Γρηγόρη, συγγνώμη που μου μυρίζουν οι κεφτέδες. Σπάει την μύτη μου το μαϊντανό και το τηγανισμένο λάδι, ενώ προσπαθώ να γράψω. Τηγανίζει η μάνα μου και τσιτσιρίζουν. Δε μ’ αφήνουν να συγκεντρωθώ. Όχι, δεν μου ανοίγει η όρεξη, απλώς σκέφτομαι τι σχέση έχουν οι κεφτέδες με το θάνατο. Παράξενο, εσύ πέθανες χθες, και οι κεφτέδες τώρα μυρίζουν τόσο ωραία. Γράφω τον επικήδειό σου. Όμως τελικά δε θα τον διαβάσω, με πιάνει σιχτίρισμα στην εκκλησία, πέφτει η ματιά μου στο πρόσωπο σου και στα μπαμπάκια που έχεις στ’ αυτιά, είσαι ακίνητος, δεν γελάς και δεν τρέχεις. Αλλά γιατί στ’ αυτιά το μπαμπάκι, κι όχι στο κεφάλι; Ευτυχώς υπάρχει και δεύτερος επικήδειος, γραμμένος από άλλο μαθητή, γιατί εγώ παρατάω τα χαρτιά μου και φεύγω τρέχοντας από κοντά σου.
Αυτό το «ποίημα» δεν θέλω να το πω, αν και απαγγέλω όπου με καλούν, ένα ακατάπαυστο τζουκ μποξ είμαι, «πες μας ένα ποίημα Ανθή που τα λες ωραία», αλλά τώρα έχει δέσει κόμπος το λαιμό μου. Διαβάζει τελικά επικήδειο ο Θοδωρής που είναι ψύχραιμος και επίσης καλός μαθητής. Η δασκάλα έχει βάλει και τους δυο μας να γράψουμε. Γιατί άραγε; και γιατί να σου γράφει επικήδειο ένας καλός μαθητής; Δεν ήσουν καλός μαθητής εσύ, όλο αδιάβαστος ερχόσουν, έτρεχες πάνω κάτω, έπαιζες μπάλα, με τσίμπαγες με το διαβήτη και γέλαγες. Η σάκα σου ήταν άδεια συνήθως. Τα βράδια σε βλέπαμε στο σουβλατζίδικο του πατέρα σου να βοηθάς στο τύλιγμα. Μια παραγκούλα ήταν μ’ ένα μακρύ φουγάρο που γέμιζε καπνό όλη την γειτονιά. Ο πατέρας σου πάλευε στη σχάρα κάθιδρος, η μάνα σου στο ταμείο κι εσύ κόκκινος απ’ τα κάρβουνα, πίσω απ’ τον πάγκο. Φεύγαμε μπουκωμένοι και σε καληνυχτίζαμε. Κατάξανθος και αδύνατος ήσουν και τώρα στην κάσα τα μαλλιά σου λάμπουν στο μισοσκόταδο. Ο πατέρας σου είναι σωριασμένος παραδίπλα και κλαίει. Βογκάει δυνατά. Τι μαλακία είναι αυτή που πήγες κι έκανες, δεν μπορώ να καταλάβω. Μα τι σου ήρθε, τι παιχνίδι σκέφτηκες, είχες περιέργεια να δεις αν κάνει μπαμ το όπλο; Μπαμ έκανε πάνω στο κεφάλι σου. Σε είχα για έξυπνο καημένε μου.
Είχε μούτρα η δασκάλα μας σήμερα το πρωί. Κάτι μούτρα, να! «Ο Γρηγόρης», είπε. «Πήγε ο πατέρας του για κυνήγι και τον πήρε μαζί του. Έπαιζε με το όπλο και σκοτώθηκε». Τα μάθαμε και αναλυτικά: Όταν τέλειωσε με το κυνήγι ο πατέρας του, άφησε τον Γρηγόρη στ’ αυτοκίνητο, άφησε και το δίκαννο, και πήγε να μαζέψει χόρτα. «Δεν θα αργήσω» τού είπε. Θα βαρέθηκε να περιμένει ο Γρηγόρης, είπαν, κι άρχισε να παίζει με το όπλο. Πάτησε κατά λάθος; Πάτησε για να δει αν δουλεύει; Πάτησε γιατί νόμισε πως ήταν άδειο, όπως άλλες φορές; Πάντως η σκανδάλη πατήθηκε και το όπλο εκπυρσοκρότησε πάνω στο κεφάλι του. Στον τόπο έμεινε, έτσι τον βρήκε ο πατέρας του. Με τα μυαλά χυμένα. «Λες να αυτοκτόνησε;» σκέφτηκα. Φταίγαν μάλλον οι πολλές ταινίες στο σινεμά, έμπαινα στα ακατάλληλα με τον πατέρα μου, στα θρίλερ και στ’ αστυνομικά, προσποιούμουν την μεγαλύτερη, ή χωνόμουν στο μακρύ παλτό του.
«Λες να ήταν δυστυχισμένος και ν’ αυτοκτόνησε;» Τρίτη δημοτικού ήμασταν, διαρκώς χαζογελούσε κι έπαιζε ο Γρηγόρης, αλλά πού ξέρεις; «Λες πάλι να τον σκότωσε ο πατέρας του; Να ήταν έγκλημα; Να τον σκότωσε κατά λάθος κι ύστερα να είπε ψέματα; Για να μην πάει φυλακή;» Δεν το συζήτησα με κανένα. Και τι να πω; Μόνη μου τρωγόμουνα. Δεν ξαναπήγα για σουβλάκι κι ας ήταν το μόνο μαγαζί στη γειτονιά. Ας μην ξανάτρωγα. Πέρναγα από εκεί κι άλλαζα δρόμο.
Στο χρόνο πάνω, έκλεισε το σουβλατζίδικο. Περνάω ακόμα και βλέπω την παραγκούλα, εδώ και χρόνια κλειστή, κι όλο σε σκέφτομαι μωρέ Γρηγόρη, με τη μαλακία που πήγες κι έκανες και νόημα δεν βγάζω. «Λες να πήγε ο πατέρας σου να σε φοβερίσει γιατί ήσουν άτακτος και έγινε το κακό; Λες να σε μισούσε γιατί, λέει, είχε μάθει πως δεν ήσουν δικό του παιδί; Λες να μέθυσε, και να καυγαδίσατε... λες;» Λέω ό,τι θέλω, μήπως και βρω ένα νόημα στον ανόητο θάνατό σου Γρηγοράκη, μήπως και τον εμπεδώσω.