Δίπλα σου

Δίπλα σου


Στά­θη­κε μπρο­στά στη με­γά­λη μπαλ­κο­νό­πορ­τα στο σα­λό­νι, το χέ­ρι της έμει­νε στο πό­μο­λο, το χα­μό­γε­λο ολό­φω­το. Τα γκρί­ζα της μαλ­λιά δεν μπο­ρού­σαν να το πι­κρά­νουν. Όλος ο χρό­νος που εί­χε πε­ρά­σει, έγι­νε μία στα­λιά μπρο­στά στη σι­γα­λιά που απλω­νό­ταν. Δεν θυ­μό­ταν πό­ση ώρα έφυ­γε έτσι.

Πα­να­γιά μου, τα φυ­τά μου! Έβα­λε μπου­φάν, γά­ντια, σκού­φο και βγή­κε έξω με μία σκού­πα, να τα τι­νά­ξει. Στην αρ­χή πή­γαι­νε με βή­μα­τα κολ­λη­τά, φο­βό­ταν μην γλι­στρή­σει, εί­χε κά­νει επέμ­βα­ση στον γο­φό πριν από αρ­κε­τούς μή­νες. Σι­γά-σι­γά ξε­θάρ­ρε­ψε, όταν όμως έφτα­σε στη μέ­ση του μπαλ­κο­νιού, στα­μά­τη­σε.

Σφή­νω­σε τη σκού­πα ανά­με­σα στη νε­ραν­τζιά και στον γυ­μνό ιβί­σκο, συ­ντρό­φους της τις κα­λο­και­ρι­νές νύ­χτες∙ έβγα­λε τα γά­ντια της. Έφε­ρε αφρά­το χιό­νι κο­ντά στη μα­τιά της, το γεύ­τη­κε. Μυρ­μή­γκια­σαν τα χέ­ρια της από τις νι­φά­δες που φύ­τρω­ναν εκεί, όταν έκα­νε το άγαλ­μα στο χιό­νι στο προ­αύ­λιο του σχο­λεί­ου. Την ξάφ­νια­σε ο ήχος από την τε­λευ­ταία χιο­νό­μπα­λα που εί­χε πε­τά­ξει, χρό­νια πριν, στην πλά­τη ενός συ­να­δέλ­φου από το γρα­φείο, κα­θώς γλι­στρού­σαν στο αυ­το­κί­νη­τό της, με γέ­λια σε κά­θε πα­ρα­πά­τη­μα. Φώ­τι­σε το χα­μό­γε­λο της κό­ρης της, όταν μι­κρή εί­χε κρε­μα­στεί από το πα­ρά­θυ­ρο στο υπνο­δω­μά­τιό της, το βλέμ­μα της όλο και πιο ψη­λά, μι­κρά πάλ­λευ­κα δό­ντια, χά­χα­να κολ­λη­τι­κά.

«Θεέ μου».

Τα χέ­ρια της έπε­σαν στο πλάι, εί­χε τα­κτο­ποι­ή­σει ερ­μη­τι­κά κά­θε στιγ­μή που την πο­νού­σε, όταν βγή­κε στη σύ­ντα­ξη και βρέ­θη­κε σε ένα άδειο σπί­τι με μία τσά­ντα γε­μά­τη ευ­χε­τή­ριες κάρ­τες και ατε­λέ­σφο­ρες υπο­σχέ­σεις. Εί­χε χά­σει τον άντρα της από καρ­κί­νο στο συ­κώ­τι, πριν προ­λά­βει να κλεί­σει τα 60. Η κό­ρη της δε γύ­ρι­σε από το με­τα­πτυ­χια­κό στην Αγ­γλία, πα­ρά για σπά­νια δια­λείμ­μα­τα∙ την κα­τά­πιαν οι διά­δρο­μοι του Πα­νε­πι­στη­μί­ου, οι σω­λή­νες με τα αντι­δρα­στή­ρια, σπί­τι δεν άνοι­ξε, μω­ρό δεν να­νού­ρι­σε, στην τε­λι­κή όλα αυ­τά ου­δέ­πο­τε ομο­λό­γη­σε να της έλει­ψαν. Ξε­ρο­κα­τά­πιε.

Έσκυ­ψε έξω από τα κά­γκε­λα να χορ­τά­σει το λευ­κό, απλω­νό­ταν σε αυ­το­κί­νη­τα, δρό­μους, τέ­ντες, ένα σιω­πη­λό το­πίο υπο­κα­θι­στού­σε τον άλ­λο­τε πο­λύ­βουο δρό­μο, ο οποί­ος μες στην ερη­μιά έλα­μπε. Έλει­παν οι συ­νο­μι­λί­ες των πε­ρα­στι­κών, πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν δια­μαρ­τυ­ρί­ες ηχού­σαν, τα ανώ­φε­λα μαρ­σα­ρί­σμα­τα των αυ­το­κι­νή­των στη μι­κρή ανη­φό­ρα, τα σπα­σμέ­να, βρώ­μι­κα πε­ζο­δρό­μια που δεν εί­χαν να προ­σμέ­νουν κα­λύ­τε­ρες μέ­ρες∙ η αρα­βι­κή μου­σι­κή ακου­γό­ταν άτα­κτα από το απέ­να­ντι μπαλ­κό­νι.

Το μό­νο που θα της έλει­πε ίσως, ήταν ο ήχος του πα­τι­νιού που ακου­γό­ταν με­ρι­κά βρά­δια, την ώρα ακρι­βώς που η μέ­ρα γλύ­και­νε στο σού­ρου­πο. Συ­νή­θως την έβρι­σκε στον κα­να­πέ, με δα­νει­σμέ­να βι­βλία ξε­χα­σμέ­να στην πο­διά της κι αναμ­μέ­νη την τη­λε­ό­ρα­ση∙ προ­σπα­θού­σε να απο­φύ­γει τις ανα­μνή­σεις της, ανα­κά­τευαν τα φλι­τζά­νια στα ντου­λά­πια, έχυ­ναν τον κα­φέ στον πά­γκο, άφη­ναν τη σί­τα λί­γο ανοι­χτή, τα φώ­τα στις κρε­βα­το­κά­μα­ρες να καί­νε, το ρά­διο στη δια­πα­σών να τρα­γου­δά πε­ρα­σμέ­νες αγά­πες.

Φλαπ! Στον πλαϊ­νό ακά­λυ­πτο κά­ποιο δέ­ντρο πρέ­πει να λύ­γι­σε από το βά­ρος. Κά­θε έγνοια εί­χε θα­φτεί∙ δεν έτρε­χε κα­νείς να προ­λά­βει σει­ρά μπρο­στά στην τρά­πε­ζα, δεν έβλε­πε αγ­χω­μέ­νες πα­τη­μα­σιές να σπεύ­δουν για δου­λειά, τα αυ­το­κί­νη­τα δεν τρι­γύ­ρι­ζαν στα στε­νά ψά­χνο­ντας για παρ­κά­ρι­σμα. Πού να χώ­θη­καν τα σπουρ­γί­τια που γλυ­κο­μι­λού­σαν τις ζε­στές μέ­ρες; Οι γά­τες που σε κοι­τά­νε στα μά­τια, έξω από το εγκα­τα­λειμ­μέ­νο νε­ο­κλα­σι­κό της γω­νί­ας;

Τό­τε τους εί­δε, οι τρεις τους έμε­ναν δύο ορό­φους πά­νω από εκεί­νη. Ο πα­τέ­ρας βά­δι­ζε αρι­στε­ρά με τον γιο στους ώμους, η μη­τέ­ρα δί­πλα τους αβέ­βαια, αλ­λά δεν έμε­νε πί­σω. Συ­γκρα­τή­θη­κε, ήθε­λε να τους φω­νά­ξει

Πού πά­τε, το παι­δί θα κρυώ­σει, θα γλι­στρή­σε­τε, θα σπά­σε­τε κα­νέ­να πο­δά­ρι, αλ­λά έκα­νε πί­σω.

Γύ­ρι­σε, κοί­τα­ξε πέ­ρα από την τζα­μα­ρία στο σκο­τει­νό σα­λό­νι της, στον μπου­φέ αρα­δια­σμέ­νες οι ει­κό­νες από την κό­ρη με τα πτυ­χία, την αδελ­φή της με τα εγ­γό­νια, δί­πλα ο συγ­χω­ρε­μέ­νος να τους κα­μα­ρώ­νει, κά­θε τι στη θέ­ση του.

Η Μο­ζαμ­βί­κη τε­ντώ­θη­κε ανό­ρε­χτα, κα­τέ­βη­κε από το αση­μέ­νιο κά­δρο της με ένα μα­λα­κό γδού­πο, για να της κά­νει πα­ρέα. Σκαρ­φά­λω­σε στην πλά­τη του κα­να­πέ, τί­να­ξε τα ρου­θού­νια της προς το χιό­νι. Δεν φά­νη­κε δια­τε­θει­μέ­νη να κου­νή­σει πα­ρα­πά­νω τις πα­τού­σες της. Η ου­ρά της τυ­λί­χτη­κε γύ­ρω από τα πι­σι­νά της πό­δια∙ τα μά­τια της κά­τι κά­που κρυ­φο­κοί­τα­ζαν, ίσως την έκ­πλη­ξη του παπ­πού στο χω­ριό, όταν τα κα­λο­και­ρι­νά πρω­ι­νά πη­δού­σε πά­νω στην κοι­λιά του για την κα­λη­μέ­ρα.

Την προ­σο­χή της τρά­βη­ξε το κα­ρά­βι που έπλεε ανοι­χτά του λι­μα­νιού των Χα­νί­ων, εί­χε αρ­χί­σει να μπά­ζει νε­ρά, έβλε­πε την υγρα­σία να κα­τρα­κυ­λά στον τοί­χο πί­σω από τον μπου­φέ. Θα έπρε­πε να τον τρα­βή­ξει, αλ­λιώς κιν­δύ­νευε να φου­σκώ­σει, όμως και να προ­σπα­θού­σε, ήταν αμ­φί­βο­λο το απο­τέ­λε­σμα, εί­χε σκε­βρώ­σει από τα χρό­νια, το έπι­πλο ήταν βα­ρύ και πριν φορ­τω­θεί το σόι.

Ο παπ­πούς της σή­κω­σε το πη­λή­κιο από τα πό­δια του, χαι­ρέ­τη­σε τη για­γιά, έφυ­γε. Αρ­γά εκεί­νη προ­χώ­ρη­σε, να βγά­λει τα κα­λά της, να πά­ει στην κου­ζί­να να ετοι­μά­σει, τα παι­διά θα πει­νού­σαν σύ­ντο­μα.

Τρά­βη­ξε το βή­μα προς την πλη­σιέ­στε­ρη κα­ρέ­κλα, προ­σγειώ­θη­κε βα­ριά.

«Αχ! Προ­δό­τη γο­φέ».

Θα έπρε­πε να τουρ­του­ρί­ζει, αλ­λά αδια­φό­ρη­σε. Κά­θε μέ­ρα κα­τα­κλυ­ζό­ταν από πλη­ρο­φο­ρί­ες για το πώς να προ­φυ­λα­χθεί από τον ιό, που ήταν ένα βή­μα έξω από την πόρ­τα της, πε­ρί­με­νε στην ου­ρά στο γω­νια­κό μί­νι μάρ­κετ, κά­πνι­ζε στη στά­ση του λε­ω­φο­ρεί­ου, έπαι­ζε αμέ­ρι­μνος γύ­ρω από το σι­ντρι­βά­νι στην πλα­τεία∙ ήταν όμως τε­λεί­ως απρο­ε­τοί­μα­στη για τις ανα­μνή­σεις της.

Ένας-ένας την εγκα­τέ­λει­παν οι νε­κροί της, μέ­χρι που έμει­νε να κοι­τά­ζει ένα άδειο σα­λό­νι, αλ­λά τό­τε πια το φως έξω εί­χε σβή­σει∙ εί­χε μεί­νει μό­νο να φέγ­γει το χιό­νι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: