Οι τέσσερεις εποχές


Πο­λύ ρο­μα­ντι­κό, σκέ­φτη­κα. Πε­ρί­με­να την Άν­να για μι­σή ώρα, κα­θι­σμέ­νος σαν ζη­τιά­νος στα σκα­λο­πά­τια του πα­λιού κι­νη­μα­το­γρά­φου, χά­νο­ντας στα­δια­κά τα λο­γι­κά μου. Τα ρα­ντε­βού δεν δου­λεύ­ουν έτσι. Υπάρ­χει μια σει­ρά από απλούς κα­νό­νες, ένας από τους οποί­ους εί­ναι ότι δεν μπο­ρείς να μην εμ­φα­νί­ζε­σαι, χω­ρίς να ει­δο­ποιείς πρώ­τα τον άλ­λο. Δεν έχω κα­νέ­να πρό­βλη­μα αν αλ­λά­ξεις γνώ­μη ή στο δρό­μο πέ­σεις πά­νω σε μια πα­ρέα από μα­ζο­ρέ­τες, και σε εμέ­να έχει συμ­βεί με­ρι­κές φο­ρές, αλ­λά του­λά­χι­στον στεί­λε ένα μή­νυ­μα. Ο ου­ρα­νός ήταν τυ­πι­κά συν­νε­φια­σμέ­νος εκεί­νη την ημέ­ρα στην Πλα­τεία του Χει­μώ­να. Απο­φά­σι­σα ότι, την στιγ­μή που θα έπε­φτε έστω και μια νι­φά­δα χιο­νιού, θα στα­μα­τού­σα να την πε­ρι­μέ­νω. Ένας κοι­νός μας φί­λος με εί­χε πεί­σει να το κά­νω αυ­τό. Εί­πε ότι θα μου έκα­νε κα­λό, και ότι εί­χε πε­ρά­σει πο­λύς και­ρός από την τε­λευ­ταία φο­ρά που εί­χα κά­νει κά­τι κα­λό για τον εαυ­τό μου. Πο­λύς χρό­νος αφιε­ρω­μέ­νος στην ανα­ζή­τη­ση μιας δου­λειάς αρ­κε­τά ση­μα­ντι­κής ώστε να δι­καιο­λο­γεί την περ­σό­να του με­λαγ­χο­λι­κού καλ­λι­τέ­χνη. Πο­λύ λί­γος κά­νο­ντας οτι­δή­πο­τε άλ­λο. Συμ­φώ­νη­σα κυ­ρί­ως επει­δή δεν εί­χα τί­πο­τα να χά­σω. Προ­φα­νώς, εί­χα άδι­κο, επει­δή εί­χα χά­σει χρό­νο και ψυ­χι­κή ηρε­μία, πε­ρι­μέ­νο­ντας κά­ποια που φαι­νό­ταν ότι δεν θα ερ­χό­ταν πο­τέ.

«Γεια, Μάρ­κο. Συγ­γνώ­μη που άρ­γη­σα».

Κα­θί­σα­με σε ένα ιτα­λι­κό εστια­τό­ριο, δί­πλα στη στι­βα­ρή τζα­μα­ρία. Ξο­δέ­ψα­με πολ­λή ώρες ανα­ζη­τώ­ντας το ιδα­νι­κό θέ­μα προς συ­ζή­τη­ση. Τε­λι­κά, απο­φα­σί­σα­με να απο­δε­χτού­με την αδέ­ξια χη­μεία μας, να εγκα­τα­λεί­ψου­με την προ­σπά­θεια να βρού­με κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο. Επο­μέ­νως, μι­λή­σα­με για τα πά­ντα. Οι ζω­ές μας έμοια­ζαν κα­τά και­ρούς πα­ράλ­λη­λες, σαν να πα­ρα­βαί­να­με κά­ποιον κρυ­φό κα­νό­να του σύ­μπα­ντος τώ­ρα που βρι­σκό­μα­σταν ταυ­τό­χρο­να στο ίδιο μέ­ρος. Προ­φα­νώς, και οι δύο γνω­ρί­ζα­με τον Κοι­νό Φί­λο από παι­διά. Στο πα­νε­πι­στή­μιο, έμε­νε σε έναν κοι­τώ­να λί­γα μέ­τρα μα­κριά από τον δι­κό μου. Εί­χα συ­να­να­στρα­φεί μα­ζί της μό­νο δύο φο­ρές όλα αυ­τά τα χρό­νια. Η πρώ­τη ήταν σε μια έκ­θε­ση ζω­γρα­φι­κής, ένα εί­δος εκ­δή­λω­σης όπου φυ­σιο­λο­γι­κά δεν θα βρι­σκό­ταν κα­νείς από τους δύο μας. Εκεί­νη επει­δή δεν ήταν πο­τέ άν­θρω­πος της τέ­χνης, και εγώ επει­δή πά­ντα ήμουν, και αυ­τό ση­μαί­νει ότι απε­χθά­νο­μαι αυ­τό­μα­τα όλους τους ομό­τε­χνους μου. Η δεύ­τε­ρη φο­ρά ήταν στο φυ­σι­κό μας πε­ρι­βάλ­λον, σε ένα κλαμπ στην Ακτή του Κα­λο­και­ριού, όπου πέ­σα­με ο ένας πά­νω στον άλ­λο βγαί­νο­ντας από το κλαμπ για να πά­ρου­με λί­γο κα­θα­ρό αέ­ρα. Όταν το ανέ­φε­ρα στον Κοι­νό Φί­λο, με πα­ρό­τρυ­νε να επι­διώ­ξω και μια τρί­τη συ­νά­ντη­ση. Κά­πως έτσι κα­τέ­λη­ξα να βρε­θώ να την πε­ρι­μέ­νω στην Πλα­τεία του Χει­μώ­να. Επι­τέ­λους, η τύ­χη έδει­χνε να ευ­νο­εί, ή του­λά­χι­στον να μην εμπο­δί­ζει, την ταυ­τό­χρο­νη πα­ρου­σία μας. Η Άν­να εί­χε προ­λά­βει την πρώ­τη χιο­νο­νι­φά­δα για λί­γα μό­νο λε­πτά.

«Μάρ­κο, έχεις ακου­στά τη με­γά­λη θε­ω­ρία των σχέ­σε­ων;».

«Δυ­στυ­χώς, δεν έτυ­χε».

«Λοι­πόν, εί­ναι αυ­τή η χα­ζο­μά­ρα που μου εί­χε πει κά­πο­τε ένας τύ­πος σε ένα πάρ­τι. Νο­μί­ζω ότι προ­σπα­θού­σε να με πεί­σει να τον πα­ντρευ­τώ».

«Σκο­πεύ­εις να τη μοι­ρα­στείς μα­ζί μου;».

«Δεν ξέ­ρω, ντρέ­πο­μαι. Εί­ναι πραγ­μα­τι­κά χα­ζό».

«Άν­να, δεν μπο­ρείς να δη­μιουρ­γείς προσ­δο­κί­ες και να μην εξη­γείς τί­πο­τα».

«Εντά­ξει. Σύμ­φω­να με αυ­τή τη θε­ω­ρία, κά­θε άν­θρω­πος ανή­κει σε δύο κα­τη­γο­ρί­ες, ας πού­με εί­ναι ΑΒ ή ΓΔ. Για να ται­ριά­ζουν δύο άν­θρω­ποι πρέ­πει να έχουν μια κα­τη­γο­ρία ίδια και μια δια­φο­ρε­τι­κή».

«Ερώ­τη­ση. Τι συμ­βαί­νει με αυ­τούς που εί­ναι, για πα­ρά­δειγ­μα, ΑΑ;».

«Υπο­θέ­τω ότι αυ­τοί εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά βα­ρε­τοί».

Τα ζυ­μα­ρι­κά που πα­ραγ­γεί­λα­με ήταν τα χει­ρό­τε­ρα ζυ­μα­ρι­κά που έχω δο­κι­μά­σει στη ζωή μου. Δεν εί­χε ση­μα­σία. Αφή­σα­με ένα αξιο­πρε­πές φι­λο­δώ­ρη­μα και συ­νε­χί­σα­με την έξο­δο μας ακά­θε­κτοι. Μια πα­ρέα από νε­α­ρούς που πέ­ρα­σαν από δί­πλα μας σε ένα κά­μπριο, λί­γο αφού φύ­γα­με από το μα­γα­ζί, άρ­χι­σαν να σφυ­ρί­ζουν στην Άν­να. Ήταν η αφορ­μή που έψα­χνα για να βά­λω το χέ­ρι μου πί­σω από την πλά­τη της. Ευ­τυ­χώς που υπάρ­χει ο μι­σο­γυ­νι­σμός, σκέ­φτη­κα. Την φί­λη­σα απα­λά στα χεί­λη και τρα­βή­χτη­κα αμέ­σως, αγω­νιώ­ντας να δω ποια θα ήταν η αντί­δρα­ση της. Τε­λι­κά, ήταν ένα δεύ­τε­ρο φι­λί. Για λί­γες στιγ­μές, αφε­θή­κα­με στη βο­λι­κή σιω­πή του Τα­ρα­ντί­νο, πριν ξε­σπά­σου­με σε νευ­ρι­κό γέ­λιο. Υπήρ­χε κά­τι έμ­φυ­τα αστείο στην ιδέα δύο ενη­λί­κων που κά­θο­νται και απο­φα­σί­ζουν ώρι­μα ότι θέ­λουν να πη­δή­ξουν ο ένας τον άλ­λον, κά­τι που μό­νο εμείς κα­τα­λα­βαί­να­με. Στη Λε­ω­φό­ρο της Άνοι­ξης γι­νό­ταν ένα φε­στι­βάλ εκεί­νες τις ημέ­ρες, προς έκ­πλη­ξη απο­λύ­τως κα­νε­νός. Λα­τρεύω όσο ο κα­θέ­νας τη δυ­να­τή μου­σι­κή και το φα­γη­τό του δρό­μου, αλ­λά εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό να βιώ­νεις αυ­τό το αί­σθη­μα μια φο­ρά τον μή­να από το να ζεις μό­νι­μα εκεί, να μυ­ρί­ζεις αυ­τές τις μυ­ρω­διές και να ακούς αυ­τές τις μου­σι­κές από τη στιγ­μή που ξυ­πνάς μέ­χρι τη στιγ­μή που κοι­μά­σαι. Υπάρ­χουν άν­θρω­ποι βιο­λο­γι­κά κα­ταλ­λη­λό­τε­ροι να δια­σκε­δά­ζουν από άλ­λους, και οι πιο πολ­λοί ζουν εκεί. Εγώ δεν εί­μαι ένας από αυ­τούς. Η Άν­να, από την άλ­λη, θα μπο­ρού­σε να μπει σε ένα από τα μι­κρά μπαρ της Λε­ω­φό­ρου, να μη βγει πο­τέ, και κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα κα­νείς δεν θα πα­ρα­τη­ρού­σε κά­τι. Κα­τα­λή­ξα­με σε ένα τέ­τοιο μπαρ, την τέ­λεια έκ­φρα­ση του πνεύ­μα­τος αυ­τής της γω­νιάς της Πό­λης, ένας μη­χα­νι­σμός με μό­νο σκο­πό να προ­σφέ­ρει δια­σκέ­δα­ση, άμε­ση, φτη­νή και απο­τε­λε­σμα­τι­κή.

«Λοι­πόν, τι θα πιεις;».

«Ξέ­ρεις, εί­χα πρό­βλη­μα με το πο­τό κά­πο­τε. Ήταν πο­λύ σο­βα­ρό. Τα πο­τή­ρια πή­γαι­ναν εκ­θε­τι­κά, δύο, τέσ­σε­ρα, δε­κά­ξι».

«Συγ­γνώ­μη, θέ­λεις να πά­με κά­που χω­ρίς αλ­κο­όλ;».

«Δεν υπάρ­χει λό­γος. Το ξε­πέ­ρα­σα. Έβα­λα κα­νό­να, στα­μα­τάω πά­ντα στα δε­κά­ξι».

«Θα γε­λού­σα, αλ­λά ει­λι­κρι­νά δεν εί­μαι σί­γου­ρος αν μι­λάς σο­βα­ρά ή όχι;».

«Κα­θό­λου, μια γου­λιά αρ­κεί για να με­θύ­σω για μια εβδο­μά­δα. Ο σαρ­κα­σμός εί­ναι μια πο­λύ ντε­λι­κά­τη τέ­χνη, Μάρ­κο».

Έλε­γε την αλή­θεια αυ­τή τη φο­ρά. Το κο­κτέιλ της έμει­νε μι­σο­τε­λειω­μέ­νο πά­νω στο τρα­πέ­ζι, ενώ εκεί­νη χό­ρευε μα­νιω­δώς. Ήταν μια ικα­νό­τη­τα που ανα­κά­λυ­πτα ότι η Άν­να κα­τεί­χε όπως κα­νέ­νας άλ­λος και που ζή­λευα αφά­ντα­στα, να μη νιώ­θει την πα­ρα­μι­κρή ντρο­πή και να αφή­νε­ται στο πνεύ­μα της στιγ­μής, ηλε­κτρι­κό, σε­ξουα­λι­κό, οτι­δή­πο­τε υπα­γό­ρευε η κά­θε μια. Βλέ­πο­ντας την Άν­να με έκα­νε να θέ­λω να αφή­σω στην άκρη τα πά­ντα και να συμ­με­τά­σχω. Άρ­γη­σα. Τη στιγ­μή που χα­λά­ρω­σα τα κου­μπιά του που­κά­μι­σου μου και ετοι­μά­στη­κα ψυ­χο­λο­γι­κά για να χο­ρέ­ψω, η Άν­να στα­μά­τη­σε και επέ­στρε­ψε στο τρα­πέ­ζι, ιδρω­μέ­νη, και με ένα αγνό, αυ­θόρ­μη­το χα­μό­γε­λο σαν πι­νε­λιά σε πί­να­κα του Μι­ρό. Εί­χε νυ­χτώ­σει προ πολ­λού όταν φύ­γα­με από το μπαρ. Άνοι­ξα την πόρ­τα του πρώ­του τα­ξί που εί­δα, και έκα­να νεύ­μα στην Άν­να να μπει μέ­σα, σκο­πεύ­ο­ντας να μπω στο επό­με­νο. Η Άν­να έκα­νε το πρώ­το βή­μα για να μπει μέ­σα, αλ­λά πριν κά­νει το δεύ­τε­ρο δί­στα­σε.

«Δεν ξέ­ρω για εσέ­να, αλ­λά δεν έχω τί­πο­τα να κά­νω αύ­ριο το πρωί. Ζού­με σε μια πό­λη όπου κά­ποιος πά­ντα βρί­σκει κά­τι να κά­νει. Αν έχεις όρε­ξη, αυ­τή η νύ­χτα δεν χρειά­ζε­ται να τε­λειώ­σει εδώ».

Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ιστο­ρί­ες ακο­λου­θούν ένα πα­ρό­μοιο μο­τί­βο, έχουν μια αρ­χή και ένα τέ­λος εξί­σου κα­λο­σχε­δια­σμέ­να, αφή­νο­ντας τη μέ­ση να παίρ­νει τον ρό­λο ενός τε­μπέ­λι­κου τί­πο­τα. Και πι­στεύω ότι δεν υπάρ­χει κα­νέ­να πρό­βλη­μα με αυ­τό. Κά­ποια πράγ­μα­τα στη ζωή θα έπρε­πε να επι­τρέ­πε­ται να εί­ναι απλά όμορ­φα. Μα­λα­κί­ες σαν αυ­τή έλε­γα στην Άν­να στον δρό­μο μέ­χρι να φτά­σου­με στην Ακτή του Κα­λο­και­ριού, την άκρη της Πό­λης, όπου το αστι­κό το­πίο ξε­θω­ριά­ζει και δί­νει τη θέ­ση του στον ωκε­α­νό. Δεν ήταν η πιο κα­θα­ρή πα­ρα­λία του κό­σμου, τώ­ρα που το σκέ­φτο­μαι ίσως να ήταν και από τις λι­γό­τε­ρο κα­θα­ρές. Αλ­λά με­ρι­κά σπα­σμέ­να μπου­κά­λια και σύ­ριγ­γες δεν μας απο­θάρ­ρυ­ναν. Μο­νο­λο­γού­σα ακό­μα για τις πα­ρά­ξε­νες φι­λο­σο­φι­κές θε­ω­ρί­ες μου, όταν ξα­πλώ­σα­με στην άμ­μο, και η Άν­να μου έκλει­σε το στό­μα με ένα φι­λί. Πρέ­πει να μεί­να­με για ώρες εκεί, χα­ζεύ­ο­ντας τα άστρα, σαν το σύ­μπαν να ήταν το ιδιω­τι­κό μας πλα­νη­τά­ριο, χω­ρίς να σκε­φτό­μα­στε απο­λύ­τως τί­πο­τα. Μια ει­δο­ποί­η­ση στο κι­νη­τό μου, συ­νο­δευό­με­νη από αυ­τόν τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ήχο που σου προ­κα­λεί αυ­τό­μα­τα κρί­ση πα­νι­κού, δια­τά­ρα­ξε την ηρε­μία. Σή­κω­σα το τη­λέ­φω­νο λη­θαρ­γι­κά και χα­μή­λω­σα τη φω­τει­νό­τη­τα ώστε να μπο­ρέ­σω να δια­βά­σω το μή­νυ­μα. Ήμουν τε­λεί­ως ανέκ­φρα­στος, κα­θώς το βλέμ­μα μου με­τα­κι­νού­νταν από το ένα γράμ­μα στο επό­με­νο, προ­σπα­θώ­ντας με όλες μου τις δυ­νά­μεις και απο­τυγ­χά­νο­ντας οι­κτρά να εμπο­δί­σω το πε­ριε­χό­με­νο του να γε­μί­σει το τέ­λειο κε­νό που εί­χα κα­τα­φέ­ρει να δη­μιουρ­γή­σω στο μυα­λό μου όταν πα­ρα­τη­ρού­σα τα άστρα. Τό­τε, η Άν­να με έσω­σε. Δεν την εί­χα προ­σέ­ξει, όπως στε­κό­ταν δί­πλα μου σαν όρ­νεο που έψα­χνε ευ­και­ρία για να επι­τε­θεί, και τι­νά­χτη­κα από­το­μα όταν ψι­θύ­ρι­σε στο αυ­τί μου.

«Μάρ­κο, εί­χα μια ιδέα και ανα­ρω­τιέ­μαι αν εί­χες και εσύ την ίδια ιδέα».

«Λοι­πόν, δεν μπο­ρώ να ξέ­ρω αν δεν μου πεις την ιδέα».

Εί­πα ναι πριν καν ολο­κλη­ρώ­σει τη φρά­ση της. Δεν με εν­διέ­φε­ραν οι λε­πτο­μέ­ρειες, απλά χρεια­ζό­μουν οτι­δή­πο­τε θα μου απο­σπού­σε την προ­σο­χή από αυ­τό που εί­χα δια­βά­σει. Βγά­λα­με τα ρού­χα μας και μπή­κα­με στο νε­ρό, εγώ με αρ­γές, προ­σε­κτι­κές κι­νή­σεις, και εκεί­νη με μια βου­τιά. Αρ­χι­κά, έρι­χνα κλε­φτές μα­τιές στην ακτή, όπου εί­χα­με αφή­σει σε έναν μι­κρό πύρ­γο τα πράγ­μα­τα μας, ανά­με­σα τους και το κι­νη­τό μου. Αλ­λά δεν άρ­γη­σα να πα­ρα­συρ­θώ από τη στιγ­μή, την αί­σθη­ση του κορ­μιού της πά­νω στο δι­κό μου, τρυ­φε­ρή και ακα­τέρ­γα­στη. Τα βρεγ­μέ­να μαλ­λιά μας να μπλέ­κο­νται και οι σκλη­ρές ρό­γες της να πιέ­ζουν το στή­θος μου, κα­νέ­νας ήχος, μό­νο τα κύ­μα­τα και οι καρ­δί­ες μας να χτυ­πά­νε στον ρυθ­μό μιας αρ­χαί­ας με­λω­δί­ας. Τό­σο απε­γνω­σμέ­νοι να έρ­θου­με όσο πιο κο­ντά ήταν δυ­να­τόν στον λι­γό­τε­ρο δυ­να­τό χρό­νο που ο πό­θος με­τα­μορ­φω­νό­ταν σε πό­νο, που μπο­ρού­σε να σβή­σει μό­νο η αρ­χέ­γο­νη δύ­να­μη που μας πε­ριέ­βαλ­λε. Δεν βυ­θι­ζό­μα­σταν εμείς στον ωκε­α­νό, αλ­λά αυ­τός απλά κυ­λού­σε μέ­σα μας, μέ­χρι όλες μας οι αι­σθή­σεις να γί­νουν μια αί­σθη­ση, τέ­λεια συγ­χρο­νι­σμέ­νη. Ο χρό­νος γι­νό­ταν όλο και πιο αρ­γός με κά­θε φι­λί στον λαι­μό, μέ­χρι μου στα­μά­τη­σε εντε­λώς, και τί­πο­τα, τί­πο­τα δεν εί­χε ση­μα­σία εκτός από εμέ­να, εκεί­νη και το νε­ρό.

«Που διά­ο­λο εί­ναι τα ρού­χα μας; Ποιος μα­νια­κός κα­ριό­λης απλά κυ­κλο­φο­ρεί στην πα­ρα­λία, λί­γες ώρες πριν το ξη­μέ­ρω­μα, ψά­χνο­ντας ρού­χα για να κλέ­ψει;».

Περ­πα­τού­σα­με αγκα­λια­σμέ­νοι σε μια προ­σπά­θεια να κρυ­φτού­με από τυ­χόν αδιά­κρι­τα βλέμ­μα­τα και ταυ­τό­χρο­να να προ­στα­τευ­τού­με όσο μπο­ρού­σα­με από το κοι­νό κρυο­λό­γη­μα. Τα φώ­τα των κλαμπ της Ακτής στο βά­θος ήταν ο φά­ρος προς τον οποίο κα­τευ­θυ­νό­μα­σταν. Η αυ­γή ήταν πο­λύ κο­ντά, και ο ου­ρα­νός εί­χε ήδη αρ­χί­σει να παίρ­νει ένα απα­λό γκρι­ζο­γά­λα­νο χρώ­μα. Σί­γου­ρα υπήρ­χαν άν­θρω­ποι που εί­τε κα­θά­ρι­ζαν κά­ποιο μα­γα­ζί από απο­δεί­ξεις της προη­γού­με­νης νύ­χτας, εί­τε το ετοί­μα­ζαν την επό­με­νη, και ελ­πί­ζα­με ότι θα βρί­σκα­με κά­ποιον δια­τε­θει­μέ­νο να μας δώ­σει ένα ζευ­γά­ρι ρού­χα και λί­γα χρή­μα­τα για να πά­ρου­με ένα τα­ξί. Τε­λι­κά, δεν χρειά­στη­κε. Κα­θώς περ­πα­τού­σα­με, εγώ και η Άν­να σκο­ντά­ψα­με πά­νω σε έναν μι­κρό πύρ­γο από ρού­χα. Ένα ζευ­γά­ρι απο­λάμ­βα­νε τη θά­λασ­σα, ακρι­βώς όπως εμείς πριν από όχι πολ­λή ώρα. Πε­ρά­σα­με λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα συ­νω­μο­τώ­ντας σιω­πη­λά, ανα­λο­γι­ζό­με­νοι τις ηθι­κές επι­πτώ­σεις της πρά­ξης που εί­χα­με σκε­φτεί και οι δύο. Αν υπάρ­χει κό­λα­ση, ξε­κά­θα­ρα θα κα­τα­λή­ξου­με εκεί όταν πε­θά­νου­με, αλ­λά άξι­ζε να πά­ρου­με το ρί­σκο. Όσο πιο δια­κρι­τι­κά γι­νό­ταν, αρ­πά­ξα­με τον μι­κρό πύρ­γο και τρέ­ξα­με. Όταν θε­ω­ρή­σα­με ότι εί­χα­με απο­μα­κρυν­θεί αρ­κε­τά ώστε να μην κιν­δυ­νεύ­ου­με να μας δουν, φο­ρέ­σα­με τα ρού­χα. Κά­θε τό­σο, κοι­τού­σα­με ο ένας τον άλ­λο και γε­λού­σα­με νευ­ρι­κά με την κα­τά­στα­ση όπου εί­χα­με βρε­θεί. Φα­ντά­ζο­μαι στο γέ­λιο έπαι­ζε επί­σης κά­ποιον ρό­λο το γε­γο­νός ότι όλα τα ρού­χα ήταν αν­δρι­κά, έτσι η Άν­να ανα­γκά­στη­κε να φο­ρέ­σει ένα που­κά­μι­σο πε­ρί­που τρεις φο­ρές το μέ­γε­θος της.

«Ξέ­ρεις με ποιον μοιά­ζεις; Με τον Τσάρ­λι Τσά­πλιν».

«Ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν δεν φο­ρού­σε με­γά­λα ρού­χα, μάλ­λον τον μπερ­δεύ­εις με κά­ποιον άλ­λο κω­μι­κό».

«Δεν εί­πα ότι φο­ρού­σε με­γά­λα ρού­χα. Απλά ότι του μοιά­ζεις».

Ήταν πλέ­ον επί­ση­μα ημέ­ρα. Πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας άτσα­λα τα ξε­ρό­χορ­τα, βρε­θή­κα­με στην άκρη του αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μου και κά­να­με οτο­στόπ. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα αυ­το­κί­νη­τα και φορ­τη­γά που πή­γαι­ναν προς την κα­τεύ­θυν­ση που μας εν­διέ­φε­ρε, άν­θρω­ποι που μό­λις ξε­κι­νού­σαν ή μό­λις τε­λεί­ω­ναν την ημέ­ρα τους, μας αγνο­ού­σαν επι­δει­κτι­κά. Τε­λι­κά, ένα στα­μά­τη­σε στην άκρη του δρό­μου και μπή­κα­με μέ­σα. Ο οδη­γός ήταν ένας ψι­λό­λι­γνος άν­δρας με ένα πα­χύ μου­στά­κι, μια φυ­σιο­γνω­μία που ταί­ρια­ζε τό­σο από­λυ­τα με το στε­ρε­ό­τυ­πο του κα­λο­κά­γα­θου ηλι­κιω­μέ­νου που σε κα­θη­σύ­χα­ζε αυ­τό­μα­τα. Του εί­πα­με ότι μπο­ρού­σε να μας αφή­σει οπου­δή­πο­τε στο κέ­ντρο της πό­λης, και μας απά­ντη­σε ότι στον δρό­μο του ήταν η Γει­το­νιά του Φθι­νο­πώ­ρου, που ήταν αρ­κε­τά κο­ντά στα σπί­τια και των δύο μας. Χρεια­ζό­μα­σταν ξε­κού­ρα­ση, και μεί­να­με σιω­πη­λοί για το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της δια­δρο­μής. Του­λά­χι­στον μέ­χρι που ο οδη­γός να στρα­φεί προς το μέ­ρος μας, μι­λώ­ντας με μια φω­νή σι­γα­νή και παλ­λό­με­νη σαν ηχώ, χω­ρίς να ανοι­γο­κλεί­νει τα μά­τια.

«Ξέ­ρε­τε, δεν θα έπρε­πε να κά­νε­τε οτο­στόπ. Εί­ναι πά­ρα πο­λύ επι­κίν­δυ­νο στην επο­χή μας. Κυ­κλο­φο­ρούν τό­σοι ψυ­χο­πα­θείς εκεί έξω. Πο­τέ δεν μπο­ρείς να εί­σαι σί­γου­ρος ότι αυ­τός που θα σε πά­ρει δεν εί­ναι κα­τά συρ­ροή δο­λο­φό­νος».

Στη συ­νέ­χεια, γύ­ρι­σε πά­λι προς τον δρό­μο, και άκου­γα το σα­τα­νι­κό του γέ­λιο στο μυα­λό μου για το υπό­λοι­πο της δια­δρο­μής. Ήμα­σταν ακό­μα ελα­φρώς πα­νι­κό­βλη­τοι από την ιδέα ότι θα μας απή­γα­γε και θα μας βα­σά­νι­ζε φρι­χτά πριν μας σκο­τώ­σει, όταν μας άφη­σε στη δια­σταύ­ρω­ση όπου ξε­κι­νού­σε η Γει­το­νιά του Φθι­νο­πώ­ρου. Μέ­χρι σή­με­ρα δεν εί­μαι σί­γου­ρος αν απο­φά­σι­σε την τε­λευ­ταία στιγ­μή να μας αφή­σει να ζή­σου­με ή αν εί­χε απλά άθλια αί­σθη­ση του χιού­μορ, και ει­λι­κρι­νά δεν με εν­δια­φέ­ρει να μά­θω. Η Άν­να μου έρι­ξε ένα βλέμ­μα απο­ρί­ας, ρω­τώ­ντας αν υπήρ­χε κά­ποιο νό­η­μα στο να το συ­ζη­τή­σου­με ή αν μπο­ρού­σα­με απλά να προ­σποι­η­θού­με ότι το πε­ρι­στα­τι­κό με τον οδη­γό δεν συ­νέ­βη πο­τέ. Της έγνε­ψα θε­τι­κά. Δεν υπήρ­χε μέ­ρος της Πό­λης που θα ήθε­λα να βρί­σκο­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο εκεί­νη τη στιγ­μή. Αν η Πλα­τεία του Χει­μώ­να ήταν το επί­κε­ντρο του πο­λι­τι­σμού και της χλι­δής, η Λε­ω­φό­ρος της Άνοι­ξης το μέ­ρος όπου πη­γαί­νεις για ψευ­δή μπο­έ­μι­κη δια­σκέ­δα­ση και η Ακτή του Κα­λο­και­ριού για να απο­μα­κρυν­θείς από τα εγκό­σμια, η Γει­το­νιά του Φθι­νο­πώ­ρου ήταν εκεί όπου λάμ­βα­νε τό­πο η ζωή με­τά από τη με­γά­λη ζωή. Ήταν εκεί όπου κυ­ριαρ­χού­σε η αστι­κή απλό­τη­τα, τα μπαρ και τα μα­γα­ζιά έδι­ναν τη θέ­ση τους σε σχο­λεία και οι­κο­δο­μές. Δεν θα δια­νο­ού­μουν να ανα­ζη­τή­σω οποιο­δή­πο­τε εί­δος δια­σκέ­δα­σης εκεί, αλ­λά επί­σης δεν θα δια­νο­ού­μουν να μεί­νω κά­που αλ­λού. Κα­θί­σα­με σε ένα πα­γκά­κι, δί­πλα σε μια αμυ­γδα­λιά που σε άλ­λα ση­μεία έμοια­ζε αν­θι­σμέ­νη και σε άλ­λα σαν τα φύλ­λα της να ήταν έτοι­μα να πα­ρα­συρ­θούν από τον άνε­μο. Μπο­ρού­σα­με να απο­χαι­ρε­τι­στού­με εκεί­νη τη στιγ­μή, να επι­στρέ­ψου­με στα σπί­τια μας και να κοι­μη­θού­με για τις επό­με­νες εβδο­μή­ντα δύο ώρες, αλ­λά προ­τι­μή­σα­με να πε­ρά­σου­με λί­γο χρό­νο μα­ζί. Έτσι κι αλ­λιώς, εί­χα­με ένα τε­λευ­ταίο πράγ­μα να κά­νου­με.

«Πή­ρα ένα μή­νυ­μα όταν ήμα­σταν στην πα­ρα­λία. Δεν σου το εί­πα τό­τε για να μην χα­λά­σω τη στιγ­μή. Μου πρό­σφε­ραν δου­λειά στο εξω­τε­ρι­κό. Ξέ­ρεις, καλ­λι­τε­χνι­κές ασυ­ναρ­τη­σί­ες επί πλη­ρω­μής. Μάλ­λον θα δε­χτώ».

«Αυ­τή η δου­λειά εί­ναι κά­τι προ­σω­ρι­νό ή θα μεί­νεις εκεί και­ρό;».

Ξέ­ρα­με και οι δύο ποια ήταν η απά­ντη­ση, αλ­λά φο­βό­μα­σταν να την πού­με φω­να­χτά, σαν η με­τα­μόρ­φω­ση της σκέ­ψης σε ήχο θα την έκα­νε αλη­θι­νή. Δεν ήταν το πε­πρω­μέ­νο που μας χώ­ρι­ζε, αλ­λά μια επι­λο­γή. Αν και εί­μαι σί­γου­ρος ότι το σύ­μπαν εί­χε παί­ξει κά­ποιον ρό­λο στη συ­γκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή που εί­χε εμ­φα­νι­στεί η επι­λο­γή, δεν στα­μα­τού­σε να εί­ναι δι­κή μου. Με­τά από με­ρι­κά ακό­μα δευ­τε­ρό­λε­πτα από­λυ­της σιω­πής, η Άν­να φτερ­νί­στη­κε. Σύ­ντο­μα, φτερ­νι­ζό­μα­σταν και οι δύο, σαν ορ­χή­στρα. Σκά­σα­με ξα­νά στα γέ­λια, που, ακό­μα και για μια στιγ­μή, πι­στέ­ψα­με ότι θα κα­τα­φέρ­να­με να γλι­τώ­σου­με το κρυο­λό­γη­μα.

«Ξέ­ρεις, οι σχέ­σεις με με­λαγ­χο­λι­κές καλ­λι­τέ­χνες συ­νή­θως εί­ναι βα­ρε­τές, αλ­λά αυ­τή εί­χε πλά­κα».

«Έχεις κά­νει πολ­λές τέ­τοιες;».

«Όχι πά­ρα πολ­λές, εφτά ή οκτώ το πο­λύ».

«Χαί­ρο­μαι που πέ­ρα­σες ωραία».

«Χαί­ρο­μαι που χαί­ρε­σαι».

Μια ιδέα πέ­ρα­σε από το μυα­λό μου. Δεν θα έφευ­γα, βα­σι­κά δεν θα χρεια­ζό­ταν καν να ση­κω­θού­με πο­τέ από αυ­τό το πα­γκά­κι. Μας εί­χε πά­ρει τό­σο και­ρό να συ­να­ντη­θού­με και, στο τέ­λος, εί­χα­με μό­νο μια στιγ­μή μα­ζί. Ίσως έπρε­πε να αφή­να­με αυ­τή τη στιγ­μή να κρα­τή­σει για πά­ντα. Ήταν η πιο ηλί­θια φα­ντα­σί­ω­ση, αλ­λά μια που όλοι έχουν κά­ποια στιγ­μή στη ζωή τους, η δύ­να­μη να βά­λεις μια στιγ­μή σε ένα μπου­κά­λι και να μπο­ρείς να την κοι­τάς ξα­νά και ξα­νά, το πρώ­το σου φι­λί, η αγκα­λιά ενός αγα­πη­μέ­νου, οι δέ­κα κα­λύ­τε­ροι ορ­γα­σμοί σου. Οτι­δή­πο­τε ευ­χα­ρι­στεί τον κα­θέ­να. Δεν μου πή­ρε πολ­λή ώρα, φυ­σι­κά, μέ­χρι να κα­τα­λά­βω ότι λέ­ξη κλει­δί της πα­ρα­πά­νω φρά­σης ήταν η φα­ντα­σί­ω­ση. Ήξε­ρα ότι η σω­στή από­φα­ση ήταν να πά­ρω τη δου­λειά, και το έν­στι­κτο μου έλε­γε ότι και η Άν­να ήθε­λε αυ­τό για εμέ­να. Της έδω­σα ένα τε­λευ­ταίο φι­λί στο μέ­τω­πο και ση­κω­θή­κα­με. Μό­νο τό­τε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με πό­σο κου­ρα­σμέ­νοι ήμα­σταν, νιώ­θα­με σαν να εί­χαν σπά­σει όλα μας τα κό­κα­λα και οι μύ­ες μας να εί­χαν σκου­ριά­σει. Ο απο­χαι­ρε­τι­σμός μας ήταν απλός και σύ­ντο­μος, χω­ρίς ίχνος πε­ριτ­τού με­λο­δρά­μα­τος. Στά­θη­κα δί­πλα στο πα­γκά­κι μέ­χρι η Άν­να να χα­θεί στον ορί­ζο­ντα, μό­νος με τον χτύ­πο της καρ­διάς μου.

«Αν δεις τον Κοι­νό Φί­λο, κά­νε μου μια χά­ρη και πες του ότι αυ­τό το εγ­χεί­ρη­μα ήταν μια απαί­σια ιδέα και εί­ναι δι­κή του ευ­θύ­νη. Θα του πω το ίδιο».

Και εί­χα επι­στρέ­ψει σε εκεί­νη την πα­ράλ­λη­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όπου κα­τοι­κού­σε και που δεν θα δια­σταυ­ρω­νό­ταν πο­τέ ξα­νά με τη δι­κή μου. Πραγ­μα­τι­κά χρεια­ζό­μουν εκεί­νες τις εβδο­μή­ντα δύο ώρες ύπνου. Έκα­να μι­σό βή­μα, πριν στα­μα­τή­σω πά­λι. Ένα φύλ­λο από την αμυ­γδα­λιά εί­χε πέ­σει στον ώμο μου. Το έπια­σα και το έφε­ρα στο ύψος των μα­τιών μου, για να πα­ρα­τη­ρή­σω ότι άλ­λα­ζε χρώ­μα­τα κα­θώς χό­ρευε ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα μου. Όταν το έφερ­να προς την κα­τεύ­θυν­ση της Πλα­τεί­ας, τα πέ­τα­λα του μα­ραί­νο­νταν, και όταν το έφερ­να προς αυ­τή της Λε­ω­φό­ρου άν­θι­ζε και έπαιρ­νε ένα ζω­η­ρό ροζ χρώ­μα, ενώ όταν το κρα­τού­σα στα­θε­ρό το ροζ έφευ­γε και έμε­νε ένα κομ­ψό λευ­κό. Θεέ μου, αυ­τή η πό­λη θα μου λεί­ψει τό­σο πο­λύ, εί­πα μέ­σα μου. Πά­ντα σου δί­νει μια δι­καιο­λο­γία για να μεί­νεις ξύ­πνιος λί­γα λε­πτά ακό­μα. Έπει­τα, άφη­σα το φύλ­λο να πα­ρα­συρ­θεί από τον άνε­μο, και συ­νέ­χι­σα τον δρό­μο μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: