Πολύ ρομαντικό, σκέφτηκα. Περίμενα την Άννα για μισή ώρα, καθισμένος σαν ζητιάνος στα σκαλοπάτια του παλιού κινηματογράφου, χάνοντας σταδιακά τα λογικά μου. Τα ραντεβού δεν δουλεύουν έτσι. Υπάρχει μια σειρά από απλούς κανόνες, ένας από τους οποίους είναι ότι δεν μπορείς να μην εμφανίζεσαι, χωρίς να ειδοποιείς πρώτα τον άλλο. Δεν έχω κανένα πρόβλημα αν αλλάξεις γνώμη ή στο δρόμο πέσεις πάνω σε μια παρέα από μαζορέτες, και σε εμένα έχει συμβεί μερικές φορές, αλλά τουλάχιστον στείλε ένα μήνυμα. Ο ουρανός ήταν τυπικά συννεφιασμένος εκείνη την ημέρα στην Πλατεία του Χειμώνα. Αποφάσισα ότι, την στιγμή που θα έπεφτε έστω και μια νιφάδα χιονιού, θα σταματούσα να την περιμένω. Ένας κοινός μας φίλος με είχε πείσει να το κάνω αυτό. Είπε ότι θα μου έκανε καλό, και ότι είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχα κάνει κάτι καλό για τον εαυτό μου. Πολύς χρόνος αφιερωμένος στην αναζήτηση μιας δουλειάς αρκετά σημαντικής ώστε να δικαιολογεί την περσόνα του μελαγχολικού καλλιτέχνη. Πολύ λίγος κάνοντας οτιδήποτε άλλο. Συμφώνησα κυρίως επειδή δεν είχα τίποτα να χάσω. Προφανώς, είχα άδικο, επειδή είχα χάσει χρόνο και ψυχική ηρεμία, περιμένοντας κάποια που φαινόταν ότι δεν θα ερχόταν ποτέ.
«Γεια, Μάρκο. Συγγνώμη που άργησα».
Καθίσαμε σε ένα ιταλικό εστιατόριο, δίπλα στη στιβαρή τζαμαρία. Ξοδέψαμε πολλή ώρες αναζητώντας το ιδανικό θέμα προς συζήτηση. Τελικά, αποφασίσαμε να αποδεχτούμε την αδέξια χημεία μας, να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να βρούμε κάτι συγκεκριμένο. Επομένως, μιλήσαμε για τα πάντα. Οι ζωές μας έμοιαζαν κατά καιρούς παράλληλες, σαν να παραβαίναμε κάποιον κρυφό κανόνα του σύμπαντος τώρα που βρισκόμασταν ταυτόχρονα στο ίδιο μέρος. Προφανώς, και οι δύο γνωρίζαμε τον Κοινό Φίλο από παιδιά. Στο πανεπιστήμιο, έμενε σε έναν κοιτώνα λίγα μέτρα μακριά από τον δικό μου. Είχα συναναστραφεί μαζί της μόνο δύο φορές όλα αυτά τα χρόνια. Η πρώτη ήταν σε μια έκθεση ζωγραφικής, ένα είδος εκδήλωσης όπου φυσιολογικά δεν θα βρισκόταν κανείς από τους δύο μας. Εκείνη επειδή δεν ήταν ποτέ άνθρωπος της τέχνης, και εγώ επειδή πάντα ήμουν, και αυτό σημαίνει ότι απεχθάνομαι αυτόματα όλους τους ομότεχνους μου. Η δεύτερη φορά ήταν στο φυσικό μας περιβάλλον, σε ένα κλαμπ στην Ακτή του Καλοκαιριού, όπου πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο βγαίνοντας από το κλαμπ για να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα. Όταν το ανέφερα στον Κοινό Φίλο, με παρότρυνε να επιδιώξω και μια τρίτη συνάντηση. Κάπως έτσι κατέληξα να βρεθώ να την περιμένω στην Πλατεία του Χειμώνα. Επιτέλους, η τύχη έδειχνε να ευνοεί, ή τουλάχιστον να μην εμποδίζει, την ταυτόχρονη παρουσία μας. Η Άννα είχε προλάβει την πρώτη χιονονιφάδα για λίγα μόνο λεπτά.
«Μάρκο, έχεις ακουστά τη μεγάλη θεωρία των σχέσεων;».
«Δυστυχώς, δεν έτυχε».
«Λοιπόν, είναι αυτή η χαζομάρα που μου είχε πει κάποτε ένας τύπος σε ένα πάρτι. Νομίζω ότι προσπαθούσε να με πείσει να τον παντρευτώ».
«Σκοπεύεις να τη μοιραστείς μαζί μου;».
«Δεν ξέρω, ντρέπομαι. Είναι πραγματικά χαζό».
«Άννα, δεν μπορείς να δημιουργείς προσδοκίες και να μην εξηγείς τίποτα».
«Εντάξει. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κάθε άνθρωπος ανήκει σε δύο κατηγορίες, ας πούμε είναι ΑΒ ή ΓΔ. Για να ταιριάζουν δύο άνθρωποι πρέπει να έχουν μια κατηγορία ίδια και μια διαφορετική».
«Ερώτηση. Τι συμβαίνει με αυτούς που είναι, για παράδειγμα, ΑΑ;».
«Υποθέτω ότι αυτοί είναι εξαιρετικά βαρετοί».
Τα ζυμαρικά που παραγγείλαμε ήταν τα χειρότερα ζυμαρικά που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου. Δεν είχε σημασία. Αφήσαμε ένα αξιοπρεπές φιλοδώρημα και συνεχίσαμε την έξοδο μας ακάθεκτοι. Μια παρέα από νεαρούς που πέρασαν από δίπλα μας σε ένα κάμπριο, λίγο αφού φύγαμε από το μαγαζί, άρχισαν να σφυρίζουν στην Άννα. Ήταν η αφορμή που έψαχνα για να βάλω το χέρι μου πίσω από την πλάτη της. Ευτυχώς που υπάρχει ο μισογυνισμός, σκέφτηκα. Την φίλησα απαλά στα χείλη και τραβήχτηκα αμέσως, αγωνιώντας να δω ποια θα ήταν η αντίδραση της. Τελικά, ήταν ένα δεύτερο φιλί. Για λίγες στιγμές, αφεθήκαμε στη βολική σιωπή του Ταραντίνο, πριν ξεσπάσουμε σε νευρικό γέλιο. Υπήρχε κάτι έμφυτα αστείο στην ιδέα δύο ενηλίκων που κάθονται και αποφασίζουν ώριμα ότι θέλουν να πηδήξουν ο ένας τον άλλον, κάτι που μόνο εμείς καταλαβαίναμε. Στη Λεωφόρο της Άνοιξης γινόταν ένα φεστιβάλ εκείνες τις ημέρες, προς έκπληξη απολύτως κανενός. Λατρεύω όσο ο καθένας τη δυνατή μουσική και το φαγητό του δρόμου, αλλά είναι διαφορετικό να βιώνεις αυτό το αίσθημα μια φορά τον μήνα από το να ζεις μόνιμα εκεί, να μυρίζεις αυτές τις μυρωδιές και να ακούς αυτές τις μουσικές από τη στιγμή που ξυπνάς μέχρι τη στιγμή που κοιμάσαι. Υπάρχουν άνθρωποι βιολογικά καταλληλότεροι να διασκεδάζουν από άλλους, και οι πιο πολλοί ζουν εκεί. Εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς. Η Άννα, από την άλλη, θα μπορούσε να μπει σε ένα από τα μικρά μπαρ της Λεωφόρου, να μη βγει ποτέ, και κατά πάσα πιθανότητα κανείς δεν θα παρατηρούσε κάτι. Καταλήξαμε σε ένα τέτοιο μπαρ, την τέλεια έκφραση του πνεύματος αυτής της γωνιάς της Πόλης, ένας μηχανισμός με μόνο σκοπό να προσφέρει διασκέδαση, άμεση, φτηνή και αποτελεσματική.
«Λοιπόν, τι θα πιεις;».
«Ξέρεις, είχα πρόβλημα με το ποτό κάποτε. Ήταν πολύ σοβαρό. Τα ποτήρια πήγαιναν εκθετικά, δύο, τέσσερα, δεκάξι».
«Συγγνώμη, θέλεις να πάμε κάπου χωρίς αλκοόλ;».
«Δεν υπάρχει λόγος. Το ξεπέρασα. Έβαλα κανόνα, σταματάω πάντα στα δεκάξι».
«Θα γελούσα, αλλά ειλικρινά δεν είμαι σίγουρος αν μιλάς σοβαρά ή όχι;».
«Καθόλου, μια γουλιά αρκεί για να μεθύσω για μια εβδομάδα. Ο σαρκασμός είναι μια πολύ ντελικάτη τέχνη, Μάρκο».
Έλεγε την αλήθεια αυτή τη φορά. Το κοκτέιλ της έμεινε μισοτελειωμένο πάνω στο τραπέζι, ενώ εκείνη χόρευε μανιωδώς. Ήταν μια ικανότητα που ανακάλυπτα ότι η Άννα κατείχε όπως κανένας άλλος και που ζήλευα αφάνταστα, να μη νιώθει την παραμικρή ντροπή και να αφήνεται στο πνεύμα της στιγμής, ηλεκτρικό, σεξουαλικό, οτιδήποτε υπαγόρευε η κάθε μια. Βλέποντας την Άννα με έκανε να θέλω να αφήσω στην άκρη τα πάντα και να συμμετάσχω. Άργησα. Τη στιγμή που χαλάρωσα τα κουμπιά του πουκάμισου μου και ετοιμάστηκα ψυχολογικά για να χορέψω, η Άννα σταμάτησε και επέστρεψε στο τραπέζι, ιδρωμένη, και με ένα αγνό, αυθόρμητο χαμόγελο σαν πινελιά σε πίνακα του Μιρό. Είχε νυχτώσει προ πολλού όταν φύγαμε από το μπαρ. Άνοιξα την πόρτα του πρώτου ταξί που είδα, και έκανα νεύμα στην Άννα να μπει μέσα, σκοπεύοντας να μπω στο επόμενο. Η Άννα έκανε το πρώτο βήμα για να μπει μέσα, αλλά πριν κάνει το δεύτερο δίστασε.
«Δεν ξέρω για εσένα, αλλά δεν έχω τίποτα να κάνω αύριο το πρωί. Ζούμε σε μια πόλη όπου κάποιος πάντα βρίσκει κάτι να κάνει. Αν έχεις όρεξη, αυτή η νύχτα δεν χρειάζεται να τελειώσει εδώ».
Οι περισσότερες ιστορίες ακολουθούν ένα παρόμοιο μοτίβο, έχουν μια αρχή και ένα τέλος εξίσου καλοσχεδιασμένα, αφήνοντας τη μέση να παίρνει τον ρόλο ενός τεμπέλικου τίποτα. Και πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Κάποια πράγματα στη ζωή θα έπρεπε να επιτρέπεται να είναι απλά όμορφα. Μαλακίες σαν αυτή έλεγα στην Άννα στον δρόμο μέχρι να φτάσουμε στην Ακτή του Καλοκαιριού, την άκρη της Πόλης, όπου το αστικό τοπίο ξεθωριάζει και δίνει τη θέση του στον ωκεανό. Δεν ήταν η πιο καθαρή παραλία του κόσμου, τώρα που το σκέφτομαι ίσως να ήταν και από τις λιγότερο καθαρές. Αλλά μερικά σπασμένα μπουκάλια και σύριγγες δεν μας αποθάρρυναν. Μονολογούσα ακόμα για τις παράξενες φιλοσοφικές θεωρίες μου, όταν ξαπλώσαμε στην άμμο, και η Άννα μου έκλεισε το στόμα με ένα φιλί. Πρέπει