Κωνσταντινούπολις, έτος 1097 από Χριστού
βασιλεύοντος κυρ Αλέξιου Κομνηνού
Τα σκάφη που έπλεαν εκείνο το μεσημέρι στη θάλασσα της Προποντίδας είχαν ορατότητα σπάνια για μήνα Δεκέμβριο. Παγωμένο, διάφανο φως, καθώς τα μεσούρανα ετοιμάζονταν για τη γέννηση του Σωτήρα Χριστού. Φυσούσε με τόση σφοδρότητα, ώστε ήχησαν μια δυο φορές τα αυτόματα βούκινα[1] που ήταν στημένα στη δυτική πλευρά των τειχών. Κατέβαινε ορμητικός βοριάς, που φούσκωνε τα πανιά στο χελάνδιο, το οποίο καμάρωνε, αφού είχε καταφέρει να φτάσει από τη Θεσσαλονίκη στη Βασιλεύουσα σε δέκα μέρες.
Είχαν καιρό να αντικρίσουν δάσος, τώρα περνούσαν μέσα από εκατοντάδες κορμούς που είχαν γίνει κατάρτια, με τα πανιά μαζεμένα και τα σχοινιά τυλιγμένα σαν κληματσίδες. Κωπηλατώντας αργά μέσα από πολλά σκάφη, προσπέρασαν τα λιμάνια του Θεοδοσίου, του Ιουλιανού, του Βουκολέοντα και μπήκαν στον Κεράτιο. Το χελάνδιο, ως στρατιωτικό πλοίο που ανήκε στο πλώιμο της Κωνσταντινούπολης, μπορούσε να αγκυροβολήσει μόνο στο Νεώριο, το λιμάνι που βρισκόταν στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Ερχόμενο από τα Δαρδανέλια, έπρεπε να περιπλεύσει το μεγαλύτερο μέρος των τειχών, κάτι που δεν στενοχωρούσε τους επιβάτες: στέκονταν όρθιοι στο κατάστρωμα της πρύμνης και θωρούσαν εκστασιασμένοι την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου.
Ποιοι ήταν αυτοί οι επισκέπτες; Μια γυναίκα άλουστη, η οποία σ’ όλο το ταξίδι είχε ταλαιπωρηθεί από τα έμμηνά της, ένας αξιωματούχος που λευχειμονούσε[2] κι έπινε θάσιον οίνον από το πρωί, δυο παιδιά που χάζευαν τα πελώρια τείχη και τα φλάμουλα στις πολεμίστρες κι ένας νοτάριος, ο οποίος ζούσε την παλινόρθωση της μνήμης, που τον πήγαινε δεκαπέντε χρόνια πίσω, σε μια φυγή γεμάτη αγωνία. Επισκέπτης ήταν κι ένας απ’ τους κωπηλάτες του σκάφους, που είχε παρατήσει το κουπί του και στεκόταν όρθιος στο μέσον του διαδρόμου βάζοντας την παλάμη σκίαστρο πάνω απ’ τα μάτια του. Ήταν κάποτε ναυτόπαιδο των απίστων του Τζαχά, τώρα είχε πόθο να γνωρίσει αυτή τη Μέκκα των Ρωμαίων, για την οποία άκουγε χρόνια ατελείωτα.
Πριν το χελάνδιο να προσεγγίσει στην αποβάθρα, στην απέναντι ακτή του κόλπου φάνηκε ένα μεγάλο στρατόπεδο αντίκρυ από τα τείχη. Ο Λεόντιος έσμιξε τα φρύδια κι ώσπου να ρίξουν άγκυρα το παρατηρούσε συνεχώς.
Κατεβαίνοντας στο Νεώριο έπρεπε να περάσουν απ’ τον έλεγχο. Ο εξοχότατος, έχοντας βάλει απ’ το πρωί τα πιο εντυπωσιακά του μεταξωτά, έδειξε το χρυσόβουλο του Αλέξιου και ζήτησε κάποιον απ’ τη φρουρά του λιμανιού να παραδώσει στο παλάτι μια επιστολή του για τον λογοθέτη του σέκρετου. Ο εκατόνταρχος, που ήταν επικεφαλής της φρουράς του λιμανιού, έστειλε έναν οπλίτη να μεταφέρει το μήνυμα και φώναξε δύο αχθοφόρους, απ’ τους πολλούς που περίμεναν, να έρθουν για να κουβαλήσουν.
«Εκατόνταρχε, το μητάτον του Νεωρίου είναι διαθέσιμο;» ρώτησε ο Λεόντιος.
«Υπάρχει ακόμη χώρος, εξοχότατε, θα σας οδηγήσουν εκεί οι αχθοφόροι. Οι άνθρωποι πίσω είναι ακολουθία σας;»
«Ναι, όλοι».
«Να περάσουν, για να καταγραφούν τα ονόματά τους».
«Δε μου λες, εκατόνταρχε, ποιοι είναι αυτοί που έχουν στρατοπεδεύσει απέναντι;»
«Φράγκοι, είναι μήνες που μας κουβαλήθηκαν. Ελπίζω στο παλάτι να ξέρουν τι κάνουν».
«Κι εγώ το ελπίζω, καλά Χριστούγεννα!»
«Η χάρις του Κυρίου να σας συνοδεύει».
Το μητάτον ήταν ένας χώρος φιλοξενίας προορισμένος για υψηλούς επισκέπτες, κυρίως για τις διπλωματικές αποστολές που κατέφθαναν στην πρωτεύουσα και ζητούσαν ακρόαση από το Ιερόν Παλάτιον. Στα διπλανά δώματα είδαν βαρβάρους με παράξενα ρούχα, λιγομίλητους και ξαφνιασμένους. Συνάντησαν και λεγάτους της Δύσης, που τις τελευταίες βδομάδες εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά, εν όψει της άφιξης των στρατευμάτων της δυτικής χριστιανοσύνης.
Ώσπου να τακτοποιηθούν στον ξενώνα, το φως είχε κάπως πέσει. Ήξεραν πως η ακολουθία των Χριστουγέννων θα ξεκινούσε νωρίς το πρωί, οπότε είχαν λίγο χρόνο να περπατήσουν στην πόλη.
Έδειχναν επαρχιώτες, εκτός απ’ τον Λεόντιο φυσικά, ο οποίος βάδιζε με το κεφάλι ψηλά φορώντας έναν μενεξεδί επενδύτη και ψηλά τσαγγία που έσφιγγαν τα πόδια ως τα γόνατα. Οι υπόλοιποι είχαν το κεραυνόπληκτο ύφος του θαυμασμού και την εμφανή συστολή των ανθρώπων που δεν είχαν μάθει να εκτίθενται σε μεγάλο πλήθος και στο βουητό της αγοράς. Το αντρόγυνο κρατούσε από ένα παιδί σφιχτά απ’ το χέρι, γιατί είχαν τον φόβο μη χαθούν μέσα σε τόσο κόσμο. Κοντά στα λουτρά του Ζεύξιππου στάθηκαν με θαυμασμό έξω από ένα πολυώροφο κτίριο, που παρ’ ότι είχε σκοτεινιάσει ήταν ανοιχτό και φωταγωγημένο. Τους είπαν πως το έλεγαν Λαμπτήρα κι ότι εκεί μέσα πουλούσαν μεταξωτά. Μπήκαν και χάζεψαν για αρκετή ώρα.
[ Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα Περί της εαυτού ψυχής ]