Πασσαλόπηκτο αποχωρητήριο στο ποτάμι. Γύρω γύρω και πάνω λαμαρίνες. Μεγάλη ορθογώνια τρύπα απ΄όπου φαίνονταν τα πράσινα νερά που έπαιζαν με το φως. Τη νύχτα τα νερά συνέχιζαν να φέγγουν, δεν ξέρω γιατί και νόμιζα ότι έπαιρναν μαζί τους τούς γαλαξίες και όλο το σύμπαν. Στην απέναντι όχθη πασσαλόπηκτη τσιμεντένια εξέδρα, τάχατες μπαλκόνι σπιτιού. Τώρα που το σκέφτομαι, η συνέχεια των λιμναίων οικισμών της Δυτικής Μακεδονίας. Το σπίτι ήταν σχήματος Γ σαν αγροτόσπιτο, με μεγάλο κελάρι. Είχε τεράστιο κήπο με τα πάντα που τον έζωναν καβάκια και αργότερα τον ταύτιζα με ένα φανταστικό κήπο με αγάλματα νυμφών ή μουσών. Παραπέρα ήταν τα νεκροταφεία –μικρός, στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, δεν το είχα συνειδητοποιήσει– ενώ ο δρόμος είχε ακόμη λίγα ανάλογα σπίτια χρώματος ροζ, με σαχνισί και έσβηνε γρήγορα στα χωράφια. Εδώ και δεκαετίες όλα τα σπίτια εκεί είναι τριώροφα και τελευταία κάτι ιθύνοντες εγκιβωτίζουν το ποτάμι.
Τότε, ένα βράδυ, ο ξάδερφός μου εξ αγχιστείας Χαράλαμπος Ελευθεριάδης που είχε τελειώσει τη φιλολογία –συμφοιτητής του Εύδοξου Τσολάκη, φίλος του Μάρκου Μέσκου, όμως διόρθωνε ρολόγια και ραδιόφωνα και άκουγε παθιασμένα κλασική μουσική– στο μικρό νότιο δωματιάκι έβαλε γύρω γύρω το σύρμα της κεραίας, άναψε το Tesla, έπαιξε τη βελόνα δεξιά αριστερά και μου λέει «ακούμε τώρα Δημήτρη Μητρόπουλο από το Ωδείον Ηρώδου του Αττικού». Θα πρέπει να ήμουν οκτώ χρονώ, άκουγα εκστατικός χωρίς να ξέρω ούτε το Ωδείο ούτε τον Μητρόπουλο. Έξω από το δωματιάκι ήταν δύο μικρά ράφια με τα άπαντα του Ντοστογιέφσκι, κάτι κόκκινα, θυμάμαι ένα τίτλο «Το σπίτι των δαιμονισμένων», μία πολύ φαρδιά σανίδα που άμα τη σήκωνες κατέβαινες στο κελάρι και ένα πάρα πολύ χαμηλό ξύλινο τραπέζι για το άνοιγμα του φύλλου με το πλαστήρι.
Το σύμπαν εξακολουθούσε να περνάει κάτω από την ορθογώνια τρύπα. Εκείνο το βράδυ με κοίμισαν εκεί και το πρωί, ανάμεσα από τον εκτυφλωτικό ήλιο που έμπαινε από το τα σανίδια του παραθύρου, άκουγα φωνές και έφεγγαν σταφύλια ροζακί.