να μείναμε για ώρες εκεί, χαζεύοντας τα άστρα, σαν το σύμπαν να ήταν το ιδιωτικό μας πλανητάριο, χωρίς να σκεφτόμαστε απολύτως τίποτα. Μια ειδοποίηση στο κινητό μου, συνοδευόμενη από αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο που σου προκαλεί αυτόματα κρίση πανικού, διατάραξε την ηρεμία. Σήκωσα το τηλέφωνο ληθαργικά και χαμήλωσα τη φωτεινότητα ώστε να μπορέσω να διαβάσω το μήνυμα. Ήμουν τελείως ανέκφραστος, καθώς το βλέμμα μου μετακινούνταν από το ένα γράμμα στο επόμενο, προσπαθώντας με όλες μου τις δυνάμεις και αποτυγχάνοντας οικτρά να εμποδίσω το περιεχόμενο του να γεμίσει το τέλειο κενό που είχα καταφέρει να δημιουργήσω στο μυαλό μου όταν παρατηρούσα τα άστρα. Τότε, η Άννα με έσωσε. Δεν την είχα προσέξει, όπως στεκόταν δίπλα μου σαν όρνεο που έψαχνε ευκαιρία για να επιτεθεί, και τινάχτηκα απότομα όταν ψιθύρισε στο αυτί μου.
«Μάρκο, είχα μια ιδέα και αναρωτιέμαι αν είχες και εσύ την ίδια ιδέα».
«Λοιπόν, δεν μπορώ να ξέρω αν δεν μου πεις την ιδέα».
Είπα ναι πριν καν ολοκληρώσει τη φράση της. Δεν με ενδιέφεραν οι λεπτομέρειες, απλά χρειαζόμουν οτιδήποτε θα μου αποσπούσε την προσοχή από αυτό που είχα διαβάσει. Βγάλαμε τα ρούχα μας και μπήκαμε στο νερό, εγώ με αργές, προσεκτικές κινήσεις, και εκείνη με μια βουτιά. Αρχικά, έριχνα κλεφτές ματιές στην ακτή, όπου είχαμε αφήσει σε έναν μικρό πύργο τα πράγματα μας, ανάμεσα τους και το κινητό μου. Αλλά δεν άργησα να παρασυρθώ από τη στιγμή, την αίσθηση του κορμιού της πάνω στο δικό μου, τρυφερή και ακατέργαστη. Τα βρεγμένα μαλλιά μας να μπλέκονται και οι σκληρές ρόγες της να πιέζουν το στήθος μου, κανένας ήχος, μόνο τα κύματα και οι καρδίες μας να χτυπάνε στον ρυθμό μιας αρχαίας μελωδίας. Τόσο απεγνωσμένοι να έρθουμε όσο πιο κοντά ήταν δυνατόν στον λιγότερο δυνατό χρόνο που ο πόθος μεταμορφωνόταν σε πόνο, που μπορούσε να σβήσει μόνο η αρχέγονη δύναμη που μας περιέβαλλε. Δεν βυθιζόμασταν εμείς στον ωκεανό, αλλά αυτός απλά κυλούσε μέσα μας, μέχρι όλες μας οι αισθήσεις να γίνουν μια αίσθηση, τέλεια συγχρονισμένη. Ο χρόνος γινόταν όλο και πιο αργός με κάθε φιλί στον λαιμό, μέχρι μου σταμάτησε εντελώς, και τίποτα, τίποτα δεν είχε σημασία εκτός από εμένα, εκείνη και το νερό.
«Που διάολο είναι τα ρούχα μας; Ποιος μανιακός καριόλης απλά κυκλοφορεί στην παραλία, λίγες ώρες πριν το ξημέρωμα, ψάχνοντας ρούχα για να κλέψει;».
Περπατούσαμε αγκαλιασμένοι σε μια προσπάθεια να κρυφτούμε από τυχόν αδιάκριτα βλέμματα και ταυτόχρονα να προστατευτούμε όσο μπορούσαμε από το κοινό κρυολόγημα. Τα φώτα των κλαμπ της Ακτής στο βάθος ήταν ο φάρος προς τον οποίο κατευθυνόμασταν. Η αυγή ήταν πολύ κοντά, και ο ουρανός είχε ήδη αρχίσει να παίρνει ένα απαλό γκριζογάλανο χρώμα. Σίγουρα υπήρχαν άνθρωποι που είτε καθάριζαν κάποιο μαγαζί από αποδείξεις της προηγούμενης νύχτας, είτε το ετοίμαζαν την επόμενη, και ελπίζαμε ότι θα βρίσκαμε κάποιον διατεθειμένο να μας δώσει ένα ζευγάρι ρούχα και λίγα χρήματα για να πάρουμε ένα ταξί. Τελικά, δεν χρειάστηκε. Καθώς περπατούσαμε, εγώ και η Άννα σκοντάψαμε πάνω σε έναν μικρό πύργο από ρούχα. Ένα ζευγάρι απολάμβανε τη θάλασσα, ακριβώς όπως εμείς πριν από όχι πολλή ώρα. Περάσαμε λίγα δευτερόλεπτα συνωμοτώντας σιωπηλά, αναλογιζόμενοι τις ηθικές επιπτώσεις της πράξης που είχαμε σκεφτεί και οι δύο. Αν υπάρχει κόλαση, ξεκάθαρα θα καταλήξουμε εκεί όταν πεθάνουμε, αλλά άξιζε να πάρουμε το ρίσκο. Όσο πιο διακριτικά γινόταν, αρπάξαμε τον μικρό πύργο και τρέξαμε. Όταν θεωρήσαμε ότι είχαμε απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μην κινδυνεύουμε να μας δουν, φορέσαμε τα ρούχα. Κάθε τόσο, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο και γελούσαμε νευρικά με την κατάσταση όπου είχαμε βρεθεί. Φαντάζομαι στο γέλιο έπαιζε επίσης κάποιον ρόλο το γεγονός ότι όλα τα ρούχα ήταν ανδρικά, έτσι η Άννα αναγκάστηκε να φορέσει ένα πουκάμισο περίπου τρεις φορές το μέγεθος της.
«Ξέρεις με ποιον μοιάζεις; Με τον Τσάρλι Τσάπλιν».
«Ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν φορούσε μεγάλα ρούχα, μάλλον τον μπερδεύεις με κάποιον άλλο κωμικό».
«Δεν είπα ότι φορούσε μεγάλα ρούχα. Απλά ότι του μοιάζεις».
Ήταν πλέον επίσημα ημέρα. Παραμερίζοντας άτσαλα τα ξερόχορτα, βρεθήκαμε στην άκρη του αυτοκινητόδρομου και κάναμε οτοστόπ. Τα περισσότερα αυτοκίνητα και φορτηγά που πήγαιναν προς την κατεύθυνση που μας ενδιέφερε, άνθρωποι που μόλις ξεκινούσαν ή μόλις τελείωναν την ημέρα τους, μας αγνοούσαν επιδεικτικά. Τελικά, ένα σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και μπήκαμε μέσα. Ο οδηγός ήταν ένας ψιλόλιγνος άνδρας με ένα παχύ μουστάκι, μια φυσιογνωμία που ταίριαζε τόσο απόλυτα με το στερεότυπο του καλοκάγαθου ηλικιωμένου που σε καθησύχαζε αυτόματα. Του είπαμε ότι μπορούσε να μας αφήσει οπουδήποτε στο κέντρο της πόλης, και μας απάντησε ότι στον δρόμο του ήταν η Γειτονιά του Φθινοπώρου, που ήταν αρκετά κοντά στα σπίτια και των δύο μας. Χρειαζόμασταν ξεκούραση, και μείναμε σιωπηλοί για το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Τουλάχιστον μέχρι που ο οδηγός να στραφεί προς το μέρος μας, μιλώντας με μια φωνή σιγανή και παλλόμενη σαν ηχώ, χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια.
«Ξέρετε, δεν θα έπρεπε να κάνετε οτοστόπ. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο στην εποχή μας. Κυκλοφορούν τόσοι ψυχοπαθείς εκεί έξω. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτός που θα σε πάρει δεν είναι κατά συρροή δολοφόνος».
Στη συνέχεια, γύρισε πάλι προς τον δρόμο, και άκουγα το σατανικό του γέλιο στο μυαλό μου για το υπόλοιπο της διαδρομής. Ήμασταν ακόμα ελαφρώς πανικόβλητοι από την ιδέα ότι θα μας απήγαγε και θα μας βασάνιζε φριχτά πριν μας σκοτώσει, όταν μας άφησε στη διασταύρωση όπου ξεκινούσε η Γειτονιά του Φθινοπώρου. Μέχρι σήμερα δεν είμαι σίγουρος αν αποφάσισε την τελευταία στιγμή να μας αφήσει να ζήσουμε ή αν είχε απλά άθλια αίσθηση του χιούμορ, και ειλικρινά δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Η Άννα μου έριξε ένα βλέμμα απορίας, ρωτώντας αν υπήρχε κάποιο νόημα στο να το συζητήσουμε ή αν μπορούσαμε απλά να προσποιηθούμε ότι το περιστατικό με τον οδηγό δεν συνέβη ποτέ. Της έγνεψα θετικά. Δεν υπήρχε μέρος της Πόλης που θα ήθελα να βρίσκομαι περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Αν η Πλατεία του Χειμώνα ήταν το επίκεντρο του πολιτισμού και της χλιδής, η Λεωφόρος της Άνοιξης το μέρος όπου πηγαίνεις για ψευδή μποέμικη διασκέδαση και η Ακτή του Καλοκαιριού για να απομακρυνθείς από τα εγκόσμια, η Γειτονιά του Φθινοπώρου ήταν εκεί όπου λάμβανε τόπο η ζωή μετά από τη μεγάλη ζωή. Ήταν εκεί όπου κυριαρχούσε η αστική απλότητα, τα μπαρ και τα μαγαζιά έδιναν τη θέση τους σε σχολεία και οικοδομές. Δεν θα διανοούμουν να αναζητήσω οποιοδήποτε είδος διασκέδασης εκεί, αλλά επίσης δεν θα διανοούμουν να μείνω κάπου αλλού. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι, δίπλα σε μια αμυγδαλιά που σε άλλα σημεία έμοιαζε ανθισμένη και σε άλλα σαν τα φύλλα της να ήταν έτοιμα να παρασυρθούν από τον άνεμο. Μπορούσαμε να αποχαιρετιστούμε εκείνη τη στιγμή, να επιστρέψουμε στα σπίτια μας και να κοιμηθούμε για τις επόμενες εβδομήντα δύο ώρες, αλλά προτιμήσαμε να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί. Έτσι κι αλλιώς, είχαμε ένα τελευταίο πράγμα να κάνουμε.
«Πήρα ένα μήνυμα όταν ήμασταν στην παραλία. Δεν σου το είπα τότε για να μην χαλάσω τη στιγμή. Μου πρόσφεραν δουλειά στο εξωτερικό. Ξέρεις, καλλιτεχνικές ασυναρτησίες επί πληρωμής. Μάλλον θα δεχτώ».
«Αυτή η δουλειά είναι κάτι προσωρινό ή θα μείνεις εκεί καιρό;».
Ξέραμε και οι δύο ποια ήταν η απάντηση, αλλά φοβόμασταν να την πούμε φωναχτά, σαν η μεταμόρφωση της σκέψης σε ήχο θα την έκανε αληθινή. Δεν ήταν το πεπρωμένο που μας χώριζε, αλλά μια επιλογή. Αν και είμαι σίγουρος ότι το σύμπαν είχε παίξει κάποιον ρόλο στη συγκεκριμένη στιγμή που είχε εμφανιστεί η επιλογή, δεν σταματούσε να είναι δική μου. Μετά από μερικά ακόμα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής, η Άννα φτερνίστηκε. Σύντομα, φτερνιζόμασταν και οι δύο, σαν ορχήστρα. Σκάσαμε ξανά στα γέλια, που, ακόμα και για μια στιγμή, πιστέψαμε ότι θα καταφέρναμε να γλιτώσουμε το κρυολόγημα.
«Ξέρεις, οι σχέσεις με μελαγχολικές καλλιτέχνες συνήθως είναι βαρετές, αλλά αυτή είχε πλάκα».
«Έχεις κάνει πολλές τέτοιες;».
«Όχι πάρα πολλές, εφτά ή οκτώ το πολύ».
«Χαίρομαι που πέρασες ωραία».
«Χαίρομαι που χαίρεσαι».
Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Δεν θα έφευγα, βασικά δεν θα χρειαζόταν καν να σηκωθούμε ποτέ από αυτό το παγκάκι. Μας είχε πάρει τόσο καιρό να συναντηθούμε και, στο τέλος, είχαμε μόνο μια στιγμή μαζί. Ίσως έπρεπε να αφήναμε αυτή τη στιγμή να κρατήσει για πάντα. Ήταν η πιο ηλίθια φαντασίωση, αλλά μια που όλοι έχουν κάποια στιγμή στη ζωή τους, η δύναμη να βάλεις μια στιγμή σε ένα μπουκάλι και να μπορείς να την κοιτάς ξανά και ξανά, το πρώτο σου φιλί, η αγκαλιά ενός αγαπημένου, οι δέκα καλύτεροι οργασμοί σου. Οτιδήποτε ευχαριστεί τον καθένα. Δεν μου πήρε πολλή ώρα, φυσικά, μέχρι να καταλάβω ότι λέξη κλειδί της παραπάνω φράσης ήταν η φαντασίωση. Ήξερα ότι η σωστή απόφαση ήταν να πάρω τη δουλειά, και το ένστικτο μου έλεγε ότι και η Άννα ήθελε αυτό για εμένα. Της έδωσα ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο και σηκωθήκαμε. Μόνο τότε συνειδητοποιήσαμε πόσο κουρασμένοι ήμασταν, νιώθαμε σαν να είχαν σπάσει όλα μας τα κόκαλα και οι μύες μας να είχαν σκουριάσει. Ο αποχαιρετισμός μας ήταν απλός και σύντομος, χωρίς ίχνος περιττού μελοδράματος. Στάθηκα δίπλα στο παγκάκι μέχρι η Άννα να χαθεί στον ορίζοντα, μόνος με τον χτύπο της καρδιάς μου.
«Αν δεις τον Κοινό Φίλο, κάνε μου μια χάρη και πες του ότι αυτό το εγχείρημα ήταν μια απαίσια ιδέα και είναι δική του ευθύνη. Θα του πω το ίδιο».
Και είχα επιστρέψει σε εκείνη την παράλληλη πραγματικότητα όπου κατοικούσε και που δεν θα διασταυρωνόταν ποτέ ξανά με τη δική μου. Πραγματικά χρειαζόμουν εκείνες τις εβδομήντα δύο ώρες ύπνου. Έκανα μισό βήμα, πριν σταματήσω πάλι. Ένα φύλλο από την αμυγδαλιά είχε πέσει στον ώμο μου. Το έπιασα και το έφερα στο ύψος των ματιών μου, για να παρατηρήσω ότι άλλαζε χρώματα καθώς χόρευε ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Όταν το έφερνα προς την κατεύθυνση της Πλατείας, τα πέταλα του μαραίνονταν, και όταν το έφερνα προς αυτή της Λεωφόρου άνθιζε και έπαιρνε ένα ζωηρό ροζ χρώμα, ενώ όταν το κρατούσα σταθερό το ροζ έφευγε και έμενε ένα κομψό λευκό. Θεέ μου, αυτή η πόλη θα μου λείψει τόσο πολύ, είπα μέσα μου. Πάντα σου δίνει μια δικαιολογία για να μείνεις ξύπνιος λίγα λεπτά ακόμα. Έπειτα, άφησα το φύλλο να παρασυρθεί από τον άνεμο, και συνέχισα τον δρόμο μου.