Τα προκαταρκτικά
Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, σηματοδοτώντας την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγες μέρες μετά, μέσα σε ένα μπαρ στην καρδιά του Μανχάταν, ο W.H. Auden έγραψε το παρακάτω ποίημα, υπό τον τίτλο «1 Σεπτεμβρίου 1939». Έχετε στη διάθεσή σας ενενήντα δευτερόλεπτα για να το προσεγγίσετε, με νύχια και με δόντια.
Και τώρα, δράση 90′′
Κάθομαι σε ένα από τα καταγώγια / Στον Πενήντα Δύο Δρόμο / Αβέβαιος και φοβισμένος / Καθώς εκπνέουν οι επιτήδειες ελπίδες / Μιας ευτελούς κι απατηλής δεκαετίας: / Κύματα θυμού και φόβου / Ρέουν πάνω από τις ηλιόλουστες / Και τις σκοτεινιασμένες στεριές της γης / Κατατρύχοντας τη ζωή του καθενός μας· / Η ακατονόμαστη οσμή του θανάτου / Πλήττει την Σεπτεμβριάτικη νυχτιά. [ ]
Ο εξόριστος Θουκυδίδης κατείχε / Όλα όσα μια αγόρευση μπορεί να πει / Για τη Δημοκρατία / Και για το τι πράττουν οι δικτάτορες / Που απευθύνουν τις τιποτένιες τους γεροντικές μωρίες / Σ’ ένα μνήμα απαθές· / Όλα αναλυμένα στο βιβλίο του /Η διαύγεια που παραμερίζεται / Ο πόνος που γίνεται δεύτερη φύση /Κακοδιοίκηση και θλίψη: / Πρέπει πάλι να τα υποστούμε όλα. [ ]
Πρόσωπα κατά μήκος του πάγκου στο μπαρ / Προσηλώνονται στη συνήθη τους μέρα: / Τα φώτα δεν πρέπει να σβήσουν ποτέ / Η μουσική πρέπει ασταμάτητα να παίζει / Όλες οι συμβάσεις συνωμοτούν / Για να κάνουν αυτό το οχυρό να υποδύεται / Το σκηνικό ενός σπιτιού· / Ώστε να μην αντιληφθούμε πού βρισκόμαστε / Χαμένοι σ’ ένα στοιχειωμένο δάσος / Παιδάκια που φοβούνται τη νύχτα / Και που ποτέ τους δεν υπήρξαν ευτυχισμένα ή ευγενικά. [ ]
Απ’ το πουριτανικό σκοτάδι μεταβαίνουν / Στο φως τής καθωσπρέπει μέρας / Και πηγαίνουν στη δουλειά τους οι αργόστροφοι / Επαναλαμβάνοντας τον πρωινό τους όρκο/ «Θα είμαι αφοσιωμένος στη σύζυγο / Θα είμαι πιο προσηλωμένος στην εργασία μου» / Ξυπνούν κι οι ανήμποροι κυβερνώντες / Για να ξαναρχίσουν άβουλα τον αγώνα τους. / Ποιος μπορεί να τους απαλλάξει τώρα /Ποιος μπορεί να επικοινωνήσει με τον κουφό / Ποιος μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό του μουγκού; [ ]
Όλο κι όλο αυτό που έχω είναι μια φωνή / Για να ανατρέψω το γερά σφηνωμένο ψέμα / Το ρομαντικό ψέμα μέσα στο μυαλό / Του τρυφηλού καθημερινού ανθρώπου / Και το ψέμα της Εξουσίας / Που τα κτίριά της ψαύουν τον ουρανό: /Αυτό που αποκαλούμε Κράτος δεν υφίσταται / Ούτε μπορεί κανείς να υπάρξει μοναχός του· / Η πείνα δεν αφήνει περιθώρια επιλογών / Ούτε στους πολίτες ούτε στην αστυνομία· / Πρέπει να αγαπούμε ο ένας τον άλλο αλλιώς θα πεθάνουμε. (αποσπάσματα, σε μετάφραση του υπογράφοντος)
Τέλος χρόνου.
Αμέσως μετά
Απροειδοποίητο τεστάκι. Ερωτήσεις:
1/ Σήμερα συχνάζουν οι ποιητές στα καταγώγια;
2/ Ο ποιητής, παρατηρώντας του υπόλοιπους θαμώνες του μπαρ, τους χαρακτηρίζει «παιδάκια που φοβούνται τη νύχτα». Πιστεύετε πως ο αρχέγονος φόβος για το σκοτάδι επηρεάζει την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων και τις προεκλογικές επιλογές των πολιτικών;
3/ Μέσα στο δίστιχο «Ξυπνούν κι οι ανήμποροι κυβερνώντες / Για να ξαναρχίσουν άβουλα τον αγώνα τους» υπάρχει κάποια λέξη η οποία πιστεύετε πως πρέπει να αλλάξει ώστε να σας αντιπροσωπεύει ως άποψη για τη πολιτική όπως ασκείται σήμερα, ή μήπως καλό είναι κι έτσι όπως το διατύπωσε ο ποιητής;
4/ Ποιο είναι το ψέμα που μοιράζονται από κοινού ο καθημερινός τρυφηλός άνθρωπος και η Εξουσία, σύμφωνα με τον ποιητή;
5/ «Η πείνα δεν αφήνει περιθώρια επιλογών». Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ποια πείνα μπορεί να υπάρχει σήμερα σε μια παχύσαρκη κοινωνία;