Η Σίλια Ρίτσαρντσον βρέθηκε δολοφονημένη μια Τρίτη.
Πέρασαν μια-δυο μέρες ακόμα προτού εξακριβωθεί επισήμως η ταυτότητά της, όλοι όμως ήξεραν ότι ήταν αυτή. Είχε εξαφανιστεί το προηγούμενο Σάββατο, έπειτα από μια βραδινή έξοδο, κι αυτά τα πράγματα σπάνια έχουν αίσιο τέλος. Οι άνθρωποι κουνούσαν το κεφάλι με σοβαρό ύφος. Όλοι το περίμεναν ότι θα την έβρισκαν νεκρή, αργά ή γρήγορα. Το θέμα ήταν απλώς πότε και πώς.
Ένας νεαρός είχε εξαφανιστεί μερικές εβδομάδες πριν από τη Σίλια, κι εκείνος έπειτα από μια βραδινή έξοδο, και είχε βρεθεί νεκρός. Ανέσυραν το πτώμα του από το ποτάμι. Οι περισσότεροι το είχαν προβλέψει κι αυτό. Περίεργο πράγμα, πώς ο κόσμος υποθέτει ορισμένα πράγματα όταν κάποιος εξαφανίζεται. Αν είναι κάποιος νεαρός, το ποτάμι. Αν είναι κοπέλα, ε… Κανένας δεν θέλει να μπει σε λεπτομέρειες, αλλά όλοι αυτό έχουν στο μυαλό τους.
Η φωτογραφία του νεαρού ήταν στην εφημερίδα, ένα πορτρέτο από την αποφοίτησή του. Φορούσε την υποχρεωτική τήβεννο, που δεν του ερχόταν καλά, με το καπέλο να γέρνει στο πλάι, κρατούσε ένα ολοφάνερα πλαστικό δίπλωμα το οποίο σίγουρα θα παρέδωσε στον επόμενο νευρικό φοιτητή που θα έπαιρνε τη θέση του μπροστά στον φωτογραφικό φακό. Όταν εξαφανίζονται νεαροί, συνήθως δημοσιεύουν φωτογραφίες από την αποφοίτησή τους. Ή κάτι που να έχει σχέση με τα σπορ, με το πρόσωπό τους βγαλμένο από μια θάλασσα από πρόσωπα που ποζάρουν για μια ομαδική φωτογραφία. Ο υπαινιγμός μοιάζει να είναι ότι ο νέος αυτός ήταν πολλά υποσχόμενος και είναι κρίμα που οι υποσχέσεις αυτές πήγαν χαμένες.
Όταν εξαφανίζονται γυναίκες, είναι πιο πιθανόν να βάζουν φωτογραφίες τους από τις οποίες έχουν κόψει κάποιον που βρισκόταν στο πλευρό τους. Σαν να θέλουν να πουν ότι η κοπέλα αυτή είχε φίλους, έναν άντρα να την προστατεύει, δεν ήταν από κείνες που θα έμπαιναν στο αυτοκίνητο ενός ξένου. Επίσης, σαν να υπονοούν ότι οι γυναίκες αυτές είναι απροσδιόριστες ως ξεχωριστές οντότητες. Σαν να οφείλουν την ύπαρξή τους αποκλειστικά και μόνο στο ότι δίπλα τους υπάρχει κάποιος άντρας. Καμιά φορά διακρίνεις ένα ασώματο μπράτσο ή χέρι στο πλαίσιο και άθελά σου συμπληρώνεις νοερά το υπόλοιπο άτομο. Αν είχαν μείνει κοντά στον άντρα, δείχνουν να λένε σιωπηλά οι φωτογραφίες, δεν θα είχαν δολοφονηθεί. Ίσως το παράκαναν στο γλέντι, έπιναν λάθος ποτό, κατέληγαν σε λάθος αυτοκίνητο τελικά. Ίσως πήγαιναν γυρεύοντας.
Στην αρχή υπήρξε κάποια σύγχυση. Οι τίτλοι των εφημερίδων ήταν ασαφείς, υπήρχαν αναφορές ότι κατά τη διάρκεια των ερευνών για τη Σίλια είχε βρεθεί ένα πτώμα – αλλά αυτό δεν επιβεβαιώθηκε επισήμως, κι έτσι ο κόσμος περίμενε κρατώντας την ανάσα του: άραγε θα είναι αυτή; Ίσως όχι, ίσως υπάρχει ακόμα μια πιθανότητα να βρεθεί ζωντανή. Τελικά όμως ήταν αυτή, ακριβώς όπως όλοι, βαθιά μέσα τους, ήξεραν ότι θα ήταν. Στην αρχή η αιτία θανάτου της δεν αναφέρθηκε, και ακόμα κι αν πίστευε κανείς ότι τα μίντια θα ξεσάλωναν μ’ αυτό το θέμα, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αντί γι’ αυτό υπήρξε μια σιωπή που έλεγε πολλά, με το μίασμα των εικασιών να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. «Η αιτία θανάτου δεν έχει επιβεβαιωθεί προς το παρόν», επαναλάμβανε συνεχώς ο κίτρινος τύπος και όλοι υπέθεσαν ότι η Σίλια είχε βρεθεί αγνώριστη απ’ το ξύλο ή ότι την είχαν κάνει κομματάκια.
Εγώ το μόνο που σκέφτηκα ήταν: ελπίζω να μην τη βίασαν πριν.
Ήξερα την ιστορία, αλλά δεν την είχα παρακολουθήσει ιδιαίτερα προσεκτικά. Όλες μας την ξέραμε. Τη Δευτέρα μετά την εξαφάνιση της Σίλια, άκουσα μια συζήτηση στη δουλειά. Η Λόρα περιγράφει πώς βρήκαν την τσάντα της και τρία πράγματα έλειπαν. (Ή Λόρα ήταν; Ή μήπως η Λουίζ ή η Σαρμέιν, ή ίσως η Ντενίζ; Γίνονται όλες μια θολή μουντζούρα με τα αποχαυνωμένα πρόσωπά τους, τα πρόωρα πεσμένα στήθη τους, τον τρόπο που περπατάνε άχαρα, σαν πάπιες, και τις ηλίθιες απόψεις τους). Όπως και να ’χει, τα τρία αυτά αντικείμενα ήταν ένα κλειδί, ένα κραγιόν και το καθρεφτάκι της. Για κάποιο λόγο αυτό είναι σημαντικό, αλλά η Λόρα (ή η Λουίζ ή η Ντενίζ) δεν μπορεί να θυμηθεί γιατί ακριβώς. Αναρωτιέμαι αν το κατάλαβε λάθος, αν στην πραγματικότητα αυτά τα τρία αντικείμενα είναι αυτά που βρέθηκαν και αυτό που δεν έχει βρεθεί ακόμα είναι η τσάντα της.
«Οι άνθρωποι σ’ αυτά τα μέρη εξαφανίζονται συχνά!» λέει γελώντας ένα από τα παιδιά. Είναι καινούργιος και συνηθίζει να ανακατεύεται στις συζητήσεις απρόσκλητος. «Λέτε να φταίει η βαρεμάρα; Θυμάστε κι εκείνον τον άλλο που χάθηκε και τον ψάρεψαν από το ποτάμι;» Τινάζομαι. Η Ντενίζ κουνάει το κεφάλι. «Αν θέλετε τη γνώμη μου», γκαρίζει, «αν θέλετε τη δική μου γνώμη, αυτή την εποχή τα κορίτσια καλά θα κάνουν να το σκέφτονται δυο φορές προτού πιάσουν φιλίες με αγνώστους». Ανοιγοκλείνει τα μοχθηρά της μάτια. «Τύφλα στο μεθύσι κι έτσι που μοστράρουν τα κρυφά τους κάλλη, τι παραπάνω περιμένουν, δηλαδή; Ή τι λιγότερο, μάλλον. Δεν ήταν έτσι στη δική μου εποχή».
Όχι για πρώτη φορά, αναρωτιέμαι πώς η Ντενίζ καταφέρνει να ακούγεται πάντα τόσο προσβεβλημένη. Από το βιτριόλι στη φωνή της, θα πίστευε κανείς πως οτιδήποτε καταλήγει στον κίτρινο τύπο έχει διαπραχθεί για να τσαντίσει αυτήν προσωπικά. Με γοητεύει αυτή η αλληλοεξάρτηση: αυτή διαβάζει τις φυλλάδες που της λένε να θυμώσει και ο θυμός αυτός την κάνει να ψάχνει να βρει τα πιο ελεεινά έντυπα που θα επιβεβαιώσουν το δικαίωμά της να θυμώνει. Πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα, στο οποίο δεν μπορείς ούτε να μπεις ούτε να βγεις. Η Σαρμέιν έχει αηδιασμένο ύφος, όχι με την Ντενίζ, αλλά με τις κοπέλες. Τις κοπέλες, όπως τις φαντάζεται, να μοστράρουν τα κρυφά τους κάλλη και να παθαίνουν ακριβώς αυτό που περίμεναν και τίποτα λιγότερο.
Το βράδυ, ενώ ανακατεύω τη σάλτσα και καθαρίζω πατάτες, ψάχνω το άρθρο στον ιστότοπο της κυβέρνησης. Η Λόρα είχε δίκιο, μόνο την τσάντα της βρήκαν. Υπάρχει και μια φωτογραφία στο άρθρο, τα τρία αντικείμενα δίπλα δίπλα σε ουδέτερο φόντο: το κραγιόν, το καθρεφτάκι και το κλειδί. Το κλειδί είναι ροζ και το πάνω μέρος του είναι τυλιγμένο με κολλητική ταινία που θυμίζει μίνι επίδεσμο.
Μπαίνω στο καθιστικό. Είναι ξαπλωμένος στον καναπέ, με το λαπτόπ του στηριγμένο στους γοφούς του. Έχει ανεβάσει τα πόδια του στο μπράτσο του καναπέ, κι αυτό είναι κάτι που απεχθάνομαι. Τουλάχιστον έβγαλε τα παπούτσια του. Έχει μια τρυπίτσα στην αριστερή του κάλτσα, εκεί που η φτέρνα του τρίβεται πάνω στη σόλα του παπουτσιού. Τα παπούτσια του μοιάζουν να μην είναι ποτέ στο νούμερό του, του πέφτουν πάντα κάπως μεγάλα, κι έτσι οι κάλτσες του τρίβονται.
Θα πρέπει να με τσάκωσε να κοιτάζω την κάλτσα, γιατί αντί να με χαιρετήσει κουνάει τα δάχτυλα των ποδιών του. Κι έπειτα γυρίζει πάλι στην οθόνη του.
«Ξέρεις τι έχω μέσα στην τσάντα μου;» ρωτάω. Δεν σηκώνει τα μάτια.
«Όχι… δεν ξέρω τι έχεις μέσα στην τσάντα σου. Είναι κάτι ενδιαφέρον;»
«Όχι, εννοώ, θα μπορούσες να πεις σε κάποιον τι κουβαλάω μες στην τσάντα μου; Αν σε ρωτούσε κάποιος;»
«Αν με ρωτούσε κάποιος; Ποιος κάποιος; Κάποιος ανακατωσούρης, ας πούμε;» Τονίζει την τελευταία λέξη του μ’ έναν τρόπο που δείχνει ότι δεν πιστεύει στους ανακατωσούρηδες, οι ανακατωσούρηδες είναι κάτι που δεν υπάρχει, και μήπως θα μπορούσα να μη λέω ανοησίες;
«Η αστυνομία, ας πούμε», λέω. Υπάρχει ένα απειροελάχιστο ράγισμα στη φωνή μου, που, αν και ανεπαίσθητο για την ώρα, πιθανόν να εξελιχθεί σε μια χαίνουσα άβυσσο, εντελώς απροειδοποίητα.
«Θεέ μου», λέει. Σηκώνει τα μάτια για μια στιγμή. «Πάλι τα νέα διάβαζες;»
«Απάντησέ μου. Κι εξάλλου τι κι αν διάβαζα τα νέα; Εσύ με πρήζεις να τα διαβάζω πιο συχνά!»
«Εννοώ τα νέα για τη Μέση Ανατολή! Ή την οικονομία! Χριστέ μου… Σου αρέσει να τρομάζεις τον εαυτό σου, αυτό είναι;» Στυλώνει τα μάτια στην οθόνη για λίγο, ενώ εγώ στέκομαι αμήχανη και αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερα να σταματήσω αυτή την κουβέντα. «Πορτοφόλι, καλλυντικά, τηλέφωνο, κλειδιά», λέει.
«Αυτά τα έχουν όλοι στην τσάντα τους».
«Ναι, αλλά το ίδιο κι εσύ. Σωστά;»
Σωστά. Σκέφτομαι το ροζ κλειδί με το μικρό μαύρο τουρμπάνι και αναρωτιέμαι γιατί άραγε να υπήρχε η μονωτική ταινία. Αναρωτιέμαι επίσης αν το κλειδί ήταν περασμένο σε κάποιο κρίκο μαζί με άλλα κλειδιά, αλλά δεν είναι πιθανόν: σίγουρα κανείς θυμάται πολύ πιο εύκολα έναν κρίκο με κλειδιά παρά ένα απλό κλειδί. Αλλά και πάλι, ποτέ δεν ξέρεις. Αναρωτιέμαι τι να άνοιγε το κλειδί.
«Καμιά φορά έχεις μαζί σου το νάρθηκά σου», λέει. «Όχι εκείνον που στηρίζει τον αντίχειρα, αυτός είναι πολύ μεγάλος. Εκείνον που μοιάζει με επίδεσμο». Είναι αλήθεια, τον έχω μαζί μου, αν και ο λόγος που δεν κουβαλάω μαζί μου το νάρθηκα για τον αντίχειρα είναι επειδή δεν θέλω να λερωθεί, όχι επειδή είναι πολύ μεγάλος. Πρέπει να ειπωθεί και κάτι άλλο: κάτι σημαντικό και βαθύ και απαραίτητο. Αλλά δεν υπάρχουν λόγια γι’ αυτό, κι εξάλλου μυρίζω τη σάλτσα να καίγεται κι έτσι βγαίνω από το δωμάτιο.
Όταν έρθει για μένα ο θάνατος, δεν θα το καταλάβω. Δεν θα το αισθανθώ. Θα διασταυρωθούμε μόνο για μια στιγμή, ο θάνατός μου κι εγώ· μ’ εσένα όμως, θα περπατάει δίπλα σου μήνες και χρόνια. Όταν πεθάνω θα μείνεις μόνος σου, μόνος σου και θα θρηνείς και δεν θα υπάρχει κανένας να σφίγγει τα δάχτυλά σου και να χαϊδεύει τα μονίμως αχτένιστα μαλλιά σου για να σε παρηγορήσει. Η σιωπή θα πέσει γύρω σου και θα σε τυλίξει σαν ένας σκούρος γυάλινος κώδωνας, σαν ομίχλη θα βρει το δρόμο της σε κάθε σχισμή και γωνιά του είναι σου μέχρι να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Και θα είσαι πιο μόνος απ’ όσο ήταν ποτέ κανείς. Η ψυχή σου θα είναι μια άβυσσος, και δεν θα έχεις κανέναν να μιλήσεις, κανέναν να σε ακούει να κλαψουρίζεις, καθώς θα παλεύεις να συνέλθεις. Κι ένα κομμάτι μου ελπίζει ότι θα πεθάνεις εσύ πρώτος, όχι από εγωισμό, δεν θα ήθελα να ζήσω ούτε μια ώρα χωρίς εσένα. Αλλά επειδή θα έμπαινα ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εκείνη την εξοντωτική θλίψη του ανθρώπου που επέζησε.
———— ≈ ————
Δυο μέρες αφού είχαν βρει τη Σίλια δολοφονημένη, συλλαμβάνουν έναν ταξιτζή και τον πηγαίνουν στο τμήμα για ανάκριση. Ήταν το τελευταίο άτομο που την είδε ζωντανή, πιστεύουν, τον είδαν σ’ ένα κλειστό κύκλωμα να περνάει μπροστά από ένα σούπερ μάρκετ με το ταξί του, με τη Σίλια στο πίσω κάθισμα. Μια-δυο ώρες αργότερα, αποκαλύπτεται ότι οδηγούσε το ταξί παράνομα, επιπλέον είναι μετανάστης και για τις επόμενες δυο μέρες ο Τύπος ξεσαλώνει. («Αν θέλετε τη γνώμη μου», η Ντενίζ ανοιγοκλείνει τα μάτια με κακία, «θα έπρεπε να τους μαζέψουμε όλους και να τους στείλουμε σ’ ένα νησί στη μέση του πουθενά. Πείτε μου έστω κι ένα καλό πράγμα που έκαναν ποτέ…» Στο σημείο αυτό παύω να την ακούω.
Αρχίζουν να εμφανίζονται κι άλλες φωτογραφίες τώρα, σαν πράγματα που φανερώνονται όταν στραγγίζουν μια λίμνη. Αναρωτιέμαι αν τις φωτογραφίες αυτές τις έδωσε στον Τύπο η οικογένεια της Σίλια, καταλήγω ότι έτσι πρέπει να έγινε. Κάποιος θα μπορούσε να είχε ψάξει να τις βρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά θέλω να πιστεύω ότι ακόμα και οι δημοσιογράφοι του κίτρινου τύπου δεν θα ήθελαν να επιδοθούν σε κάτι που ουσιαστικά θα ήταν τυμβωρυχία. Ίσως η οικογένεια κουράστηκε να βλέπει την ίδια φωτογραφία της ξανά και ξανά, ίσως ήθελαν να δει ο κόσμος την κόρη τους ως άτομο, ένα άτομο που είχε τη ζωή του μπροστά του, να τη δει να μεγαλώνει σιγά σιγά και ν’ αλλάζει χτένισμα.
Ύστερα όμως η αστυνομία άφησε τον ταξιτζή ελεύθερο. Θα πρέπει να αποφάσισαν ότι δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτή την ιστορία και δεν εργαζόταν καν παράνομα, όχι ακριβώς: η άδειά του είχε λήξει και δεν είχε προλάβει να την ανανεώσει. Η οικογένεια της Σίλια βγαίνει στην τηλεόραση και κάνει έκκληση για οποιαδήποτε πληροφορία, αλλά στη μέση της εκπομπής η μητέρα της ξεσπάει σε δάκρυα. Σιωπή πέφτει στην αίθουσα ενώ τα φλας των φωτογράφων δεν σταματάνε στιγμή. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, ένας ταλαιπωρημένος υπάλληλος του σταθμού πλησιάζει βιαστικά τον σύντροφο της Σίλια και του δίνει τα χαρτιά με την έκκληση. Τα κοιτάζει μπερδεμένος, σαν να είναι γραμμένα σε κάποια ξένη γλώσσα.
Περίπου μια βδομάδα αργότερα, μια Πέμπτη, η αστυνομία προβαίνει σε άλλη μια σύλληψη. Θα πρέπει να ήταν Πέμπτη. Ήμουν στη δουλειά όταν το άκουσα και θυμάμαι τη βαρεμάρα που σε πιάνει προς το τέλος της βδομάδας, όταν σε πλημμυρίζει η ύπουλη αίσθηση ότι έχεις πια εξαντληθεί. Οι υπάλληλοι είχαν σχεδόν σταματήσει να δουλεύουν, οι συζητήσεις σέρνονταν, κι ύστερα η βόμβα: συνέλαβαν τον συνάδελφο τής Σίλια και απ’ ό,τι φαίνεται θα του απαγγείλουν κατηγορία για τη δολοφονία της.
(«Τον ανώμαλο», φτύνει η Ντενίζ. Η Σαρμέιν σουφρώνει τη μύτη της. «Ποιος ξέρει τι διεστραμμένα πράγματα σκάρωνε κι ύστερα το σκότωσε το κακόμοιρο το κορίτσι. Αν θέλετε τη γνώμη μου, θα έπρεπε να τον τουφεκίσουν. Ή ακόμα καλύτερα, να τον κρεμάσουν. Κρίμα που κατάργησαν τη θανατική ποινή σ’ αυτή τη χώρα». Αναρωτιέμαι αν το να θυμώνεις όταν κάποιος σου λέει ότι είσαι θυμωμένος είναι ανακούφιση ή κατάρα. Δεν την εξαντλεί αυτή η συνεχής αγανάκτηση;
Εγώ, νιώθω κουρασμένη. Πολύ κουρασμένη. Νιώθω σαν να κρατάω με το ζόρι τα μάτια μου ανοιχτά εδώ και μέρες).
Όταν αρχίζει η δίκη, όλο και περισσότερες φωτογραφίες της Σίλια ξεφυτρώνουν. Το να έχεις κάποιο συγκεκριμένο άτομο που να του φορτώσεις την απώλειά της γυρίζει έναν αόρατο διακόπτη, δίνει στις εφημερίδες και τους ιστότοπους την άδεια να γεμίσουν τις σελίδες τους με το πρόσωπό της. Ξαφνικά είναι παντού, σε διακοπές στη Μεσόγειο, τα Χριστούγεννα, σ’ ένα τραπέζι, μ’ ένα γλυκό χαμόγελο ή με τα μάτια μισόκλειστα καθώς κοιτάζει τον φακό. Αυτές οι φωτογραφίες παραδίδονται στη δίνη των μίντια σαν τρομαγμένα ζωάκια στην καταιγίδα: τώρα που σίγουρα είναι νεκρή κι ο δολοφόνος της στη φυλακή, ο κόσμος νιώθει ότι μπορεί να χώσει τη μύτη του στις λεπτομέρειες της ζωής της. Τι σόι άνθρωπος ήταν; Τι της άρεσε; Πώς φώναζε τη γάτα της;
Ένα πλήθος σπρώχνεται πάνω σε μια τζαμαρία· η ανάσα τους θαμπώνει την παγωμένη επιφάνειά της. Κάνει κρύο μέσα στο χώρο που περιβάλλει το γυαλί, τον μοναχικό εκείνο κενό χώρο όπου βρίσκεται η Σίλια. Το γυαλί βρομίζει και θολώνει από τα πρόσωπα που πιέζονται πάνω του. Τα φλας των φωτογράφων κάνουν τη Σίλια να ανατριχιάζει. Η Σίλια κρυώνει. Μακάρι να σταματούσαν να προσπαθούν να κοιτάξουν μέσα, σκέφτεται. Υπάρχει και κάτι καλό: όσο περισσότερο πασχίζουν, όσο περισσότερο σκουντάνε ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν μια πλεονεκτική θέση, τόσο πιο αόρατη γίνεται γι’ αυτούς η Σίλια.
Κάθε φορά που περνάω δίπλα από ένα κιόσκι με εφημερίδες κρεμασμένες απέξω, μου φαίνεται σαν το στομάχι μου να γεμίζει παγάκια.
Με όλες αυτές τις φωτογραφίες της που τελικά θεωρείται ασφαλές να βγουν στο φως, η Σίλια γίνεται το απρόσμενο σύμβολο των δυσαρεστημένων. (Ασφαλές για ποιον; Για τα μίντια, φυσικά. Τους αδιάφορους, αναίσθητους, ψυχρούς φύλακες-αγγέλους, που φρουρούν αιώνια όχι τη δική της ασφάλεια αλλά τη δική τους). Τσακώνω τον εαυτό μου να ψάχνει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μέσα από ομάδες που έστησαν ξένοι και καμπάνιες του ίντερνετ με πιασάρικους τίτλους – Δικαιοσύνη για τη Σίλια Ρίτσαρντσον! – θαρρείς κι αυτό θα το καταφέρουν με κάποιο τρόπο τα κουτσομπολιά στο ίντερνετ και η αυτάρεσκη επίδειξη αγανάκτησης με τα στραβά του κόσμου.
Η μοχθηρία γιγαντώνεται ενάντια στον συνάδελφό της που τώρα δικάζεται για τη δολοφονία της. Θαρρείς κι ένας εξαγριωμένος όχλος συνεχώς μεγαλώνει, ακονίζει δικράνια και ανάβει δάδες. Από πού πηγάζει όλο αυτό το μίσος; Δεν μπορεί να είναι συμπόνια για την οικογένεια της Σίλια: αυτή σπάνια αναφέρεται. Ούτε οίκτος για τη Σίλια μπορεί να είναι, γιατί ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι τους ήταν εκείνη;
Μες στο μυαλό μου, όλα τα πρόσωπα στον όχλο είναι της Ντενίζ.
Η οργή και η αγανάκτησή τους δεν έχουν καμιά σχέση με τον θάνατο της Σίλια: ο θάνατος της Σίλια είναι απλώς κάτι που έτυχε. Η χολή μαζεύεται στην μπουκωμένη συλλογική τους σπλήνα, παγιδεύεται εκεί μέχρι που εμφανίζεται ένας κατάλληλος στόχος – και ποιος είναι πιο βολικός από τον δολοφόνο μιας νεαρής κοπέλας που είχε όλη της τη ζωή μπροστά της; Ταιριάζει γάντι στην περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το γεγονός ότι δεν έχει καταδικαστεί ακόμα παραμένει μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Δολοφόνε, διεστραμμένε, τέρας, κρίμα που σ’ ετούτη τη χώρα έχει καταργηθεί η θανατική ποινή. Δεν αμφιβάλλω ότι είναι όλα αυτά τα πράγματα, δεν είμαι όμως και τόσο σίγουρη ότι αυτά είναι τα πράγματα που τροφοδοτούν το φαρμάκι.
Τους αναγνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους. Οι κακότυχοι, οι κακομοίρηδες, εκείνοι που κάνουν μια δουλειά που απεχθάνονται, που είναι παντρεμένοι με λάθος άνθρωπο και που τα παιδιά τους δεν τους καταλαβαίνουν. Οι μέθυσοι και οι σχεδόν αλκοολικοί, αυτοί που σπατάλησαν τα ταλέντα τους, αυτοί που δεν είχαν ποτέ κανένα ταλέντο ή, απλούστατα, αυτοί που η ζωή τους δεν εξελίχθηκε όπως το είχαν φανταστεί, και δεν μπορούν να καταλάβουν για ποιον ακριβώς λόγο έγινε αυτό. Η αυτάρεσκη αγανάκτησή τους είναι μια πολύ ελκυστική εναλλακτική λύση για την αδυναμία τους να ζήσουν με τον εαυτό τους.
Κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία, τον συνάδελφο αυτόν της Σίλια που μπορεί να είναι ένοχος για τον φόνο της ή όχι, και δεν νιώθω κανένα μίσος γι’ αυτόν. Δεν νιώθω τίποτα. Καμιά θλίψη, καμιά οργή. Δεν νιώθω καμιά κρίση να παίρνει μορφή μέσα μου για την ενοχή αυτού του ανθρώπου και για το ποια θα ήταν η κατάλληλη τιμωρία γι’ αυτόν. Δεν νιώθω τίποτα.
Κι επειδή δεν νιώθω τίποτα, νιώθω πιο ανάλαφρη, αλλά τη φοβάμαι αυτή την αλαφράδα: σαν να υπάρχει ένα σκοτεινό πράγμα που παραμονεύει κοντά μου και δεν έχει εξαφανιστεί, απλώς έχει υποχωρήσει λίγο.
———— ≈ ————
Η δίκη συνεχίζεται. Ο συνάδελφος της Σίλια ομολόγησε την ενοχή του, αλλά μόνο για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Δεν είπε πολλά κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής ακρόασης. Απλώς επιβεβαίωσε το όνομά του και την ημερομηνία γέννησής του, και δεν λέει και πολλά ούτε όταν τον καλούν να καταθέσει στο δικαστήριο. Επιμένει όμως ότι δεν είχε πρόθεση να τη σκοτώσει. Στρέφεται στους γονείς της, μας λένε, και τους ζητάει να τον πιστέψουν. Δεν είχε την πρόθεση να σκοτώσει την κόρη τους. Σκέπασε το στόμα της με το χέρι του για να την κάνει να σταματήσει να ουρλιάζει. Κι εκείνη έπαψε να αντιστέκεται. Ήταν ατύχημα. Δεν είχε σκοπό να τη σκοτώσει. Η αντίδραση των γονιών δεν αναφέρεται.
Ένα από τα αναρίθμητα άρθρα έχει μια φωτογραφία της Σίλια με τον σύντροφό της. Ήταν μαζί πολλά χρόνια, αλλά εκείνος δεν ήταν στο σπίτι τη νύχτα που δολοφονήθηκε. (Πού το ξέρω αυτό; Το διάβασα κάπου; Ποιος θα ανέφερε κάτι τέτοιο;) Η φωτογραφία θα πρέπει να τραβήχτηκε σε κάποια γαμήλια δεξίωση ή κάποια άλλη ημιεπίσημη εκδήλωση, γιατί αυτός φοράει κοστούμι κι εκείνη βραδινή τουαλέτα και ψηλά τακούνια. Έχει μια ζωηράδα, έναν αέρα, μπορεί κανείς σχεδόν να τη φανταστεί να τρέχει να σταθεί την τελευταία στιγμή δίπλα στον φίλο της για να τους φωτογραφήσουν. Η εσάρπα κοντεύει να γλιστρήσει από τους ώμους της.
Μελετάω αυτή τη φωτογραφία και σκέφτομαι πόσο πολύ δεν μου μοιάζει η Σίλια, πέρα ίσως από το γεγονός ότι είναι κι αυτή μικροκαμωμένη. Ο φίλος της όμως – τα μαλλιά του που έχουν αρχίσει να αραιώνουν, το ειλικρινές, γεμάτο εμπιστοσύνη χαμόγελό του. Παρατηρώ πώς το χέρι του την κρατάει από τους ώμους, με μια ανεπαίσθητη ανησυχία ότι αν την κρατήσει πολύ σφιχτά μπορεί να σπάσει. Αλλά και λίγο σκανταλιάρικα, θαρρείς και την επόμενη στιγμή θα της κάνει κεφαλοκλείδωμα και θα της ανακατέψει τα μαλλιά. Το κοστούμι του του πέφτει λίγο μεγάλο· αναρωτιέμαι αν χρειάστηκε να το δανειστεί από κάποιο φίλο. Μοιάζει με άτομο που ποτέ δεν κατάφερε να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό του με κοστούμι. Κοιτάζω το πρόσωπό του και το στομάχι μου ανακατεύεται.
Ήταν στ’ αλήθεια ατύχημα; Κάνει καμιά διαφορά;
Φυσικά και κάνει. Τι απογοήτευση θα ήταν, κάτι χωρίς απολύτως κανένα νόημα, κάτι εντελώς βλακώδες. Να πέσεις θύμα όχι ενός διεστραμμένου και στυγνού δολοφόνου, αλλά μιας θανατηφόρας λαβής· μιας λάθος γωνίας. Μιας έλλειψης οξυγόνου για μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω.
Τον κοιτάζω και σκέφτομαι, ακόμα κι αν καταφέρει να συγχωρέσει τον εαυτό του, δεν θα τολμήσει ν’ αγαπήσει ποτέ ξανά.
———— ≈ ————
Εκείνο το βράδυ, τσακωνόμαστε. Η διαφορά μας είναι η δίκη για τον φόνο της Σίλια Ρίτσαρντσον και αν θα έπρεπε να επιτρέπουν στους δημοσιογράφους να χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μεταδίδουν τα νέα ζωντανά από μέσα από την αίθουσα του δικαστηρίου. «Δεν αφορούν όλα όλους», λέω. Ξέρω ήδη ότι δεν θα συμφωνήσει με την άποψή μου.
«Ο φόνος αφορά όλο τον κόσμο. Αν αποφασίσεις να είσαι μέλος της κοινωνίας, πρέπει να υπακούς τους νόμους της, αν κάποιος παραβεί αυτούς τους νόμους…»
«Δεν είναι αυτός ο λόγος που ο κόσμος παρακολουθεί τα ζωντανά σχόλια. “Ένα συγκλονιστικό δράμα” το λένε, λες και πρόκειται για τις ώρες υψηλής ακροαματικότητας στην τηλεόραση. Πώς είναι δυνατόν να μη σε αηδιάζει αυτό το πράγμα;»
«Ο κόσμος από πάντα παρακολουθούσε τις δίκες για φόνο, τα πρακτικά είναι διαθέσιμα σε όποιον θέλει να τα διαβάσει. Ο κόσμος έχει το δικαίωμα να μάθει. Δεν είναι καλύτερα που ζούμε σε μια χώρα όπου ο κόσμος έχει πρόσβαση σε όσες πληροφορίες θέλει, αντί για το αντίθετο; Ύποπτες διαδικασίες και συνοπτικές εκτελέσεις κεκλεισμένων των θυρών;» «Μερικές δίκες γίνονται κεκλεισμένων των θυρών!»
«Αλήθεια; Όπως ποιες;»
«Όπως όταν εκείνα τα παιδιά δολοφόνησαν εκείνο το πιτσιρίκι».
«Εντάξει, πάω πάσο. Το πράγμα αλλάζει όταν οι κατηγορούμενοι είναι παιδιά. Θα πρέπει να προστατευτεί η ταυτότητά τους».
«Επομένως αυτό που λες είναι ότι χάνεις το δικαίωμά σου στην αξιοπρέπεια όταν πεθαίνεις; Δεν μπορείς πια να φέρεις αντίρρηση ή να προστατευτείς, λοιπόν άντε γαμήσου, θα μετατρέψουμε τη δίκη του δολοφόνου σου σε τσίρκο για τις βαριεστημένες νοικοκυρές που κάθονται και χαζεύουν και δοξάζουν το Θεό που δεν είναι στη θέση σου; Πόσοι άνθρωποι νομίζεις ότι κάνουν τον κόπο να πάρουν τα πρακτικά της δίκης και να τα διαβάσουν; Μόνο όταν αρχίσεις να δραματοποιείς το θέμα και να λες στον κόσμο ότι έχει το δικαίωμα να τα ξέρει αυτά τα πράγματα, μόνο τότε ο κόσμος αρχίζει να πιστεύει ότι νοιάζεται!»
«Δεν λέω ότι δεν είναι μακάβριο. Δυστυχώς υπάρχουν κάποια τέτοια στοιχεία στη δημοσιογραφία. Αλλά όχι σε όλη τη δημοσιογραφία. Όπως και να ’χει, τι θέλεις να κάνουν; Η κυβέρνηση δεν μπορεί να περιορίσει την πρόσβαση στην πληροφόρηση απλώς και μόνο επειδή μερικοί τη βρίσκουν μ’ αυτά τα πράγματα! Αυτό αγγίζει τα όρια της αστυνόμευσης της σκέψης!» Το στόμα του τσαλακώνεται.
«Να σε ρωτήσω το εξής», λέω. «Αν αυτή ήταν μια προβεβλημένη υπόθεση βιασμού, νομίζεις ότι θα ήταν εκεί μέσα και θα μετέδιδαν τη διαδικασία με κάθε μικρή λεπτομέρεια; Όχι, δεν θα το άντεχαν. Αλλά η Σίλια Ρίτσαρντσον είναι νεκρή και η ιστορία της είναι ξέφραγο αμπέλι».
«Οι δημοσιογράφοι θέλουν να πληροφορήσουν τον κόσμο!»
«Έλα τώρα! Οι δημοσιογράφοι θέλουν να πουλήσουν τεύχη, θέλουν να μπεις στην ιστοσελίδα τους ώστε να παίρνουν περισσότερες διαφημίσεις».
«Δεν νομίζω ότι να μεταδίδει κανείς τεκμηριωμένες πληροφορίες είναι μακάβριο».
«Ωραία. Ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε, άλλη μια φορά. Απλώς, αν ποτέ με δολοφονήσουν, ελπίζω, μα το Θεό, ότι η δίκη του δολοφόνου μου δεν θα μετατραπεί σε μεσημεριανή σαπουνόπερα. Ελπίζω ότι η οικογένειά μου δεν θα χρειαστεί να περάσει τη δοκιμασία αυτή: να ξέρει ότι κάθε αδιάκριτο μάτι με πρόσβαση στο ίντερνετ θα ψαχουλεύει την ιστορία μου».
«Έχεις δίκιο, ο φόνος είναι ένα ατυχές γεγονός. Ο φόνος είναι κάτι το τρομερό. Αλλά πιστεύεις ειλικρινά ότι τους γονείς της τους νοιάζει; Κατά πάσα πιθανότητα αυτό είναι το λιγότερο που τους απασχολεί αυτή τη στιγμή».
Τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά, αργότερα. Σκέφτομαι τον τρόπο που οι λιγότερο ποταποί ιστότοποι αναφέρονται στον «αφόρητο» πόνο της οικογένειας, στη θλίψη τους για τον χαμό της «τρυφερής» τους Σίλια. Η χρήση των εισαγωγικών με ενοχλεί. Ξέρω ότι δεν θα ’πρεπε – πώς είναι δυνατόν να ξέρουν οι δημοσιογράφοι αν η Σίλια ήταν τρυφερή; Εξάλλου, τώρα πια δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από νεκρή. Ωστόσο, με το να βάζεις μια λέξη σε εισαγωγικά την κάνεις να φαίνεται ανειλικρινής. Τα εισαγωγικά προσδίδουν μια χροιά υποψίας, μια νευρικότητα. Δίνουν την εντύπωση ότι όποιος κι αν ήταν αυτός που χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη έλεγε ψέματα. Γιατί αυτή η σιωπηρή κατηγορία;
Καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί υπάρχουν τα εισαγωγικά: για να εμποδίσουν οποιαδήποτε κατηγορία μεροληψίας. Για να προστατέψουν τα μίντια που δίνουν την πληροφορία. Φυσικά.
Αλλά είναι χαμένα από χέρι. Ό,τι κι αν κάνουν, παραμένει η εντύπωση ότι είναι ανυπόληπτα, χυδαία, αόριστα απωθητικά. Δεν μπορείς να σκεφτείς τη λέξη «μίντια» χωρίς να ανατριχιάσεις λίγο, ακριβώς όπως θα ανατρίχιαζες με τη σκέψη ενός σκαθαριού που εξαφανίζεται στο στόμα ενός πτώματος. Υπάρχει εκείνη η ανεπαίσθητη οσμή της νέκρωσης.
———— ≈ ————
Ψαχουλεύω την τσάντα μου να βρω τα κλειδιά μου. Ακούω το τηλέφωνο να χτυπάει μέσα. Έχω πάρα πολλά πράγματα στην τσάντα μου, αποφασίζω, πρέπει να την αδειάσω και να ξεχωρίσω τι χρειάζομαι και τι όχι. Αυτή τη στιγμή όμως το τηλέφωνο χτυπάει, ακούω το απαιτητικό κάλεσμά του μέσα από τον τοίχο ανάμεσα στο καθιστικό μας και στον διάδρομο. Περιμένω ότι από στιγμή σε στιγμή θα σταματήσει αλλά δεν σταματάει, συνεχίζει να χτυπάει ακατάπαυστα. Ψάχνω σαν τρελή μες στην τσάντα μου και α! τα δάχτυλά μου αγγίζουν το ατίθασο κλειδί μου, τα δόντια του είναι κρύα και εχθρικά πάνω στο δέρμα μου. Το χώνω στην κλειδαριά και το γυρίζω με τόση δύναμη που παραλίγο να σπάσει. Ορμάω κακήν-κακώς στο δωμάτιο και τραβάω το ακουστικό από τη βάση του, ενώ το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει όλη αυτή την ώρα.
«Εμπρός!» λέω με κομμένη την ανάσα. Αλλά δεν υπάρχει κανένας στην άλλη άκρη της γραμμής. «Εμπρός;» επαναλαμβάνω, κάπως πιο δυνατά απ’ όσο σκόπευα. «Εμπρός;» Έκανα λάθος, κάποιος είναι εκεί. Δεν έχει πει τίποτα, αλλά τον νιώθω, μια σιωπηλή παρουσία στην άλλη άκρη της γραμμής.
«ΕΜΠΡΟΣ!»
Έπειτα κάτι συμβαίνει. Η ποιότητα της σιωπής μες στο δωμάτιο αλλάζει, δεν είμαστε πια μόνο εγώ και το άτομο στην άλλη άκρη της γραμμής. Μια παγωμάρα με πλημμυρίζει και χαμηλώνω τα μάτια και συνειδητοποιώ ότι το κλειδί με το οποία άνοιξα την πόρτα δεν ήταν το δικό μου. Δεν ήταν το δικό μου γιατί εγώ ποτέ δεν είχα ροζ κλειδί. Ένα ροζ κλειδί με κολλητική ταινία στο πάνω μέρος.
Ακούω μια ξαφνική κοφτή ανάσα στην άλλη άκρη της γραμμής· και καταλαβαίνω ότι δεν είναι πια κανένας εκεί.
Κι επίσης συνειδητοποιώ ότι μες στη βιασύνη μου άφησα την εξώπορτα ανοιχτή και τώρα κάποιος στέκεται πίσω μου. Κάποιος είναι εκεί, στη μέση του καθιστικού μας, πανύψηλος από πάνω μου, κι ότι αυτός ο κάποιος θέλει το κακό μου. Αναρωτιέμαι τι άνοιξε το κλειδί.
Ακόμα μισοκοιμισμένη, σκέφτομαι την πρώτη μέρα της εξαφάνισης της Σίλια. Σκέφτομαι το καθρεφτάκι, το κραγιόν και το κλειδί, τη φωτογραφία τους πλάι πλάι σε άδειο φόντο. Είχαν βρει την τσάντα της Σίλια, αλλά όχι αυτά τα τρία πράγματα. Αυτά τα τρία πράγματα έλειπαν. Έπειτα έρχεται η συνειδητοποίηση, ξαφνική και πεντακάθαρη σαν μια κραυγή τα χαράματα. Ο σύντροφός της θα πήγε σ’ ένα μαγαζί και θα αγόρασε το κραγιόν που έμοιαζε περισσότερο με το δικό της. Θα είπε στην αστυνομία για το κλειδί, ότι ήταν ροζ και ότι είχε κολλητική ταινία στο πάνω μέρος και θα τους είχε δείξει: πόση ταινία, πόσο πλατιά και πόσο χοντρή. Επειδή κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι σημαντικές. Κι όση ώρα το έκανε αυτό θα σκεφτόταν, Αυτό θα βοηθήσει να τη βρούμε, σίγουρα θα βοηθήσει. Γεύομαι τις στάχτες στο στόμα του.
Στο χλομό φως που μπαίνει σταγόνα σταγόνα μέσα από τις κουρτίνες του παραθύρου, σκέφτομαι όλα τα πιρούνια και τα κουτάλια και τα ποτήρια και το σετ μαχαιριών από το οποίο λείπουν δύο επειδή το πήραμε μεταχειρισμένο και την τσαγέρα που δεν την πλένει ποτέ κι ακόμα κι αν το έκανε θα ήταν αδύνατον να ξαναγίνει ποτέ ξανά άσπρο το εσωτερικό της. Ό,τι έχουμε, το έχει αγγίξει κάποια στιγμή. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ήταν αν τον έβρισκαν δολοφονημένο, τις πρώτες λίγες μέρες αμέσως μετά, όταν θα έπρεπε να μπαίνω στην κουζίνα και να φτιάχνω τσάι στην τσαγέρα του και να ψήνω το ψωμί στη φρυγανιέρα και να το βουτυρώνω μ’ ένα μαχαίρι που έπλυνε εκείνος επειδή δεν έχουμε πλυντήριο πιάτων κι εγώ απεχθάνομαι να πλένω τα πιάτα. Βλέπω τον εαυτό μου στα γόνατα, με τα δάχτυλά μου λυγισμένα σπασμωδικά, σαν νύχια πουλιών, χωμένα μες στα μαλλιά μου. Διπλώνομαι στα δύο, το πρόσωπό μου απέχει μόλις λίγους πόντους από το μουσαμά στο πάτωμα που ποτέ δεν μπορούμε να καθαρίσουμε εντελώς, όσο κι αν τον τρίβουμε· εκείνος περισσότερο από μένα. Το κεφάλι μου ακουμπάει στα γόνατά μου και κλαψουρίζω.
———— ≈ ————
Οι συνάδελφοί μου έπαψαν να μιλάνε για τη Σίλια. Τσάκωσαν έναν υπουργό να γλεντάει με πόρνες και να χρεώνει την κυβέρνηση, δωρίζοντας έτσι κυριολεκτικά στον Τύπο κάμποσο εντυπωσιακό σκανδαλοθηρικό υλικό. Είμαι σίγουρη ότι η Ντενίζ έχει δώσει τη γνώμη της γι αυτόν, αλλά δεν έτυχε να την ακούσω: είμαι συνέχεια κουρασμένη στη δουλειά τώρα τελευταία, κουρασμένη και ζαλισμένη. Προσπαθώ να συγκεντρώνομαι στα ονόματα και στους αριθμούς στην οθόνη μου, βυθίζομαι στα δεδομένα σαν κέρμα που βυθίζεται στον πάτο ενός ενυδρείου: οι συζητήσεις των συναδέλφων φτάνουν αποσπασματικά στ’ αυτιά μου και από μακριά, παραμορφωμένες.
Ρίχνω μια ματιά στα μέιλ μου την ώρα του μεσημεριανού και το βλέπω στην αρχική σελίδα μου: «Ισόβια για τον δολοφόνο της Σίλια». Οι ένορκοι αποφάσισαν ότι ήταν εκ προθέσεως τελικά, ότι είναι ένοχος φόνου. Στα σκαλιά του δικαστηρίου ο εισαγγελέας αποκαλύπτει ότι υπήρχαν στοιχεία που δεν έγιναν δεκτά στη δίκη. Διαβάζω διαγωνίως το υπόλοιπο άρθρο. Ιστορία – βασανιστήρια – πορνογραφία. Οι λέξεις μοιάζουν να αποσπώνται από τη σελίδα. Δεν σημαίνουν τίποτα. Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω.
Κοιτάζω γύρω μου τα βαριεστημένα, κουρασμένα πρόσωπα, τα αυλάκια στα μέτωπα και τις ρυτίδες της δυσαρέσκειας που ξεκινάνε από τα ρουθούνια και καταλήγουν στις άκρες του στόματος. Σε μερικές βδομάδες η Σίλια θα εξακολουθεί να είναι νεκρή ενώ εμείς θα συνεχίζουμε να ζούμε, αγνοώντας ότι το σώμα της θα επιστραφεί στο χώμα και ότι τα ρούχα της θα δοθούν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, και η μυρωδιά της θα φύγει κάποια στιγμή από τα σεντόνια της. Σύντομα δεν θα είναι παρά μόνο μια φωτογραφία για μας, αν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο. Μια φωτογραφία, μια στιγμή παγωμένη στον χρόνο. Άραγε της άρεσε αυτή η φωτογραφία της; αναρωτιέμαι. Έπειτα χτυπάει το τηλέφωνο και πρέπει να το σηκώσω.
———— ≈ ————
Μήνες αργότερα, περπατάμε στο εξοχικό μονοπάτι όπου βρέθηκε το πτώμα της Σίλια, πεταμένη πάνω σε μια πέτρινη μάντρα. Από την απέναντι μεριά του δρόμου βλέπω ένα σωρό από ως επί το πλείστον μαραμένα μπουκέτα με λουλούδια που σημαδεύουν ακόμη το σημείο αυτό. Μερικά είναι τυλιγμένα με χαρτιά που κάποτε θα πρέπει να ήταν κολλαριστά και χρωματιστά, αλλά τώρα είναι απλώς γκρίζα, σαπισμένα από τη βροχή και τον ήλιο και τα στοιχεία της φύσης που δεν συγχωρούν. Διαισθάνεται ότι κόβω λίγο το βήμα μου, ακολουθεί το βλέμμα μου. «Ωχ θεέ μου», λέει, και τυλίγει το δάχτυλό μου με το δικό του. «Ας προχωρήσουμε». Ξέρω τι σκέφτεται, σκέφτεται είναι το σημείο κάποιου αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, κάποιος χτυπήθηκε και σκοτώθηκε. Αλλά δεν είναι. Η Σίλια είναι ακόμα εδώ, πεσμένη πάνω στη μάντρα με την πλάτη στον δρόμο, με το αριστερό χέρι της να περισσεύει κάτω από τον κορμό της σε μια αφύσικη γωνία. Το μπλουζάκι της είναι τραβηγμένο προς τα πάνω και η σάρκα της είναι μαβιά κάτω από το διάφανο δέρμα της και κρυώνει. Θα είναι πάντα εδώ, τα χρόνια που θα έρθουν, περιμένοντας να την ανακαλύψουν ανυποψίαστοι άνθρωποι που έχουν έρθει βόλτα με τον σκύλο τους.
Μέχρι όλοι όσους αγάπησε να τελειώσουν τη ζωή τους, χωρίς αυτήν.