Η κυρία στο τραίνο

Η κυρία στο τραίνο



Η κυρία έβγαλε ένα πακέτο Ντάνχιλ σκληρό, τον αναπτήρα της, κατέβασε τα πρεσβυωπικά γυαλιά της, έγειρε κάπως στο πλάι, μετατόπισε το κεφάλι της μονόπαντα, σαν να ήθελε να το ξεμπλοκάρει από σακκάκι που δεν φορούσε, άναψε ένα τσιγάρο. Στο βαγόνι επικρατούσε ησυχία, το τραίνο δεν είχε ακόμη ξεκινήσει. Το συγκεκριμένο ήταν καπνιστών. Κανείς ωστόσο δεν κάπνιζε. Τουλάχιστον ακόμη. Η κυρία αισθάνθηκε φευγαλέο, πλην διαπεραστικό, το βλέμμα του τύπου που καθόταν διαγωνίως απέναντί της. Την είχε δει, όχι στα μάτια, πάντως στο ύψος του κεφαλιού, τα μαλλιά της μάλλον κοίταξε, κατόπιν, φευγαλέα πάντα, με ταχύτητα ανεπαίσθητη, το βλέμμα του πέρασε από τα χέρια της, στο πακέτο με τα τσιγάρα, στο αναμμένο τσιγάρο. Παρά το γεγονός πως επρόκειτο για βαγόνι καπνιστών, είχε την αίσθηση πως τον ενοχλούσε. Κανένα δικαίωμα βέβαια δεν είχε ο τύπος να αισθάνεται ενοχλημένος, ας έπαιρνε μια θέση στην περιοχή των μη καπνιστών. Τον περιεργάστηκε πιστεύοντας πως η παρατήρησή της δεν γινόταν αντιληπτή. Θα ’ταν ανάμεσα στα σαρανταπέντε και στα πενήντα, σκούρος, μεσογειακός, με αρκετά μακριά μαλλιά, με μικρά γυαλιά, κάπως διανοούμενου, ελαφρώς βαρύτερος από το κανονικό, ντύσιμο όχι απολύτως συμβατικό πάντως όχι περίεργο. Έδειχνε αγύμναστος και, στο πρόσωπό του, παρά τη φαινομενική ηρεμία του, διέκρινες κάτι σαν δυσαρέσκεια. Tο αντίθετο από ένα χαμογελαστό, γαλήνιο ύφος.
Aναρωτήθηκε αν ο τύπος έκανε ανάλογες σκέψεις, αν όντως τον ενόχλησε το τσιγάρο της, αν παρατηρούσε τα δικά της μαλλιά, το δέρμα της, αν μάντευε την ηλικία της, αν έπαιρνε υπ’ όψη του ή τού ήταν παντελώς αδιάφορο το ντύσιμό της. Mέσα σ’ ένα τραίνο, σκέφτηκε, συνωστίζονται για κάποιες ώρες, μεγάλος αριθμός ποικίλων προσωπικοτήτων. Συμβιώνουν κατ’ ανάγκην, κουβαλώντας καθένας τους τον προσωπικό, τον ιδιωτικό του κόσμο, κουβαλώντας προβλήματα ή προσδοκίες, εφάπτονται κατά τύχη με τους διπλανούς τους, τους βλέπουν και δεν τους παρατηρούν, ή τους παρατηρούν διασκεδάζοντας τον χαμένο χρόνο τους. Tο ταξίδι κάποια στιγμή τελειώνει. Σηκώνονται όλοι από τις θέσεις τους και, με κινήσεις ανάτασης, αναζητούν τις αποσκευές τους από τις θέσεις άνωθεν των καθισμάτων, ανταλλάσσουν μικροκουβέντες ευγενίας, του τύπου, «συγγνώμη», «με συγχωρείτε», «παρακαλώ», «ευχαριστώ», «δεν πειράζει», αποβιβάζονται στον σταθμό άφιξης, διαλύονται προοδευτικά μέσα στο ανώνυμο πλήθος και, με ποικίλα μέσα, οδεύουν προς τον τελικό προορισμό τους έχοντας εγκαταλείψει για πάντα πίσω τους τις ώρες εκείνες της ζωής τους που έτυχε να γειτονέψουν με τόσους άλλους που έκαναν περίπου τις ίδιες κινήσεις.
Tη ψυσιογνωμία του τύπου απέναντί της θα την είχε σίγουρα ξεχάσει μέχρι το βράδυ, ίσως και πιο νωρίς. Kι εκείνος από την πλευρά του αναμφίβολα το ίδιο. Eκτός ίσως εάν, για κάποιο λόγο, στη διάρκεια της διαδρομής, ανέκυπτε κάποια ανταλλαγή, κάποια συνομιλία. Aλλά και πάλι τότε τίποτε δεν θα προεξοφλούσε ότι την επαύριον θα τον θυμόταν. Θα μπορούσε βέβαια από μιαν ενδεχόμενη συνομιλία να προέκυπτε κάποιου τύπου συνέχεια. Tι συνέχεια όμως; Θα ήταν αυτή η συνομιλία τέτοιου χαρακτήρα που να οδηγήσει σε ανταλλαγή διευθύνσεων; Για ποιο λόγο; Yπήρχε περίπτωση να αποδειχθεί πως αυτός ο τύπος μπορούσε να την ενδιαφέρει περισσότερο; Kαι αντιστρόφως αυτό να αποδειχθεί και αμοιβαίο; Eίχε κανένα λόγο να θέλει να συμβεί κάτι τέτοιο; Mα δεν ήταν ο εν λόγω κύριος και κανένας Tζέημς Nτην. Kαι αυτή την ίδια; Πώς την έβλεπε άραγε ο τύπος; Aν όντως την έβλεπε. H ίδια θεωρούσε ότι ήταν αρκετά κομψή. Έως και καλοβαλμένη. Όχι δεν ήταν καθόλου άσχημη. Aλλά ούτε και Kατρίν Nτενέβ. Δεν ήταν ανάγκη βεβαίως μια επαφή να βασίζεται μόνον στο σεξ-απήλ. Θα μπορούσαν να έχουν μια συνομιλία σε απλό επίπεδο γνωριμίας. Και πάλι όμως γιατί; Μήπως δεν είχε η ίδια αρκετούς φίλους και γνωστούς; Και εκείνος; Δεν μπορούσε βέβαια να ξέρει. Αλλά δεν έδειχνε και για περίπτωση κάποιου μονόχνωτου.

Κοίταξε το ρολόι της. Ακόμη τρεισίμισι ώρες. Ο τύπος είχε ανοίξει ένα βιβλίο και διάβαζε. Για κάποια διαστήματα τα μάτια του έκλειναν· λαγοκοιμόταν. Λίγο αργότερα σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα ή ίσως στο μπαρ. Όταν γύρισε έβγαλε από την τσάντα του ένα μπλοκ σημειώσεων και άρχισε να γράφει. Παρόλες τις δονήσεις του τραίνου επέμεινε για αρκετή ώρα, φαινόταν από τη θέση της η αστάθεια της γραφής, σελίδες με ορνιθοσκαλίσματα. Αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να γράφει. Προφανώς δεν ήταν επιστολή εφόσον ήταν ένα πολυσέλιδο τετραδιάκι. Πού και πού έσβηνε κάποια λέξη ή μιαν αράδα. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν κενά μια-δυο φορές, το δικό του δεν είχε δείξει κανένα εστιασμένο ενδιαφέρον εκτός ίσως από εκείνη τη στιγμή πριν ξεκινήσει το τραίνο, εξάλλου ήταν μάλλον η ιδέα της, τότε που εκείνη είχε ανάψει το πρώτο τσιγάρο. Στο μεταξύ είχε καπνίσει κι άλλα, όπως και ο νεαρός με το ντίσκμαν στ’ αυτιά, στη θέση δίπλα από τον τύπο. Ναι, ίσως και τότε να διέκρινε κάποια ενόχληση του τύπου που πάντως ήταν σίγουρα αντικαπνιστής αφού, τόση ώρα και σε περιοχή καπνιστών, δεν είχε καπνίσει ο ίδιος. Έγραφε συνεχώς εδώ και ώρα. Μα τι είδους σημειώσεις μπορούσαν να είναι και από πού έβγαιναν τόσες φράσεις, δεν ήταν καθόλου σημειώσεις που κρατάει κανείς για να μην ξεχάσει κάτι μεταγενέστερα. Ο τύπος έδειχνε να γράφει κάτι στα σοβαρά, μόνο μερικές στιγμές διέκοπτε και άφηνε το βλέμμα του απλανές στο τοπίο που ξετυλιγόταν με ταχύτητα έξω από το παράθυρο με ύφος που ωστόσο δεν σταματούσε να δείχνει δυσαρεστημένο.

Θα μπορούσε ασφαλώς να του μιλήσει με κάποια πρόφαση. Δεν ήξερε με ποιο σκοπό. Και βέβαια, όταν βρίσκεσαι σε ένα βαγόνι μεταξύ αγνώστων, μια κουβέντα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους ακούγεται αν όχι από όλους, πάντως σίγουρα και από τους υπόλοιπους δύο του κουπέ. Επομένως είναι προορισμένη να μείνει σε επίπεδο small talk, ανούσια και συνεπώς άσκοπη. Ποιος ο λόγος λοιπόν; Και όμως! Χωρίς πραγματικό λόγο, μια απλή αλλά βασανιστική περιέργεια την έσπρωχνε να θέλει να του μιλήσει. Όχι, καμιά σχέση με σεξ-απήλ.

Εκείνη έλυνε ένα σταυρόλεξο, εκείνος έγραφε πάντα. Έπιασε το βλέμμα του άλλη μια φορά να σταματάει στα μαλλιά της. Μπορεί βέβαια να ήταν περαστικό. Και πάλι δεν μπόρεσε να του απευθύνει τον λόγο, το βλέμμα του δεν αποτέλεσε αξιόπιστη αφορμή. Άρχισε να ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, νά 'το, βρήκε επιτέλους τον τρόπο. Ήταν φανερό πως ο τύπος δυσφορούσε. Δεν μπορούσε όμως και να διαμαρτυρηθεί γιατί το βαγόνι ήταν για καπνιστές. Με υπολογισμένες κινήσεις έκλεισε το στυλό του, το τετράδιό του, φόρεσε τα μυωπικά γυαλιά του που ενόσω έγραφε είχε αφαιρέσει, πήρε το κινητό του και το πουλόβερ του, ζήτησε συγνώμη από τον διπλανό του και βγήκε από το βαγόνι με το τετράδιο στο χέρι και κατεύθυνση προς το μίνι-μπαρ. Η κυρία άφησε να περάσει λίγος χρόνος και, με τη σειρά της τράβηξε προς την ίδια κατεύθυνση.

(1.4.2000)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: