Το αγόρι

Έργο του Rudolph Hausner
Έργο του Rudolph Hausner

Το αγό­ρι. Πα­πα­νε­λό­που­λος, αστι­κό το­πίο, βό­ρεια προ­ά­στια Αθη­νών. Κά­θε­ται στο γρα­φείο, μπορ­ντό και μαύ­ρο φό­ντο. Επι­δερ­μί­δα σο­κο­λα­τέ­νια, γά­λα­κτος. Όχι πο­λύ σκού­ρη, όχι πο­λύ ανοι­χτή. Το χρώ­μα της σο­κο­λά­τας γά­λα­κτος του κα­λο­και­ριού, που έλιω­σε, κρύ­ω­σε και ξα­να­πή­ρε σχή­μα. Φο­ρά κί­τρι­νο πα­νω­φό­ρι και μπεζ κά­μπους. Ο κορ­μός του κοι­τά το γρα­φείο, το κε­φά­λι εμέ­να. Με­γά­λα κα­πά­κια, μά­τια πρά­σι­να και βλέμ­μα…Tο γνώ­ρι­ζα κα­λά αυ­τό το ύφος. Για χρό­νια το αγνο­ού­σα. Ένα πρωί με κοί­τα­ξα στον κα­θρέ­φτη. Με κοί­τα­ξα στ’ αλή­θεια. Ξέ­φυ­γα από τα κο­ντά σπα­στά μαλ­λιά, τα μαύ­ρα μά­τια, την ελιά στο δε­ξιό μου μά­γου­λο και εί­δα τον Γιάν­νη. Αυ­τό που θέ­λει να εί­ναι. Τρό­μα­ξα. Σκέ­φτη­κα τους γο­νείς μου, τους φί­λους, την Νά­σια. Η ζωή μου ήταν κα­νο­νι­κή, τα­κτο­ποι­η­μέ­νη. Τι γύ­ρευα;

Κά­θε μέ­ρα περ­νού­σα από την γκα­λε­ρί, το κοι­τού­σα και ύστε­ρα, με βή­μα γορ­γό επέ­στρε­φα σπί­τι και κλει­νό­μουν στο μπά­νιο. Σκε­φτό­μουν το αγό­ρι. Τις γω­νί­ες του προ­σώ­που, τα κα­στα­νιά μαλ­λιά του που έφτα­ναν στους ώμους. Ήταν μι­κρός για ‘με­να. Κι όμως, αι­σθα­νό­μουν τρο­με­ρή έλ­ξη.

Την επό­με­νη μέ­ρα, μπή­κα στην γκα­λε­ρί. 3000 ευ­ρώ. Κι αυ­τά, με τι­μές κρί­σης, με ενη­μέ­ρω­σε ο υπεύ­θυ­νος. Ωραί­ος υπεύ­θυ­νος, να ζη­τά τρία χι­λιά­ρι­κα με αλο­γο­ου­ρά, μαύ­ρα νύ­χια, και φα­γω­μέ­νο τζιν. Γέ­λα­σα από μέ­σα μου και τον χαι­ρέ­τη­σα. Το αγό­ρι ήταν το πιο ση­μα­ντι­κό. Δεν ήθε­λα να δια­κιν­δυ­νεύ­σω να το χά­σω. Εί­χα κά­τι οι­κο­νο­μί­ες. Ο κο­ρο­νο­ϊ­ός μας στέ­ρη­σε τις κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές με τη Νά­σια. Κά­να­με μία μι­κρή ανα­καί­νι­ση στην κου­ζί­να, πε­ρίσ­σε­ψαν κά­ποια χρή­μα­τα. Δεν ήξε­ρα πώς να της το φέ­ρω. Πο­τέ δεν ήμουν φι­λό­τε­χνος. Το να δώ­σω τό­σα λε­φτά για έναν πί­να­κα, θα της φαι­νό­ταν εξω­φρε­νι­κό. Και να ΄ταν το μό­νο. Αν τον έπαιρ­να και δεν της έλε­γα το κό­στος; Και πά­λι. Μου έλει­πε ένα χι­λιά­ρι­κο. Έπρε­πε να μου το δώ­σει αυ­τή. Άσε που, αν έβλε­πε την υπο­γρα­φή, θα έψα­χνε και θα κα­τα­λά­βαι­νε την αξία του. Την αξία των μα­τιών του για ΄μέ­να όμως, δεν έπρε­πε να την κα­τα­λά­βει πο­τέ. Ο μι­σθός μου πή­γαι­νε στο δά­νειο για το σπί­τι και στο μάρ­κετ. Αν πε­ρί­με­να, μπο­ρεί και να εμ­φα­νι­ζό­ταν κά­ποιος άλ­λος, κά­ποια άλ­λα μά­τια να κοι­τού­σαν το αγό­ρι, να το ερω­τεύ­ο­νταν και να το ‘παιρ­ναν.

Ανέ­βαι­να τα σκα­λιά της οι­κο­δο­μής, τον συ­νά­ντη­σα. Ο κος Κώ­στας, χή­ρος, συ­ντα­ξιού­χος έμπο­ρος, ψη­λός με λε­πτό μου­στά­κι, κα­πέ­λο και σα­κά­κι, χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι. Δεν του μι­λού­σα πο­τέ. Σή­με­ρα, του πρό­τει­να να του ανε­βά­σω τα ψώ­νια στο δια­μέ­ρι­σμά του. Χα­μο­γέ­λα­σε ελα­φρά. Μου πρό­τει­νε να μου φτιά­ξει κα­φέ για να με ευ­χα­ρι­στή­σει. Δέ­χτη­κα. Στο σα­λό­νι εί­χε μια ξύ­λι­νη τρα­πε­ζα­ρία στη μέ­ση, ένα κρυ­στάλ­λι­νο πο­λυ­έ­λαιο, και κά­δρα, οι τοί­χοι δεν φαί­νο­νταν. Όλα σε χο­ντρές χρυ­σές κορ­νί­ζες. Έκα­τσε στην πο­λυ­θρό­να του και με κοί­τα­ξε κα­τά­μα­τα, όπως το αγό­ρι, κέ­ντρο.

 — Λοι­πόν, Γιάν­νη, με τι ασχο­λεί­σαι;
 — Τρα­πε­ζι­κός. Στην Πει­ραιώς, δυο δρό­μους πα­ρα­κά­τω.
 —  Οι γο­νείς σου; Από εδώ εί­σαι;
 — Ναι. Μέ­νουν λί­γο έξω από την πό­λη.

    Μι­λή­σα­με, ώρα πολ­λή, τί­πο­τα το ση­μα­ντι­κό. Δεν με ρώ­τη­σε για την Νά­σια. Ού­τε κι εγώ την ανέ­φε­ρα. Τα σώ­μα­τα μας αντι­κρυ­στά, ο κύ­ριος Κώ­στας έτρι­βε με τον δεί­κτη τον αντί­χει­ρα του. Με κοι­τού­σε επί­μο­να.
    Έφυ­γα. Το επό­με­νο από­γευ­μα, πή­γα στην γκα­λε­ρί, κοί­τα­ξα το αγό­ρι, πά­λι το ίδιο αί­σθη­μα. Γύ­ρι­σα στην οι­κο­δο­μή. Δεν πή­γα στο σπί­τι μου, στο μπά­νιο, χτύ­πη­σα στον κύ­ριο Κώ­στα, με πε­ρί­με­νε.

    Ένας μή­νας. Κά­θε από­γευ­μα με­τά τη δου­λειά. Πά­ντα η ίδια δια­δρο­μή, γκα­λε­ρί, κύ­ριος Κώ­στας, σπί­τι. Ήμουν πο­λύ κο­ντά. Εί­χα μα­ζέ­ψει σχε­δόν όλο το πο­σό. Δεν μου έδω­σε πο­τέ χρή­μα­τα. Επέ­στρε­φα σπί­τι μ’ ένα κά­δρο, μία τσα­γιέ­ρα, ένα αση­μι­κό. Τα έβα­ζα προς πώ­λη­ση για λί­γα ευ­ρώ. Όλα, εκτός από τα φλυ­τζά­νια της μά­νας του. Ήταν το αγα­πη­μέ­νο του σερ­βί­τσιο. Λευ­κό με λε­πτά ροζ τρια­ντά­φυλ­λα και χρυ­σά φύλ­λα. Ήταν τρυ­φε­ρός. Ήθε­λε να μου μι­λά­ει. Αρ­χές του άλ­λου μή­να, τε­λειώ­νω από την τρά­πε­ζα. Πη­γαί­νω στην γκα­λε­ρί. Το αγό­ρι λεί­πει. Τα πό­δια μου κό­πη­καν. Μπή­κα μέ­σα:

     —  Τον πού­λη­σα το πρωί, εί­πε, 4000 ευ­ρώ!

      Έκλει­σα την πόρ­τα. Δεν ήξε­ρα πού να πάω. Ο Κώ­στας δε θα κα­τα­λά­βαι­νε, η Νά­σια το ίδιο. Πή­ρα την κα­τη­φό­ρα, ευ­θεία κά­τω, όλο κά­τω, βγή­κα στην πα­ρα­λία. Φυ­σού­σε ένας αέ­ρας, εί­χε αντα­ριά­σει τη θά­λασ­σα. Ανα­κα­τεύ­θη­κε ο βυ­θός κι έγι­νε πρά­σι­νη, σκού­ρα, με λευ­κά κύ­μα­τα. Μου ήρ­θε στα μά­τια το βλέμ­μα του. Αδύ­να­το να το ξε­χά­σω. Έπια­σε να σου­ρου­πώ­νει.

      Έβα­λα το κλει­δί στην κε­ντρι­κή εξώ­πορ­τα. Δεν ήθε­λα να το γυ­ρί­σω. Ήμουν τό­σο κο­ντά. Ανε­βαί­νω, κα­τευ­θεί­αν στο δια­μέ­ρι­σμα, στρί­βω το κλει­δί. Η Νά­σια κά­θε­ται στο σα­λό­νι μας με τον Κώ­στα, πί­νουν κο­νιάκ, γε­λούν. Πί­σω τους κρε­μα­σμέ­νο το αγό­ρι, μου κλεί­νει το μά­τι.

      ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: