Από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα έχουν γυριστεί 24 ταινίες
μυθοπλασίας που αναφέρονται σε γεγονότα και ήρωες της ελληνικής
Επανάστασης (Κασαβέτη, 2021, 228-253). Μεταξύ αυτών ένας μικρός αριθμός
είναι ευρέως γνωστές, κυρίως λόγω συχνών τηλεοπτικών επαναλήψεων, ενώ
κάποιες δε σώζονται ή είναι δυσεύρετες. Ανάμεσα στις πιο γνωστές, η Μπουμπουλίνα (Κώστας Ανδρίτσος, 1959) και η Μαντώ Μαυρογένους
(Κώστας Καραγιάννης, 1971) αφηγούνται τη ζωή των επώνυμων ηρωίδων,
προσφέροντας γόνιμο έδαφος για την εξερεύνηση της αναπαράστασης των
γυναικών στις ιστορικές αυτές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ως
αγωνίστριες, πνευματικές ηγέτιδες, και οικονομικοί αρωγοί της
επανάστασης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1771-1825) και η Μαντώ
Μαυρογένους (1796-1840) υπερέβησαν τους συμβατικούς γυναικείους ρόλους
της εποχής τους. Σύμβολα πατριωτικού ηρωισμού, αναγνωρίστηκαν σε
μεταγενέστερα χρόνια για τη συμβολή τους στον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα
με διάφορους τρόπους – προτομές, ονομασίες δρόμων, εμφάνιση σε κέρματα
και χαρτονομίσματα – και έχουν αποτελέσει αντικείμενο τόσο λαϊκών
αφηγήσεων όσο και εμπεριστατωμένων μελετών (Ξηραδάκη, 2021,
Χατζηκυριακίδης, 2021, Καλαμάρη-Νικολάκη, 2015, Καντάς, 2008, Ρώτας,
χ.χ., Μελάς, 1972). Οι δύο ταινίες, γυρισμένες με διαφορά 12 ετών και
από διαφορετικούς συντελεστές, εντάσσονται στα πλαίσια των αφηγήσεων για
το ευρύ κοινό, και παρουσιάζουν μυθοποιημένες εκδοχές του βίου των δύο
ηρωίδων ακολουθώντας αφηγηματικές και υφολογικές συμβάσεις του «παλιού» ή
«εμπορικού» ελληνικού κινηματογράφου (Λεβεντάκος, 2002).
Όπως κάθε
αφήγημα που αναφέρεται στο παρελθόν, οι ταινίες αυτές παραπέμπουν σε
δύο χρόνους: αυτόν της ιστορικής περιόδου την οποία αναπαριστούν —τον
πρώιμο 19ο
αιώνα— και αυτόν την εποχής στην οποία πραγματοποιούνται — τέλη
δεκαετίας του 1950 και αρχές δεκαετίας του 1970. Αναλύοντάς τες
βρισκόμαστε αντιμέτωποι και με έναν τρίτο χρόνο: αυτόν του παρόντος και
τις αξίες και αναφορές που συνειδητά ή ασυνείδητα φέρουμε. Η διερεύνηση
της αναπαράστασης της ζωής των γυναικών της Επανάστασης στις ιστορικές
αυτές ταινίες αφορά σε κοινωνικά στοιχεία της περιόδου στην οποία
αναφέρονται, αλλά ακόμη περισσότερο σε αντιλήψεις, ιδεολογήματα και
φαντασιώσεις που κυκλοφορούσαν στη δημόσια σφαίρα την εποχή στην οποία
οι ταινίες έχουν γυριστεί. Η χρονική απόσταση που μας χωρίζει και από
την ιστορική περίοδο της αφήγησης και από την περίοδο παραγωγής των
ταινιών διευκολύνει στο να επισημάνουμε τον τρόπο κατασκευής αυτών των
αναπαραστάσεων και τις ιδέες που διέσπειραν για τον κοινωνικό ρόλο των
γυναικών.
Πώς, λοιπόν, διαπραγματεύονται οι δύο ταινίες την
αντισυμβατικότητα των δύο αυτών γυναικών όσον αφορά τον κοινωνικό τους
ρόλο; Πού και πώς διαφαίνεται η ένταση ανάμεσα στη δράση των γυναικών
και στις κοινωνικές προσδοκίες απέναντί τους; Και ποιες αφηγηματικές και
παραστατικές λύσεις προβάλλουν; Όπως θα φανεί παρακάτω, στο επίπεδο
της αφήγησης ο βασικός τρόπος διαπραγμάτευσης αυτής της έντασης είναι η
ρητορική ακύρωση των διαφορών φύλου μέσω του διαλόγου, και η
αντικατάστασή τους με τη δυάδα «ελευθερία-σκλαβιά». Όπως λέει η ίδια η
Μπουμπουλίνα στην επώνυμη ταινία: «Δεν υπάρχουν γυναίκες και άντρες στον
Αγώνα […] υπάρχουν μονάχα ελεύθεροι και σκλάβοι.» Στο επίπεδο της
εικόνας, ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο πολυσήμαντα: αφενός βλέπουμε και
ακούμε γυναίκες να δρουν αυτόβουλα και δυναμικά, και αφετέρου
αναγνωρίζουμε δύο γνωστές ηθοποιούς-πρωταγωνίστριες. Μεταξύ αφήγησης και
εικόνας υπάρχει λοιπόν μια ένταση η οποία ανοίγει τις ταινίες σε
πολλαπλές αναγνώσεις.
Προτού αναπτύξουμε τα παραπάνω, αξίζει να
αναφερθούμε σύντομα στις άλλες ταινίες με θέμα την Επανάσταση για να
δείξουμε το πώς οι δύο αυτές ταινίες ξεχωρίζουν. Με δύο μόνο εξαιρέσεις
—την κυρά Φροσύνη και τις γυναίκες του Ζαλόγγου— οι γυναικείοι
χαρακτήρες στις υπόλοιπες ταινίες δεν αφορούν ιστορικές μορφές, αλλά
είναι φανταστικοί, δηλαδή πλασμένοι για να εξυπηρετήσουν τους στόχους
της δραματοποίησης.
Η ιστορία της κυρά Φροσύνης και ο πνιγμός της
στη λίμνη των Ιωαννίνων το 1801 από τον Αλή Πασά, δραματοποιήθηκε δύο
φορές: το 1959 στο Ο Αλή Πασάς και η κυρά Φροσύνη
(σκηνοθεσία Στέφανου Στρατηγού, με τη Γκέλυ Μαυροπούλου) και το 1960 στο Η Λίμνη των Στεναγμών
(σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου, με την Ειρήνη Παπά). Και οι δύο ταινίες
διεγείρουν τη συμπάθεια και τον οίκτο των θεατών για τη Φροσύνη, καθώς
την παρουσιάζουν ως θύμα της αγριότητας του αλβανού ηγέτη. Η κυρά
Φροσύνη όμως δεν εμφανίζεται ως αγωνίστρια ή επαναστάτρια. Η αντίστασή
της αφορά το ότι αρνείται να έχει ερωτικές σχέσεις με τον Αλή Πασά
(παρότι έχει σχέσεις με τον γιό του) και τιμωρείται για αυτό. Λειτουργεί
έτσι ως σύμβολο του καταπιεσμένου έθνους, χωρίς ωστόσο να κλονίζει τον
συμβατικό γυναικείο ρόλο της γυναίκας-καλλονής, αντικειμένου του
αντρικού πόθου.
Η ταινία του Στέλιου Τατασόπουλου Ζάλογγο, το Κάστρο της Λευτεριάς
(1958) δραματοποιεί το επίσης προ-επαναστατικό, θρυλικό, κεφάλαιο της
αυτοθυσίας των γυναικών του Σουλίου το 1803, οι οποίες, αντί να πέσουν
στα χέρια των ανδρών του Αλή Πασά, πήδηξαν στο θάνατο μαζί με τα παιδιά
τους από τους βράχους του Ζαλόγγου. Σύμβολο αντίστασης και αυταπάρνησης,
το επεισόδιο αυτό ενέπνευσε πολλές γραπτές και εικονικές
αναπαραστάσεις, ακόμη και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, συμβάλλοντας
στην ενίσχυση του φιλελληνικού ρεύματος στη Δύση. Πρόκειται για
συλλογική γυναικεία ηρωίδα, καθώς οι επιμέρους γυναικείοι χαρακτήρες του
θρύλου —και της ταινίας— είναι ουσιαστικά πτυχές του ίδιου συμβόλου,
και όχι διακριτές ιστορικές μορφές. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοιες
αυτοκτονίες γυναικών αναφέρονται συχνά σε ιστορικές πηγές (Angelomati,
2008, 56-57), αλλά το Ζάλογγο είναι το μόνο γνωστό επεισόδιο, έχοντας
συμβολικά συμπυκνώσει όλα τα άλλα. Ωστόσο, όπως η Φροσύνη, οι γυναίκες
αυτές είναι θύματα, και παρά τον ηρωισμό της αυτοθυσίας τους, η δράση
τους δεν κλονίζει παραδοσιακά γυναικεία πρότυπα.
Μυθοπλαστικοί γυναικείοι χαρακτήρες υπάρχουν σε όλες τις ταινίες με
θέμα την Επανάσταση, και ο ρόλος τους είναι συνήθως μικρός και
συμβατικός. Εδώ αξίζει να διαφοροποιήσουμε ανάμεσα στις Ελληνίδες, τις
Τουρκάλες/αλλόθρησκες, και τις Ελληνίδες αιχμαλωτισμένες σε χαρέμι. Η
ταινία Παπαφλέσσας (Ερρίκος Ανδρέου, 1971) προσφέρει ενδεικτικά
παραδείγματα και των τριών. Η ελληνίδα Κατερίνα (Κάτια Δανδουλάκη), το
ερωτικό ενδιαφέρον του Παπαφλέσσα (Δημήτρη Παπαμιχαήλ), αποτελεί τον
κύριο γυναικείο χαρακτήρα της ταινίας. Η παρουσία της περιορίζεται σε
μικρό αριθμό σκηνών, όπου βλέπουμε την απόλυτη αφοσίωσή της τόσο στον
Παπαφλέσσα —παρότι αυτός αρνείται να έχει ερωτικές σχέσεις μαζί της —
όσο και στον αγώνα. Η Κατερίνα είναι πρότυπο αυταπάρνησης και
αυτοθυσίας, καθώς βάζει τον άντρα και το έθνος πάνω από τις δικές της
ανάγκες και επιθυμίες. Χαρακτήρα Τουρκάλας ανεπτυγμένο δεν έχει η
ταινία, αλλά βλέπουμε γυναίκες ημίγυμνες να χορεύουν για τους πασάδες,
αναπαράγοντας το σύνηθες μοτίβο της σεξουαλικά διαθέσιμης Ανατολίτισσας.
Υπάρχει ωστόσο ένας χαρακτήρας Ελληνίδας αιχμαλωτισμένης σε χαρέμι,
στην οποία η αφήγηση δίνει την ευκαιρία εξιλέωσης καθώς, σε μια κρίσιμη
στιγμή, βοηθάει έναν έλληνα αιχμάλωτο να ξεφύγει, βρίσκοντας ωστόσο η
ίδια το θάνατο.
Οι ρόλοι των γυναικών στις περισσότερες ταινίες για
την ελληνική επανάσταση αναπαράγουν κοινωνικά και ηθικά στερεότυπα,
διαμορφωμένα από τα κυρίαρχα πατριαρχικά και εκκλησιαστικά πρότυπα. Ας
δούμε, λοιπόν, σε ποιο βαθμό η Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους αποτελούν
εξαιρέσεις ως προς το ότι παρουσιάζουν τις δύο αυτές ισχυρές,
αντισυμβατικές, αλλά ταγμένες στον Αγώνα, ιστορικές γυναικείκες μορφές
με τρόπους που προσκαλούν σε πολλαπλές, έως και αντιφατικές, αναγνώσεις.
Ως
ιστορικές μορφές, η Μπουμπουλίνα και η Μαντώ ήταν εύπορες γυναίκες.
Χήρα η πρώτη, κληρονόμησε την περιουσία του δεύτερου άντρα της, Δημήτριο
Μπούμπουλη, την οποία χρησιμοποίησε για να ναυπηγήσει και να ναυλώσει
καράβια για την Επανάσταση. Ανύπαντρη η δεύτερη, ξόδεψε την προίκα της
για να εξοπλίσει πλοία και στρατό ενάντια στους Οθωμανούς, ενώ με τη
μόρφωσή της συνεισέφερε στη ενίσχυση του φιλελληνικού ρεύματος. Η
κοινωνική θέση και περιουσία τους έδωσε και στις δύο την υλική
δυνατότητα να έχουν σημαντική επίδραση στον Αγώνα. Ας σημειωθεί ωστόσο
ότι η αυτονομία τους ήταν ενάντια στα κοινωνικά πρότυπα της εποχής τους,
διότι οι γυναίκες εύπορων οικογενειών ήταν συνήθως αποκομμένες από
οικονομικά ζητήματα (Angelomati, 2008, 46).
Οι δύο ταινίες αφηγούνται
τα βασικά βιογραφικά στοιχεία της αντίστοιχης ηρωίδας, δίνοντας
ιδιαίτερη έμφαση αφενός στην αφοσίωσή της στην Επανάσταση και αφετέρου
στην προσωπική της ζωή. Στη Μπουμπουλίνα η επαναστατική δράση τονίζεται περισσότερο στο σενάριο από ό,τι στη Μαντώ Μαυρογένους,
όπου το ειδύλλιο και η ίντριγκα παίρνουν πρώτιστη θέση. Βασισμένη σε
ανέκδοτη βιογραφία του Νέστορα Μάτσα, η ταινία του Ανδρίτσου παρουσιάζει
χρονολογικά τη ζωή της σπετσιώτισσας Λασκαρίνας, τονίζοντας από την
πρώτη σκηνή την αγάπη της για τη θάλασσα και τα καράβια, τον πρώτο γάμο
της από έρωτα, τον ρόλο της στην προετοιμασία για την επανάσταση καθώς
έκρυβε άρματα στο σπίτι της, τη μητρότητα και την πρώτη χηρεία της, τον
δεύτερο γάμο της με τον καπετάν Μπούμπουλη, τη δεύτερη χηρεία της, την
αφοσίωσή της στον Αγώνα με την κατασκευή πλοίων, την προσωπική συμμετοχή
της σε ένοπλες συγκρούσεις, τον θάνατο ενός από τους γιούς της και
τέλος τον θάνατό της από βόλι Έλληνα. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η ταινία
του Καραγιάννη παρουσιάζει τη ζωή της Μαντώς ως φλάσμπακ-απάντηση στην
ερώτηση του δημόσιου υπάλληλου «Και τι έχετε προσφέρει εσείς στον Αγώνα
για να θέλετε να πάρετε σύνταξη αγωνιστού;». Βλέπουμε την αφοσίωσή της
στον Αγώνα από τα χρόνια της Τεργέστης, την επιστροφή της «στο νησί», τη
μύησή της στη Φιλική Εταιρεία, τη συνάντηση και τον έρωτά της με το
Δημήτριο Υψηλάντη, την άρνησή της να παντρευτεί μέχρι την απελευθέρωση,
την ίντριγκα του πολιτικού Ιωάννη Κωλέττη για να τους χωρίσει, την
επιρροή της στο εξωτερικό μέσα από τα γράμματα της, και τέλος τον θάνατο
του Υψηλάντη και τον τελικό χωρισμό τους. Η ταινία κλείνει
επιστρέφοντας στο παρόν της αφήγησης, το 1840, έτος θανάτου της Μαντώς,
με την ειρωνική απάντησή της στην ερώτηση του δημόσιου υπάλληλου: «Τι
έχω προσφέρει στον Αγώνα εγώ, εγώ η Μαντώ Μαυρογένους; Τίποτε».
Οι
τελευταίες σκηνές και στις δύο ταινίες τονίζουν το άδικο τέλος των δύο
γυναικών. Η ισχύς που απέκτησαν και η παρουσία τους στη δημόσια ζωή του
νεοσύστατου κράτους δημιούργησαν εχθρούς που τελικά τους στοίχισαν τη
ζωή. Με τον τρόπο που ολοκληρώνουν την αφήγηση οι ταινίες εμμέσως αλλά
σαφώς στέλνουν το μήνυμα ότι η αντισυμβατικότητα, σε προσωπικό
τουλάχιστον επίπεδο, δε τις αντάμειψε, παρά τη σημαντική τους συμβολή
στην Επανάσταση (Papadimitriou, 2015, 47-48). ‘Εμμεσα, λοιπόν, οι
ταινίες δεν τις παρουσιάζουν ως παραδείγματα προς μίμηση, αλλά ως
εξαιρέσεις γυναικών που πλήρωσαν για τη δράση τους.
Και οι δύο
ταινίες συμπεριλαμβάνουν σκηνές που επισημαίνουν ότι οι ηρωίδες έδρασαν
σε αντίθεση με τον κοινωνικό ρόλο του φύλου τους. Σε μια συγκέντρωση
προεστών στο σπίτι της Μπουμπουλίνας στην ομώνυμη ταινία, όταν ένας
αμφισβητεί το πως «μια γυναίκα» μπαίνει «μες τη φωτιά και μες τον
πόλεμο», η ίδια απαντάει, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, ότι «δεν υπάρχουν
γυναίκες και άντρες στον Αγώνα […] μονάχα ελεύθεροι και σκλάβοι». Παρά
την επιμονή του συγκεκριμένου χαρακτήρα στη διαφοροποίηση
ανδρών/γυναικών ως προς κοινωνικούς ρόλους («εσύ με το γυναίκειο σου
μυαλό έγινες κιόλας στρατηγός και καπετάνιος»), στη συζήτηση τελικά
υπερισχύει ο λόγος της Μπουμπουλίνας και η ιδέα ότι πάνω απ’ όλα είναι ο
Αγώνας «που δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες». Η
διαφορετικότητα της Λασκαρίνας επισημαίνεται σε πολλά σημεία της
ταινίας, με έμφαση είτε στην έντονη αγάπη της για τη θάλασσα που την
οδηγεί στο να γίνει καπετάνισσα, είτε στην αφοσίωσή της στον Αγώνα – ή
και στα δύο μαζί.
Ενδεικτική είναι η σκηνή της με τον Μπούμπουλη, πριν συμφωνήσει για τον δεύτερο γάμο, όπου του εξηγεί: