Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Τηθύς σε ψηφιδωτό Ελληνιστικό δἀπεδο της Αντιόχειας (5ος αι.)
Τηθύς σε ψηφιδωτό Ελληνιστικό δἀπεδο της Αντιόχειας (5ος αι.)


Με τον πα­σί­γνω­στο στί­χο του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου (Μπο­λι­βάρ) κα­λω­σο­ρί­ζου­με στις σε­λί­δες αυ­τές ποι­η­τές της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, οι οποί­οι χρη­σι­μο­ποιούν στην ποί­η­σή τους ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα και τους πα­ρου­σιά­ζου­με μέ­σω ενός ή και πε­ρισ­σό­τε­ρων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών ποι­η­μά­των τους, ενός σύ­ντο­μου βιο­γρα­φι­κού και ενός κει­μέ­νου που μας στέλ­νουν για τη σχέ­ση τους με την Ελ­λά­δα. § Για­τί σκε­φτή­κα­με αυ­τή την ιδέα; Για­τί οι χώ­ρες της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, αποι­κί­ες της Ισπα­νί­ας, εμ­ψυ­χώ­θη­καν από την Ελ­λη­νι­κή Επα­νά­στα­ση του 1821 και αγω­νί­στη­καν για την Ανε­ξαρ­τη­σία τους με πρω­τερ­γά­τη τον Ελευ­θε­ρω­τή Σι­μόν Μπο­λί­βαρ. Επι­πλέ­ον, ήταν από τις πρώ­τες χώ­ρες που ανα­γνώ­ρι­σαν την Ελ­λά­δα ως ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος. § Έτσι, με κα­ρυο­φύλ­λι την πέ­να του ο κα­θέ­νας και με λά­βα­ρο την ποί­η­ση, συ­να­ντιό­μα­στε εδώ για να γιορ­τά­σου­με τα δια­κό­σια χρό­νια από τη φλό­γα που μας ένω­σε.
§ Ξε­κι­νή­σα­με με έναν ποι­η­τή κά­θε μή­να, αλ­λά αμέ­σως συ­νε­χί­σα­με με δύο, και τώ­ρα, λό­γω της τε­ρά­στιας αντα­πό­κρι­σης που συ­να­ντή­σα­με και η οποία θα οδη­γή­σει στην έκ­δο­ση μιας πο­λυ­σέ­λι­δης αν­θο­λο­γί­ας εν ευ­θέ­τω χρό­νω, προ­χω­ρά­με πα­ρου­σιά­ζο­ντας τρεις ποι­η­τές κά­θε φο­ρά. § Επί­σης, πλη­ρο­φο­ρού­με τους ανα­γνώ­στες που θα ήθε­λαν να δια­βά­σουν τα πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να στα ισπα­νι­κά, ότι θα τα βρουν στο ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κόhttp://​arc​agul​hare​vist​adec​ultu​ra.​blo​gspo​t.​com/ όπου, με τον τί­τλο Bolívar, eres bello como un griego, δη­μο­σιεύ­ο­νται έπει­τα από δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες.

Κούβα
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Νάν­συ Μο­ρε­χόν

Η Nancy Morejón (Αβά­να, 1944) εί­ναι Κου­βα­νή ποι­ή­τρια, με­τα­φρά­στρια και δο­κι­μιο­γρά­φος, με­λε­τή­τρια του έρ­γου του Νι­κο­λάς Γκι­γιέν και, από το 1999, τα­κτι­κό μέ­λος της Κου­βα­νι­κής Ακα­δη­μί­ας. Το ποι­η­τι­κό της έρ­γο πε­ρι­λαμ­βά­νει πο­λυά­ριθ­μα βι­βλία, από τα οποία ξε­χω­ρί­ζουν οι συλ­λο­γές Piedra pulida [Πέ­τρα στιλ­πνή], Elogio y paisaje [Εγκώ­μιο και το­πίο] και La Quinta de los Molinos [Κί­ντα δε λος Μο­λί­νος], που απέ­σπα­σαν το Βρα­βείο Κρι­τι­κής για τα έτη 1986, 1997 και 2000 αντί­στοι­χα. Επί­σης, έχει τι­μη­θεί με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνί­ας 200, κα­θώς και άλ­λες ση­μα­ντι­κές δια­κρί­σεις στην Κού­βα και στη Γαλ­λία. Το 2020, ο εκ­δο­τι­κός οί­κος White Pine Press της Νέ­ας Υόρ­κης εξέ­δω­σε τη δί­γλωσ­ση αν­θο­λο­γία του έρ­γου της Before a Mirror, the City [Μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη, η πό­λη].


Οι Αχαιοί

στη Μίρτα Αγκίρε

λέ­ει ο έκ­θαμ­βος και με­γά­θυ­μος Κάλ­χας:
«έφευ­γαν οι Αχαιοί
το κώ­νειο στο πλευ­ρό τους
ακο­λου­θού­σαν τη γραμ­μή των θε­ών
τύ­λι­γαν λι­βά­νι κι έντε­ρα του Πά­τρο­κλου
            ανά­με­σα στα ιστία
και τους κρα­τή­ρες της γα­λά­ζιας θά­λασ­σας»

Θερ­σί­της Ερ­μής Αφρο­δί­τη

«έφευ­γαν οι Αχα­οί»
—συ­νε­χί­ζει ο έκ­θαμ­βος γέ­ρων Κάλ­χας—
«και μα­ζί με το κώ­νειο
μα­ζί με τη λα­μπε­ρή λύ­ρα
ο τρε­λός ποι­η­τής η άμπε­λος
το χρυ­σό­ψα­ρο οι δάφ­νες».

έφε­ραν στον κό­σμο τις χει­ρο­πέ­δες

κά­ποιος γεν­νιό­ταν στους πρό­πο­δες της Θή­βας
για να έρ­θει κα­τό­πιν στην Αμε­ρι­κή
σ’ αυ­τόν τον άλ­λο κό­σμο

«πε­ρά­στε κύ­ριοι πε­ρά­στε
στην τε­λευ­ταία τού­τη φά­ση του ημι­σφαι­ρί­ου
εί­μα­στε εδώ
με τη γάγ­γραι­να με τη λόγ­χη
και τη χλα­μύ­δα από σά­πια μή­λα
πε­ρά­στε κύ­ριοι πε­ρά­στε»
έπει­τα οι Αχαιοί κα­τέ­κτη­σαν τον Άδη
οι Ρω­μαί­οι χα­ρο­πά­λε­ψαν με τον Θεό Χρι­στό
η Ισπα­νία τ’ όνο­μά της χά­ρα­ξε στα δι­κά μας μέ­ρη
σή­με­ρα
                        εμείς χέ­ζου­με τον Θεό.

Από το βιβλίο Richard trajo su flauta [Ο Ρίτσαρντ έφερε το φλάουτό του], 1967.


Ιθά­κη

στη Νέιδα Ουλάσια, Μικρούλα

Έπει­τα από τα χτυ­πή­μα­τα σ’ όλο του το κορ­μί
και τον άνε­μο στρο­βι­λι­ζό­με­νο πί­σω απ’ τ’ αυ­τιά του,
έρ­χε­ται εδώ ο Οδυσ­σέ­ας, βγά­ζο­ντας στα­γό­νες το νε­ρό από κά­θε πό­ρο,
ψα­ρά­κια να κρέ­μο­νται από κά­θε στα­γό­να,
μια αση­μέ­νια υπε­ρο­ψία να δρα­πε­τεύ­ει από τα πέλ­μα­τά του.
Ο Οδυσ­σέ­ας επι­στρέ­φει στην Ιθά­κη,
σε κεί­νο τον τό­πο, στο άσω­το μέ­ρος
όπου το στό­μα του γλυ­καί­νει
πα­ρά την εγ­γύ­τη­τα της θά­λασ­σας.
Αξί­ζει τον κό­πο να στα­θεί κα­νείς και να χα­ζέ­ψει τη σκη­νή.
Ήρ­θε κά­ποιος για να στε­γνώ­σει την υγρα­σία του
και να του πλέ­ξουν τα μαλ­λιά
και να του φέ­ρουν στε­γνά ρού­χα και ζε­στά,
σαν τον ήλιο της Πε­λο­πον­νή­σου αυ­τή την ώρα.
Του στρώ­νουν το τρα­πέ­ζι με λι­γο­στά το­πι­κά εδέ­σμα­τα
μα πά­νω στο λευ­κό τρα­πε­ζο­μά­ντη­λο
υπάρ­χουν απί­στευ­τα απε­ρί­γρα­πτα κε­ντί­δια
και, προ­πα­ντός, ένα ψη­λό μπου­κά­λι
που κά­πο­τε φι­λο­ξε­νού­σε
λε­πτό­γευ­στα ηδύ­πο­τα.
                        Από το ίδιο αυ­τό μπου­κά­λι
διέ­φυ­γαν τα οι­νο­πνεύ­μα­τα λες και τα αιφ­νι­δί­α­σαν
οι φή­μες της χι­λιό­χρο­νης νύ­χτας.

Στο κε­νό του μπου­κα­λιού
κα­λύ­πτο­ντας την ανά­μνη­ση των πα­λιών οι­νο­πνευ­μά­των,
κά­τι αγριο­λού­λου­δα με μό­νι­μη δια­φά­νεια.

Τε­λειώ­νο­ντας το φα­γη­τό,
οι Σει­ρή­νες κα­λούν τον Οδυσ­σέα
ν’ ακού­σει μου­σι­κή από κι­θά­ρες.

Ήταν δύο οι κι­θα­ρω­δοί,
ή, για να το πω κα­λύ­τε­ρα,
δύο οι γιοι της σιω­πής
που εί­χαν έρ­θει στην Ιθά­κη ακρι­βώς γι’ αυ­τό,
για να του παί­ξουν μου­σι­κή στον γυ­ρι­σμό του.
Ωστό­σο, τώ­ρα ακού­γε­ται
μο­νά­χα η σιω­πή
των φρού­των που μό­λις κό­πη­καν από τα δέ­ντρα:
το πη­γαι­νέ­λα των φύλ­λων κά­τω απ’ τα κλα­διά.
Αλ­λά ο λά­ρυγ­γας του Οδυσ­σέα
εί­ναι βου­βός, βου­βός κι ακί­νη­τος,
σαν έν’ ακί­νη­το πλοίο σε πλή­ρη τρι­κυ­μία.
Και τό­τε γί­νε­ται το θαύ­μα:
ένα που­λί πε­τά­ει
απ’ την καρ­διά του
μέ­χρι το κέ­ντρο
της Ιθά­κης,
της Ιθά­κης που εί­ναι όλη φως
εν μέ­σω ενός ακί­νη­του ζε­νίθ.

Από το βιβλίο La Quinta de los Molinos, 2000.



Και τα πλοία της Ιθά­κης

στη Μπέρτα Αλόνσο

Πά­νε κι έρ­χο­νται οι σκιές∙
πά­νω από τ’ ανά­κτο­ρα της πό­λης.
                        Θέ­λω να στα­θώ εδώ,
μπρο­στά από τού­τα τα ψη­λά και σα­ρα­κο­φα­γω­μέ­να τεί­χη,
για να θαυ­μά­σω
τον χο­ρευ­τή με φό­ντο του τον ου­ρα­νό,
φυ­λα­κι­σμέ­νο στον ζω­η­ρό ρυθ­μό
που ρέ­ει πά­νω απ’ την Ελ­λά­δα.
Βλέ­πο­ντάς τον να χο­ρεύ­ει κά­τω απ’ τα σύν­νε­φα
Πα­ρα­λί­γο να μην κα­τα­λά­βω
πως οι ερ­γά­τες σή­κω­σαν τα τεί­χη
και μά­ζευαν οι έμπο­ροι
τις πλού­σιες πρα­μά­τειες τους:
        έβε­νος,
                φίλ­ντι­σι,
                        κε­χρι­μπά­ρι,
                                αρώ­μα­τα.

Το από­γευ­μα σκορ­πί­ζει τον λευ­κό κα­πνό
στους λό­φους
                                και πά­νω σ’ έναν λό­φο,
ο χο­ρευ­τής, ανά­με­σα σε βρά­χους κι αγριό­χορ­τα,
ως γί­γα­ντας στον ήχο της φλο­γέ­ρας, εκτι­νάσ­σει
το σώ­μα του σαν φοι­νι­κιάς
και τον λαι­μό του σαν του κύ­κνου
προς τις αμυ­γδα­λές του Οι­δί­πο­δα.
Οι υπε­ριώ­δεις σαύ­ρες
θέ­λουν να του σκί­σουν τα εν­δύ­μα­τα.

                        Θέ­λη­σα να στα­θώ εδώ
για να πα­ρα­τη­ρή­σω τ’ άκαμ­πτα κρύ­σταλ­λα στις με­τό­πες
και να γευ­τώ την αύ­ρα τη δαι­μο­νι­κή
που εγκα­θί­στα­ται χω­ρίς ανα­κω­χή στα ρό­δα της Εδέσ­σης*
Και τα πλοία της Ιθά­κης απέ­να­ντι στον Χόρ­χε Εσκι­βέλ**
πα­νη­γυ­ρί­ζουν την κυ­μα­τι­στή κί­νη­σή του,
το πη­γαι­νέ­λα των μυών του.
                        Ο Οδυσ­σέ­ας
αφαι­ρεί απ’ τ’ αυ­τιά του το κε­ρί
για ν’ ακού­σει
όχι το τρα­γού­δι των Σει­ρή­νων
αλ­λά το τολ­μη­ρό μουρ­μου­ρη­τό που βγαί­νει
από το σώ­μα του το ακρι­βές.

Πά­νε κι έρ­χο­νται οι σκιές από τη θά­λασ­σα,
ξε­γλι­στρώ­ντας πά­νω σε χα­λιά του ήλιου
και ο χο­ρευ­τής σαν ένας κί­τρι­νος θε­ός,
πά­ει κι έρ­χε­ται ανά­με­σα από τα κο­τσύ­φια
έρ­χε­ται και πά­ει ανά­με­σα από τις σκιές
όταν στην Ελ­λά­δα το από­γευ­μα
εί­ναι να πε­θά­νει ήσυ­χο.

Αβά­να, 23 Ιου­νί­ου 1982

* Ανα­φε­ρε­ται στην Έδεσ­σα της Με­σο­πο­τα­μί­ας.
**Αυ­τό το ποί­η­μα, γρά­φτη­κε προς τι­μήν του πρώ­του χο­ρευ­τή Jorge Esquivel κα­τό­πιν αι­τή­μα­τος του πε­ριο­δι­κού Cuba en el Ballet της Αβά­νας όπου και δη­μο­σιεύ­τη­κε ( τ. 4, 1982, σ. 34).

Ο Χόρ­χε Εσκι­βέλ ως Οι­δί­πο­δας Τύ­ραν­νος στο μπα­λέ­το του Χόρ­χε Λε­φέμπρ (1974)


Ενύ­πνια

Εγώ κοι­μό­μουν, όπως κοι­μού­νται οι πο­λι­κές αρ­κού­δες,
χω­ρίς ανα­μνή­σεις και χω­ρίς εκεί­νους τους κα­θρέ­φτες
που πε­ρι­ζώ­νουν τις στο­ές των κά­στρων.
Ένας ευ­ρω­παϊ­κός κα­πνός με σή­κω­νε απ’ το κρε­βά­τι
και μ’ έρι­χνε σαν από τσου­λή­θρα
ώσπου να μ’ ενα­πο­θέ­σει στις βρεγ­μέ­νες φτέ­ρες
κά­ποιου απο­μο­νω­μέ­νου πύρ­γου, πο­λιορ­κη­μέ­νου
απ’ το μουρ­μου­ρη­τό ενός ητ­τη­μέ­νου πο­λε­μι­στή.
Εγώ κοι­μό­μουν, όπως κοι­μού­νται οι γρή­γο­ροι σκί­ου­ροι.
Οι πνο­ές της αυ­γής δε με προ­φύ­λασ­σαν.
Εγώ κοι­μό­μουν, σαν μια μέ­δου­σα εξό­ρι­στη στην άβυσ­σο.
Τό­τε ήταν που ο έρω­τάς σου εμ­φα­νί­στη­κε
με­τα­μορ­φω­μέ­νος σε βι­βλία μύ­θων
και βρι­σκό­μα­σταν στο κά­ψι­μο της Βι­βλιο­θή­κης
της Αλε­ξάν­δρειας… και μια πα­λιά κλε­ψύ­δρα
μας έσβη­νε απ’ τον χρό­νο φέρ­νο­ντάς μου το μα­γι­κό σου πρό­σω­πο
που έτρε­με στο πού­σι τ’ ου­ρα­νού,
που πε­τού­σε πά­νω από τα ρέ­μα­τα,
βυ­θί­ζο­ντάς με μέ­σα στις κο­χύ­λες της λή­θης.
Εγώ κοι­μό­μουν, όπως κοι­μού­νται οι βρο­χές στη θά­λασ­σα,
όπως κοι­μού­νται τα μά­τια σου όταν εί­σαι πλάι μου.

Από το βιβλίο Paisaje célebre [Διάσημο τοπίο], 1993.

Kόστα Ρίκα
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


Κάρ­λος Φραν­σί­σκο Μόν­χε

Ο Carlos Francisco Monge (Σαν Χο­σέ, 1951) εί­ναι Κο­στα­ρι­κα­νός ποι­η­τής και κα­θη­γη­τής σύγ­χρο­νης φι­λο­λο­γί­ας και ιστο­ρί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας σ’ ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα πα­νε­πι­στή­μια της χώ­ρας του. Εί­ναι μέ­λος της Κο­στα­ρι­κα­νής Ακα­δη­μί­ας και Αντε­πι­στέλ­λον μέ­λος της Ισπα­νι­κής Ακα­δη­μί­ας. Έχει εκ­δώ­σει πολ­λά βι­βλία ποί­η­σης, κα­θώς και δο­κι­μί­ων για τη λο­γο­τε­χνία, την ιστο­ρία και τον πο­λι­τι­σμό, και έχει τι­μη­θεί με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Λο­γο­τε­χνί­ας. Ποι­ή­μα­τά του έχουν με­τα­φρα­στεί στα αγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ια­πω­νι­κά και ιτα­λι­κά.


Η ανά­βα­ση

Όπως ανε­βαί­να­με τον Λυ­κα­βητ­τό
κά­θε σκα­λί με­τρώ­ντας,
ανα­ζη­τώ­ντας κα­τα­φύ­γιο στη σκιά των πεύ­κων,
βρί­σκο­ντας σε κά­θε πέ­τρα, στην άκρη του μο­νο­πα­τιού
εξή­γη­ση για τις πα­τη­μα­σιές, για την ασφυ­ξία
που μας γε­μί­ζει την καρ­διά με τρό­μο
και μ’ άλ­λο τό­σο ευ­τυ­χία.
Ναι, όπως στην αλή­θεια αυ­τή
που κλεί­νουν τα πουρ­νά­ρια, τα ρεί­κια,
τ’ αυ­λά­κια που εμ­φα­νί­ζο­νται πα­ρά­ται­ρα
και τα πα­τά­με μ’ έκ­πλη­ξη, μ’ από­το­μες κι­νή­σεις των χε­ριών,
κι έπει­τα με πα­ραί­τη­ση.
Έτσι ανε­βαί­νου­με, δί­χως καν να το προ­σέ­ξου­με,
απ’ τον χω­μα­τό­δρο­μο και τις σκόρ­πιες πλά­κες,
με πρω­τό­γνω­ρη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα στους μυς,
στα πέλ­μα­τα και στους αστρα­γά­λους, ολο­έ­να και πιο κο­ντά,
ερω­τευ­μέ­νοι με τον χρό­νο, με τους βρά­χους,
με τις στρο­φές του δά­σους.
Και πά­νω πια, πώς να μη φω­νά­ξου­με, ξε­φω­νί­ζο­ντας από χα­ρά,
αγ­γί­ζο­ντας τους τοί­χους του να­ού,
δια­πι­στώ­νο­ντας πως δε χά­σα­με τί­πο­τα,
τη σκιά, το έδα­φος, τα τε­λευ­ταία νο­μί­σμα­τα,
και δια­κρί­νο­ντας, χω­ρίς ανοι­γο­κλεί­σι­μο μα­τιών,
τις πέ­τρες εκεί κά­τω, τους δρό­μους,
τις μι­κρές στή­λες κα­πνού που μας έστελ­ναν σή­μα­τα,
τα ρε­μα­τά­κια, την οχλα­γω­γία στην πλα­τεία,
τους πό­θους στο δω­μά­τιο.
Και στην άλ­λη με­ριά η θά­λασ­σα που μας αφή­νει άφω­νους,
γε­μά­τους ερω­τη­μα­τι­κά
να δού­με πώς συμ­βαί­νει, τι θέ­λει να μας πει,
για τι η διάρ­κειά της, πώς έχει απο­φύ­γει
τις πο­νη­ριές του χρό­νου, ενώ εμείς
απλώς μι­κρά μο­να­χι­κά ζώα
προ­σπα­θού­με ν’ ανέ­βου­με, κι ίσα που ζού­με.


Ο Ηρά­κλει­τος δί­πλα στον Αμα­ζό­νιο

Το πρωί πό­σο αφθο­νεί, εδώ στα σκο­τει­νά,
πό­σοι δρό­μοι,
πό­σα πράγ­μα­τα που θα ξε­χα­στούν.
Έχει χω­ρά­φια, έχει χρώ­μα­τα, έχει ιδιο­τρο­πί­ες,
πα­ρα­κά­λια, θρά­κες, συ­να­ντή­σεις,
ση­μεία βρα­σμού, εξε­γέρ­σεις.
Δεν εί­ναι οι δαί­μο­νές μου
ού­τε τα προ­αι­σθή­μα­τα ού­τε το ρι­ζι­κό
ού­τε το ξαφ­νι­κό τρο­μα­χτι­κό σκο­τά­δι.
Δεν υπάρ­χει πια ο χρό­νος
ού­τε η ελα­φρά ρο­πή του να κα­τα­τρώ­ει τα κορ­μιά
σαν φύ­κια, σαν πα­ραι­σθή­σεις∙
δεν υπάρ­χουν κα­τα­ρα­μέ­να πι­ράν­χα να κα­τα­βρο­χθί­σουν
τη σύ­ντο­μη νί­κη της αδρα­νούς μου ύλης,
του ονό­μα­τός μου και της ιστο­ρί­ας μου.
Αχ πει­σμα­τά­ρι­κο το πο­τά­μι πει­σμα­τά­ρι­κο, δί­χως
κα­τορ­θώ­μα­τα, δί­χως άλ­μα­τα
μο­νά­χα επι­μο­νή, μο­νά­χα επι­βε­βαί­ω­ση,
μο­νά­χα γε­γο­νός, συμ­βάν,
δί­χως ιστο­ρία ού­τε αβου­λία.


Λί­γα λό­για για την ελ­λη­νι­στι­κή παι­δεία

Για έναν Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νό ποι­η­τή, η πα­ρά­δο­ση και ο ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός, προ­πα­ντός ο αρ­χαί­ος, ο κλα­σι­κός, εί­ναι κυ­ρί­ως βι­βλία, από τα ομη­ρι­κά έπη ως τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη, και ανα­φέ­ρο­μαι στα βι­βλία που έφτα­σαν σ’ αυ­τόν μέ­σω των με­τα­φρά­σε­ών τους στα ισπα­νι­κά. Επί­σης, στον τρό­πο που βλέ­πει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα στην οποία ζει (την αμε­ρι­κα­νι­κή ήπει­ρο), έχει επη­ρε­α­στεί από τους μύ­θους, τις δο­ξα­σί­ες, τη σκέ­ψη, ακό­μα κι από τα το­πία που προ­σπά­θη­σε να επε­ξερ­γα­στεί και να ερ­μη­νεύ­σει ξα­νά. Οπωσ­δή­πο­τε, στις «κλα­σι­κές» αυ­τές πη­γές, πρέ­πει να προ­στε­θούν οι λα­μπε­ρό­τε­ρες φω­νές που φτά­νουν στ’ αυ­τιά του, χά­ρη σε κα­ταλ­λη­λό­τε­ρες με­τα­φρά­σεις, κά­ποιες κα­μω­μέ­νες από άλ­λους Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νούς, ποι­η­τές, πε­ζο­γρά­φους ή φι­λό­λο­γους.
Οι πα­νε­πι­στη­μια­κές σπου­δές στην κλα­σι­κή και σύγ­χρο­νη φι­λο­λο­γία της νε­ό­τη­τάς μου, μ’ έφε­ραν σε άμε­ση επα­φή μ’ αυ­τή την κλα­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Υπο­θέ­τω πως, σε πολ­λούς εμάς, άσκη­σε με­γά­λη επιρ­ροή εκεί­νο το πε­ρί­πλο­κο και πλού­σιο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό σύ­μπαν που το με­λε­τού­σα­με με διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νη προ­σο­χή, για­τί βρι­σκό­μα­σταν στην πε­ρί­ο­δο της δια­μόρ­φω­σής μας ως ποι­η­τές, ως συγ­γρα­φείς. Κι όχι μό­νο οι ομη­ρι­κοί στί­χοι∙ αλ­λά και η δι­δα­κτι­κή ποί­η­ση του Ησί­ο­δου, οι μύ­θοι και οι θρύ­λοι που με­τα­μορ­φώ­νο­νταν σε θε­α­τρι­κές σκη­νές, η λυ­ρι­κή ποί­η­ση του Αλ­καί­ου και της Σαπ­φώς. Η συ­γκί­νη­σή μας ήταν έντο­νη όταν με­τα­φρά­ζα­με, έστω και άγαρ­μπα, απο­σπά­σμα­τα από τον Ευ­ρι­πί­δη και τον Σο­φο­κλή. Ήταν σαν να μι­λού­σα­με απευ­θεί­ας μα­ζί τους, σαν να τους κά­να­με συ­νά­δελ­φους στη γλώσ­σα μας∙ σαν να γρά­φα­με πα­ρέα. Φυ­σι­κά, επρό­κει­το για φα­ντα­σιώ­σεις. Αρ­γό­τε­ρα προ­στέ­θη­καν άλ­λα ανα­γνώ­σμα­τα: Μέ­ναν­δρος, Λου­κια­νός, Πλού­ταρ­χος, Λόγ­γος.
Αν δε γνω­ρί­ζει ξέ­νες γλώσ­σες ευ­ρεί­ας χρή­σης διε­θνώς —αγ­γλι­κά ή γαλ­λι­κά, ας πού­με—, ο Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νός ποι­η­τής εξαρ­τά­ται από τις πε­ρι­στα­σια­κές με­τα­φρά­σεις της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, δη­λα­δή, του ει­κο­στού αιώ­να. Στα ισπα­νι­κά έχουν με­τα­φρα­στεί πο­λύ λί­γα πράγ­μα­τα, αν λά­βου­με υπό­ψη μας την ποι­κι­λία και τον πλού­το της. Οι κα­λοί και ενη­με­ρω­μέ­νοι Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νοί ανα­γνώ­στες έχουν πά­ρει από κά­ποιους εκ­δο­τι­κούς οί­κους της Ισπα­νί­ας μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη ή ποι­ή­μα­τα του Σε­φέ­ρη, και κά­τι ελά­χι­στα ακό­μα. Εί­ναι εμ­φα­νές πως και οι δυο τους δέ­χτη­καν την ορ­μή της βιο­μη­χα­νί­ας του κι­νη­μα­το­γρά­φου ο πρώ­τος, κι ο δεύ­τε­ρος, των βρα­βεί­ων με­γά­λου κύ­ρους πα­γκο­σμί­ως. Εγώ γνώ­ρι­σα σχε­τι­κά νω­ρίς —μπο­ρεί και στα δε­κα­ο­χτώ μου— και σχε­δόν τυ­χαία, την ποί­η­ση του Ελύ­τη. Σε κά­ποιο βι­βλιο­πω­λείο της πό­λης μου, βρή­κα τον μι­κρό τό­μο τού Άξιον Εστί, σε με­τά­φρα­ση που εί­χε γί­νει στη Βαρ­κε­λώ­νη. Οι πρώ­τες ανα­γνώ­σεις μού άφη­σαν την εντύ­πω­ση του δύ­σκο­λου και του ερ­μη­τι­κού∙ αρ­γό­τε­ρα, τα χρό­νια και κά­ποια με­γα­λύ­τε­ρη πεί­ρα στη σύγ­χρο­νη ποί­η­ση, μου επέ­τρε­ψαν να ωφε­λη­θώ από το ου­σιώ­δες του έρ­γου του Ελύ­τη.
Ο άλ­λος ποι­η­τής —πο­λύ πιο δια­δε­δο­μέ­νος και πο­λύ πιο γνω­στός στην ισπα­νι­κή γλώσ­σα—, τον οποίο έχουν δια­βά­σει οι Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νοί και ωφε­λη­θεί από το έρ­γο του, εί­ναι ο Κων­στα­ντί­νος Κα­βά­φης. Ίσως χά­ρη στις θαυ­μά­σιες με­τα­φρά­σεις που υπάρ­χουν στα ισπα­νι­κά, η φω­νή του ποι­η­τή αυ­τού έχει ιδιαί­τε­ρη απή­χη­ση στους νέ­ους ποι­η­τές του και­ρού μας. Στους Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νούς μάς φαί­νε­ται μια φω­νή πο­λύ μέ­σα στην επο­χή μας και, προ­πα­ντός, συ­ντο­νι­σμέ­νη με τον κό­σμο μας και με τις αι­σθή­σεις της ιστο­ρί­ας. Δια­βά­ζο­ντάς τον επα­νει­λημ­μέ­να και πολ­λές φο­ρές, τα ποι­ή­μα­τά του μου έδι­ναν πά­ντα και­νούρ­για κλει­διά για να βρί­σκω νο­ή­μα­τα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που μας προ­σφέ­ρει. Το ποί­η­μά του «Ιθά­κη» πολ­λοί το δια­βά­ζουν και το ξα­να­δια­βά­ζουν με θαυ­μα­σμό και μ’ ευ­χα­ρί­στη­ση, αλ­λά εγώ έχω σκύ­ψει σε άλ­λα ποι­ή­μα­τά του, δια­φο­ρε­τι­κά ως προς το ύφος και το θέ­μα, ίσως επει­δή τα αι­σθά­νο­μαι να με τρέ­φουν κα­λύ­τε­ρα, να με οδη­γούν με με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή και ακρί­βεια. Δύο πα­ρα­δείγ­μα­τα: τα ποι­ή­μα­τα «Θυ­μή­σου, σώ­μα» και «Ο κα­θρέ­πτης στην εί­σο­δο», κα­μω­μέ­να και τα δύο για να κα­τα­νο­ή­σου­με πως ο ποι­η­τι­κός λό­γος εί­ναι πά­ντα βα­θύ­τα­τα ερω­τι­κός, πέ­ρα από λο­γο­τε­χνι­κά θέ­μα­τα ή κί­νη­τρα. Εί­ναι ο λό­γος κά­τι σαν γέ­φυ­ρα ανά­με­σα στην αί­σθη­ση και την επι­βε­βαί­ω­ση του αν­θρώ­που μέ­σα στην ιστο­ρία του και την προ­σω­ρι­νό­τη­τά του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: