Η εικαστική ανάσα ενός μεγάλου ποιητή

Η εικαστική ανάσα ενός μεγάλου ποιητή

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της: Δια­φα­νο­γρα­φία από τη «Σαπ­φώ» (1968)

——— ≈ ———


Ώσπου τέ­λος ένιω­σα
κι α
ς πα᾿ να μ᾿ έλε­γαν τρελό
πώς από να τί­πο­τα γί­νε­ται ο Πα­ρά­δει­σος.

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Το Φω­τό­δε­ντρο και η δέ­κα­τη τέ­ταρ­τη Ομορ­φιά


Έκ­θαμ­βος πα­ρα­μέ­νει ο προ­σε­κτι­κός θε­α­τής απέ­να­ντι στις υδα­το­γρα­φί­ες, στις τέ­μπε­ρες και τα κολ­λάζ του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, προ­σπα­θώ­ντας να ερ­μη­νεύ­σει το μυ­στή­ριο της γέ­νε­σης αυ­τών των ει­κό­νων. Το 2011 επι­με­λή­θη­κα την έκ­θε­ση «Ο Κό­σμος του Οδυσ­σέα Ελύ­τη: Ποί­η­ση και Ζω­γρα­φι­κή» στο Ίδρυ­μα Ει­κα­στι­κών Τε­χνών και Μου­σι­κής Β. & Μ. Θε­ο­χα­ρά­κη, σε συ­νερ­γα­σία με το Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής Αθη­νών και την πο­λύ­τι­μη συ­μπα­ρά­στα­ση της ποι­ή­τριας Ιου­λί­τας Ηλιο­πού­λου, με αφορ­μή την επέ­τειο των 100 χρό­νων από τη γέν­νη­ση του νο­μπε­λί­στα ποι­η­τή. Η έκ­θε­ση αυ­τή πα­ρου­σιά­στη­κε εκ νέ­ου το 2016, στο Τελ­λό­γλειο Ίδρυ­μα Τε­χνών ΑΠΘ. Πρό­κει­ται για την πα­ρου­σί­α­ση μιας στέ­ρε­ης ζω­γρα­φι­κής, από­μα­κρης από τον πει­ρα­σμό της γρα­φι­κό­τη­τας, με έντο­νη ενάρ­γεια, που ξε­περ­νά τα όρια του χώ­ρου και του χρό­νου, και υπο­στη­ρί­ζει με αμε­σό­τη­τα το μύ­θο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τον έρω­τα και το όνει­ρο. Η έκ­θε­ση δεν απο­σκο­πού­σε στο να δεί­ξει μό­νο την ει­κα­στι­κή του δη­μιουρ­γία, αλ­λά να προ­βάλ­λει γε­νι­κό­τε­ρα την οι­κου­με­νι­κή θε­ώ­ρη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας από τον ποι­η­τή.

Η ζω­γρα­φι­κή και η ποί­η­σή του μαρ­τυ­ρούν εμπει­ρί­ες και δια­δρο­μές, κα­θώς απο­κα­λύ­πτουν τον κό­σμο σύμ­φω­να με τις ευαι­σθη­σί­ες και τις αντι­λή­ψεις του. Αυ­τό που πά­ντα ανα­ζη­τού­σε στις μορ­φο­πλα­στι­κές του δη­μιουρ­γί­ες ήταν η μυ­στι­κή ποί­η­ση, το αί­σθη­μα, η «γεύ­ση» της ει­κό­νας. Έτσι, κα­τέ­κτη­σε μια δρο­σε­ρή ζω­γρα­φι­κή έκ­φρα­ση με ποι­η­τι­κή λε­πτό­τη­τα, με αέ­ρι­νη και διαυ­γή χά­ρη, όπου οι φόρ­μες του ανα­πτύσ­σο­νται ελεύ­θε­ρα, αντα­να­κλώ­ντας μια σω­στή αί­σθη­ση ζω­ής μέ­σω της φα­ντα­σί­ας. Η δύ­να­μη του πνεύ­μα­τος εί­ναι εμ­φα­νής σε κά­θε του έρ­γο, με μο­να­δι­κή ατμό­σφαι­ρα σε κά­θε του σύν­θε­ση, όπου το χρώ­μα πρω­τα­γω­νι­στεί, φτά­νο­ντας στο φως και το βά­θος του. Έτσι, έχεις την αί­σθη­ση ότι τα έρ­γα του απο­κτούν μια άλ­λη διά­στα­ση, με λυ­ρι­σμό και ζω­τι­κό­τη­τα, που σε απε­λευ­θε­ρώ­νει, όπως με τις πε­ρί­φη­μες τέ­μπε­ρές του Βό­τσα­λα, του 1988, Τα ψά­ρια, του 1988, ή τα κολ­λάζ Οι δρό­μοι της θά­λασ­σας, του 1972, και Η δια­γώ­νιος, του 1986. Έρ­γα, που αφή­νουν τη γεύ­ση της θά­λασ­σας στα χεί­λη και τη χα­ρά της αφθαρ­σί­ας στα μά­τια, αφού ο ποι­η­τής εί­ναι βα­φτι­σμέ­νος στις αι­σθή­σεις του Αι­γαί­ου, σε θά­λασ­σες, όπου πο­τέ δεν βου­λιά­ζεις, αφού, πέ­ρα από τα κρυμ­μέ­να τους μυ­στι­κά, σου δί­νουν τη δύ­να­μη πό­τε να πα­λεύ­εις και πό­τε να ονει­ρεύ­ε­σαι. Ίσως για­τί στη ζω­γρα­φι­κή του, άλ­λο­τε από μνή­μες πα­λιές και άλ­λο­τε σύγ­χρο­νες, εμπι­στεύ­τη­κε το πνεύ­μα του και μέ­σα από αυ­τήν ανα­γνώ­ρι­σε τον εαυ­τό του. «Έχω συλ­λά­βει τη μορ­φή μου», γρά­φει ο ίδιος, στα Ανοι­χτά Χαρ­τιά «κά­που ανά­με­σα σε μια θά­λασ­σα, που ξε­προ­βάλ­λει από το ασβε­στο­χρι­σμέ­νο τοι­χά­κι μιας εκ­κλη­σιάς, και σ’ ένα κο­ρί­τσι ξυ­πό­λυ­το, που του ση­κώ­νει ο άνε­μος το ρού­χο, μια στιγ­μή τύ­χης που αγω­νί­ζο­μαι να αιχ­μα­λω­τί­σω ή της στή­νουν καρ­τέ­ρι με λό­για ἑλλη­νι­κά. Να τι εί­δους εί­ναι ο ελά­χι­στος καμ­βάς, όπου μπο­ρεί επά­νω να του κε­ντη­θεί το ιδε­ο­γραμ­μα της ζω­ής μας…»

Αξί­ζει, επί­σης, να στα­θού­με στα ζω­γρα­φι­σμέ­να του χει­ρό­γρα­φα, όπου τα ποι­ή­μα­τα συ­νυ­πάρ­χουν με τις ζω­γρα­φι­κές ει­κό­νες και να θυ­μη­θού­με τα λό­για του συ­ντο­πί­τη του, Στρα­τή Ελευ­θε­ριά­δη-Tériade, του με­γά­λου κρι­τι­κού τέ­χνης και εκ­δό­τη, που μα­ζί με τον φί­λο του Maurice Raynal, εί­χαν την ευ­θύ­νη της καλ­λι­τε­χνι­κής σε­λί­δας του πε­ρί­φη­μου πε­ριο­δι­κού L'Intransigeant, συ­νυ­πο­γρά­φο­ντας τα κοι­νά τους κεί­με­να ως Οι δύο τυ­φλοί: «Η επι­δερ­μί­δα της ζω­γρα­φι­κής» έλε­γε ο Tériade «έχει γνώ­ση αν­θρώ­πι­νης επι­δερ­μί­δας. Δια­θέ­τη ποι­κι­λο­μορ­φία, πυ­κνό­τη­τα, δύ­να­μη απει­κό­νι­σης του βά­θους. Κα­τέ­χει την αρε­τή του να εί­ναι το αντί­θε­το ενός φαι­νο­μέ­νου, δη­λα­δή εξι­δα­νι­κευ­μέ­νη και υπεύ­θυ­νη εξω­τε­ρί­κευ­ση του αν­θρώ­που, ένα ακραίο και παλ­λό­με­νο ση­μείο επα­φής του με την πε­ρι­βάλ­λου­σα ζωή.» Τα ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να, από τον ίδιο, χει­ρό­γρα­φα φα­νε­ρώ­νουν μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη ει­κό­να της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, τη συ­νύ­παρ­ξη ή την αλ­λη­λε­ξάρ­τη­ση της ζω­γρα­φι­κής με την ποί­η­ση του, έξω από μου­σεια­κές τα­ρι­χεύ­σεις και συ­ντε­χνια­κές συ­να­να­στρο­φές, για να εκτι­μή­σου­με σω­στό­τε­ρα τη σύγ­χρο­νη τέ­χνη και να αντι­λη­φθού­με το μέ­γε­θος της κλη­ρο­νο­μιάς μας. Θαρ­ρώ, επί­σης, άκρως δια­φω­τι­στι­κό, της άρ­ρη­κτης σχέ­σης ποί­η­σης και ζω­γρα­φι­κής του Ελύ­τη, το πα­ρά­θε­μα της Ιου­λί­τας Ηλιο­πού­λου στο πο­λυ­σέ­λι­δο βι­βλίο-λεύ­κω­μα Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της. Ο Ναυ­τί­λος του Αιώ­να (εκδ. Ίκα­ρος), που μαρ­τυ­ρά το πά­θος του για την τέ­χνη και την βα­θιά του εκτί­μη­ση για τους κο­ρυ­φαί­ους ποι­η­τές και ζω­γρά­φους: «Λόρ­κα, Ελυάρ, Μα­τίς, Πι­κά­σο, εί­ναι μό­νο κά­ποιοι από τους πλη­σιέ­στε­ρους του συ­ντα­ξι­δευ­τές στον Ει­κο­στό αιώ­να, ανά­με­σα από μιά με­γά­λη ομά­δα ονο­μά­των, όπου οι ζω­γρά­φοι ισό­τι­μα συ­νυ­πάρ­χουν με τους ποι­η­τές, μια και ο Ελύ­της έχει, από νω­ρίς, ξε­κά­θα­ρα δε­χτεί την οι­κεί­ω­ση των δύο τε­χνών, προ­σλαμ­βά­νο­ντας τους νό­μους της μιας ως εφαρ­μο­γή την νό­μων της άλ­λης, σε μιαν αμ­φί­δρο­μη δια­δρο­μή συ­γκοι­νω­νού­ντων δο­χεί­ων... Στην ποί­η­ση πά­ντο­τε προσ­δί­δει την ανά­γκη του να απο­κτά αντί­κρι­σμα ορα­τό. Η συγ­γε­νέ­στε­ρη, άλ­λω­στε, για εκεί­νον τέ­χνη, της οποί­ας τα μυ­στι­κά γνώ­ρι­ζε βα­θειά, η ζω­γρα­φι­κή, έρ­χε­ται εδώ να γί­νει η πα­ρά­πλευ­ρη δι­κή του έκ­φρα­ση των ελεύ­θε­ρων ωρών του. Μια έκ­φρα­ση που δεν ζη­τά να ει­κο­νο­γρα­φή­σει τον δι­κό του λό­γο, αλ­λά που επι­θυ­μεί να ει­κο­νί­σει στιγ­μές, όνει­ρα ενός κό­σμου, που ξέ­ρει να λει­τουρ­γεί χω­ρίς βα­ρύ­τη­τα, πά­ντο­τε μέ­σα σε μιαν αι­σθη­σια­κή έξα­ψη, που λι­γό­τε­ρο τα γυ­μνά σώ­μα­τα προ­κα­λούν –μάλ­λον φο­ρείς αθω­ό­τη­τας εί­ναι– και πε­ρισ­σό­τε­ρο η έντα­ση των κα­θα­ρών χρω­μά­των, ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός και η μυ­θο­ποί­η­ση των φυ­σι­κών στοι­χεί­ων στη ζω­γρα­φι­κή, η ανα­διά­τα­ξη και η ρη­ξι­κέ­λευ­θη σύν­θε­ση των επι­μέ­ρους στοι­χεί­ων του κό­σμου στις συ­νει­κό­νες του.»

Ο Ελύ­της γνώ­ρι­ζε σε βά­θος τον κό­σμο μας, από τον αρ­χαίο πο­λι­τι­σμό, τη Βυ­ζα­ντι­νή και λαϊ­κή μας πα­ρά­δο­ση έως τους αρ­λε­κί­νους και τους ταυ­ρο­μά­χους του Πι­κά­σο, τους γε­λω­το­ποιούς του Βε­λά­σκεθ και τους πα­λιά­τσους του Ρουώ. Έτσι, οφεί­λου­με να κοι­τά­ξου­με τον Ελύ­τη ως ποι­η­τή, ζω­γρά­φο, κρι­τι­κό και να θυ­μη­θού­με τα σπου­δαία του κεί­με­να για τους Θε­ό­φι­λο, Πα­να­γιώ­τη Ζω­γρά­φο, Παρ­θέ­νη, Γκί­κα, Κα­πρά­λο, Μό­ρα­λη, Τσα­ρού­χη, Εγ­γο­νό­που­λο, Φα­σια­νό έως τους Μα­τίς και Πι­κά­σο, με­τα­ξύ άλ­λων. Ο Tériade θε­ω­ρού­σε τον Ελύ­τη ως έναν από τους κο­ρυ­φαί­ους ποι­η­τές και στη Villa Natacha, το κα­λο­και­ρι­νό του σπί­τι στο Saint-Jean-Cap-Ferrat, που τό­σο αγα­πού­σε, συ­να­ντή­θη­κε ο Ελύ­της με τον Πι­κά­σο με απο­τέ­λε­σμα λί­γο αρ­γό­τε­ρα να γρά­ψει το δι­θυ­ραμ­βι­κό αι­σθη­τι­κό του δο­κί­μιο για τον κο­ρυ­φαίο πρω­το­πό­ρο της μο­ντέρ­νας τέ­χνης.
Ο Ελύ­της, με τη ζω­γρα­φι­κή του πλη­σιά­ζει το μυ­στή­ριο της ζω­ής και του κό­σμου, τον άν­θρω­πο και τα πά­θη του, τη μυ­στη­ρια­κή και θεϊ­κή υπό­στα­ση της φύ­σης. Μια συ­νε­χής, επί­μο­νη και μυ­στι­κή επι­κοι­νω­νία με την ύλη των χρω­μά­των, τη λευ­κή επι­φά­νεια του χαρ­τιού και τα αμέ­τρη­τα, μι­κρά χαρ­τά­κια, για να συν­θέ­σει το δι­κό του σύ­μπαν, που μαρ­τυ­ρά τη σχέ­ση του με την ποί­η­ση του

    Ιδού εγώ λοι­πόν,
                        ο πλα­σμέ­νος για τις μι­κρές Κό­ρες και τα νη­σιά

                        του Αι­γαί­ου
                        ο ερα­στής του σκιρ­τή­μα­τος των ζαρ­κα­διών

                        και μύ­στης των φύλ­λων της ελιάς
                        ο ηλιο­πό­της και ακρι­δο­κτό­νος

Εί­ναι ο έρω­τας αθώ­ος; Στο εντυ­πω­σια­κό κολ­λάζ Το χρυ­σό ζευ­γά­ρι, του 1987, η αφαι­ρε­τι­κή διά­θε­ση συν­δια­λέ­γε­ται με την δύ­να­μη της ελ­λει­πτι­κής πα­ρα­στα­τι­κής από­δο­σης και η δύ­να­μη της ει­κό­νας κο­ρυ­φώ­νε­ται από την έντο­νη συν­διαλ­λα­γή του λα­μπε­ρού χρυ­σού με το ανε­ξι­χνί­α­στο μαύ­ρο φό­ντο του έρ­γου, ανα­κα­λώ­ντας τον στί­χο «Κοί­τα­ζα πό­σο διά­φα­νοι γί­νο­νται όσοι αγα­πά­νε…», ενώ στο κολ­λάζ Τοι­χο­γρα­φία, του 1987, δί­νε­ται η αί­σθη­ση ότι η γυ­ναι­κεία μορ­φή σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζει κό­ντρα στον άνε­μο τον στί­χο:                         

                Ο έρω­τας
                Το τρα­γού­δι του
                Κι οι ορί­ζο­ντες του τα­ξι­διού του
                Κι η ηχώ της νο­σταλ­γί­ας του
                Στον πιο βρε­μέ­νο βρά­χο της η αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά προ­σμέ­νει
                Ένα κα­ρά­βι

Πι­στός στο φως του Αι­γαί­ου, ο Ελύ­της ζω­γρά­φι­σε έρ­γα μι­κρών δια­στά­σε­ων, τέ­μπε­ρες, υδα­το­γρα­φί­ες, δια­φα­νο­γρα­φί­ες, που σφύ­ζουν από τη μα­γεία των χρω­μά­των και τη δύ­να­μη της σύν­θε­ση τους, όπως έχω γρά­ψει στον κα­τά­λο­γο της έκ­θε­σης που επι­με­λή­θη­κα πριν δέ­κα χρό­νια στην Αθή­να και στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο Ελύ­της πει­σμα­τι­κά προ­ση­λώ­νει το βλέμ­μα του στο μυ­στή­ριο της ζω­ής και τη θεϊ­κή υπό­στα­ση της φύ­σης. Η ζω­γρα­φι­κή, για τον ίδιο, εί­ναι πρω­τί­στως μια ασί­γα­στη δρά­ση, που σαρ­κώ­νε­ται από το πνεύ­μα. Θερ­μός οπα­δός της πρω­το­πο­ρί­ας, αντι­στά­θη­κε στην πι­στή, ρε­α­λι­στι­κή πε­ρι­γρα­φή, δί­νο­ντας προ­βά­δι­σμα σε μια ελεύ­θε­ρη έκ­φρα­ση, με πε­ρισ­σό­τε­ρη ευαι­σθη­σία και συ­γκί­νη­ση. Στις ει­κό­νες του κα­τοι­κούν άνε­μοι, κύ­μα­τα, κού­ροι και κό­ρες, «ο κό­σμος, ο μι­κρός ο μέ­γας». Η ατε­λεύ­τη­τη θά­λασ­σα, μα­ζί με το φως του ήλιου, πυ­ρο­δό­τη­σαν τη δη­μιουρ­γι­κή του δρά­ση στην προ­σπά­θεια του να αιχ­μα­λω­τί­σει το μυ­στι­κό ρυθ­μό της φύ­σης. Με διαύ­γεια στο­χα­σμού και με αμεί­ω­το πά­θος φι­λο­τέ­χνη­σε, με τρυ­φε­ρά αι­σθή­μα­τα και λυ­ρι­κή πνοή, ει­κό­νες ευ­δαι­μο­νί­ας και πά­θους. Το ελ­λη­νι­κό το­πίο και ιδιαί­τε­ρα η Μυ­τι­λή­νη, η Κρή­τη και οι Σπέ­τσες τού προ­σφέ­ρουν το ατε­λεί­ω­το πε­δίο για την με­τά­πλα­ση των ει­κό­νων του. Η λυ­ρι­κή πνοή της ποι­η­τι­κής του ιδιο­συ­γκρα­σί­ας φα­νε­ρώ­νε­ται μέ­σα από τους ιρι­δι­σμούς των χρω­μα­τι­κών του εκ­φρά­σε­ων. Ο ίδιος, άλ­λω­στε, κα­τα­θέ­τει: «Η ζω­γρα­φι­κή εί­ναι ζω­γρα­φι­κή. Διορ­θώ­νει, πα­ρά που απο­δί­δει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, και δη προς την κα­τεύ­θυν­ση όχι του ρευ­στού αλ­λά του διαρ­κούς, όχι του φθαρ­τού αλ­λά του ακα­τά­λυ­του».

Τα έρ­γα αυ­τά πραγ­μα­τώ­νουν, με τον εναρ­γέ­στε­ρο τρό­πο, τα αι­σθή­μα­τα που εξέ­φρα­σε και στην ποί­η­σή του. Οι αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες λυ­ρι­κοί, οι βυ­ζα­ντι­νοί υμνο­γρά­φοι, ο Κάλ­βος, οι Γάλ­λοι υπερ­ρε­α­λι­στές, ο Λω­τρε­α­μόν, ο Ρε­μπώ, ο Σα­ρα­ντά­ρης κ.ά. υπήρ­ξαν οι με­γά­λοι δά­σκα­λοί του. Ο Πι­κά­σο, ο Μα­τίς, ο Θε­ό­φι­λος, ο Γκί­κας και ο Μό­ρα­λης, έχω την αί­σθη­ση ότι κα­θο­δή­γη­σαν το βλέμ­μα του στη ζω­γρα­φι­κή του πε­ρι­πέ­τεια. Η ασυ­νή­θι­στη χρή­ση των λέ­ξε­ων μα­ζί με την ικα­νό­τη­τά του να βυ­θί­ζε­ται στο χρό­νο, ενώ­νο­ντας το μα­κρι­νό χθες με το σή­με­ρα, την ιστο­ρία με το αύ­ριο, συ­νο­δοι­πο­ρούν με την ικα­νό­τη­τά του για δη­μιουρ­γία ζω­γρα­φι­κών ει­κό­νων υψη­λών αι­σθη­τι­κών συ­γκι­νή­σε­ων, που προ­σεγ­γί­ζουν τον αρ­χέ­τυ­πο κό­σμο της διάρ­κειας. Η ποί­η­ση και η ζω­γρα­φι­κή του πα­ρα­μέ­νουν αυ­τό­νο­μοι χώ­ροι της δη­μιουρ­γί­ας του και ορί­ζο­νται από τη δια­λε­κτι­κή τους σχέ­ση. Ο ίδιος, εξάλ­λου, γνώ­ρι­ζε πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να ακο­λου­θή­σεις το δρό­μο της ζω­γρα­φι­κής και να μπο­ρέ­σεις να απο­δό­σεις το όρα­μα σου.

Η ει­κα­στι­κή του δη­μιουρ­γία εί­ναι κα­θα­ρά προ­σω­πι­κή, έχο­ντας βιω­μα­τι­κό βά­θος και ποι­η­τι­κή ενό­ρα­ση. Στα κολ­λάζ του, ο δε­ξιο­τέ­χνης και εκλε­κτι­κι­στής καλ­λι­τέ­χνης, με την ευ­λο­γία της υπο­μο­νής και της επι­μο­νής, τολ­μά να εκτεί­νε­ται ανα­πε­πτα­μέ­να. Μέ­σα από προ­σε­κτι­κές χει­ρο­νο­μί­ες και δυ­να­τές χρω­μα­τι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις, αγ­γί­ζει το θαύ­μα της ζω­ής, που πα­ρα­μέ­νει αιώ­νιο στην αδυ­σώ­πη­τη ροή του χρό­νου. Ετα­στι­κός και αι­σθα­ντι­κός, δια­τυ­πώ­νει στις ει­κό­νες του τις με­τα­φυ­σι­κές του απο­ρί­ες, τους φι­λο­σο­φι­κούς του στο­χα­σμούς, τις μνή­μες από την κλα­σι­κή Ελ­λά­δα, το Βυ­ζά­ντιο και τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αν και έζη­σε σε μια τα­ραγ­μέ­νη επο­χή, με εμπει­ρί­ες από το Αλ­βα­νι­κό μέ­τω­πο, την πε­ρί­ο­δο της Κα­το­χής, τα τρα­γι­κά γε­γο­νό­τα του Εμ­φυ­λί­ου και της επτά­χρο­νης δι­κτα­το­ρί­ας, εκεί­νος, στο έρ­γο του, πα­ρέ­μει­νε προ­ση­λω­μέ­νος σε κα­θε­τί ωραίο και υψη­λό.

Οι υδα­το­γρα­φί­ες του με τα διά­φα­να χρώ­μα­τα, τις θερ­μές σκιές, τη γε­ω­με­τρι­κή αφαί­ρε­ση και την εκ­φρα­στι­κή σα­φή­νεια προ­βάλ­λουν την πιο μυ­στη­ρια­κή και ερω­τι­κή αί­σθη­ση της ζω­ής. Οι ιρι­δι­σμοί των υδα­το­γρα­φιών του, φα­νε­ρώ­νουν τη λυ­ρι­κή πνοή της ποι­η­τι­κής του ιδιο­συ­γκρα­σί­ας. Το 1979, με υδα­το­χρώ­μα­τα ζω­γρα­φί­ζει την Ευάν­θη, την κό­ρη του Πο­σει­δώ­να, που αγά­πη­σε ο Απόλ­λω­νας, σύμ­φω­να με μία εκ­δο­χή του μύ­θου. Αρ­γό­τε­ρα, με την ίδια τε­χνο­τρο­πι­κή αντί­λη­ψη και με έντο­νες χρω­μα­τι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις, ζω­γρά­φι­σε τη Θεά Φυ­τώ β΄ και δ΄, τον Φυλ­λέ­νιο, Το αρ­χαίο κα­ρά­βι κ.ά.. Πα­ράλ­λη­λα, την ίδια χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο, οι­κειο­ποιού­με­νος μια άμε­σα λι­τή γε­ω­με­τρι­κή έκ­φρα­ση, δη­μιουρ­γεί τις υδα­το­γρα­φί­ες Η κί­τρι­νη γραμ­μή, Το κιό­σκι, Μπλε και πρά­σι­νο, Τα λευ­κά φύλ­λα, Το εγκόλ­πιο, Πλέγ­μα από κα­λά­μι και Λε­πτο­μέ­ρεια βάρ­κας, ανά­με­σα στα άλ­λα, δί­νο­ντας πρω­τεύ­ο­ντα ρό­λο στην ευ­θεία γραμ­μή και στο λύ­γι­σμα της σε κα­μπύ­λη.

Στα κολ­λάζ του δου­λεύ­ει με ασπρό­μαυ­ρες και έγ­χρω­μες φω­το­γρα­φί­ες, το­νί­ζο­ντας, σε αρ­κε­τά απ’ αυ­τά, την ερω­τι­κή τους διά­στα­ση, όπως στα: Ανά­στρο­φο το­πίο (1967), Το μή­νυ­μα (1968), Η γυ­ναί­κα με το κε­ρί (1966) ή Η γυ­ναί­κα με τα λευ­κά (1986), με­τα­ξύ των άλ­λων. Ο Ελύ­της δου­λεύ­ει με κα­θα­ρά μο­νο­το­νι­κά χρώ­μα­τα και έντο­νες χρω­μα­τι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις. Πα­ράλ­λη­λα, οι­κειο­ποιεί­ται τα διά­φα­να, αυ­το­κόλ­λη­τα χρω­μα­τι­στά χαρ­τιά, για να προσ­δώ­σει στις ει­κό­νες την προ­σω­πι­κή του σφρα­γί­δα, επι­βε­βαιώ­νο­ντας, για μια ακό­μη φο­ρά, την ύπαρ­ξη συ­γκοι­νω­νού­ντων δο­χεί­ων ανά­με­σα στην ποί­η­ση και τη ζω­γρα­φι­κή του.
Ο Ελύ­της, με τον μο­να­δι­κά καί­ριο τρό­πο του στο πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα, μας δί­νει μια ανά­γλυ­φη ει­κό­να των στό­χων του, σχε­τι­κά με τη σο­βα­ρή του ενα­σχό­λη­ση με το κολ­λάζ. «Ανά­με­σα στα κολ­λάζ των υπερ­ρε­α­λι­στών και τα δι­κά μου, υπάρ­χει, εκτός από τη δια­φο­ρά του υλι­κού και άλ­λη μία ακό­μη: ότι ενώ εκεί­νοι απο­βλέ­πα­νε στο να υλο­ποι­ή­σουν μια πα­ρα­δο­ξό­τη­τα, εγώ προ­σπα­θού­σα να αιχ­μα­λω­τί­σω ένα όρα­μα με απαι­τή­σεις πλα­στι­κές. Επε­δί­ω­κα με το τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα κά­τι πα­ρα­πλή­σιο μ’ αυ­τό που θα επε­δί­ω­κε ένας ζω­γρά­φος. Και αυ­τό μου στοί­χι­σε ώρες ερ­γα­σί­ας και αφά­ντα­στο μό­χθο που, με­ρι­κοί επι­πό­λαιοι από τους θε­α­τές, όχι μό­νο δεν τον διέ­γνω­σαν, αλ­λά με κα­τη­γό­ρη­σαν και για προ­χει­ρο­λο­γία και παι­δι­κό­τη­τα. Μου χρειά­στη­κε να κά­νω εκα­το­ντά­δες δο­κι­μές συν­δυα­σμών για κά­θε έρ­γο, ού­τως ώστε το πα­ρα­μι­κρό κοκ­κι­νά­κι π.χ. σ’ ένα ση­μείο της σύν­θε­σης να έχει το αντί­στοι­χό του σε κά­ποιο άλ­λο ή όλα τα ετε­ρό­κλη­τα στοι­χεία που συν­δυά­ζο­νται να εί­ναι φω­τι­σμέ­να από την ίδια πλευ­ρά. Ως και το πλά­τος ή η υφή από τις πλά­γιες λου­ρί­δες που χρειά­στη­κε κά­πο­τε να προ­σθέ­σω για να επι­τύ­χω ένα πιο σω­στό «κα­ντρά­ρι­σμα» εί­ναι με­λε­τη­μέ­να ως την τε­λευ­ταία τους λε­πτο­μέ­ρεια».
Αλη­θι­νός και άμε­σα εύ­γλωτ­τος, ο Ελύ­της, αντλώ­ντας από την αρ­χέ­γο­νη πα­ρά­δο­ση και την ζω­ντα­νή βί­ω­ση, μας πα­ρα­δί­δει την θε­ώ­ρη­ση του για τον κό­σμο, με­τα­φρά­ζο­ντας την σε έρ­γα υψη­λής ευαι­σθη­σί­ας, που επι­κοι­νω­νούν με κα­θέ­ναν από εμάς. Ποι­η­τής πρω­τεϊ­κός και ζω­γρά­φος υπε­ρευαί­σθη­τος, φι­λο­τέ­χνη­σε με έν­στι­κτο και τόλ­μη. Πη­γή έμπνευ­σής του η ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία στις οι­κου­με­νι­κές της δια­στά­σεις και η ζω­γρα­φι­κή του αλά­θη­τος κα­θρέ­φτης του πνεύ­μα­τος του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: