Η Έι και το ερωτοχτάποδο

Η Έι και το ερωτοχτάποδο
( Παραμύθι για ενήλικες )

Ήταν, που λέ­τε, πλα­σμέ­νοι ο ένας για την άλ­λη και η άλ­λη για τον έναν· για πα­ρά­δειγ­μα, εκεί­νη εί­χε ένα όνο­μα τό­σο δα μι­κρό, την έλε­γαν Έι, και εκεί­νος ένα χαϊ­δευ­τι­κό τό­σο πο­λυ­σύλ­λα­βο που όταν το πρό­φε­ρε (εκεί­νη) δυ­σκο­λευό­ταν να το πει με μια ανά­σα. Τον απο­κα­λού­σε: ερω­το­χτά­πο­δο... Αυ­τά βέ­βαια τα λέ­νε οι συγ­γρα­φείς που ξέ­ρουν τα πά­ντα, για­τί την ώρα που αρ­χί­ζει η ιστο­ρία μας το ερω­το­χτά­πο­δο ού­τε ξέ­ρει ότι το λέ­νε ερω­το­χτά­πο­δο ού­τε ότι ήταν πλα­σμέ­νος για την Έι… ή μή­πως το ήξε­ρε;

Γνω­ρί­στη­καν το έτος όσα τα πό­δια του συν άλ­λα 10. Η Έι από την πρώ­τη στιγ­μή που το εί­δε, ένιω­σε έντο­νη την επι­θυ­μία να τυ­λι­χτεί γύ­ρω του. Πώς να τυ­λι­χτεί, όμως, η μι­κρού­λα Έι γύ­ρω από κο­τζάμ ερω­το­χτά­πο­δο; Και, κυ­ρί­ως, πού να το βρει για να τυ­λι­χτεί γύ­ρω του έτσι μο­να­χι­κό που ήταν; Περ­νού­σε ο και­ρός και οι μή­νες και… τί­πο­τα, δεν την άφη­νε επου­δε­νί να το συ­να­ντή­σει για να διεκ­δι­κή­σει τις τρεις καρ­διές του και τους δύο εγκε­φά­λους του.

Ώσπου μια φθι­νο­πω­ρι­νή μέ­ρα, πρωί πρωί, η Έι το πή­ρε από­φα­ση και κί­νη­σε να πά­ει μέ­χρι το θα­λά­μι του ερω­το­χτά­πο­δου. Εκεί το πέ­τυ­χε στην αυ­λή του την ώρα που έβα­ζε ενυ­δα­τι­κή κρέ­μα στις βε­ντού­ζες του και, τρέ­μο­ντας από το τρακ, το πλη­σί­α­σε, άνοι­ξε διά­πλα­τα τα χέ­ρια της και απο­πει­ρά­θη­κε να το αγκα­λιά­σει· προ­σπά­θη­σε, δη­λα­δή, να του δεί­ξει τα αι­σθή­μα­τά της, αλ­λά εις μά­την. Το ερω­το­χτά­πο­δο, συ­νη­θι­σμέ­νο να εί­ναι εκεί­νο που τυ­λί­γε­ται σφι­χτά γύ­ρω από φί­λους και εχθρούς, την απέ­φυ­γε τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο, όπως ο διά­ο­λος το λι­βά­νι, της έρι­ξε πο­λύ μα πά­ρα πο­λύ με­λά­νι και μπή­κε έντρο­μο να κρυ­φτεί στο σπι­τι­κό του.

Η μι­κρού­λα Έι, φύ­σει και θέ­σει γή­ι­νο πλά­σμα, δεν γνώ­ρι­ζε ού­τε από με­λά­νια ού­τε από θα­λά­μια… Έτσι, πα­ρό­λη την επι­μο­νή της να δια­λύ­σει τη χρω­στι­κή ου­σία και να αγ­γί­ξει επι­τέ­λους τον αγα­πη­μέ­νο της, οι προ­σπά­θειές της δεν δια­φαι­νό­ταν να την οδη­γούν σε κά­ποιο θε­τι­κό απο­τέ­λε­σμα. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, εκεί­νη εκεί… δεν εί­χε σκο­πό να κα­τα­θέ­σει εύ­κο­λα τα όπλα.

Το ερω­το­χτά­πο­δο, όμως, ε δεν ήταν και κα­νέ­να χθε­σι­νό χτα­πό­δι (ξύ­πνια φά­ρα οι κε­φα­λο­πο­δαί­οι)· εί­χε φτιά­ξει κι άλ­λη τρύ­πα, μυ­στι­κή, στο θα­λά­μι του και την έκα­νε από εκεί για να απο­φύ­γει την Έι που, όπως προ­εί­πα­με, δεν το ’βα­ζε κά­τω και πε­ρί­με­νε μπά­στα­κας απ’ έξω για να το αγκα­λιά­σει. Μό­λις βγή­κε, λοι­πόν, από τη μυ­στι­κή έξο­δο, πή­γε κα­τευ­θεί­αν στη μά­γισ­σα του βυ­θού για να ζη­τή­σει να του φτιά­ξει ένα μα­γι­κό φίλ­τρο το οποίο θα κρα­τού­σε ορι­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα την Έι μα­κριά του. Η μά­γισ­σα, που εί­χε βα­ρε­θεί όλα αυ­τά τα χρό­νια να της ζη­τά­ει ο κά­θε τυ­χάρ­πα­στος του βυ­θού ό,τι του κα­τέ­βαι­νε, στρα­βο­μου­τσού­νια­σε στην ιδέα και μό­νο ότι κά­ποιος χτυ­πά­ει τη φυ­κό­πορ­τά της.

«Κα­λη­σπέ­ρα, μά­γισ­σα του βυ­θού!»

«Δεν ξέ­ρεις καν πώς με λέ­νε, ασε­βές μα­λά­κιο;»

Το ερω­το­χτά­πο­δο που δεν το εί­χε, όπως ήδη έχε­τε κα­τα­λά­βει, και πο­λύ με τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, κό­μπια­σε, πρα­σί­νι­σε (αυ­τό κά­νουν τα μα­λά­κια όταν ντρέ­πο­νται) και στο τέ­λος εί­πε: «Θέ­λω να με απαλ­λά­ξε­τε πά­ση θυ­σία από ένα αλ­λό­κο­το πλά­σμα που επι­μέ­νει να με αγκα­λιά­σει», και, κα­θώς το έλε­γε, έβα­λε από συ­στο­λή ένα πλο­κά­μι μπρο­στά στα μά­τια του. Η μά­γισ­σα ήξε­ρε ό,τι συ­νέ­βαι­νε στο βυ­θό, κα­θώς δε­χό­ταν κα­θη­με­ρι­νά επί­σκε­ψη από τις κου­τσο­μπό­λες κου­τσο­μού­ρες. Αυ­τές, λοι­πόν, στη ση­με­ρι­νή τους κου­τσο­μπο­λο­ε­πί­σκε­ψη, της εί­χαν ανα­φέ­ρει την ύπαρ­ξη ενός χα­ρι­τω­μέ­νου πλά­σμα­τος έξω από το θα­λά­μι του χτα­πο­διού.

Χμ, σκέ­φτη­κε, κα­τά­λα­βα τι ακρι­βώς θέ­λει να ξε­φορ­τω­θεί αυ­τός ο θα­λάσ­σιος φλώ­ρος… (Ξε­χά­σα­με να σας πού­με ότι η προη­γού­με­νη θη­τεία της μά­γισ­σας ήταν στη στε­ριά, αλ­λά με­τά από μια απο­τυ­χη­μέ­νη ανα­λο­γία στη μί­ξη κά­ποιου φίλ­τρου, την εξο­στρά­κι­σαν, πά­νε χρό­νια τώ­ρα, στο βυ­θό. Έτσι, γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά κι από φλώ­ρους κι από χα­ρι­τω­μέ­να πλά­σμα­τα σαν την Έι).

«Τι εί­πες, μα­λά­κιο, ότι σ’ έφε­ρε μέ­χρι τη φυ­κό­πορ­τά μου;», έκα­νε σαν να μην εί­χε ακού­σει κα­λά, με μά­τια που σπι­θο­βο­λού­σαν δυο φο­ρές κα­κό­βου­λα, μια για­τί ήταν κα­κή μά­γισ­σα κι άλ­λη μια για­τί πο­τέ της δεν εί­χε χω­νέ­ψει τον εξο­στρα­κι­σμό της στο βυ­θό από τους ηλί­θιους του ΠΣΜ (Πα­γκο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Μα­γισ­σοη­θι­κής).

«Με κυ­νη­γά­ει, σας λέω, ένα αλ­λό­κο­το πλά­σμα με κί­τρι­να μαλ­λιά, μα­κριά χέ­ρια και πό­δια, και με­γά­λο κόκ­κι­νο στό­μα! Το φο­βά­μαι!!! Πο­τέ μου δεν έχω δει τό­ση επι­μο­νή. Τι θέ­λει από μέ­να;», ρώ­τη­σε το ερω­το­χτά­πο­δο και έχυ­νε πο­τά­μι τα δά­κρυα που όμως κα­νείς δεν έβλε­πε για­τί, μην το ξε­χνά­τε, βρι­σκό­μα­στε στο βυ­θό της θά­λασ­σας.

«Άκου να δεις, φί­λε μου, έχω γνω­ρί­σει σω­ρεία φλώ­ρων και φλω­ρο­μα­λα­κί­ων, αλ­λά σαν κι εσέ­να πρώ­τη φο­ρά», εί­πε η στριφ­νή μά­γισ­σα ανα­ση­κώ­νο­ντας το δε­ξί της φρύ­δι. Και συ­νέ­χι­σε: «Πώς εί­ναι δυ­να­τόν ένα χτα­πό­δι του βε­λη­νε­κούς σου να φο­βά­ται ένα τέ­τοιο άκα­κο πλά­σμα;». «Δεν εί­ναι άκα­κο», κλα­ψού­ρι­σε το χτα­πό­δι, «και γι’ αυ­τό θέ­λω κά­ποιο από τα ερω­το­α­πω­θη­τι­κά σας μα­τζού­νια». Μω­ρέ, μα­τζού­νι θες εσύ;, θα το ’χεις, αλ­λά με τα συ­στα­τι­κά που θέ­λω εγώ, σκέ­φτη­κε και γέ­λα­σε χαι­ρέ­κα­κα η μά­γισ­σα. «Κα­λά, λοι­πόν, στα­μά­τα να μυ­ξο­κλαίς. Έλα αύ­ριο το πρωί να πά­ρεις το φίλ­τρο για να κρα­τη­θεί επι­τέ­λους η… αλ­λό­κο­τη μα­κριά σου. Κρί­μα το μπόι σου και τα οκτώ σου πό­δια», το τε­λευ­ταίο το εί­πε μέ­σα από τα δό­ντια της (ε, κα­λά, μέ­σα από όσα δό­ντια τής εί­χαν απο­μεί­νει).

Κα­τε­βά­ζει, λοι­πόν, το ερω­το­χτά­πο­δο [πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σου­με σε αυ­τό το ση­μείο ότι έτσι το απο­κα­λού­σε η Έι στις φί­λες της, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το χτα­πό­δι μας το έλε­γαν Ρρρρκγγ­ξξ, αλ­λά αυ­τό το όνο­μα μό­νο χτα­πό­δια μπο­ρούν να το προ­φέ­ρουν] την κου­κού­λα μέ­χρι τα πλο­κά­μια του (του εί­χαν πει ότι του πά­ει έτσι) και μια και δυο γυ­ρί­ζει στο θα­λά­μι του. Την ώρα όμως που διέ­σχι­ζε την αυ­λή, δια­κρί­νει μι­σο­χω­μέ­νο κά­τω από το φυ­κο­χα­λά­κι της εξώ­πορ­τάς του ένα πλα­στι­κο­ποι­η­μέ­νο ση­μεί­ω­μα. «Μή­νυ­μα από την Άν­θια», ανα­φώ­νη­σε χα­ρού­με­νο και, γε­μά­το προ­σμο­νή, σή­κω­σε την κου­κού­λα του για να μπο­ρέ­σει να το δια­βά­σει.

————

Πο­τέ δεν εί­χα φα­ντα­στεί, ερω­το­χτά­πο­δό μου, ότι θα γνω­ρί­σω ένα πλά­σμα σαν κι εσέ­να. Και τώ­ρα που σε βρή­κα, δεν μ’ αφή­νεις να σ’ αγκα­λιά­σω. Γι’ αυ­τό, πρέ­πει να πά­ρω του μι­σε­μού το δρό­μο.
Με αγά­πη, Έι.

Υ.Γ. Επειδή τα δρομολόγια του θαλασσολεωφορείου έχουν σταματήσει λόγω του περασμένου της ώρας, απόψε θα καταλύσω στην πανσιόν του κυρίου Σαχλαμάρη.

————

Το ερω­το­χτά­πο­δο διά­βα­σε, σα­στι­σμέ­νο, ξα­νά και ξα­νά το πλα­στι­κο­ποι­η­μέ­νο ση­μεί­ω­μα με τα φού­ξια γράμ­μα­τα («τι χρώ­μα, Θεέ μου», μο­νο­λό­γη­σε) και μπή­κε τρέ­χο­ντας στο θα­λά­μι του. Πή­γε αμέ­σως στη βι­βλιο­θή­κη, φτιαγ­μέ­νη από αν­θε­κτι­κά κο­ράλ­λια ει­σα­γω­γής (από Ωκε­α­νία), και άνοι­ξε το λε­ξι­κό να δει τι στο δαί­μο­να ση­μαί­νει η λέ­ξη «μι­σε­μός». Θα μας πεί­τε τώ­ρα, εί­ναι σο­βα­ρή αντί­δρα­ση αυ­τή; Τι να πού­με, το χτα­πό­δι μας εί­χε πά­θος με τις λέ­ξεις και νό­μι­ζε ότι τις ξέ­ρει όλες ή σχε­δόν όλες. Κα­λά, αρ­χί­σα­τε τα χα­σμου­ρη­τά, επι­στρέ­φου­με στην ιστο­ρία μας.

Μό­λις εντό­πι­σε τη λέ­ξη, τη ση­μεί­ω­σε στο ΣΑΛ (Ση­μειω­μα­τά­ριο Άγνω­στων Λέ­ξε­ων), το οποίο ήταν γε­μά­το σκό­νη από την αχρη­σία και βρι­σκό­ταν πα­ρο­πλι­σμέ­νο σε μια γω­νιά της τε­ρά­στιας βι­βλιο­θή­κης του. Ύστε­ρα, κοί­τα­ξε τη φω­το­γρα­φία της Άν­θιας, που την εί­χε σε πε­ρί­ο­πτη θέ­ση στο γρα­φείο του, και της χα­μο­γέ­λα­σε με σφιγ­μέ­να χεί­λη, κρύ­βο­ντας την τέ­λεια οδο­ντο­στοι­χία του (μα, κα­λά, κα­νείς δεν εί­χε βρε­θεί να του πει μέ­χρι τό­τε πό­σο πιο όμορ­φο ήταν όταν χα­μο­γε­λού­σε δί­χως να σφίγ­γει τα χεί­λη του;). Στη συ­νέ­χεια, πή­ρε το πλα­στι­κο­ποι­η­μέ­νο ση­μεί­ω­μα της Έι και βάλ­θη­κε να το κάμ­πτει μια από τη μια, μια από την άλ­λη, πο­λύ προ­βλη­μα­τι­σμέ­νο. Αμέ­σως με­τά, έψα­ξε μη­χα­νι­κά στο δια­δί­κτυο τη διεύ­θυν­ση της παν­σιόν του κυ­ρί­ου Σα­χλα­μά­ρη. Έφε­ρε στο μυα­λό του εκεί­νο το αλ­λό­κο­το πλά­σμα: τα μά­τια, τα μαλ­λιά, τα λε­πτά του άκρα, το χα­μό­γε­λό του (που όμοιό του δεν εί­χε ξα­να­δεί, να το πού­με κι αυ­τό). Τι θα κά­νω με αυ­τό το πλά­σμα; ψέλ­λι­σε…

Στο με­τα­ξύ, η Έι, με τα κί­τρι­να μαλ­λιά και το κόκ­κι­νο στό­μα, εί­χε αρά­ξει, κου­ρα­σμέ­νη, τα μα­κριά άκρα της στο δι­πλό σού­περ ντού­περ κρε­βά­τι του δω­μα­τί­ου 709 της παν­σιόν του Σα­χλα­μά­ρη και σκε­φτό­ταν τις επό­με­νες κι­νή­σεις της. Φυ­σι­κά και δεν σκό­πευε έτσι εύ­κο­λα να φύ­γει και να πα­ρα­τή­σει τον αγα­πη­μέ­νο της (έτσι απο­κα­λού­σε από μέ­σα της το ερω­το­χτά­πο­δο) όσο κι αν εκεί­νος τσί­να­γε και την απέ­φευ­γε. Με τί­πο­τα! Κά­τι τέ­τοιο ήταν πά­νω από τις δυ­νά­μεις της. «Η επι­μέ­νου­σα νι­κά…», μο­νο­λό­γη­σε γε­μά­τη πεί­σμα, χα­ζεύ­ο­ντάς τον σε μια φω­το­γρα­φία που εντό­πι­σε στο δια­δί­κτυο. Την ονει­ρο­πό­λη­σή της τη διέ­κο­ψε ένα επί­μο­νο χτύ­πη­μα στην πόρ­τα του 709.

Η κα­βου­ρο­μά­να-κα­μα­ριέ­ρα, χα­μο­γε­λώ­ντας επι­τη­δευ­μέ­να, της έδω­σε ένα φά­κε­λο, και η Έι, απο­ρη­μέ­νη, τον πή­ρε στα χέ­ρια της και διά­βα­σε: από Ρρρρκγγ­ξξ. Ευ­χα­ρί­στη­σε βια­στι­κά την κα­βου­ρο­μά­να-κα­μα­ριέ­ρα κι έκλει­σε την πόρ­τα τα­ραγ­μέ­νη. Με τρε­μά­με­να χέ­ρια έσκι­σε άγαρ­μπα το φά­κε­λο. Δεν έγρα­φε πολ­λά. Αγα­πη­τή Έι, λυ­πά­μαι αλ­λά δεν μπο­ρού­με να αγκα­λια­στού­με. Μην επι­μέ­νεις. Τα μα­τά­κια της Έι γέ­μι­σαν δά­κρυα. Τα σκού­πι­σε όπως όπως, ντύ­θη­κε, μά­ζε­ψε τα λι­γο­στά της πράγ­μα­τα και κα­τέ­βη­κε στη ρε­σε­ψιόν. Το πα­ρα­σι­τι­κό ισό­πο­δο που εί­χε βάρ­δια εκεί­νη τη στιγ­μή, εί­χε απο­κοι­μη­θεί στον πά­γκο κι ανα­γκά­στη­κε να το σκου­ντή­ξει προ­κει­μέ­νου να το ξυ­πνή­σει. «Ένα τα­ξί, μπο­ρεί­τε να κα­λέ­σε­τε ένα τα­ξί;», εί­πε προ­σπα­θώ­ντας να μην ανα­λυ­θεί σε ανα­φι­λη­τά. «Έχει μια πιά­τσα, βγαί­νο­ντας δε­ξιά, στη γω­νία», ψέλ­λι­σε το πα­ρα­σι­τι­κό ισό­πο­δο, μην μπο­ρώ­ντας να κρύ­ψει την τσα­ντί­λα του. Βλέ­πε­τε, δευ­τε­ρό­λε­πτα πριν, αγκα­λια­ζό­ταν στο όνει­ρό του με τη γλυ­κιά κου­τσο­μού­ρα Λί­ζυ (από τη γνω­στή πα­ρέα στην οποία προ­α­να­φερ­θή­κα­με, μην τα ξα­να­λέ­με) που τον εί­χε πλη­σιά­σει με σκο­πούς που δι­καιο­λο­γού­σαν τον επι­θε­τι­κό προσ­διο­ρι­σμό που τη συ­νό­δευε. «Το ισό­πο­δό μου μέ­σα!!! Πο­τέ δεν θα μά­θω τι έγι­νε στη συ­νέ­χεια», μουρ­μού­ρι­σε δί­χως ίχνος επαγ­γελ­μα­τι­σμού ο αγε­νής ρε­σε­ψιο­νίστ.

Με το που άνοι­ξε την πόρ­τα της παν­σιόν, η Έι αντί­κρι­σε την από­κο­σμη σκο­τει­νιά του βυ­θού. Έστρι­ψε αρι­στε­ρά (δε­ξιά, της εί­χε πει το ισό­πο­δο, αλ­λά εί­χε κά­νει λά­θος) και κα­τευ­θύν­θη­κε στην πιά­τσα όπου βρί­σκο­νταν τρία νυ­σταγ­μέ­να τα­ξί. Άνοι­ξε την πί­σω πόρ­τα του πρώ­του απ’ αυ­τά, που το οδη­γού­σε μια ψω­μω­μέ­νη μουρ­μού­ρα, και εί­πε με σπα­σμέ­νη φω­νή: «Στο θα­λά­μι του ερω­το­χτ…, ε, στο θα­λά­μι του Ρκγξ, γρή­γο­ρα!». «Του ποια­νού;», ρώ­τη­σε η μουρ­μού­ρα μπερ­δε­μέ­νη από την άθλια προ­φο­ρά της Έι.

Εκεί­νη τη στιγ­μή ήχη­σε το τε­λευ­ταί­ας τε­χνο­λο­γί­ας κι­νη­τό της Έι και το έβγα­λε ανό­ρε­χτα από την τσά­ντα της: Δεν πι­στεύω να ξέ­χα­σες την αυ­ρια­νή σύ­σκε­ψη; Σε θέ­λω εδώ στις 08:00. Η διά­θε­σή της χά­λα­σε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Η κα­πά­τσα μουρ­μού­ρα, χρό­νια στο κουρ­μπέ­τι, την κοί­τα­ξε εξε­τα­στι­κά μέ­σα από τον κα­θρέ­φτη. «Βά­σα­να, μι­κρή;», εί­πε. «Όχι, τί­πο­τα τί­πο­τα», απά­ντη­σε η Έι που δεν της άρε­σε κα­θό­λου να ανα­κα­τεύ­ο­νται στις υπο­θέ­σεις της και που εκεί­νη τη στιγ­μή σκε­φτό­ταν τι δρό­μο να δια­λέ­ξει: «Να πάω να βρω το ερω­το­χτά­πο­δο ή να γυ­ρί­σω εκεί που ξέ­ρω ότι με πε­ρι­μέ­νει μια σί­γου­ρη προ­α­γω­γή;». Ξε­χά­σα­με πά­λι να σας πού­με ότι η Έι ήταν υψη­λό­βαθ­μο στέ­λε­χος σε μια πο­λυ­ε­θνι­κή εται­ρία εξό­ρυ­ξης με­ταλ­λευ­μά­των και εί­χε κά­νει πολ­λές θυ­σί­ες για την επαγ­γελ­μα­τι­κή της ανέ­λι­ξη. Υπήρ­χε, επο­μέ­νως, ένα πε­ρι­βάλ­λον που επι­ζη­τού­σε με ανυ­πο­μο­νη­σία τις υπη­ρε­σί­ες της κι ένα άλ­λο που την απέ­φευ­γε με­τά βδε­λυγ­μί­ας. «Εδώ σε θέ­λω κά­βου­ρα», εί­πε η μουρ­μού­ρα σαν να διά­βα­ζε τη σκέ­ψη της.

Τη στιγ­μή που η Έι κα­τευ­θύ­νε­ται νυ­χτιά­τι­κα με το τα­ξί, γι’ άλ­λη μια φο­ρά, προς το θα­λά­μι του ερω­το­χτά­πο­δου, η μά­γισ­σα του βυ­θού (Λό­λα την έλε­γαν όταν δού­λευε στη στε­ριά, αλ­λά εδώ στο βυ­θό δεν το ξέ­ρει κα­νείς) έχει τε­ντώ­σει τις στρα­βές αρί­δες της στον κα­να­πέ και βλέ­πει για δέ­κα­τη φο­ρά τον πρώ­το κύ­κλο του Casa de Papel (γου­στά­ρει τρε­λά τον Profesor). Στην κου­ζί­να, έχει βά­λει στο μά­τι μια λι­γδια­σμέ­νη κα­τά­μαυ­ρη κα­τσα­ρό­λα και βρά­ζει μέ­σα κά­τι κρεμ­μύ­δια με φύ­κια. Η βρό­μα που ανα­δύ­ει το «μα­γι­κό φίλ­τρο» εί­ναι απαί­σια (και λί­γο λέ­με). Θα δώ­σω αυ­τή τη βλα­κεία στο μα­λά­κιο όταν έρ­θει και θα γε­λά­σει κά­θε πι­κρα­μέ­νος, χα­χά­νι­σε ξύ­νο­ντας την τε­ρά­στια μύ­τη της και κοι­τά­ζο­ντας λι­γού­ρι­κα τον Profesor που εκεί­νη τη στιγ­μή μι­λού­σε από ένα κόκ­κι­νο τη­λέ­φω­νο με μια ξαν­θιά που πο­λύ, μα πά­ρα πο­λύ την τσά­ντι­ζε τη μά­γισ­σα του βυ­θού.

Η μουρ­μού­ρα στα­μά­τη­σε το τα­ξί στην οδό Γου­στά­βου Αδόλ­φου Μπέ­κερ 14, έξω ακρι­βώς από το θα­λά­μι που της εί­χε υπο­δεί­ξει η Έι. Εκεί­νη της έδω­σε το αντί­τι­μο της κούρ­σας και η μουρ­μού­ρα τής έκλει­σε πο­νη­ρά το μά­τι: κα­λού κα­κού, θα μεί­νω να σε πε­ρι­μέ­νω κα­νέ­να τε­ταρ­τά­κι. Κά­τι τέ­τοια έφερ­ναν την Έι σε με­γά­λη αμη­χα­νία, το αντι­πα­ρήλ­θε όμως, και βγή­κε από το τα­ξί. Τί­να­ξε την ξαν­θιά της κώ­μη και μ’ ένα χαρ­το­μά­ντι­λο αφαί­ρε­σε λι­γά­κι από το κόκ­κι­νο κρα­γιόν (θα κα­τα­λά­βε­τε πα­ρα­κά­τω το λό­γο). Πα­ρό­λο που η καρ­διά της χό­ρευε άτα­κτα, χτύ­πη­σε απο­φα­σι­στι­κά την πόρ­τα του wanna be κα­λού της. Το χτα­πό­δι, μι­σο­ζα­λι­σμέ­νο από τη με­τά­φρα­ση ενός βι­βλί­ου του Χού­λιο Κορ­τά­σαρ (χμ, δεν το έχου­με πει, ε; Ήταν εξαι­ρε­τι­κός με­τα­φρα­στής ισπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στα χτα­πο­δί­σια), άνοι­ξε την πόρ­τα χω­ρίς προη­γου­μέ­νως να ρω­τή­σει ποιος ήταν. Η Έι τού χά­ρι­σε το πιο γλυ­κό της χα­μό­γε­λο κι εκεί­νο δεν ήξε­ρε πώς να κρύ­ψει το σά­στι­σμά του. Εκεί­νη, βλέ­πο­ντάς το τό­σο θελ­κτι­κό μέ­σα στην γκρι φόρ­μα και το μαύ­ρο T-shirt του, άπλω­σε τα χέ­ρια της και κόλ­λη­σε τα χεί­λη της στα δι­κά του (κα­τα­λα­βαί­νε­τε τώ­ρα για­τί αφαί­ρε­σε το κρα­γιόν), επα­να­λαμ­βά­νο­ντας πολ­λές φο­ρές: «ερω­το­χτά­πο­δό μου, ερω­το­χτά­πο­δό μου…».

Το ερω­το­χτά­πο­δο [μην μας πεί­τε ότι αιφ­νι­διά­ζε­στε] σά­στι­σε και έσφι­ξε ερ­μη­τι­κά τα χεί­λη του. Η Έι χα­μο­γέ­λα­σε αμή­χα­να, κο­ντο­στά­θη­κε για λί­γο με την ελ­πί­δα ότι ίσως εκεί­νο άλ­λα­ζε στά­ση, αλ­λά πού... Τό­τε έστρε­ψε το κε­φά­λι της και με βλέμ­μα θο­λό από το κλά­μα, εντό­πι­σε στο μι­σο­σκό­τα­δο τη μουρ­μού­ρα, η οποία, ακου­μπι­σμέ­νη στο κα­πό του τα­ξί της, με­τρού­σε το με­ρο­κά­μα­τό της και σκε­φτό­ταν τη δερ­μά­τι­νη τσά­ντα στη βι­τρί­να της μπου­τίκ της Άν­νας της ζαρ­γά­νας. Κα­τευ­θύν­θη­κε προς το μέ­ρος της, άνοι­ξε την πί­σω πόρ­τα του τα­ξί και της εί­πε απο­φα­σι­στι­κά: «Στο με­ταίχ­μιο [για τους αδα­είς: το μέ­ρος που ενώ­νει ξη­ρά και θά­λασ­σα], και γρή­γο­ρα». Αυ­τό ήταν. Γύ­ρι­ζε πί­σω. Στη δια­δρο­μή σκε­φτό­ταν τη μέ­ρα που συ­νά­ντη­σε το ερω­το­χτά­πο­δο στο εν λό­γω με­ταίχ­μιο και το ακο­λού­θη­σε στο βυ­θό· έκα­νε πολ­λή προ­σπά­θεια να μά­θει να ανα­πνέ­ει εκεί, βλέ­πε­τε δεν ήταν ο φυ­σι­κός της χώ­ρος. «Δεν πει­ρά­ζει», σκέ­φτη­κε, προ­σπα­θώ­ντας να με­τριά­σει λι­γά­κι τη λύ­πη της, «απέ­κτη­σα μια δε­ξιό­τη­τα που δεν εί­χα καν φα­ντα­στεί».

Και ο και­ρός περ­νού­σε. Η Έι εί­χε αφο­σιω­θεί ολο­κλη­ρω­τι­κά στην εξό­ρυ­ξη χρω­μί­ου στην ορο­σει­ρά του Άτλα­ντα και ένιω­θε κά­θε μέ­ρα όλο και λι­γό­τε­ρο την απου­σία του ερω­το­χτά­πο­δου. Πα­ρό­λο δε που τρα­γού­δια, βι­βλία αλ­λά και το χτα­πο­δο­blog του, που πο­τέ δεν εί­χε πά­ψει να πα­ρα­κο­λου­θεί, της το θύ­μι­ζαν πού και πού, η αλή­θεια εί­ναι ότι εί­χε ξε­νε­ρώ­σει [και με­τα­φο­ρι­κά αλ­λά και κυ­ριο­λε­κτι­κά, αφού πλέ­ον κυ­κλο­φο­ρού­σε με τις 10πο­ντες γό­βες της σε αυ­τό που συγ­γρα­φείς δί­χως έμπνευ­ση απο­κα­λούν «στέ­ρεο έδα­φος»].

Το ερω­το­χτά­πο­δο, από την άλ­λη, έβλε­πε όλο και πιο συ­χνά στα όνει­ρα του τα κόκ­κι­να χεί­λη της και τα ξαν­θά μαλ­λιά της και εί­χε αρ­χί­σει να αι­σθά­νε­ται «κά­πως»: σαν δε­κά­δες χα­ρού­με­νες πε­τα­λού­δες να πε­τούν μέ­σα στο στο­μά­χι του και να το προ­τρέ­πουν να πε­τά­ξει και εκεί­νο. Συ­νέ­χι­ζε, βέ­βαια, τη σχέ­ση του με την Άν­θια, αλ­λά μο­νί­μως ερ­χό­ταν απρό­σκλη­το στο μυα­λό του το αλ­λό­κο­το πλά­σμα που κυ­νη­γού­σε να τον αγκα­λιά­σει, όσο κι αν εκεί­νος προ­σπα­θού­σε να το διώ­ξει με κά­θε τρό­πο, κου­νώ­ντας ατά­κτως τα πλο­κά­μια του.

Τό­τε, λοι­πόν, όταν όλα έμοια­ζε να έχουν τε­λειώ­σει και να απο­τε­λούν μα­κρι­νή ανά­μνη­ση, το ερω­το­χτά­πο­δο, μην αντέ­χο­ντας άλ­λο τις ονει­ρι­κές επι­σκέ­ψεις της, απο­φά­σι­σε να κά­νει το πρώ­το βή­μα και να επι­κοι­νω­νή­σει εκεί­νο, επι­τέ­λους, με την Έι. Της έστει­λε, λοι­πόν, ένα μι­κρό, δή­θεν ανέ­με­λο, μή­νυ­μα, προ­σπα­θώ­ντας να βο­λι­δο­σκο­πή­σει την κα­τά­στα­ση. «Τι κά­νεις την ερ­χό­με­νη Πέμ­πτη στις εν­νιά το βρά­δυ; Θα ήθε­λες να συ­να­ντη­θού­με στο με­ταίχ­μιο;». Η Έι, εκεί ψη­λά στα όρη και στα άγρια βου­νά, έφε­ρε στο μυα­λό της την υπο­θα­λάσ­σια πε­ρι­πέ­τειά της, και σαν υπνω­τι­σμέ­νη, έπια­σε τον εαυ­τό της να του απα­ντά­ει κα­τα­φα­τι­κά.

Η συ­νά­ντη­ση στο με­ταίχ­μιο έγι­νε πράγ­μα­τι τη μέ­ρα και την ώρα που προ­α­να­φέ­ρα­με. Το ερω­το­χτά­πο­δο έσκυ­ψε τρυ­φε­ρά πά­νω της, κοι­τά­ζο­ντας με θαυ­μα­σμό τις πο­λύ­χρω­μες γό­βες της και αγ­γί­ζο­ντας απα­λά τη γά­μπα της με τις ενυ­δα­τω­μέ­νες βε­ντού­ζες του, ενώ η Έι θυ­μή­θη­κε αμέ­σως όλους τους λό­γους που την έκα­ναν να θέ­λει να το αγκα­λιά­σει, και του ψι­θύ­ρι­σε: «Ελ­πί­ζω να μην υπάρ­ξει άλ­λος μή­νας στη ζωή μου που δεν θα σε δω».

Αυ­τή τη φο­ρά το χτα­πό­δι, όχι απλώς δεν θέ­λη­σε να το σκά­σει από την Έι, αλ­λά αντί­θε­τα την έσφι­ξε δυ­να­τά και με τα οχτώ πλο­κά­μια του και οι δυο μα­ζί αφέ­θη­καν σ’ ένα πα­ρα­τε­τα­μέ­νο φι­λί.

Κι όσες/οι ανα­ρω­τιέ­στε τι απέ­γι­νε η μά­γισ­σα του βυ­θού και το φίλ­τρο της, ε δεν χο­λό­σκα­σε που το χτα­πό­δι δεν πή­γε πο­τέ να το πά­ρει, πρώ­τον για­τί το εί­χε προ­πλη­ρω­θεί και δεύ­τε­ρον για­τί ο βυ­θός δεν θα έπαυε πο­τέ να της στέλ­νει ρα­γι­σμέ­νες καρ­διές πρό­θυ­μες να πλη­ρώ­σουν όσο όσο για «θαυ­μα­τουρ­γά» μαν­τζού­νια. Και όχι μό­νο ο βυ­θός…

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: