Στη Μαρία Κατσανδρή
Ήμουν, λέει, ορφανή ή εγκαταλελειμμένη. Αδιευκρίνιστο αυτό. Με μεγάλωνε από μικρή αυτή η θεία. Ούτε γάμους, ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά. Εκείνη, οι παρδαλές της ρόμπες, όπως της έλεγε, τα λουλούδια της και τα θορυβώδη καναρίνια της. Σους, βρε! Τι πάθατε και μας πήρατε τα αυτιά; Εγώ φταίω, που σας πήρα σερνικά… Αχ, ευτυχώς που το βράδυ ηρεμούν αυτά τα διαόλια… Να σου ψήσω κι εσένα καφέ; Καναβούρι, καφές και φρεσκοπλυμένα ρούχα. Η θεία μου φορούσε μόνο ρόμπες. Κι είχε κι ένα ροζ μπουντουάρ. Σίγουρο αυτό.
Μετρίου αναστήματος, ισχνή κατά το μάλλον, πληθωρική όπου χρειάζεται, ευθυτενής και με εμφανή τα σημάδια μιας συστηματικής, κατά το παρελθόν κυρίως, εκγύμνασης. Με βαμμένα πυρόξανθα μαλλιά, έντονο, βαθύ βλέμμα, μπλε ή πράσινα μάτια (μπορούμε να συμφωνήσουμε στο τυρκουάζ), ιδιαίτερη, χαρακτηριστική μύτη, μεγάλη, ίσως και λίγο πλακουτσωτή, ένα μικρό χώρισμα ανάμεσα στα μεγάλα μπροστινά της δόντια —το είχα κι εγώ μικρή, μετά έβαλα σιδεράκια και το χάσμα έκλεισε— και εκφραστικά χέρια φυσικά. Όλοι όσοι παίζουν πιάνο και καπνίζουν έχουν εκφραστικά χέρια — αυτό δεν το είχα ποτέ. Και βέβαια θα την έλεγες γλυκιά. Όσο μια θεία. Όταν μαγείρευε και τύχαινε να παίζει το ραδιόφωνο κανένα αγαπημένο της τραγούδι, έπιανε να το σιγοτραγουδά, γύριζε προς το μέρος μου με την κουτάλα στο χέρι, με κάρφωνε με το λάγνο βλέμμα της και λίκνιζε τους γοφούς της σε έναν αστείο ρυθμό, που σπάνια συμβάδιζε με αυτόν του τραγουδιού. Περασμένες μου αγάπες… Εγώ την κοιτούσα απορημένη. Πάει, ξεκούτιανε αυτή… Χαμογελούσε και ξαναγύριζε στην κατσαρόλα της. Α να χαθείς, ξενέρωτο… Μιλούσε και τραγουδούσε παίζοντας συχνά με τη μελωδική φωνή της. Την αγρίευε βάζοντας λίγο γρέζι παραπάνω όποτε υποτίθεται ότι ήθελε να γίνει λιγουλάκι αυστηρή, την έσερνε βασανιστικά όταν την έπιανε να ειρωνευτεί… Αυτή η ειρωνεία! Ναι! Χωρίς αμφιβολία, το δίχως άλλο ‒που λένε κι ήθελα πάντα να το πω κι εγώ‒ η θεία μου είναι ειρωνική. Πολύ ειρωνική. Πάρα πολύ ειρωνική. Η θεία μου στην ειρωνεία δεν παίζεται.
Μισή Καλαματιανή, μισή Καρυστινή κι ολότρελη. Σε έναν τοίχο του χωλ έχει κρεμασμένους όλους τους εραστές της. Τις φωτογραφίες τους δηλαδή. Τους κορνιζάρει και τους κρεμάει. Είχε γεμίσει όλο τον τοίχο. Μια Κυριακή που ήθελα να κοιμηθώ λίγο παραπάνω, με ξύπνησαν οι σφυριές της. Ποιον κρεμάει πάλι; Βγήκα με σκοπό να την ψιλοκατσαδιάσω, αλλά κατάφερε να με αφήσει πάλι άφωνη. Μου έριξε μια υπεροπτική ματιά και συνέχισε να καρφώνει. Ρε θεία; Έχεις τρελαθεί τελείως; Τι κάνεις εκεί; Ξέρεις ποιος είναι αυτός; Φυσικά και ξέρω. Θεία, αυτός είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ε, ναι. Και; Τι και, ρε θεία; Τα είχες εσύ με τον Παπανδρέου; Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω καθόλου την έκπληξή σου… Ήμαρτον Κύριε, κάνω τον σταυρό μου και πάω να ξανακοιμηθώ. Το πιο ξεκαρδιστικό από όλα είναι η εμμονή της με τις Πόντιες. Κάτσαμε στο τραπέζι να φάμε ένα μεσημέρι, όπως κάθε μεσημέρι, κι έκανα το λάθος να της πω πως θέλω να καλέσω στο σπίτι μια φίλη μου˙ με ρωτάει το όνομά της˙ της το λέω˙ της πέφτει το ποτήρι από τα χέρια, γίνεται έξαλλη, παραλίγο να πετάξει κι εμένα έξω απ’ το σπίτι, άρχισε να φωνάζει, που θέλω να φέρω μέσα στο σπίτι της την κάθε Πατσαβουρίδου… Ε, δεν είσαι ανιψιά μου εσύ! Δεν είσαι αίμα μου! Βρε ζώον! Είναι ύπουλες αυτές… Δεν τις ξέρεις καλά, είσαι μικρή ακόμα... Τι μας λες; Τις γνώρισες όλες και έβγαλες αυτό το συμπέρασμα; Αυτό που σου λέω εγώ και τρώγε γρήγορα γιατί θα φας τη ρεβυθόσουπα καπέλο! Μα θέλω… Θελιά! Εγώ δεν θέλω νομίζεις; Την πιάνει παραλήρημα… Τι ζήτησα εγώ; Ξέρεις τι ζήτησα; Εγώ αφήνω το κουτάλι να πέσει με πάταγο στο πιάτο και αρχίζω να κοιτάζω απελπισμένα δεξιά κι αριστερά, μπας και με σώσει κάτι… Σε ρωτάω να μου πεις τι ζήτησα. Δεν απαντάς, ε; Θα σου πω εγώ τι ζήτησα… Έναν αριστερό! Θεριακλή με μεγάλη… Ψυχή, παιδάκι μου, ψυχή! Τι με κοιτάς έτσι; Και την πιάνει ένα γέλιο υστερικό. Και τι μου έδωσε η ζωή; Σοβαρεύει. Εγώ χώνω τη μούρη μου μέσα στις χούφτες μου. Όχι, σε ρωτάω να μου πεις τι μου έδωσε… Να σου πω εγώ τι μου έδωσε, αφού δεν μου λες εσύ… Κάτι δεξιούς, άγευστους, μικροτσούτσουνους! Κατάλαβες; Της λέω παράλληλα, μην το πολιτικοποιούμε τώρα, ρε θεία… Μου λέει, τι να το κάνουμε; Φάε τα ρεβύθια σου τώρα! Και ησυχία.
Είχε τις κρίσεις της όταν δεν διακατεχόταν από εκείνη τη μυστηριώδη στωικότητα. Συναντιόμουν συχνά με αυτή την πλευρά της. Την είχα συνδέσει περισσότερο με τις ημέρες (ή νύχτες) που έφερνα στο σπίτι καριόκες ‒ ένα μεταξύ μας σύμβολο αποτυχίας. Και τότε. Τότε που καθόμουν όλη την ημέρα στην άκρη του μπαλκονιού και προσπαθούσα να διακρίνω τον ορίζοντα. Ήρθε διακριτικά να ποτίσει τα λουλούδια της. Έκατσε να ξαποστάσει σε μια καρέκλα, με το ποτιστήρι στο χέρι. Θυμάμαι τότε που ήσουνα μικρή κι έλεγες: Εγώ θέλω να γίνω δασκάλα και να μάθω γράμματα σε όλα τα παιδιά. Δεν γύρισα να την κοιτάξω. Θεία, τότε είχα πιο πολύ μυαλό. Δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτα άλλο. Τέλειωσε το πότισμα και μπήκε πάλι μέσα.
Κι εκείνο το βράδυ… Πώς δεν την χάσαμε τη θεία! Είχαμε παραγγείλει πίτσα. Η θεία ετοίμαζε τη σαλάτα στην κουζίνα κι εγώ έστρωνα την τραπεζαρία. Με παίρνει ο Γιώργος, πρώην συνάδελφος. Χαιρετίσματα στο παιδί! Πες του να έρθει σπίτι καμιά μέρα... Πιάνουμε την πάρλα και λυνόμαστε στα γέλια. Ναι, σου λέω! Τον έκανα τούρμπο τον Νικολάκη! Ε, μα πια… Ο γκέι και ο γκέι… Κι από τότε που σε παράτησε η Ειρήνη για τον μεγαλοεπιχειρηματία το γύρισες… Ρε άνθρωπε, ήμαρτον! Πρέπει να σου θυμίζω ότι εκτός από γραμματέας, είμαι και φίλος σου; Γιατί, εσένα; Λίγα σου έκανε; Τόση δουλειά είχες ρίξει εδώ μέσα. Πόση υποτίμηση… Και τσαντίστηκε που σηκώθηκες κι έφυγες κιόλας. Βέβαια. Έχει μάθει να είμαστε όλοι του χεριού του. Του άφησα κι εγώ υπονοούμενα ότι φεύγοντας τον είπες ανίκανο απέξω απέξω, ότι όλο μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα… Μετά τα μάζευα… Δεν νομίζω να εννοούσε αυτό… Δεν είναι τέτοιο κορίτσι… Μετά τον ξαναφούντωνα… Τι να εννοούσε όμως όταν είπε μόνο λόγια, από πράξεις δεν είδαμε και τίποτα…; Σιγόνταρε και η Ξένια από τη ρεσεψιόν, ωωω, τι σας είπε και τα μισά να μου ’λεγε εμένα και κάτι τέτοια… Έγινε… Πού να στα λέω! Θυμάσαι τότε που σου είχε πει για τις πενήντα αποχρώσεις του γκρι; Ε! Άλλαξε πενήντα χρώματα! Σηκώθηκε κι έφυγε νωρίτερα! Λες να το πάρει κατάκαρδα; Σιγά, καημένη, το πολύ πολύ να μην του σηκωθεί απόψε. Κάτσε να δω ποια έχει σειρά… Α, η Χριστίνα! Κρίμα. Πολύ θα λυπηθώ! Καλά, βέβαια, με αυτήν δεν του σηκώνεται έτσι κι αλλιώς! Με αυτά και με αυτά χτυπάει το κουδούνι. Έλα, Γιώργο, σε αφήνω, ήρθε η πίτσα, ανοίγω. Ήταν ο Νίκος, με ένα άσπρο μπουρνούζι, μόνο, κι ένα βλέμμα-θάνατος. Ανίκανος, ε; Και το ανοίγει με μια τρομακτική αυτοπεποίθηση, αναμεμειγμένη με ένα αίσθημα ασίγαστης εκδίκησης. Αποσβολώνομαι. Πετάγεται όλο χαρά η θεία στην πόρτα… Ήρθε η πίτσα; Αποσβολώνεται κι εκείνη. Ανακτά γρήγορα την ψυχραιμία της και με πλατύ χαμόγελο ρωτάει: Ο κύριος; Καμιά απάντηση. Πάρ’ την κάτω τη θεία, τη μεταφέραμε στον καναπέ του σαλονιού, τρομάξαμε να τη συνεφέρουμε και μόλις άρχισε να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις της, ψέλλιζε κάτι του τύπου: Συγγνώμη, παιδιά μου, αλλά καταλαβαίνετε… Είχα χρόνια να δω… Δεν είναι αυτά για την ηλικία μου… Της είπα να μην μιλάει, και καλά για να μην κουράζεται, αλλά πού… Τη συνεφέραμε και μετά δεν ξέραμε πώς να γλιτώσουμε από την ειρωνεία της. Ο Νίκος καθισμένος στην πολυθρόνα, μέσα στο άσπρο μπουρνούζι του, να κοιτάει κάτω, εγώ απέναντι, στη μία πλευρά του καναπέ, με κρυμμένο το πρόσωπό μου στα χέρια μου, να ανεβοκατεβάζω τον κορμό μου προσπαθώντας να εκτονώσω την ντροπή μου, και η θεία μου στην άλλη να κοιτάζει πότε τον έναν και πότε τον άλλο με ένα βλέμμα που μόνο αν δεν την ήξερα θα το χαρακτήριζα αμήχανο. Ώσπου της γεννιέται η φαεινή ιδέα να πει: Δεν σας κεράσαμε κάτι… Την κοιτάζω με το δολοφονικότερο βλέμμα που διαθέτω. Τι; Μην μας πούνε και αφιλόξενες… Σιωπή. Και συνεχίζει ακάθεκτη. Τώρα… Για να καταλάβω… Εσείς είστε… Επιδειξίας; Ή…; Ακούστε… Εγώ… Εγώ βασικά είμαι… Είμαι ο πρώην εργοδότης της ανιψιάς σας και… Πώς να σας πω… Είχαμε κάποιες διαφορές, επαγγελματικές φυσικά, και ήρθα με σκοπό να τις λύσουμε. Αχά! Έτσι τις λύνετε σήμερα τις διαφορές σας; Όχι, γιατί εμείς στην εποχή μου τις λύναμε αλλιώς… Δεν… Με παρεξηγήσατε… Κοιτάξτε. Βασικά… Βασικά άκουσα ότι η ανιψιά σας υπονόησε ότι είμαι ανίκανος και καταλαβαίνετε! Ηηηηηηηη! Ανιψιά; Τι είναι αυτά που ακούω; Έτσι σε μεγάλωσα εγώ; να λέει, με το υποτιθέμενο σοβαρό της ύφος. Πας καλά, μωρέ θεία; Χτυπάει το κουδούνι. Αυτή τη φορά ελπίζω να είναι η πίτσα. Θα κάτσετε να φάτε μαζί μας… Είναι τρελή η γυναίκα.
(Η βαριά μυρωδιά του καναβουριού. Τα καναρίνια μου… Γιατί δεν κελαηδούν τα καναρίνια μου; Βρίσκονται σε πτερόρροια. Μην ανησυχείτε…)
Όμως εγώ το ξέρω ότι τα βράδια που λείπω ξυπνάει, αν έχει κοιμηθεί, σηκώνεται και πάει να πιει ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα. Καθώς πίνει, η άκρη του ματιού της πέφτει πάνω στο πιάνο της στο σαλόνι. Το κοιτάζει για ώρα με το ποτήρι στο χέρι, σχεδόν απορημένη, σαν να το βλέπει για πρώτη φορά. Ακούει ήδη τη μουσική του. Αυτό τη μαγνητίζει. Χωρίς να χάνει στιγμή την οπτική επαφή με το πιάνο της, αφήνει αργά το ποτήρι στο τραπέζι. Τότε θα κοιτάξει το συρτάρι. Ένα συρτάρι μόνο δικό της — εγώ ούτε που φαντάστηκα ποτέ την ύπαρξή του. Τα βλέφαρά της θα αρχίσουν πάλι να ανοιγοκλείνουν· το βλέμμα της θα ηρεμήσει, σαν να βρήκε τον προορισμό του. Με την πιο γαλήνια έκφρασή της και σχεδόν χαμογελαστή θα πάει κοντά, θα το ανοίξει προσεκτικά και θα βγάλει από μέσα το μοναδικό του αντικείμενο. Θα βουρκώσει. Έπειτα, θα στήσει την κορνίζα (με ή χωρίς φωτογραφία — δεν την έχω δει ποτέ από μπροστά για να σας πω) πάνω στο πιάνο και αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα την κοιτάξει για το υπόλοιπο της βραδιάς. Κάθεται στο πιάνο κι αρχίζει να παίζει. Η Aria από τις Παραλλαγές Goldberg του Bach… Τα μάτια της είναι διαρκώς καρφωμένα στα ζωηρά της δάχτυλα. Δικά μου είναι αυτά τα δάχτυλα;
Μια νύχτα η θεία μου θα παραδοθεί στο πιάνο της με τα μάτια τεζαρισμένα. Το κατάλαβαν αμέσως οι γείτονες από τον παράταιρο ήχο που παρήγαγε η πτώση του κεφαλιού της πάνω στα πλήκτρα. Με πήραν τηλέφωνο. Εγώ βρισκόμουν σε μια φωτογράφιση ή σε έναν γάμο, δεν θυμάμαι ακριβώς, θα σας γελάσω, δεν ξέρω καν πώς βρέθηκα εκεί, και άρχισα να τρέχω με το νυφικό στους δρόμους. Φορούσα μαύρες μπότες και νομίζω πως αυτό τελικά έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στους περαστικούς. Δεν οδηγώ, όπως και η θεία. Κυκλοφορούσε πάντα με ποδήλατο ή με ταξί. Έφτασα. Μου το είπαν. Συγκεκριμένα, μου το είπε η κυρία Μυρσίνη, μια αρκούντως ψηλή, γεματούλα, με ίσιο ξανθό μαλλί και γαλάζιο μάτι, που θα ήταν πολύ όμορφη αν δεν ήταν τόσο ηλίθια. Νομίζω πως είναι η ζωντανή απόδειξη της παραμετροποίησης της ομορφιάς από τη βλακεία. Συνήθιζε να γουρλώνει πολύ τα μάτια της, γιατί της έκαναν εντύπωση σχεδόν τα πάντα. Όταν ήμουν μικρή, αυτό το γούρλωμα με τρόμαζε και γούρλωνα κι εγώ τα δικά μου. Ένας χωρατατζής γείτονας την είχε καταλάβει, όπως όλοι δηλαδή, και την τσιγκλούσε. Εκείνη θύμωνε, έκλαιγε και πότε πότε ‒δεν έπαιρνε από αστεία‒ προσβαλλόταν κι έλεγε σοβαρά ότι θα σηκωθούν να φύγουν από τη γειτονιά. Ο άντρας της, πιο λογικός, της εξηγούσε πώς έχουν τα πράγματα και μετά η κυρία Μυρσίνη προσπαθούσε να κάνει αντίποινα, αλλά δεν τα κατάφερνε και πολύ η καημένη. Το διασκέδαζε όμως. Αν αισθανόταν ότι έλεγε κάτι πετυχημένο, τα γουρλωμένα μάτια της βούρκωναν σχεδόν από τη χαρά κι εγώ, που είχα λόξα τότε να γίνω σφραγιδοποιός, σκεφτόμουν ότι αν ποτέ μου ζητήσουν να βγάλω μια σφραγίδα για τη βλακεία, αυτή θα είναι αδιαμφισβήτητα η πιο ταιριαστή εικόνα. Τόσο χαρούμενη δεν την έκαναν ούτε τα τρανταχτά κουτσομπολιά, γιατί ήταν και το Reuters της γειτονιάς μας. Είχανε δύο παιδιά. Τα μεσημέρια άκουγα συχνά την τηλεόρασή της στη διαπασών κι εκείνη να ξεκαρδίζεται. Κατά βάθος ήθελα να μου το πει εκείνη. Κατά κάποιον τρόπο το επέλεξα. Στράφηκα προς το μέρος της, λαχανιασμένη και με γουρλωμένα τα μάτια μου. Με κοίταξε αντίστοιχα φυσικά, δεν είχε κι άλλο βλέμμα, και μου είπε δραματικά πως έπαιξε την τελευταία της νότα. Ήταν πολύ γελοίο. Ποιος ξέρει από ποια σαπουνόπερα το ξεσήκωσε… Την αγκάλιασα και τους έστειλα όλους σπίτια τους.
Από τότε δεν την ξαναείδα τη θεία. Έβλεπα όμως κάθε πρωί, πριν φύγω για τη δουλειά, τους εραστές της. Και νωρίτερα, καθώς βαφόμουν στο ροζ μπουντουάρ της, έβλεπα να πλησιάζει στο αυτί μου το είδωλό της και να μου ψιθυρίζει το μότο της. Ό,τι κάνεις, κάν’ το πριαπικά. Φυσικά και δεν φοβάμαι τα φαντάσματα. Το μόνο που φοβάμαι είναι το πιάνο της. Γι’ αυτό και τις νύχτες, όσο πολύ και να διψάω, δεν σηκώνομαι ποτέ να πιω νερό. Που να κορακιάσεις, μωρή... Μην το κουνήσεις. Περιμένω πρώτα να ξημερώσει.