αλήθεια. Η εικόνα των βουνών που, σαν σε πίνακα του ζωγράφου Magritte, βαδίζουν ελεύθερα στον αιθέρα χωρίς πιά βάρος την βρίσκουμε και σε άλλα ποιήματα του Ελύτη τα οποία περιγράφουν την ίδια ατμόσφαιρα και, συνεπώς, την ίδια κεντρική ιδέα: λ. χ. την βρίσκουμε στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου («θα ΄ναι ελαφρές των βουνών οι γραμμές», 485), στον Μικρό ναυτίλο («Τα βουνά ελαφρά βαλμένα το ΄να μέσα στο άλλο», 500), στα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας («όπως τις ώρες / του θανάτου ανάλαφρα τα όρη...», 448). Σημειωτέον ότι όλα τα χωρία μιλάνε για την στιγμή που προηγείται του φυσικού θανάτου, και προβάλλουν στον αναγνώστη τον κόσμο που ανοίγεται πέρα από το φθαρτό μέρος της ύπαρξης. Ο στίχος του Ημερολογίου, προπαντός, είναι στο ποίημα που τιτλοφορείται «Κυριακή Πάσχα, 26» δηλ. την ημέρα της Αναστάσεως.
Στην ίδια στροφή της πρώτης Ελεγείας ο ποιητής χρησιμοποιεί τον συμβολισμό των «Πέτρινων Κορών» που διακοσμούσαν τους αρχαίους τάφους. Οι κόρες αφ΄ενός παραπέμπουν στην ιδέα του θανάτου της αρχαιότητας και, αφ΄ ετέρου στον αισθησιακό κόσμο της νεότητας και της αγάπης. Την ίδια εικόνα την βρίσκουμε στις ωδές ΙΖ (170) και ΙΗ (171) των «Παθών» στο Το Άξιον εστί.



 
   Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι
Τώρα μ΄ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
    με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.

                        Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ΄ακολουθούν κορίτσια κυανά
                        κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.

Είτε στα Ελεγεία της Οξώπετρας είτε στις ωδές τού Άξιον εστί, ο Ελύτης εκφράζει την ίδια αντίληψη περί του θανάτου, αρνούμενος την κοινή απεικόνισή του και πορεύεται στην μεταφυσική χώρα που ανοίγεται πίσω από την πραγματικότητα.
Έτσι, για να περιγράψει τις ίδιες αντιλήψεις και τις ίδιες ατμόσφαιρες, ο Ελύτης χρησιμοποίησε τις εικόνες που θεωρούσε τις καταλληλότερες, επειδή η ποιητική λέξη είναι ένα είδος μαγείας που μεταμορφώνει «που μας οδηγεί στην ανακάλυψη της αληθινής μας πραγματικότητας».

Στο ποίημα “Πρός Τροίαν” (Δυτικά της λύπης, 582) διαβάζουμε αυτή την υποβλητική εικόνα

Και μια καταγωγή δύναμης
Απαλείφει αργά αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε
Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών δάχτυλα

Την προσωποποίηση της Γέρας τη βρίσκουμε πρώτη φόρα στο Άξιον εστί, στην «Γένεση» (170-71) ;

στα νερά της Γέρας ν΄ακουμπά τα δάχτυλα
        και τα πέντε ν΄ανέβουνε χωριά
                        ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος
                        ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός
                        
εξουσία και κλήρος της γενιάς μου

Και στην παρούσα περίπτωση η λεκτική επανάληψη δηλώνει την βούληση του συγγραφέα να εκφράσει την σημαντική αντίληψή του και να επαναλάβει την διαχρονικότητα της σκέψης του. Γέρας, πράγματι, είναι τοπωνύμιο της Λέσβου αγαπημένο για τον Ελύτη. Αλλά για να συλλάβουμε βαθύτερα τη σχέση που γεφυρώνει τα δυο χωρία παραθέτουμε εκτενέστερα το απόσπασμα τού Άξιον εστί:

                        Είδα πέρα μακριά, στην άκρια της ψυχής μου
                                                μυστικά να διαβαίνουνε

φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα
Τ΄άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά

                        Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ΄τα κύματα

                        Στο Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων

                        Μια στιγμή μού φάνηκε θωρούσα Εκείνον

                        που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ

                        τον τραχύ του Αγίου δρόμου ν΄ανεβαίνει

                                                μια φοράν ακόμη
                                                Μια φοράν ακόμη

στα νερά της Γέρας ν΄ακουμπά
τα δάχτυλα
και τα πέντε ν΄ανάβουνε χωριά

                                                ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος

                                                ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός

εξουσία και κλήρος της γενιάς μου.

Είναι ο έβδομος και τελευταίος Ύμνος της «Γενέσεως», όπου διηγείται την δημιουργία της Ανάγκης και, συνεπώς, το τέλος της χαράς των εφηβικών χρόνων. Σ΄αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, η αναφορά στην Λέσβο είναι ο ρεμβασμός της ευτυχισμένης, πλέον χαμένης, εκείνης εποχής. Το νησί γίνεται ένα είδος αντικειμενικού συσχετισμού της εφηβικής χαράς.

Οι επαφές των δυο αποσπασμάτων δεν τελειώνουν εδώ. Σημειωτέα είναι και η αναφορά στις ελιές (βλ. «τα προπατορικά ελαιοτριβεία» σε Δυτικά της λύπης). Πρόκειται, όντως, για δέντρο συμβολικό, σχεδόν ιερό, αφού όχι μόνο είναι συγγενικό στοιχείο του τοπίου, συνεκδοχή, θα ‘λεγα του τόπου, αλλά και επειδή κλείνει μέσα του την αρχαία (παγανιστική) παράδοση και την χριστιανική και γι΄αυτό συνταυτίζεται με την αδιαίρετη πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά της Ρωμιοσύνης. Ο ίδιος Ελύτης άλλωστε έγραψε: «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μιά ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι» (Ο μικρός ναυτίλος, XIV). Και σε μία μικρή πρόζα του 2x7 ε (1996, 28), ενθυμούμενος τα χρόνια της εφηβείας του γράψει: «Οι λόρδοι στην πατρίδα τους διατηρούν υψηλούς τίτλους. Οι δικοί μας –εφόσον υπάρχουν– συντηρούν, τουλάχιστον εάν είναι του Ανατολικού Αιγαίου, απέραντους ελαιώνες, που πάει να πει αληθινές Κομιτείες του Ήλιου».

Σε πολλές περιπτώσεις η ενδοκειμενικότητα φαίνεται να έχει σκοπό να προτείνει και πάλι μιά εικόνα που ενσαρκώνει μια αντίληψη του κόσμου ή της ποίησης. Να ένα σημαντικό παράδειγμα από Μαρία Νεφέλη (378):

                        η αντανάκλαση
                        των αγγέλων μ΄αρπάξει
                        ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες
                        φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου
                        μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά

Η επιβλητική εικόνα των αγγέλικών φτερούγων του διάσημου ζωγράφου Ελ Γκρέκο που ανυψώνουν σε μεταφυσική διάσταση τους τρείς ανθρώπους επαναλαμβάνεται στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (473):

«… ένιωσα ν΄αρπάζομαι διά χειρός Ισχυρού φίλου και, πραγματικά, όσο συνέλθω, έβλεπα να μ΄ανεβάζει με τις δύο γίγαντες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρανούς του τη φορά τούτη γιομάτους πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας».

Η διαφορά με την προηγούμενη συλλογή είναι ότι ετούτη τη φορά είναι ο ποιητής που αρπάζεται από τις φτερούγες και ανεβαίνει στον ελληνικό ουρανό (που παίρνει, κατά συνέπεια, την θέση των μολυβένιων ουρανών του Ελ Γκρέκο). Η εικόνα μας παραπέμπει σε μια διάσταση που είναι, συνάμα, υπαρξιακή και μετά-υπαρξιακή. Να σημειώσουμε ότι με την αλλαγή μικρών τοπικών στοιχείων, ο Ελύτης μεταμορφώνει τη θρησκευτική ζωγραφιά του Ελ Γκρέκο σε μία γήινη πνευματικότητα όπου τα φυσικά στοιχεία προεξέχουν (βλ. λ. χ. την αναφορά στις πορτοκαλιές της πατρίδας).

Αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα δείχνουν, νομίζω, έστω και επιφανειακά, ότι η διακειμενική διαδικασία είναι σπουδαίο μέρος της ποιητικής τέχνης του Οδυσσέα Ελύτη, δεδομένου του ρόλου που παίζουν σ΄ αυτήν τα σημαινόμενα και οι ηχητικοί συνειρμοί.
Η λέξη μπορεί να δράσει στην πραγματικότητα, να την μεταμορφώνει διαδοχικά, γιατί ο ήχος της ενεργεί σαν μαγική φόρμουλα που υλοποιεί έναν νέο κόσμο. Μ΄αυτήν την έννοια η ενδοκειμενικότητα πάει πέρα από το σύνηθες λεκτικό φαινόμενο. Η επανάληψη λέξεων, μεμονωμένων στίχων ως και αποσπασμάτων και εικόνων στην ίδια συλλογή ή, συχνότερα, από έργο σε έργο, κάποτε σε μεγάλη διαχρονική απόσταση, η έμμονη αναζήτηση έντονης μουσικότητας μέσω παράτολμων συνδυασμών, εκφράζουν την πλήρη πίστη του ποιητή στην ηχητική δύναμη των σημαινομένων, στην δύναμη των λέξεων, οι οποίες αν είναι προσεκτικά αραδιασμένες στη σελίδα μπορούν να ανοίξουν τις πύλες προς τη μεταφυσική διάσταση της ύπαρξης, προς το βασίλειο του Κρυπτού Ηλίου όπου το άφθαρτο της ύλης κυριαρχεί και ο θάνατος δεν έχει, χάριν στην Ποίηση, την τελευταία λέξη.
Όπως παρατηρεί σωστά η Ελένα Κουτριάνου: «Τέτοιες διακειμενικές σχέσεις παρουσιάζουν μία δημιουργική λειτουργία, δηλαδή είναι αναγκαίες στην ανοικοδόμηση ενός κειμενικού κόσμου, καθίστανται, με άλλα λόγια, αναπόσπαστο μέρος του, σε σχέση με μία κυριολεκτική ή συμβολική απόδοση σημασίας ή με το κίνητρο συγκεκριμένων υποδηλώσεων».[3]

Όπως συμβαίνει και με τα κολάζ του,[4] ο Ελύτης αναδιοργανωνει τα διάσπαρτα κομμάτια που αναδύονται από το σκοτάδι του υποσυνείδητου και τα ανασυγκροτεί ούτως ώστε να δημιουργήσει την βαθύτερη εικόνα του νέου κόσμου, αποκύημα της ποίησης, αθώου και παρθενικού. Κάθε επανάληψη, ηχητική, εικονική, νοηματική είναι, άρα, ένα σύμβολο-κλειδί που ο ποιητής προσφέρει στον αναγνώστη για να αποκρυπτογραφήσει το απώτατο μήνυμα της παραγωγής του.


Ευχαριστώ την κ. Μαρία Χατζηκυριακίδου που τελειοποίησε τα ελληνικά μου



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: