Γυναίκες της Επανάστασης στον ελληνικό κινηματογράφο: Μπουμπουλίνα και Μαντώ Μαυρογένους

Η ένοπλη Μπουμπουλίνα (Ειρήνη Παπά) εμψυχώνει τους άντρες. Στιγμιότυπο από την ταινία «Μπουμπουλίνα» (Κώστας Ανδρίτσος, 1959)
Η ένοπλη Μπουμπουλίνα (Ειρήνη Παπά) εμψυχώνει τους άντρες. Στιγμιότυπο από την ταινία «Μπουμπουλίνα» (Κώστας Ανδρίτσος, 1959)


Από τη δε­κα­ε­τία του 1920 μέ­χρι σή­με­ρα έχουν γυ­ρι­στεί 24 ται­νί­ες μυ­θο­πλα­σί­ας που ανα­φέ­ρο­νται σε γε­γο­νό­τα και ήρω­ες της ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης (Κα­σα­βέ­τη, 2021, 228-253). Με­τα­ξύ αυ­τών ένας μι­κρός αριθ­μός εί­ναι ευ­ρέ­ως γνω­στές, κυ­ρί­ως λό­γω συ­χνών τη­λε­ο­πτι­κών επα­να­λή­ψε­ων, ενώ κά­ποιες δε σώ­ζο­νται ή εί­ναι δυ­σεύ­ρε­τες. Ανά­με­σα στις πιο γνω­στές, η Μπου­μπου­λί­να (Κώ­στας Αν­δρί­τσος, 1959) και η Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους (Κώ­στας Κα­ρα­γιάν­νης, 1971) αφη­γού­νται τη ζωή των επώ­νυ­μων ηρω­ί­δων, προ­σφέ­ρο­ντας γό­νι­μο έδα­φος για την εξε­ρεύ­νη­ση της ανα­πα­ρά­στα­σης των γυ­ναι­κών στις ιστο­ρι­κές αυ­τές ται­νί­ες του ελ­λη­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου.
Ως αγω­νί­στριες, πνευ­μα­τι­κές ηγέ­τι­δες, και οι­κο­νο­μι­κοί αρω­γοί της επα­νά­στα­σης, η Λα­σκα­ρί­να Μπου­μπου­λί­να (1771-1825) και η Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους (1796-1840) υπε­ρέ­βη­σαν τους συμ­βα­τι­κούς γυ­ναι­κεί­ους ρό­λους της επο­χής τους. Σύμ­βο­λα πα­τριω­τι­κού ηρω­ι­σμού, ανα­γνω­ρί­στη­καν σε με­τα­γε­νέ­στε­ρα χρό­νια για τη συμ­βο­λή τους στον εθνο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να με διά­φο­ρους τρό­πους – προ­το­μές, ονο­μα­σί­ες δρό­μων, εμ­φά­νι­ση σε κέρ­μα­τα και χαρ­το­νο­μί­σμα­τα – και έχουν απο­τε­λέ­σει αντι­κεί­με­νο τό­σο λαϊ­κών αφη­γή­σε­ων όσο και εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νων με­λε­τών (Ξη­ρα­δά­κη, 2021, Χα­τζη­κυ­ρια­κί­δης, 2021, Κα­λα­μά­ρη-Νι­κο­λά­κη, 2015, Κα­ντάς, 2008, Ρώ­τας, χ.χ., Με­λάς, 1972). Οι δύο ται­νί­ες, γυ­ρι­σμέ­νες με δια­φο­ρά 12 ετών και από δια­φο­ρε­τι­κούς συ­ντε­λε­στές, εντάσ­σο­νται στα πλαί­σια των αφη­γή­σε­ων για το ευ­ρύ κοι­νό, και πα­ρου­σιά­ζουν μυ­θο­ποι­η­μέ­νες εκ­δο­χές του βί­ου των δύο ηρω­ί­δων ακο­λου­θώ­ντας αφη­γη­μα­τι­κές και υφο­λο­γι­κές συμ­βά­σεις του «πα­λιού» ή «εμπο­ρι­κού» ελ­λη­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου (Λε­βε­ντά­κος, 2002).
Όπως κά­θε αφή­γη­μα που ανα­φέ­ρε­ται στο πα­ρελ­θόν, οι ται­νί­ες αυ­τές πα­ρα­πέ­μπουν σε δύο χρό­νους: αυ­τόν της ιστο­ρι­κής πε­ριό­δου την οποία ανα­πα­ρι­στούν —τον πρώ­ι­μο 19ο αιώ­να— και αυ­τόν την επο­χής στην οποία πραγ­μα­το­ποιού­νται — τέ­λη δε­κα­ε­τί­ας του 1950 και αρ­χές δε­κα­ε­τί­ας του 1970. Ανα­λύ­ο­ντάς τες βρι­σκό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι και με έναν τρί­το χρό­νο: αυ­τόν του πα­ρό­ντος και τις αξί­ες και ανα­φο­ρές που συ­νει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα φέ­ρου­με. Η διε­ρεύ­νη­ση της ανα­πα­ρά­στα­σης της ζω­ής των γυ­ναι­κών της Επα­νά­στα­σης στις ιστο­ρι­κές αυ­τές ται­νί­ες αφο­ρά σε κοι­νω­νι­κά στοι­χεία της πε­ριό­δου στην οποία ανα­φέ­ρο­νται, αλ­λά ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο σε αντι­λή­ψεις, ιδε­ο­λο­γή­μα­τα και φα­ντα­σιώ­σεις που κυ­κλο­φο­ρού­σαν στη δη­μό­σια σφαί­ρα την επο­χή στην οποία οι ται­νί­ες έχουν γυ­ρι­στεί. Η χρο­νι­κή από­στα­ση που μας χω­ρί­ζει και από την ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο της αφή­γη­σης και από την πε­ρί­ο­δο πα­ρα­γω­γής των ται­νιών διευ­κο­λύ­νει στο να επι­ση­μά­νου­με τον τρό­πο κα­τα­σκευ­ής αυ­τών των ανα­πα­ρα­στά­σε­ων και τις ιδέ­ες που διέ­σπει­ραν για τον κοι­νω­νι­κό ρό­λο των γυ­ναι­κών.
Πώς, λοι­πόν, δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται οι δύο ται­νί­ες την αντι­συμ­βα­τι­κό­τη­τα των δύο αυ­τών γυ­ναι­κών όσον αφο­ρά τον κοι­νω­νι­κό τους ρό­λο; Πού και πώς δια­φαί­νε­ται η έντα­ση ανά­με­σα στη δρά­ση των γυ­ναι­κών και στις κοι­νω­νι­κές προσ­δο­κί­ες απέ­να­ντί τους; Και ποιες αφη­γη­μα­τι­κές και πα­ρα­στα­τι­κές λύ­σεις προ­βάλ­λουν; Όπως θα φα­νεί πα­ρα­κά­τω, στο επί­πε­δο της αφή­γη­σης ο βα­σι­κός τρό­πος δια­πραγ­μά­τευ­σης αυ­τής της έντα­σης εί­ναι η ρη­το­ρι­κή ακύ­ρω­ση των δια­φο­ρών φύ­λου μέ­σω του δια­λό­γου, και η αντι­κα­τά­στα­σή τους με τη δυά­δα «ελευ­θε­ρία-σκλα­βιά». Όπως λέ­ει η ίδια η Μπου­μπου­λί­να στην επώ­νυ­μη ται­νία: «Δεν υπάρ­χουν γυ­ναί­κες και άντρες στον Αγώ­να […] υπάρ­χουν μο­νά­χα ελεύ­θε­ροι και σκλά­βοι.» Στο επί­πε­δο της ει­κό­νας, ωστό­σο, τα πράγ­μα­τα εί­ναι πιο πο­λυ­σή­μα­ντα: αφε­νός βλέ­που­με και ακού­με γυ­ναί­κες να δρουν αυ­τό­βου­λα και δυ­να­μι­κά, και αφε­τέ­ρου ανα­γνω­ρί­ζου­με δύο γνω­στές ηθο­ποιούς-πρω­τα­γω­νί­στριες. Με­τα­ξύ αφή­γη­σης και ει­κό­νας υπάρ­χει λοι­πόν μια έντα­ση η οποία ανοί­γει τις ται­νί­ες σε πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις.
Προ­τού ανα­πτύ­ξου­με τα πα­ρα­πά­νω, αξί­ζει να ανα­φερ­θού­με σύ­ντο­μα στις άλ­λες ται­νί­ες με θέ­μα την Επα­νά­στα­ση για να δεί­ξου­με το πώς οι δύο αυ­τές ται­νί­ες ξε­χω­ρί­ζουν. Με δύο μό­νο εξαι­ρέ­σεις —την κυ­ρά Φρο­σύ­νη και τις γυ­ναί­κες του Ζα­λόγ­γου— οι γυ­ναι­κεί­οι χα­ρα­κτή­ρες στις υπό­λοι­πες ται­νί­ες δεν αφο­ρούν ιστο­ρι­κές μορ­φές, αλ­λά εί­ναι φα­ντα­στι­κοί, δη­λα­δή πλα­σμέ­νοι για να εξυ­πη­ρε­τή­σουν τους στό­χους της δρα­μα­το­ποί­η­σης.
Η ιστο­ρία της κυ­ρά Φρο­σύ­νης και ο πνιγ­μός της στη λί­μνη των Ιω­αν­νί­νων το 1801 από τον Αλή Πα­σά, δρα­μα­το­ποι­ή­θη­κε δύο φο­ρές: το 1959 στο Ο Αλή Πα­σάς και η κυ­ρά Φρο­σύ­νη (σκη­νο­θε­σία Στέ­φα­νου Στρα­τη­γού, με τη Γκέ­λυ Μαυ­ρο­πού­λου) και το 1960 στο Η Λί­μνη των Στε­ναγ­μών (σκη­νο­θε­σία Γρη­γό­ρη Γρη­γο­ρί­ου, με την Ει­ρή­νη Πα­πά). Και οι δύο ται­νί­ες διε­γεί­ρουν τη συ­μπά­θεια και τον οί­κτο των θε­α­τών για τη Φρο­σύ­νη, κα­θώς την πα­ρου­σιά­ζουν ως θύ­μα της αγριό­τη­τας του αλ­βα­νού ηγέ­τη. Η κυ­ρά Φρο­σύ­νη όμως δεν εμ­φα­νί­ζε­ται ως αγω­νί­στρια ή επα­να­στά­τρια. Η αντί­στα­σή της αφο­ρά το ότι αρ­νεί­ται να έχει ερω­τι­κές σχέ­σεις με τον Αλή Πα­σά (πα­ρό­τι έχει σχέ­σεις με τον γιό του) και τι­μω­ρεί­ται για αυ­τό. Λει­τουρ­γεί έτσι ως σύμ­βο­λο του κα­τα­πιε­σμέ­νου έθνους, χω­ρίς ωστό­σο να κλο­νί­ζει τον συμ­βα­τι­κό γυ­ναι­κείο ρό­λο της γυ­ναί­κας-καλ­λο­νής, αντι­κει­μέ­νου του αντρι­κού πό­θου.
Η ται­νία του Στέ­λιου Τα­τα­σό­που­λου Ζά­λογ­γο, το Κά­στρο της Λευ­τε­ριάς (1958) δρα­μα­το­ποιεί το επί­σης προ-επα­να­στα­τι­κό, θρυ­λι­κό, κε­φά­λαιο της αυ­το­θυ­σί­ας των γυ­ναι­κών του Σου­λί­ου το 1803, οι οποί­ες, αντί να πέ­σουν στα χέ­ρια των αν­δρών του Αλή Πα­σά, πή­δη­ξαν στο θά­να­το μα­ζί με τα παι­διά τους από τους βρά­χους του Ζα­λόγ­γου. Σύμ­βο­λο αντί­στα­σης και αυ­τα­πάρ­νη­σης, το επει­σό­διο αυ­τό ενέ­πνευ­σε πολ­λές γρα­πτές και ει­κο­νι­κές ανα­πα­ρα­στά­σεις, ακό­μη και κα­τά τη διάρ­κεια της Επα­νά­στα­σης, συμ­βάλ­λο­ντας στην ενί­σχυ­ση του φι­λελ­λη­νι­κού ρεύ­μα­τος στη Δύ­ση. Πρό­κει­ται για συλ­λο­γι­κή γυ­ναι­κεία ηρω­ί­δα, κα­θώς οι επι­μέ­ρους γυ­ναι­κεί­οι χα­ρα­κτή­ρες του θρύ­λου —και της ται­νί­ας— εί­ναι ου­σια­στι­κά πτυ­χές του ίδιου συμ­βό­λου, και όχι δια­κρι­τές ιστο­ρι­κές μορ­φές. Αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι πα­ρό­μοιες αυ­το­κτο­νί­ες γυ­ναι­κών ανα­φέ­ρο­νται συ­χνά σε ιστο­ρι­κές πη­γές (Angelomati, 2008, 56-57), αλ­λά το Ζά­λογ­γο εί­ναι το μό­νο γνω­στό επει­σό­διο, έχο­ντας συμ­βο­λι­κά συ­μπυ­κνώ­σει όλα τα άλ­λα. Ωστό­σο, όπως η Φρο­σύ­νη, οι γυ­ναί­κες αυ­τές εί­ναι θύ­μα­τα, και πα­ρά τον ηρω­ι­σμό της αυ­το­θυ­σί­ας τους, η δρά­ση τους δεν κλο­νί­ζει πα­ρα­δο­σια­κά γυ­ναι­κεία πρό­τυ­πα.

Μυ­θο­πλα­στι­κοί γυ­ναι­κεί­οι χα­ρα­κτή­ρες υπάρ­χουν σε όλες τις ται­νί­ες με θέ­μα την Επα­νά­στα­ση, και ο ρό­λος τους εί­ναι συ­νή­θως μι­κρός και συμ­βα­τι­κός. Εδώ αξί­ζει να δια­φο­ρο­ποι­ή­σου­με ανά­με­σα στις Ελ­λη­νί­δες, τις Τουρ­κά­λες/αλ­λό­θρη­σκες, και τις Ελ­λη­νί­δες αιχ­μα­λω­τι­σμέ­νες σε χα­ρέ­μι. Η ται­νία Πα­πα­φλέσ­σας (Ερ­ρί­κος Αν­δρέ­ου, 1971) προ­σφέ­ρει εν­δει­κτι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα και των τριών. Η ελ­λη­νί­δα Κα­τε­ρί­να (Κά­τια Δαν­δου­λά­κη), το ερω­τι­κό εν­δια­φέ­ρον του Πα­πα­φλέσ­σα (Δη­μή­τρη Πα­πα­μι­χα­ήλ), απο­τε­λεί τον κύ­ριο γυ­ναι­κείο χα­ρα­κτή­ρα της ται­νί­ας. Η πα­ρου­σία της πε­ριο­ρί­ζε­ται σε μι­κρό αριθ­μό σκη­νών, όπου βλέ­που­με την από­λυ­τη αφο­σί­ω­σή της τό­σο στον Πα­πα­φλέσ­σα —πα­ρό­τι αυ­τός αρ­νεί­ται να έχει ερω­τι­κές σχέ­σεις μα­ζί της — όσο και στον αγώ­να. Η Κα­τε­ρί­να εί­ναι πρό­τυ­πο αυ­τα­πάρ­νη­σης και αυ­το­θυ­σί­ας, κα­θώς βά­ζει τον άντρα και το έθνος πά­νω από τις δι­κές της ανά­γκες και επι­θυ­μί­ες. Χα­ρα­κτή­ρα Τουρ­κά­λας ανε­πτυγ­μέ­νο δεν έχει η ται­νία, αλ­λά βλέ­που­με γυ­ναί­κες ημί­γυ­μνες να χο­ρεύ­ουν για τους πα­σά­δες, ανα­πα­ρά­γο­ντας το σύ­νη­θες μο­τί­βο της σε­ξουα­λι­κά δια­θέ­σι­μης Ανα­το­λί­τισ­σας. Υπάρ­χει ωστό­σο ένας χα­ρα­κτή­ρας Ελ­λη­νί­δας αιχ­μα­λω­τι­σμέ­νης σε χα­ρέ­μι, στην οποία η αφή­γη­ση δί­νει την ευ­και­ρία εξι­λέ­ω­σης κα­θώς, σε μια κρί­σι­μη στιγ­μή, βοη­θά­ει έναν έλ­λη­να αιχ­μά­λω­το να ξε­φύ­γει, βρί­σκο­ντας ωστό­σο η ίδια το θά­να­το.
Οι ρό­λοι των γυ­ναι­κών στις πε­ρισ­σό­τε­ρες ται­νί­ες για την ελ­λη­νι­κή επα­νά­στα­ση ανα­πα­ρά­γουν κοι­νω­νι­κά και ηθι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα, δια­μορ­φω­μέ­να από τα κυ­ρί­αρ­χα πα­τριαρ­χι­κά και εκ­κλη­σια­στι­κά πρό­τυ­πα. Ας δού­με, λοι­πόν, σε ποιο βαθ­μό η Μπου­μπου­λί­να και η Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους απο­τε­λούν εξαι­ρέ­σεις ως προς το ότι πα­ρου­σιά­ζουν τις δύο αυ­τές ισχυ­ρές, αντι­συμ­βα­τι­κές, αλ­λά ταγ­μέ­νες στον Αγώ­να, ιστο­ρι­κές γυ­ναι­κεί­κες μορ­φές με τρό­πους που προ­σκα­λούν σε πολ­λα­πλές, έως και αντι­φα­τι­κές, ανα­γνώ­σεις.
Ως ιστο­ρι­κές μορ­φές, η Μπου­μπου­λί­να και η Μα­ντώ ήταν εύ­πο­ρες γυ­ναί­κες. Χή­ρα η πρώ­τη, κλη­ρο­νό­μη­σε την πε­ριου­σία του δεύ­τε­ρου άντρα της, Δη­μή­τριο Μπού­μπου­λη, την οποία χρη­σι­μο­ποί­η­σε για να ναυ­πη­γή­σει και να ναυ­λώ­σει κα­ρά­βια για την Επα­νά­στα­ση. Ανύ­πα­ντρη η δεύ­τε­ρη, ξό­δε­ψε την προί­κα της για να εξο­πλί­σει πλοία και στρα­τό ενά­ντια στους Οθω­μα­νούς, ενώ με τη μόρ­φω­σή της συ­νει­σέ­φε­ρε στη ενί­σχυ­ση του φι­λελ­λη­νι­κού ρεύ­μα­τος. Η κοι­νω­νι­κή θέ­ση και πε­ριου­σία τους έδω­σε και στις δύο την υλι­κή δυ­να­τό­τη­τα να έχουν ση­μα­ντι­κή επί­δρα­ση στον Αγώ­να. Ας ση­μειω­θεί ωστό­σο ότι η αυ­το­νο­μία τους ήταν ενά­ντια στα κοι­νω­νι­κά πρό­τυ­πα της επο­χής τους, διό­τι οι γυ­ναί­κες εύ­πο­ρων οι­κο­γε­νειών ήταν συ­νή­θως απο­κομ­μέ­νες από οι­κο­νο­μι­κά ζη­τή­μα­τα (Angelomati, 2008, 46).
Οι δύο ται­νί­ες αφη­γού­νται τα βα­σι­κά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία της αντί­στοι­χης ηρω­ί­δας, δί­νο­ντας ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση αφε­νός στην αφο­σί­ω­σή της στην Επα­νά­στα­ση και αφε­τέ­ρου στην προ­σω­πι­κή της ζωή. Στη Μπου­μπου­λί­να η επα­να­στα­τι­κή δρά­ση το­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στο σε­νά­ριο από ό,τι στη Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους, όπου το ει­δύλ­λιο και η ίντρι­γκα παίρ­νουν πρώ­τι­στη θέ­ση. Βα­σι­σμέ­νη σε ανέκ­δο­τη βιο­γρα­φία του Νέ­στο­ρα Μά­τσα, η ται­νία του Αν­δρί­τσου πα­ρου­σιά­ζει χρο­νο­λο­γι­κά τη ζωή της σπε­τσιώ­τισ­σας Λα­σκα­ρί­νας, το­νί­ζο­ντας από την πρώ­τη σκη­νή την αγά­πη της για τη θά­λασ­σα και τα κα­ρά­βια, τον πρώ­το γά­μο της από έρω­τα, τον ρό­λο της στην προ­ε­τοι­μα­σία για την επα­νά­στα­ση κα­θώς έκρυ­βε άρ­μα­τα στο σπί­τι της, τη μη­τρό­τη­τα και την πρώ­τη χη­ρεία της, τον δεύ­τε­ρο γά­μο της με τον κα­πε­τάν Μπού­μπου­λη, τη δεύ­τε­ρη χη­ρεία της, την αφο­σί­ω­σή της στον Αγώ­να με την κα­τα­σκευή πλοί­ων, την προ­σω­πι­κή συμ­με­το­χή της σε ένο­πλες συ­γκρού­σεις, τον θά­να­το ενός από τους γιούς της και τέ­λος τον θά­να­τό της από βό­λι Έλ­λη­να. Δώ­δε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, η ται­νία του Κα­ρα­γιάν­νη πα­ρου­σιά­ζει τη ζωή της Μα­ντώς ως φλά­σμπακ-απά­ντη­ση στην ερώ­τη­ση του δη­μό­σιου υπάλ­λη­λου «Και τι έχε­τε προ­σφέ­ρει εσείς στον Αγώ­να για να θέ­λε­τε να πά­ρε­τε σύ­ντα­ξη αγω­νι­στού;». Βλέ­που­με την αφο­σί­ω­σή της στον Αγώ­να από τα χρό­νια της Τερ­γέ­στης, την επι­στρο­φή της «στο νη­σί», τη μύ­η­σή της στη Φι­λι­κή Εται­ρεία, τη συ­νά­ντη­ση και τον έρω­τά της με το Δη­μή­τριο Υψη­λά­ντη, την άρ­νη­σή της να πα­ντρευ­τεί μέ­χρι την απε­λευ­θέ­ρω­ση, την ίντρι­γκα του πο­λι­τι­κού Ιω­άν­νη Κω­λέτ­τη για να τους χω­ρί­σει, την επιρ­ροή της στο εξω­τε­ρι­κό μέ­σα από τα γράμ­μα­τα της, και τέ­λος τον θά­να­το του Υψη­λά­ντη και τον τε­λι­κό χω­ρι­σμό τους. Η ται­νία κλεί­νει επι­στρέ­φο­ντας στο πα­ρόν της αφή­γη­σης, το 1840, έτος θα­νά­του της Μα­ντώς, με την ει­ρω­νι­κή απά­ντη­σή της στην ερώ­τη­ση του δη­μό­σιου υπάλ­λη­λου: «Τι έχω προ­σφέ­ρει στον Αγώ­να εγώ, εγώ η Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους; Τί­πο­τε».
Οι τε­λευ­ταί­ες σκη­νές και στις δύο ται­νί­ες το­νί­ζουν το άδι­κο τέ­λος των δύο γυ­ναι­κών. Η ισχύς που απέ­κτη­σαν και η πα­ρου­σία τους στη δη­μό­σια ζωή του νε­ο­σύ­στα­του κρά­τους δη­μιούρ­γη­σαν εχθρούς που τε­λι­κά τους στοί­χι­σαν τη ζωή. Με τον τρό­πο που ολο­κλη­ρώ­νουν την αφή­γη­ση οι ται­νί­ες εμ­μέ­σως αλ­λά σα­φώς στέλ­νουν το μή­νυ­μα ότι η αντι­συμ­βα­τι­κό­τη­τα, σε προ­σω­πι­κό του­λά­χι­στον επί­πε­δο, δε τις αντά­μει­ψε, πα­ρά τη ση­μα­ντι­κή τους συμ­βο­λή στην Επα­νά­στα­ση (Papadimitriou, 2015, 47-48). ‘Εμ­με­σα, λοι­πόν, οι ται­νί­ες δεν τις πα­ρου­σιά­ζουν ως πα­ρα­δείγ­μα­τα προς μί­μη­ση, αλ­λά ως εξαι­ρέ­σεις γυ­ναι­κών που πλή­ρω­σαν για τη δρά­ση τους.
Και οι δύο ται­νί­ες συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νουν σκη­νές που επι­ση­μαί­νουν ότι οι ηρω­ί­δες έδρα­σαν σε αντί­θε­ση με τον κοι­νω­νι­κό ρό­λο του φύ­λου τους. Σε μια συ­γκέ­ντρω­ση προ­ε­στών στο σπί­τι της Μπου­μπου­λί­νας στην ομώ­νυ­μη ται­νία, όταν ένας αμ­φι­σβη­τεί το πως «μια γυ­ναί­κα» μπαί­νει «μες τη φω­τιά και μες τον πό­λε­μο», η ίδια απα­ντά­ει, όπως επι­ση­μάν­θη­κε πα­ρα­πά­νω, ότι «δεν υπάρ­χουν γυ­ναί­κες και άντρες στον Αγώ­να […] μο­νά­χα ελεύ­θε­ροι και σκλά­βοι». Πα­ρά την επι­μο­νή του συ­γκε­κρι­μέ­νου χα­ρα­κτή­ρα στη δια­φο­ρο­ποί­η­ση αν­δρών/γυ­ναι­κών ως προς κοι­νω­νι­κούς ρό­λους («εσύ με το γυ­ναί­κειο σου μυα­λό έγι­νες κιό­λας στρα­τη­γός και κα­πε­τά­νιος»), στη συ­ζή­τη­ση τε­λι­κά υπε­ρι­σχύ­ει ο λό­γος της Μπου­μπου­λί­νας και η ιδέα ότι πά­νω απ’ όλα εί­ναι ο Αγώ­νας «που δεν κά­νει διά­κρι­ση ανά­με­σα σε άντρες και γυ­ναί­κες». Η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα της Λα­σκα­ρί­νας επι­ση­μαί­νε­ται σε πολ­λά ση­μεία της ται­νί­ας, με έμ­φα­ση εί­τε στην έντο­νη αγά­πη της για τη θά­λασ­σα που την οδη­γεί στο να γί­νει κα­πε­τά­νισ­σα, εί­τε στην αφο­σί­ω­σή της στον Αγώ­να – ή και στα δύο μα­ζί.
Εν­δει­κτι­κή εί­ναι η σκη­νή της με τον Μπού­μπου­λη, πριν συμ­φω­νή­σει για τον δεύ­τε­ρο γά­μο, όπου του εξη­γεί:

«Καπετάν Μπούμπουλη είσαι ένας αληθινός άντρας. […] Πριν σου πω το ‘ναι’, πρέπει να ξέρεις ότι δεν παίρνεις γυναίκα του σπιτιού. Στο λέω ξεκάθαρα. Αγαπάω τη θάλασσα. Κι αποζητώ τη λευτεριά του γένους μας. ‘Οπου φωτιά κι αντάρα εκεί θα με βρεις. Πάρε λοιπόν εσύ την απόφαση».

Η Λα­σκα­ρί­να εδώ ανα­γνω­ρί­ζει τους κοι­νω­νι­κούς ρό­λους των δύο φύ­λων, και φαί­νε­ται μά­λι­στα να τους σέ­βε­ται, κα­θώς χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Μπού­μπου­λη ως «αλη­θι­νό άντρα». Δια­φο­ρο­ποιεί ωστό­σο τον εαυ­τό της από τον συ­νη­θι­σμέ­νο γυ­ναι­κείο κοι­νω­νι­κό ρό­λο, τό­σο της επο­χής ανα­φο­ράς της ται­νί­ας, όσο —αλ­λά λι­γό­τε­ρο— και της επο­χής πα­ρα­γω­γής της, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι εί­ναι γυ­ναί­κα της δρά­σης. Η δι­καιο­λο­γία της εί­ναι δι­πλή: αφε­νός φύ­σει, δη­λα­δή ζή­τη­μα χα­ρα­κτή­ρα («αγα­πώ τη θά­λασ­σα»), αφε­τέ­ρου θέ­σει, δη­λα­δή ζή­τη­μα πε­ποί­θη­σης («απο­ζη­τώ τη λευ­τε­ριά του γέ­νους μας»). Μέ­σα από τα ίδια της τα λό­για, η ται­νία πα­ρου­σιά­ζει τη γυ­ναί­κα-ηρω­ί­δα σαν ένα στοι­χείο της φύ­σης ταγ­μέ­νο στον Αγώ­να. Αυ­τός ο συν­δυα­σμός δι­καιο­λο­γεί τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τά της, κά­νο­ντάς την απο­δε­κτή, και μά­λι­στα αντι­κεί­με­νο θαυ­μα­σμού, όχι μό­νο για τον Μπού­μπου­λη, αλ­λά και για τους συ­να­γω­νι­στές της και για τους θε­α­τές της ται­νί­ας.
Ως ιστο­ρι­κή μορ­φή, η κοι­νω­νι­κή θέ­ση της Μπου­μπου­λί­νας κα­θο­ρί­στη­κε από τη —δι­πλή— χη­ρεία της. Σύμ­φω­να με τα ήθη της επο­χής, πα­ρά την απο­κο­πή από οι­κο­νο­μι­κά ζη­τή­μα­τα μιας ανύ­πα­ντρης ή πα­ντρε­μέ­νης, ως χή­ρα, μια γυ­ναί­κα γι­νό­ταν αρ­χη­γός της οι­κο­γέ­νειάς της και εί­χε από­λυ­το έλεγ­χο των οι­κο­νο­μι­κών της (Angelomati, 2008, 46). Ως κλη­ρο­νό­μος της με­γά­λης πε­ριου­σί­ας ιδιαί­τε­ρα του δεύ­τε­ρου άντρα της, η Μπου­μπου­λί­να έγι­νε αυ­τό­μα­τα δια­χει­ρί­στριά της, άρα ως προς αυ­τό δεν κλό­νι­σε κοι­νω­νι­κά πρό­τυ­πα. Η κοι­νω­νι­κή θέ­ση της Μα­ντώς, αντί­θε­τα, ως ανύ­πα­ντρης γυ­ναί­κας ήταν πιο αβέ­βαιη, πα­ρά την ευ­η­με­ρία της. Κό­ρη του εμπό­ρου Νι­κο­λά­ου Μαυ­ρο­γέ­νη και ανη­ψιά του συ­νο­νό­μα­του ηγε­μό­να της Μολ­δο­βλα­χί­ας, η γεν­νη­μέ­νη στην Τερ­γέ­στη Μα­ντώ έλα­βε δυ­τι­κή μόρ­φω­ση και επη­ρε­ά­στη­κε από δυ­τι­κά πρό­τυ­πα. Η από­φα­σή της να ξο­δέ­ψει για την επα­νά­στα­ση τα χρή­μα­τα της προί­κας της ήταν ση­μα­ντι­κή το­μή με τα ήθη της επο­χής — όπως και το ότι δια­τή­ρη­σε, αρ­κε­τά ανοι­χτά φαί­νε­ται, εκτός γά­μου σχέ­ση με τον Δη­μή­τριο Υψη­λά­ντη.

Η ται­νία απο­τυ­πώ­νει τη σύ­γκρου­ση με τα ήθη του 19ου αιώ­να, ανα­πα­ρά­γο­ντας ταυ­τό­χρο­να και συ­ντη­ρη­τι­κές αντι­λή­ψεις της με­τα­πο­λε­μι­κής Ελ­λά­δας του 20ού αιώ­να, κυ­ρί­ως σε δύο σκη­νές με τη μη­τέ­ρα της. Στην πρώ­τη, όταν εκεί­νη τη ρω­τά­ει για­τί αρ­νεί­ται να δει όλες τις προ­ξε­νή­τρες, η Μα­ντώ απα­ντά­ει «Θα πα­ντρευ­τώ κι εγώ, αλ­λά όταν έρ­θει η ώρα. […] Πρώ­τα να ελευ­θε­ρω­θού­με και με­τά έχου­με και­ρό για πα­ντρειές». Και ανα­φε­ρό­με­νη στις λί­ρες της προί­κας της, η Μα­ντώ λέ­ει «να μου τις δώ­σεις για να αρ­μα­τώ­σου­με κα­ρά­βια για τον Αγώ­να. Όταν ελευ­θε­ρω­θού­με η πα­τρί­δα θα μας τα δώ­σει πί­σω δι­πλά και τρί­δι­πλα». Η μη­τέ­ρα της δε την κα­τα­λα­βαί­νει —τη λέ­ει «τρε­λή»— αλ­λά όπως γνω­ρί­ζουν ήδη οι θε­α­τές, τε­λι­κά εί­χε δί­κιο, για­τί η πα­τρί­δα δεν ανα­γνώ­ρι­σε την συμ­βο­λή της Μα­ντώς. Σε μια πα­ρό­μοια σκη­νή, σε συ­ζή­τη­ση με τον αδελ­φό της τον πα­πά, λέ­ει πά­λι η μη­τέ­ρα της:


Μητέρα: Τι να τους κάνω τους ηρωισμούς. Ξοδεύει σαν παλαβή την προίκα της. Στο τέλος δε θα της μείνει γρόσι. Και δε θα την παίρνει και κανείς.
Παπάς:
‘Εχει ο Θεός.
Μητέρα:
Ο Θεός έχει. Αυτή δε θα ‘χει. Και τα κορίτσια δε παντρεύονται χωρίς προίκα.

Οι σκη­νές αυ­τές ου­σια­στι­κά εκ­φρά­ζουν και την κε­ντρι­κή προ­ο­πτι­κή της ται­νί­ας. Ναι μεν η Μα­ντώ κά­νει θαυ­μα­στά πράγ­μα­τα, και όπως της λέ­ει και ο Γάλ­λος ποι­η­τής που την επι­σκέ­πτε­ται, «η αρ­χαιό­τη­τα θα έκα­νε τη Μα­ντώ μια θε­ό­τη­τα», αλ­λά η βα­σι­κή σύ­γκρου­ση της ται­νί­ας εί­ναι τε­λι­κά ανά­με­σα στη Μα­ντώ και σε αυ­τούς που δεν της επι­τρέ­πουν να ζή­σει με τους δι­κούς της όρους – εί­ναι δη­λα­δή μια σύ­γκρου­ση επι­κε­ντρω­μέ­νη στην ταυ­τό­τη­τά της ως γυ­ναί­κα. Από τις πρώ­τες κιό­λας σκη­νές η ται­νία προ­βάλ­λει το ότι η Μα­ντώ εί­ναι ιδιαί­τε­ρα επι­θυ­μη­τή, αλ­λά η ίδια αρ­νεί­ται να πα­ντρευ­τεί. Από τη στιγ­μή που γνω­ρί­ζει τον Υψη­λά­ντη και ερω­τεύ­ε­ται —αλ­λά εξα­κο­λου­θεί να ανα­βάλ­λει τον γά­μο μέ­χρι την απε­λευ­θέ­ρω­ση των Ελ­λή­νων—, η ται­νία ακο­λου­θεί τυ­πι­κές συμ­βά­σεις κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών με­λο­δρα­μά­των της επο­χής (Πα­τσα­λί­δης και Νι­κο­λο­πού­λου, 2001, Κα­σα­βέ­τη, 2017), όπου το ζευ­γά­ρι βρί­σκε­ται αντι­μέ­τω­πο με ένα εχθρι­κό πε­ρι­βάλ­λον που θέ­λει να τους χω­ρί­σει — και εδώ τα κα­τα­φέρ­νει. Ο πο­λι­τι­κός Κω­λέτ­της, δισ­διά­στα­τος αντι­ή­ρω­ας στην ται­νία, στή­νει ίντρι­γκα βά­ζο­ντας μια νέα γυ­ναί­κα να λει­τουρ­γή­σει ως αντί­ζη­λος, κλο­νί­ζο­ντας τον δε­σμό του ζευ­γα­ριού. Ο θά­να­τος τού Υψη­λά­ντη, και η —πλέ­ον αρ­γά— επα­να­σύν­δε­σή τους απο­τε­λεί τυ­πι­κή με­λο­δρα­μα­τι­κή σκη­νή στο κρε­βά­τι του πό­νου. Από πολ­λές από­ψεις, η κα­τα­σκευή της Μα­ντώς Μαυ­ρο­γέ­νους ακο­λου­θεί αφη­γη­μα­τι­κές συμ­βά­σεις του με­λο­δρά­μα­τος, ενός εί­δους ιδιαί­τε­ρα οι­κεί­ου στους θε­α­τές της επο­χής που κυ­κλο­φό­ρη­σε η ται­νία, προ­σαρ­μό­ζο­ντας ωστό­σο το σύ­νη­θες αί­σιο τέ­λος στα γνω­στά ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα.

Αν από αφη­γη­μα­τι­κής πλευ­ράς οι ται­νί­ες εί­ναι συ­ντη­ρη­τι­κές ως προς την
πο­λι­τι­κή του φύ­λου που προ­βάλ­λουν, πα­ρου­σιά­ζο­ντας τις δύο γυ­ναί­κες ως εξαι­ρέ­σεις προς απο­φυ­γή και όχι ως πα­ρα­δείγ­μα­τα προς μί­μη­ση, η εν­σάρ­κω­ση των ηρω­ί­δων από δύο λα­μπε­ρές πρω­τα­γω­νί­στριες και το γε­γο­νός ότι τις βλέ­που­με σε σκη­νές δρά­σης να ηγού­νται αν­δρών και να εί­ναι ιδιαί­τε­ρα ικα­νές και με τα λό­για και με τα όπλα, στέλ­νει πιο προ­ο­δευ­τι­κά μη­νύ­μα­τα στους θε­α­τές για τον επι­θυ­μη­τό κοι­νω­νι­κό ρό­λο των γυ­ναι­κών. Ενώ η αφή­γη­ση δί­νει έμ­φα­ση στις δύο γυ­ναί­κες ως εξαι­ρέ­σεις απο­μα­κρύ­νο­ντάς τες από τους θε­α­τές, το θέ­α­μα δί­νει ευ­και­ρί­ες ταύ­τι­σης των θε­α­τών μα­ζί τους.
Όταν, για πα­ρά­δειγ­μα, βλέ­που­με την ένο­πλη Μπου­μπου­λί­να να εμ­ψυ­χώ­νει τους πο­λε­μι­στές και να ηγεί­ται αν­δρών, απο­λαμ­βά­νου­με ένα ασυ­νή­θι­στο (του­λά­χι­στον για τα δε­δο­μέ­να του Πα­λιού Ελ­λη­νι­κού Κι­νη­μα­το­γρά­φου) θέ­α­μα μιας ισχυ­ρής, απο­φα­σι­σμέ­νης, δυ­να­μι­κής γυ­ναί­κας σε έναν ρό­λο τυ­πι­κά αντρι­κό. Η ει­κό­να ανά­γει τη Μπου­μπου­λί­να - Ει­ρή­νη Πα­πά σε πα­ρά­δειγ­μα προς θαυ­μα­σμό και ταύ­τι­ση, ενι­σχύ­ο­ντας μια ανά­γνω­ση της ται­νί­ας με θε­τι­κό φε­μι­νι­στι­κό πρό­ση­μο. ‘Εστω και αν οι συ­μπα­ρα­δη­λώ­σεις που η μορ­φή της
ηθο­ποιού φέ­ρει ήταν υπό δια­μόρ­φω­ση την πε­ρί­ο­δο που έγι­νε η ται­νία, κα­θώς επρό­κει­το για μια από τις πρώ­τες ται­νί­ες της Πα­πά στην Ελ­λά­δα, η πα­ρου­σία της ηθο­ποιού στον ρό­λο ενι­σχύ­ει μια ανά­γνω­ση που συν­δέ­ει εθνι­κό πε­ριε­χό­με­νο με μια ισχυ­ρή γυ­ναι­κεία μορ­φή (Kourelou, 2010).

Η Μαντώ Μαυρογένους (Τζένη Καρέζη) επιδεικνύει την εξαιρετική της ικανότητα στη σκοποβολή. Στιγμιότυπο από την ταινία του Κώστα Καραγιάννη (1971)
Η Μαντώ Μαυρογένους (Τζένη Καρέζη) επιδεικνύει την εξαιρετική της ικανότητα στη σκοποβολή. Στιγμιότυπο από την ταινία του Κώστα Καραγιάννη (1971)


Το ίδιο ισχύ­ει και για τη Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους. Πα­ρά την έμ­φα­ση της ται­νί­ας στο ει­δύλ­λιο, υπάρ­χουν σκη­νές όπου βλέ­που­με τη δυ­να­μι­κή, κά­πο­τε έφιπ­πη, Μα­ντώ, ντυ­μέ­νη με πα­ντε­λό­νια, να παίρ­νει μέ­ρος σε πο­λε­μι­κή δρά­ση και να χαί­ρει του θαυ­μα­σμού των αν­δρών για την ικα­νό­τη­τά της. Σε μια σκη­νή προς την αρ­χή της ται­νί­ας, η Μα­ντώ προ­βάλ­λει την εξαι­ρε­τι­κή δε­ξιό­τη­τά της στη σκο­πο­βο­λή (ει­κό­να 2), ξε­περ­νώ­ντας όλους τους άντρες της ομή­γυ­ρης. Πα­ρό­λον ότι η σκη­νή εντάσ­σε­ται στα πλαί­σια του ερω­τι­κού παι­χνι­διού, η ει­κό­να της εν δρά­σει από μό­νη της προ­βάλ­λει ένα πα­ρά­δειγ­μα ισχυ­ρής, δυ­να­μι­κής και ανε­ξάρ­τη­της γυ­ναί­κας, ενι­σχύ­ο­ντας έμ­με­σα ένα φε­μι­νι­στι­κό μή­νυ­μα. Το ότι τη Μα­ντώ εν­σαρ­κώ­νει η Τζέ­νη Κα­ρέ­ζη, μια από τις πιο δη­μο­φι­λείς σταρ της δε­κα­ε­τί­ας του 1960 και των αρ­χών του 1970, στέλ­νει πε­ραι­τέ­ρω μη­νύ­μα­τα γυ­ναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης κα­θώς σε πολ­λούς ρό­λους της —ιδιαί­τε­ρα στις κω­μω­δί­ες— η ηθο­ποιός εν­σάρ­κω­σε χα­ρα­κτή­ρες που ενα­ντιώ­θη­καν σε ισχύ­ο­ντα πα­τριαρ­χι­κά πρό­τυ­πα (Δελ­βε­ρού­δη, 2004).

Ανα­λύ­ο­ντας τη Μπου­μπου­λί­να και τη Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους ως προς τον τρό­πο που ανα­πα­ρι­στούν τις δύο κε­ντρι­κές ηρω­ί­δες σχε­τι­κά με τον αντι­συμ­βα­τι­κό τους κοι­νω­νι­κό ρό­λο ως γυ­ναί­κες —τό­σο σε σχέ­ση με την επο­χή στην οποία ανα­φέ­ρο­νται, όσο και με την πε­ρί­ο­δο που έγι­ναν οι ται­νί­ες— δια­πι­στώ­νου­με ότι με­τα­δί­δουν πο­λυ­σή­μα­ντα, και σε κά­ποιο βαθ­μό αντι­φα­τι­κά, μη­νύ­μα­τα. Ενώ και στις δύο ται­νί­ες το πα­τριω­τι­κό μή­νυ­μα υπε­ρι­σχύ­ει, κα­θώς προ­βάλ­λε­ται και ως το κί­νη­τρο δρά­σης των δύο γυ­ναι­κών, και ως το κε­ντρι­κό ιδε­ο­λό­γη­μα των ίδιων τών ται­νιών, το γε­γο­νός ότι οι δύο ηρω­ί­δες εί­ναι γυ­ναί­κες δη­μιουρ­γεί εντά­σεις που η αφή­γη­ση και η ει­κό­να λύ­νουν δια­φο­ρε­τι­κά.
Στο επί­πε­δο της αφή­γη­σης, η δια­φο­ρά φύ­λου υπο­βι­βά­ζε­ται ενώ οι δύο γυ­ναί­κες τε­λι­κά τι­μω­ρού­νται. Στο επί­πε­δο της ει­κό­νας, το θέ­α­μα των δύο δυ­να­μι­κών, ισχυ­ρών, ηγε­τι­κών γυ­ναι­κεί­ων μορ­φών, εν­σαρ­κω­μέ­νων από δύο ηθο­ποιούς-σταρ που σε με­γά­λο βαθ­μό συν­δέ­ο­νται με μη­νύ­μα­τα γυ­ναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης, προ­βάλ­λει μια δια­φο­ρε­τι­κή ιστο­ρία. Μια ιστο­ρία που αφο­ρά πο­λύ λι­γό­τε­ρο τις μορ­φές του πα­ρελ­θό­ντος, και πε­ρισ­σό­τε­ρο το κοι­νό των δε­κα­ε­τιών 1950-70 που βρι­σκό­ταν αντι­μέ­τω­πο με νέ­ες αντι­λή­ψεις, επι­θυ­μί­ες και ιδε­ο­λο­γή­μα­τα σχε­τι­κά με τον ρό­λο των γυ­ναι­κών στην κοι­νω­νία. (Ξα­να)βλέ­πο­ντας τις ται­νί­ες αυ­τές από τη μα­τιά του 2021, μπο­ρού­με να ισχυ­ρι­στού­με ότι απο­τε­λούν λι­θά­ρια στην κα­τα­σκευή μιας απε­λευ­θε­ρω­μέ­νης γυ­ναι­κεί­ας ταυ­τό­τη­τας στον ελ­λη­νι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Angelomati, Eleni (2008) “Women in the Greek War of Independence”, Mazower, Mark επιμ., στο Networks of Power in Modern Greece, Λον­δί­νο: Hurst and Company, σσ. 45-68.
Δελ­βε­ρού­δη, Ελί­ζα-Αν­να (2004) Οι νέ­οι στις κω­μω­δί­ες του ελ­λη­νι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου, 1948-1974, Αθή­να: Κέ­ντρο Νε­ο­ελ­λη­νι­κων Ερευ­νών.
Κα­λα­μά­ρη-Νι­κο­λά­κη, Ει­ρή­νη (2015) Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους, Κέ­δρος.
Κα­ντάς, Κώ­στας (2008) Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους: Η μυ­θι­κή ηρω­ί­δα της επα­νά­στα­σης του ’21 και η τρα­γι­κή ζωή της, Αθή­να: Πε­λα­σγός.
Κα­σα­βέ­τη, Ορ­σα­λία, Ορέ­στης Αν­δρε­α­δά­κης (επιμ.) (2021) Κα­τά­λο­γος 1821- 2021, 23ο Φε­στι­βάλ Ντο­κι­μα­ντέρ Θεσ­σα­λο­νί­κης, Θεσ­σα­λο­νί­κη: Εκ­δό­σεις Φε­στι­βάλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης.
Κα­σα­βέ­τη, Ορ­σα­λία-Ελέ­νη (2017) «Το ελ­λη­νι­κό με­λό­δρα­μα: Η εξέ­λι­ξη ενός δη­μο­φι­λούς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού εί­δους», στο Πα­ρα­δεί­ση, Μα­ρία, Αφρο­δί­τη Νι­κο­λα­ΐ­δου (επιμ.) Από τον πρώ­ι­μο στον σύγ­χρο­νο ελ­λη­νι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο: Ζη­τή­μα­τα με­θο­δο­λο­γί­ας, θε­ω­ρί­ας, ιστο­ρί­ας, Gutenberg, σσ. 45-75.
Kourelou, Olga (2010) “A True Goddess: Irene Papas and the Representation of Greekness”, Cheung, Ruby with D.H. Fleming (επιμ.) Cinemas, Identities and Beyond, Nιού­κα­σλ: Cambridge Scholars Publishing, σσ. 212-226.
Λε­βε­ντά­κος, Δια­μά­ντης (επιμ). (2002), Οπτι­κο­α­κου­στι­κή κουλ­τού­ρα. Ξα­να­βλέ­πο­ντας τον Πα­λιό Ελ­λη­νι­κό Κι­νη­μα­το­γρά­φο, Αθή­να: Εται­ρία Ελ­λή­νων Σκη­νο­θε­τών.
Με­λάς, Σπύ­ρος (1972) Μα­ντώ Μαυ­ρο­γέ­νους: η κα­πε­τά­νισ­σα του ’21, Μπί­ρης.
Ξη­ρα­δά­κη, Κού­λα (2021) Γυ­ναί­κες του '21: Συμ­βο­λή στην έρευ­να, Κου­κί­δα.
Papadimitriou, Lydia (2015) “Heroines of the 1821 Revolution in Greek Cinema: Bouboulina (1959) και Manto Mavrogenous (1971)”, Tutui, Marian (επιμ.) Balkan Heroes and Anti-Heroes, Cetate: Divan Film Festival, σσ. 45-48.
Πα­τσα­λί­δης, Σάβ­βας, Ανα­στα­σία Νι­κο­λο­πού­λου (επιμ.) (2001) Με­λό­δρα­μα: Ει­δο­λο­γι­κοί και Ιδε­ο­λο­γι­κοί Με­τα­σχη­μα­τι­σμοί, Θεσ­σα­λο­νί­κη: University Studio Press.
Ρώ­τας, Βα­σί­λης (χ.χ.) Λα­σκα­ρί­να Μπου­μπου­λί­να, Κλα­σι­κά Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να, τχ. 1230, Ατλα­ντίς.
Χα­τζη­κυ­ρια­κί­δης, Κυ­ριά­κος (2021) Λα­σκα­ρί­να Μπου­μπου­λί­να: η κα­πε­τά­νισ­σα της Ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης, Με­ταίχ­μιο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: