Στην οδό Δημοσθένους
Θ’ αφήσω τα κλαδιά μου λυμένα
στην έξαφνη ορθοπεταλιά του ανέμου
σαν δεντράκι αγέραστο
σαν μικρός δούρειος κύκνος
θα τυλιχτώ απ’ τις ορδές των εντόμων,
των περαστικών
τις φευγαλέες σκιές
σαν δεντράκι αγέραστο
σαν μικρός δούρειος κύκνος
θα ρωτώ τις μοναξιές τους
με σιωπή
με χυμούς και με χρώματα
σαν δεντράκι αγέραστο
σαν μικρός δούρειος κύκνος
θα βομβαρδίζω με νεράντζια
την άσφαλτο
την καθημερινή παγωμένη πνοή τους
σαν δεντράκι αγέραστο
σαν μικρός δούρειος κύκνος
Κωνσταντίνος Καβάφης
Απ’ όλες τις παμπάλαιες απορίες
με τέρπουν το πιο συχνά
οι αρυτίδωτες,
οι το ίδιο με την πρώτη τους ημέρα διψασμένες,
«ποιος ο κόσμος;»
«ποια η ζωή;»
«ποιο το νόημα της;»
και τα τοιαύτα.
Με τέρπουν το πιο συχνά
και τις σκαλίζω όσο το μπορώ κι από μεριάς μου
με της ποίησης τον εκθέτη
εις τον κύβον
που θα πει πως ξαναγυρίζοντας μεμιάς –εδώ, στο γήρας μου–
το εν λόγω ζάρι
γίνομαι ξανά νεανικός
και ρωτώ επί παραδείγματι
για τα περί φύσεως
και τα περί ιστορίας αντάμα:
«Λες, το λοιπόν, να είναι το νερό
η μήτρα κάθε φιλοπόλεμης γενιάς
καθώς το προέβλεψε του Θαλή o μύθος
ή μήπως
ολάκερη η θάλασσα ομοιάζει
με το δάκρυ
ενός γοργά μελλοθάνατου σύμπαντος;»
Με το μαντήλι
Ας μας κάνουν τόπο
οι παραμυθίες και τα ευγενή
πικρά ψεύδη.
Υπάρχει τόση σάρκα
που αιματοκύλησε
που υπέφερε ματαίως,
όση
–το ξέρεις ήδη–
η Ιστορία του μέλλοντος
θ’ αφηγηθεί
στα ρυτιδωμένα νεογνά της
με μια παρ’ ολίγον
ανομολόγητη ευχή:
Την ανατροπή του φυσικού παλμού
ίσως;
Τη γιορτινή του κλωνοποίησή
δίχως το βέβαιο αντίτιμο του πόνου
και του χαμού;
Δίχως τον πανάρχαιο του Αχέρoντα
χρυσαφένιο οβολό;
Ας μας κάνουν τόπο
οι παραμυθίες και τα οικεία
φλογερά ψεύδη.
Στοίχειωσαν ακόμη
και τα πλέον μισοσκότεινα σχολεία
τα φιλάσθενα ιατρεία
τα λουτρά,
Μπολιάστηκαν αθόρυβα στα εκ περιτροπής άλαλα
βιβλία
Υπερίσχυσαν
και υπερισχύουν ωσάν να έχουν
τη βούληση ενός πονεμένου θηρίου
–εν ονόματι Φριδερίκου Νίτσε–
(ιδιόκτητη βούληση για αέναη δύναμη)
κάγκελο στην ολόσταχτια θύρα του μηδενισμού
και πρώην φυτίλι.
Ας μας κάνουν τόπο
οι παραμυθίες και τα παμπάλαια
λογής ψεύδη.
Είμαστε στον αποχαιρετιστήριο σταθμό
με τα τάλαντα του κόσμου και τις ευφυΐες όλες
μοναδικούς δηλωμένους
συνεπιβάτες.
Εμείς, όρθιοι, εμβρόντητοι
με το παγωμένο μαντήλι στο χέρι.
Και στο ποίημα.