«Το πρώτο θύμα σε ένα πόλεμο είναι η αλήθεια.» Με αυτά τα λόγια είχε σχολιάσει το ρόλο της προπαγάνδας ο Αμερικανός γερουσιαστής Χάιραμ Τζόνσον, ενόσω διαρκούσε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, Η προπαγάνδα, ως γνωστό, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τα εμπόλεμα κράτη – και η αλήθεια υπέφερε. Αφίσες, φυλλάδια, ραδιοφωνικές εκπομπές, ταινίες και άλλα μέσα μαζικής επιρροής επιστρατεύτηκαν στη μάχη των εντυπώσεων. Θετικών για τους μεν, αρνητικών για τους (αντιπάλους) δε. Μεγάλη συμμετοχή σε αυτόν τον αναίμακτο, αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικό πόλεμο, είχαν τα κόμικς. Τουλάχιστον στις χώρες όπου το είδος αυτό ήταν αναπτυγμένο, έχοντας εκατομμύρια πιστούς αναγνώστες. Η χρήση των κόμικς για προπαγανδιστικούς σκοπούς εφαρμόστηκε σε μεγάλη κλίμακα την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ενισχύοντας το ηθικό στα μετόπισθεν και υπονομεύοντας την εικόνα του εχθρού. Στις μάχες που έδιναν οι ήρωες και υπερήρωες των αμερικανικών, ή αγγλικών κόμικς, βρίσκονταν αντιμέτωποι και κατατρόπωναν τους αντίπαλους Γερμανούς, Ιταλούς, ή Ιάπωνες. Οι οποίοι, με τη σειρά τους, έκαναν την ίδια ακριβώς δουλειά στις εκδόσεις των δικών τους χωρών.
Τα κόμικς κάνουν πόλεμο
Η κήρυξη του πολέμου δεν βρήκε απροετοίμαστα τα βρετανικά κόμικς. Ήδη από τα τέλη του 1938, δέκα μήνες πριν την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, η ατμόσφαιρα στις εικονογραφημένες σελίδες μύριζε μπαρούτι. Όχι μόνο στις καθαρόαιμες πολεμικές περιπέτειες, αλλά και σε διάφορα κόμικς με χιουμοριστικό περιεχόμενο. Το «Μπάζιλ & Μπερτ», ένα κόμικς στριπ με πρωταγωνιστές δύο αστείους ντετέκτιβ, παρουσίαζε τις περιπέτειές τους σε μια φανταστική χώρα που θύμιζε τη ναζιστική Γερμανία. Ο αρχηγός της χώρας, Ντικ Τάτερ, κυβερνούσε με σιδερένια πυγμή. Όταν, τον Οκτώβριο της χρονιάς εκείνης, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Σουδητία (που συνόρευε με τους επόμενους στόχους των Ναζί, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία) και καθώς τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν απειλητικά πάνω από την Ευρώπη, αποκαλύφθηκε στους αναγνώστες του κόμικς-στριπ η πραγματική ταυτότητα του καταχθόνιου Ντικ Τάτερ: Δεν ήταν άλλος από τον Ateful (Φαγάς, λογοπαίγνιο με το Hateful – Μισητός) Adolf. Κοντολογίς, ο ίδιος ο Χίτλερ που γινόταν περίγελος. Τα ίδια συνέβησαν στο χιουμοριστικό «Αδόλφος ο Απαίσιος» (με ολοφάνερο το παραπέμπον), καθώς και στο επίσης σατιρικό «Άντι και Χέρμι» (υποκοριστικά των Αδόλφου και Χέρμαν), που αποτελούσαν καρικατούρες του Χίτλερ και του Γκέρινγκ. Η Ιταλία δεν γλύτωσε τα πυρά. Το «Μούσο» γελοιοποιούσε, αναλόγως, τον Μουσολίνι.
Εκτός από το γέλιο, τη σάτιρα και την παρωδία, τα βρετανικά κόμικς απέδωσαν με μελανά χρώματα (κυριολεκτικά, αφού ήταν σε ασπρόμαυρες εκτυπώσεις), το ναζιστικό καθεστώς. Απευθυνόμενα σε αναγνώστες μικρής ηλικίας, μίλησαν για τη ζωή και τις συνήθειες των συνομηλίκων τους στην εχθρική χώρα, υπερτονίζοντας, για ευνόητους λόγους, τα αρνητικά στοιχεία. Στο «Σχολείο της Γκεστάπο», που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1940 στο παιδικό The Hotspur, ένας Βρετανός κατάσκοπος διεισδύει στη σχολή όπου εκπαιδεύονταν οι νεολαίοι του Χίτλερ. Το κόμικς στιγμάτιζε το στοιχείο της βίας που χαρακτήριζε τη στρατευμένη νεολαία του Γ΄ Ράιχ και παρουσίαζε, αποτρεπτικά, τη δράση της.
Δεν υπήρχε μόνο μυθοπλασία σε εκείνα τα κόμικς. Η Ιστορία ήταν επίσης παρούσα, με την εικονογραφική απόδοση επεισοδίων της πολεμικής επικαιρότητας. Ο δραματικός εγκλωβισμός των συμμαχικών δυνάμεων στις ακτές της Δουνκέρκης και η διάσωση των περισσοτέρων Βρετανών με δεκάδες πλοιάρια που κατέφθασαν από τις αγγλικές ακτές, υπήρξε ο αφηγηματικός ιστός δύο κόμικς, όπου το ένα συμπλήρωνε το άλλο. Ήταν το «Over here» (Εδώ), που συνεχίστηκε με το «Over there» (Εκεί). Τα βρετανικά κόμικς, ωστόσο, αντιμετώπισαν τεράστια εμπόδια στην έκδοσή τους όσο διαρκούσε ο πόλεμος. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί της Λουφτβάφε, η καταστροφή των υποδομών και η έλλειψη χαρτιού, υποχρέωσε τους περισσότερους εκδότες να μειώσουν, ή να αναστείλουν την παραγωγή τους. Ο πόλεμος των κόμικς, όμως, συνεχίστηκε με οκτασέλιδες εκδόσεις του ενός τεύχους και με ήρωες «μιας χρήσης», από περισσεύματα χαρτιού.
Τέτοιου είδους προβλήματα δεν αντιμετώπισε η (μακράν των βομβαρδισμών) Αμερική, με τα εκατομμύρια αναγνώστες, και τους ακμάζοντες εκδοτικούς κολοσσούς. Η αμερικανική κυβέρνηση, μάλιστα, συμμετείχε ενεργά με δικές της εκδόσεις προπαγανδιστικών κόμικς. Το περιοδικό War Victory Comics, που εκδόθηκε το 1942 από το υπουργείο Οικονομικών με σκοπό την προώθηση των ομολόγων πολέμου, είχε στο δυναμικό του σεναριογράφους και σχεδιαστές που υπηρετούσαν στο Γραφείο Πληροφοριών. Αρκετοί άλλοι δημιουργοί συμμετείχαν εθελοντικά, «επιστρατεύοντας» τους δικούς τους δημοφιλείς χαρακτήρες, από τα χιουμοριστικά κόμικς-στριπ των εφημερίδων («Μπλόντι», «Λι’λ Άμπνερ», «Τζόε Παλούκα» κ.ά.), σε κατάλληλα διαμορφωμένες ιστορίες. Παράλληλα, ο πόλεμος και η ειδησεογραφία του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία ανάλογων κόμικς. Στο (επίσης κρατικής παραγωγής) περιοδικό The American Air Forces παρουσιάστηκε λεπτομερώς η απόβαση στη Νορμανδία, στις 6 Ιουνίου του 1944. Στο περιοδικό War Comics παρουσιάστηκε η αυτοβύθιση του γερμανικού καταδρομικού «τσέπης» Γκραφ Σπέε στη ναυμαχία του Ρίβερ Πλέιτ, το Δεκέμβριο του 1939. Τέλος, το κόμικς στριπ «Τριάντα δευτερόλεπτα πάνω από το Τόκιο» που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1943, αποτέλεσε μεταφορά του μπεστ σέλερ που έγραψε ο πολεμικός ανταποκριτής Μπομπ Κονσιντίν, βασιζόμενος σε αφήγηση του αντισμήναρχου Τζέιμς Ντούιλιτ για μια αεροπορική επιδρομή στο Τόκιο.
Το ντοκουμέντο επικράτησε της μυθοπλασίας σε κάποια περιοδικά κόμικς. Τίτλοι όπως το Real Heroes, φρόντιζαν να υπογραμμίζουν την ειδοποιό διαφορά σε σχέση με τα κόμικς καθαρής φαντασίας. Προλογίζοντας το πρώτο τεύχος των Πραγματικών Ηρώων, ο εκδότης Τζορτζ Χεκτ σημείωνε: «Σήμερα στην Αμερική κυκλοφορούν περίπου 75 περιοδικά κόμικς, μεγάλο μέρος των οποίων παρουσιάζει ιστορίες με υπεράνθρωπους παντός είδους. Πολλές από αυτές τις ιστορίες αφηγούνται πώς εξωπραγματικοί χαρακτήρες ξεπερνούν τις δυσκολίες χάρη στις υπερφυσικές και απίθανες δυνάμεις τους. Αν και αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ζήτηση για τέτοιες φανταστικές ιστορίες, πιστεύουμε ότι υπάρχει επίσης ζήτηση για περιοδικά στα οποία όλες οι εικονογραφημένες ιστορίες είναι απολύτως αληθινές.»
Παρά τα γραφόμενα του Τζορτζ Χεκτ, από ένα τόσο κρίσιμο πόλεμο δεν μπορούσε να λείπει το βαρύ πυροβολικό των αμερικανικών κόμικς: Οι πολυώνυμοι υπερήρωες. Οι εκπληκτικές ικανότητές τους και οι υπερφυσικές δυνάμεις προσέλκυσαν εξαρχής τους… στρατολόγους των εικονογραφημένων. Σεναριογράφοι και σχεδιαστές προσάρμοσαν τις ιστορίες τους στο πολεμικό γίγνεσθαι, ενώ νέοι ήρωες γεννήθηκαν στις φλόγες της παγκόσμιας σύρραξης. Πρώτος από όλους ο «Captain America», που έθεσε εαυτόν (και εμφάνιση) στην προάσπιση της Αμερικής (και των εθνικών της χρωμάτων). Με στολή και ασπίδα που παρέπεμπαν στην αστερόεσσα, έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1941, επικυρώνοντας με την παρουσία του τη χρήση των κόμικς ως εργαλείο προπαγάνδας. Ο πρωταγωνιστής, Στιβ Ρότζερς, ένας αδύναμος νεαρός ακατάλληλος για στράτευση, καλείται να συμμετάσχει σε ένα μυστικό πρόγραμμα για να γίνει υπερστρατιώτης. Πολλά εξώφυλλα του ομότιτλου περιοδικού παρουσίαζαν τον ήρωα να κατατροπώνει τους Ναζί, ρεζιλεύοντας τον Χίτλερ.
Μόνο ένας υπερήρωας (με εξέχουσα θέση στο σύμπαν των «σούπερ») αντιμετώπισε κάποιες δυσκολίες σε αυτή την καθολική συστράτευση. Ο δισταγμός που υπήρχε σχετικά με τη συμμετοχή του Σούπερμαν στον πόλεμο, είχε κυρίως να κάνει με τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του. Ικανές, φυσικά, να τερματίσουν άμεσα τον πόλεμο και να επιβάλλουν τη νίκη. Οι δημιουργοί του Σούπερμαν, Τζέρι Σίγκελ (σενάριο) και Τζο Σούστερ (σχέδιο), κατέφυγαν σε ένα εύρημα για να αποφύγουν την ενεργή εμπλοκή του. Δημοσίευσαν μια περιπέτεια στην οποία ο άλλος εαυτός στη διπλή ταυτότητα που διατηρούσε, ο διοπτροφόρος Κλαρκ Κεντ, απορρίπτεται λόγω ασθενούς όρασης στις υγειονομικές εξετάσεις του γραφείου στρατολογίας. Ο ακαταμάχητος πρωταγωνιστής με την υπέρ-όραση και τις ακτίνες Χ, υποχρεώνεται, ως Κλαρκ Κεντ, να σιωπήσει προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η πραγματική του ταυτότητα. Η συνθήκη αυτή ανατράπηκε καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος. Στα εξώφυλλα του ομώνυμου περιοδικού, ο Σούπερμαν άρχισε να επιτίθεται σε αλεξιπτωτιστές του Τρίτου Ράιχ, να κάνει κόμπο τις κάνες των κανονιών και τα περισκόπια των υποβρυχίων τους, να προτάσσει τα άτρωτα στήθη του στον καταιγισμό των εχθρικών πυρών. Ένα τεύχος ιδιαίτερα, προκάλεσε τη μήνι των Ναζί. Το Σεπτέμβριο του 1941, τρεις μήνες πριν την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, δημοσιεύτηκε μια περιπέτεια στην οποία γελοιοποιούσε τη γερμανική πολεμική μηχανή. Στο εξώφυλλο, σύνθεση του σχεδιαστή Φρεντ Ρέι, ο πρωταγωνιστής διέλυε με τη γροθιά του ένα γερμανικό τανκ.
Ένα αντίτυπο αυτού του τεύχους διέσχισε τον φλεγόμενο Ατλαντικό, πέρασε αλώβητο από τα πεδία των μαχών και κατέληξε στα χέρια των Ναζί. Η εφημερίδα των Ες Ες Das Schwarze Korps (Το Μαύρο Σώμα) έκανε μια χλευαστική παρουσίαση του κόμικς. Αποσιωπώντας την ύπαρξη του... άριου σχεδιαστή Τζόε Σούστερ, επικέντρωσε τα πυρά της στον σεναριογράφο του κόμικς — για προφανείς λόγους: «Ο εβραίος Τζέρι Σίγκελ, που έχει υποστεί διανοητική και σωματική περιτομή, είναι ο εφευρέτης μιας πλουμιστής φιγούρας, με δυνατό σώμα και κόκκινο ολόσωμο μαγιό που της αρέσει να πετάει στα σύννεφα. Ο εφευρετικός εβραίος ονόμασε αυτό τον διασκεδαστικό τύπο με το υπέρ-αναπτυγμένο σώμα και το υποανάπτυκτο μυαλό, Σούπερμαν. Διαφήμισε εκτενώς τις αντιλήψεις του ήρωά του περί δικαιοσύνης, ώστε να τον κάνει πρότυπο για τους νεαρούς Αμερικανούς. Όπως βλέπετε, όλα μπορούν να τα κάνουν οι Σαδδουκαίοι για το χρήμα. Ο Τζέρι Σίγκελ βρομάει. Αντί να διδάσκει την αρετή στην αμερικανική νεολαία, σπέρνει το μίσος, την υποψία και την κακία στις νεανικές καρδιές.»
Οι «εγκέφαλοι» των διαβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας έδειχναν πώς αντιλαμβάνονταν αυτή την αρετή, μέσα από τα δικά τους κόμικς. Κάποιο από αυτά, με τίτλο «Ένας διεγερτικός πόλεμος», παρουσίαζε μια αίθουσα προβολής στην Αμερική. Στην οθόνη εμφανιζόταν κάποιος Αμερικανός λοχίας, ονόματι Σάμι Μπράουν. Οι εικόνες έδειχναν πώς ο Σάμι εξουδετέρωσε 25 γερμανικά τανκς Τάιγκερ, κολλώντας τη μαστίχα του στις διόπτρες και υποχρεώνοντας τα πληρώματά τους να παραδοθούν. Πώς έφτασε κατόπιν μέχρι το επιτελείο του γερμανικού στρατού και στρίμωξε τον αρχιστράτηγο, απειλώντας τον με το καουμπόικο κολτ του. Η τελευταία εικόνα του κόμικς αποκαθιστούσε τη (ναζιστική) τάξη. Παρουσίαζε μια τεράστια έκρηξη στην κινηματογραφική αίθουσα, με τα σώματα των θεατών να τινάζονται στον αέρα. Το συνοδευτικό κείμενο ολοκλήρωνε τις εντυπώσεις: «Δυστυχώς, πάνω στην κορύφωση της ταινίας, η βόμβα ενός γερμανικού αεροπλάνου έπεσε στην κινηματογραφική αίθουσα. Έτσι, πολλά όμορφα Αμερικανάκια δεν έμαθαν ποτέ πώς πήγαν τα πράγματα για τον ατρόμητο λοχία Μπράουν.» Τα κόμικς στριπ υπογράφονταν από κάποιον Βαλντλ, ο οποίος εφάρμοζε πιστά τις ντιρεκτίβες του Γκέμπελς. Εβραίοι, μαύροι, Αγγλοσάξονες, υφίσταντο χυδαίες επιθέσεις με όχημα τις εικόνες. Οι Γερμανοί δεν αρκέστηκαν στη δική τους παραγωγή. Χρησιμοποίησαν επίσης τα κόμικς των χωρών που υπέτασσαν. Όταν, τον Μάιο του 1940, κατέλαβαν την Ολλανδία, επέβαλαν τους δικούς τους κανόνες στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Μια από τις πρώτες διαταγές που εξέδωσαν απαιτούσε την καταγραφή όλων των καλλιτεχνών σε ειδικούς καταλόγους, αλλιώς θα έμεναν χωρίς δουλειά. Οι κατοχικές αρχές καθόρισαν επίσης το πλαίσιο στο οποίο επιτρεπόταν να κινείται η τέχνη γενικότερα, και τα κόμικς εν προκειμένω. Εφαρμόζοντας τη διαβόητη Gleichschaltung (Ναζιστικοποίηση) απαίτησαν από τους σεναριογράφους και τους σχεδιαστές να εμφορούνται από το άριο πνεύμα, να μην επικρίνουν το γερμανικό καθεστώς και να μην απεικονίζουν θετικά τους απεχθείς εχθρούς του Γ΄ Ράιχ, Αγγλία και Αμερική. Τα αποτελέσματα ήταν κωμικοτραγικά. Ο σχεδιαστής Χεενκ Μπάκερ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το (πολύ επιτυχημένο μέχρι τότε) κόμικς «Άντολφ», για να μη θεωρηθεί ότι σατιρίζει τον άλλο Αδόλφο. Στον Άλφρεντ Μαζούρ, δημιουργό –μέχρι τότε– του δημοφιλούς κόμικς, «Ντικ Μπος», ζητήθηκε να κάνει τον πρωταγωνιστή αξιωματικό των Ναζί, κάτι που το αρνήθηκε με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί από προσώπου Τύπου. Άλλοι σχεδιαστές, φοβούμενοι τις συνέπειες, διαφήμισαν στα κόμικς τους τις δυνάμεις κατοχής. Στο παιδικό «Χάνσιε, Άνσιε και το Μιού», ο μέχρι τότε χαζούλης πρωταγωνιστής μεταμορφώθηκε, εν μια νυκτί, φορώντας με υπερηφάνεια τη στολή της χιτλερικής νεολαίας.
Στην επίσης κατεχόμενη Γαλλία, χώρα με σπουδαία παράδοση στα κόμικς, ο δωσιλογισμός ορισμένων εκδοτών και σχεδιαστών αποτέλεσε θλιβερή εξαίρεση. Ένας από αυτούς ήταν ο Βενσάν Κρασουσκί, που κυκλοφόρησε το «Βίκα» ακολουθώντας πιστά τις εντολές των κατακτητών. Το κόμικς περιέγραφε τις περιπέτειες ενός Γάλλου ναυτικού που ταξίδευε στον κόσμο, ξεσκεπάζοντας εβραϊκές συνωμοσίες και εξουδετερώνοντας σαμποτάζ των Αγγλοαμερικανών. Όταν απελευθερώθηκε η Γαλλία, ο Κρασουσκί και κάποιοι άλλοι σχεδιαστές κλείστηκαν φυλακή για συνεργασία με τους κατακτητές.
Τέτοια περιστατικά συνέβησαν και σε άλλες κατεχόμενες χώρες. Μάλιστα,από σχεδιαστές που γνώρισαν αργότερα την καταξίωση. Η περίπτωση του Ερζέ, είναι ενδεικτική. Οι παρασπονδίες του δημιουργού του Τεντέν δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Καλύπτονται πίσω από το «συγχωροχάρτι» που του δόθηκε μετά την απελευθέρωση, διά στόματος του αρχηγού των Βέλγων παρτιζάνων Ρεϊμόν Λεμπλάν: «Ο Ερζέ είναι ένας αδέξιος δημιουργός και όχι ένας προδότης.» Τι έκανε όμως ο δημιουργός του δαιμόνιου ρεπόρτερ, για να δει το όνομά του δημοσιευμένο μαζί με κάποια άλλα στις εφημερίδες της 4ης Σεπτεμβρίου 1944, λίγο μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, υπό τον τίτλο: «Η γκαλερί των προδοτών»;
Εκτός από τις εικονογραφήσεις κάποιων βιβλίων του δηλωμένου φασίστα συγγραφέα Ρομπέρ ντι Βουά ντε Φροϊλάντ, ο Ερζέ σχεδίασε στη διάρκεια της κατοχής την περιπέτεια του Τεντέν «Το μυστηριώδες άστρο». Αρκετά στοιχεία της ιστορίας, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1941 από τις σελίδες της γερμανοκρατούμενης, τότε, εφημερίδας Soir, περιείχαν άνωθεν υποδείξεις. Η σύνθεση της αποστολής που συνόδευε τον Τεντέν στην αναζήτηση του αερόλιθου, αποτελούνταν από επιστήμονες του Άξονα και συναδέλφων τους από φίλια προσκείμενες χώρες (φρανκική Ισπανία), καθώς και χώρες που κρατούσαν ουδέτερη στάση στον πόλεμο (Σουηδία, Νότια Αμερική). Όσο για τον «κακό» της ιστορίας, ήταν ένας Αμερικανοεβραίος τραπεζίτης χωρίς ηθικούς φραγμούς, ονόματι Μπλουμενστάιν. Στη νεότερη, επανασχεδιασμένη ιστορία ο Ερζέ διατήρησε τις εθνικότητες των επιστημόνων, άλλαξε όμως το όνομα και την καταγωγή του τραπεζίτη. Στο άλμπουμ που και εμείς γνωρίζουμε, ονομάζεται πλέον Μπόλβινκελ και κατάγεται από το φανταστικό Σάο Ρίκο.
Περνώντας στην Ιταλία και στα φασιστικής έμπνευσης και κατεύθυνσης κόμικς, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά – σχεδόν απλοϊκά. Οι Εβραίοι αποτελούσαν εξωφρενικές καρικατούρες, οι μαύροι προσομοιάζονταν με διάφορ ζώα και όλοι οι άλλοι, πλην των ενδόξων Ιταλών, ήταν κατώτερης φυλής. Ήδη από το 1937, το υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας έθεσε τα πλαίσια μέσα στα οποία έπρεπε να κινούνται οι εικονογραφημένες ιστορίες. «Θέλουμε πράγματα δικά μας, ιταλικά», απαιτούσε από τους εκδότες, τους σχεδιαστές και τους σεναριογράφους ο φασίστας υπουργός Ντίνο Αλφιέρι. «Ιστορίες που θα εμπνέονται από τους δικούς μας ήρωες, εξερευνητές, θαλασσοπόρους, αεροπόρους. Οι ήρωες των δικών μας πολέμων είναι πολύ πιο ωραίοι από τους ξένους.»
Οι περισσότεροι κατά παραγγελία ήρωες των ιταλικών κόμικς ήταν κακοσχεδιασμένοι και αφόρητα ρητορικοί. Στα έντυπα του καθεστώτος όπως το όργανο της φασιστικής νεολαίας, Il Balilla, ή στα περιοδικά L’ Avventuroso (Ο Ριψοκίνδυνος) και Il Vittorioso (Ο Νικηφόρος), οι χάρτινοι πρωταγωνιστές αδυνατούσαν να εμπνεύσουν όνειρα. Πριν τον πόλεμο, το Il Ballila προπαγάνδιζε τη «σωματική και ηθική εκπαίδευση της νεολαίας» μέσα από κόμικς στα οποία πρωταγωνιστούσαν παιδιά αφοσιωμένα, ψυχή τε και σώματι, στη φασιστική ιδεολογία. Την περίοδο του πολέμου προστέθηκαν στην ύλη του και κάποια άλλα κόμικς που γελοιοποιούσαν τον εχθρό. Ήταν καρικατούρες του προέδρου των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ (υποτιμητικά «Ρουσβελτάτσο»), του βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου ΣΤ΄ («Τζιορτζέτο») και του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ («Τσιουρτσιλόνε»). Μόνο δύο ήρωες φασιστικής κοπής κατάφεραν να ξεχωρίσουν. Ο «Ρομάνο ο Λεγεωνάριος» από τις σελίδες του Il Vittorioso και ο «Ντικ Φούλμινε» από τις σελίδες του L’ Avventuroso. Ο πρώτος ήταν ένας ατρόμητος πιλότος που πολεμούσε, ως σύμμαχος και ομοϊδεάτης, στο πλευρό του Φράνκο. Όταν τέλειωσε ο ισπανικός εμφύλιος, πήρε μετάθεση. Αρχικά στο μέτωπο της Αφρικής και αργότερα στον πόλεμο με την Ελλάδα (αποσιωπώντας στις ένδοξες περιπέτειές του την άδοξη ήττα των Ιταλών στην Αλβανία). Ο Λεγεωνάριος Ρομάνο υπηρέτησε, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, την προπαγάνδα του καθεστώτος. Τήρησε κατά γράμμα τις οδηγίες που είχε δώσει ο γραμματέας του φασιστικού κόμματος, έκανε δική του την πατριωτική ρητορεία του Ντούτσε και δήλωνε τυφλή υπακοή στο καθεστώς.
Ο έτερος των συμβαλλομένων φασιστών λεγόταν Ντικ Φούλμινε, ήταν μποξέρ και, παράλληλα, μυστικός αστυνομικός. Η εμφάνισή του τον καθιστούσε έναν από τους τυπικούς φορείς του ηρωισμού και της αρρενωπότητας που προβάλλονταν στον ιταλικό λαό. Ένας χαρακτήρας φτιαγμένος σύμφωνα με τη δημοφιλή προπαγανδιστική εικονογραφία του Μουσολίνι. Επιπλέον, είχε ένα προτεταμένο σαγόνι που παρέπεμπε στον Ντούτσε. Ο Ντικ Φούλμινε καθάριζε στο άψε-σβήσε τους αντιπάλους (Αγγλοσάξονες κυρίως), αποκάλυπτε εβραϊκές συνωμοσίες (όπως εκείνη του «βρομιάρη εβραίου Αβραάμ Λεβί»), εξόντωνε τσιγγάνους και μαύρους (όπως τον «χοντρό και ασχημομούρη νέγρο Τζάμπα»), μη παραλείποντας να συμπεριλάβει τους μπολσεβίκους στη λίστα των μισητών αντιπάλων. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ο πρωταγωνιστής θα υποστεί μια σημαντική αλλαγή, προκειμένου να συντονιστεί με τις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες: Από μυστικός αστυνομικός γίνεται ατρόμητος Ιταλός στρατιώτης. Στις ιστορίες αυτής της περιόδου θα εγκαταλειφθεί επίσης το (αγγλοσαξονικής καταγωγής) όνομα «Ντικ», διατηρώντας μόνο το επώνυμο, με προφανή, στα ιταλικά, σημασία: Φούλμινε (Κεραυνός).
Την ίδια περίοδο που ο Ντικ έπαψε να είναι Ντικ, οι εισαγόμενοι ήρωες εξ Αμερικής, πολύ δημοφιλείς μέχρι τότε στους Ιταλούς, απαγορεύθηκαν διά νόμου. Συνέχιζαν, εντούτοις, να συντροφεύουν το αναγνωστικό κοινό, χάρη σε ένα τέχνασμα των εκδοτών: Την αλλαγή ονόματος και τίτλου. Έτσι, το Φάντασμα του Λι Φολκ κυκλοφορούσε ως «Ο Μασκοφόρος Άνδρας», ενώ ο Ταρζάν του Μπερν Χόγκαρθ βαφτίστηκε με το τευτονικό «Ζίγκφριντ». Ο μόνος που γλίτωσε το διωγμό της λογοκρισίας ήταν ο.. καταφερτζής Μίκυ Μάους (Τοπολίνο – Ποντικάκι στις ιταλικές εκδόσεις). Και αυτό γιατί, όπως λέγεται, ο μικρός γιος του Μουσολίνι ήταν φανατικός αναγνώστης του κόμικς και παρακάλεσε τον πατέρα του να δώσει χάρη στο διάσημο ποντικό.
Από την τρίτη πλευρά του Άξονα, τη μιλιταριστική Ιαπωνία, διασώζονται
ελάχιστα δείγματα αυτής της περιόδου. Παρά την ισχυρή παράδοση στα
κόμικς και τους δεκάδες καλλιτέχνες, τόσο προπολεμικά όσο και
μεταπολεμικά, υπάρχει μια μαύρη τρύπα στα χρόνια του πολέμου. Σύμφωνα με
τον Φρέντερικ Σοντ, συγγραφέα του βιβλίου Μάνγκα: ο κόσμος των
ιαπωνικών κόμικς, ελάχιστοι σχεδιαστές παρέμειναν στα μετόπισθεν μετά
την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, ενώ πολλοί είχαν σκοτωθεί στον προηγούμενο
σινοϊαπωνικό πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί σημαντικά η παραγωγή
και να χαθούν από προσώπου γης τα προπαγανδιστικά κόμικς, ιδίως μετά
τις δύο ατομικές βόμβες που υποχρέωσαν την αυτοκρατορία σε ατιμωτική
συνθηκολόγηση. Χάρη σε ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης, ένα από τα
ακριβοθώρητα κόμικς της περιόδου εκείνης βρέθηκε σχεδόν άθικτο μέσα σε
μια σχολική τσάντα, στα χαλάσματα της Χιροσίμα. Το μάνγκα αυτό ιστορούσε
τον ηρωικό θάνατο ενός καμικάζι, που πήρε μαζί του τις ζωές πολλών
μισητών εχθρών. Οι εικόνες αντέστρεφαν πλήρως τους όρους με τους οποίους
τα αμερικανικά κόμικς χειρίζονταν το ίδιο θέμα. Στη θέση των
«κιτρινομούρηδων» και «σχιστομάτηδων» Ιαπώνων, εμφανίζονταν Αμερικανοί
με κέρατα δαιμόνων και διχαλωτές γλώσσες ερπετών.
( Εικονογράφηση: αρχείο Άρη Μαλανδράκη )