«Δευτερολογίες» μεταφραστών/μεταφραστριών που συμμετείχαν στο συλλογικό τόμο «Πολίτες της Βαβυλωνίας. Οι μεταφραστές και ο λόγος τους», (επιμ. Μ. Παπαδήμα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2021
Μεταξύ μας. Για τους άλλους – Ιντερμέδιο ΙΙ
Μετά το Ιντερμέδιο Ι της σχετικά τακτικής στήλης Μεταξύ μας. Για τους άλλους, με τίτλο Η μεταφραστική σχέση ως αλληγορία της ερωτικής, στο τεύχος του Ιουλίου του 2021 του Χάρτη, πρόθεση του υπογράφοντος τη στήλη ήταν η επιστροφή στην… «κανονικότητα». Δηλαδή στις εκτενείς και αρκετά «ανοικτές» συνεντεύξεις με μεταφραστές και μεταφράστριες που έχουν μεταφράσει επιτυχώς —κατά τη γενική ομολογία των περισσοτέρων συντελεστών της παραγωγής αλλά και του κοινού— κάποιο ποικιλοτρόπως απαιτητικό λογοτεχνικό έργο και καλούνται από τη στήλη να πάρουν το λόγο και να μιλήσουν για τις μεταφραστικές δυσκολίες τις οποίες συνάντησαν σε αυτό, καθώς και τις στρατηγικές και τακτικές που μετήλθαν προκειμένου να τις αντιμετωπίσουν, αντεπεξερχόμενοι επιτυχώς στις λεγόμενες μεταφραστικές προκλήσεις του έργου. Τους δίδεται, επιπλέον, και η ευκαιρία να παρουσιάσουν οι ίδιοι το «μεταφραστικό προφίλ» τους, τη στάση τους συνολικά απέναντι στη λογοτεχνική μετάφραση από κάθε άποψη, στοιχείο του οποίου η σημασία αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ στις μέρες μας. Η στήλη, εν ολίγοις, συνιστά μια προσπάθεια ανάδειξης των θετικών στοιχείων κάποιων επιτυχών μεταφράσεων, δηλαδή κάποιων θετικά «παραδειγματικών περιπτώσεων», προκειμένου να βοηθηθεί το αναγνωστικό κοινό, μέσα από το λόγο των ίδιων των μεταφραστών και των μεταφραστριών, να ρίξει μια ματιά από κοντά σε κάποιες βασικές και στοιχειώδεις παραμέτρους της τέχνης/τεχνικής του μεταφραστή. (Τέχνη και τεχνική είναι η μετάφραση, δημιουργία μέσα σε αυστηρά πλαίσια και κανόνες, σαν τη βυζαντινή αγιογραφία). Κοντολογίς, η στήλη είναι μια ακόμη προσπάθεια με στόχο να «εκπαιδευθεί» (sic) ο λεγόμενος επαρκής αναγνώστης (sic) ώστε να αναγνωρίζει την επιτυχημένη μετάφραση, καθότι η βιβλιοκριτική στη χώρα μας συνήθως παρακάμπτει σιωπηρά το έργο του μεταφραστή, πόσω μάλλον του επιμελητή, αυτού του σημαντικού όσο και ελάχιστα ορατού, ακόμη, συντελεστή της βιβλιοπαραγωγής, ειδικά όταν πρόκειται για μεταφρασμένα έργα. Προφανώς, στο τελικό προϊόν, στο εκδοθέν βιβλίο, είναι κάπως δυσδιάκριτο το ποιος από τους δύο, δηλαδή το μεταφραστή και τον επιμελητή, έχει κάνει τι, αυτός μάλιστα είναι, ίσως, και ένας ακόμη λόγος –μαζί με τη δυσκολία/αδυναμία μιας (χρονοβόρας) αντιπαραβολής με το πρωτότυπο– που οι βιβλιοκριτικοί σπανίως αποπειρώνται μια ουσιαστική κριτική της μετάφρασης. Σε κάθε μία από τις «συνεντεύξεις» αυτές της στήλης Μεταξύ μας. Για τους άλλους συμμετέχει πάντα ο υπογράφων, μεταφραστής και ό ίδιος, και ο/η εκάστοτε μεταφραστής ή μεταφράστρια.
Τον Μάιο όμως που μας πέρασε προέκυψε ένα αξιοσημείωτο εκδοτικό γεγονός για τα μεταφραστικά πράγματα στην Ελλάδα, το οποίο ανέβαλε την επιστροφή στην «κανονικότητα» και οδήγησε στο Ιντερμέδιο ΙΙ που διαβάζετε. Συγκεκριμένα, από τις εκδόσεις Νήσος, κυκλοφόρησε μια μοναδική για τα ελληνικά γράμματα έκδοση: Πολίτες της Βαβυλωνίας είναι ο τίτλος της και Οι μεταφραστές και λόγος τους, ο υπότιτλος. Η τυπογραφική επιμέλεια και διόρθωση είναι της Μαρίας Γουρνιεζάκη. Επιμελήτρια (editor) του τόμου των 400 περίπου σελίδων, στις οποίες περιλαμβάνονται 30 κείμενα μεταφραστών και μεταφραστριών, είναι η Μαρία Παπαδήμα, η οποία είχε και την έμπνευση για το βιβλίο. Η Μαρία Παπαδήμα, καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, μεταφράστρια και μεταφρασεολόγος και η ίδια, είχε την ιδέα, όπως αναφέρει στον Πρόλογο του βιβλίου, να ζητήσει από αρκετούς μεταφραστές (και κάποιους επιμελητές) να εκπονήσουν και να της παραδώσουν ένα κείμενό τους που να αφορά τη μετάφραση. Ένα κείμενο με οιονεί ελεύθερο θέμα, εκ πρώτης όψεως. Έπρεπε όμως να είναι ένα κείμενο με συγκεκριμένο θέμα, όχι ένα κείμενο σχετικά με τη λογοτεχνική μετάφραση συνολικά ή εν γένει, αλλά αναφερόμενο, απαραιτήτως, κατά τρόπο άμεσο, σε κάποια μεταφραστική πτυχή ή περίπτωση, μέσα πάντα από ένα προσωπικό πρίσμα. Η πρό(σ)κληση αυτή στάθηκε και η αφορμή (ή η ευκαιρία) για τους/τις εν λόγω συμμετέχοντες/συμμετέχουσες μεταφραστές/μεταφράστριες λογοτεχνίας, οι οποίοι έχουν ξεκινήσει τη μεταφραστική πορεία τους, οι περισσότεροι/-ες, τη δεκαετία του ’80, να κοινωνήσουν κάποιες «έγνοιες» τους. Στην πλειονότητά τους πρόκειται για μεταφραστές και μεταφράστριες που μεταφράζουν προς τα ελληνικά, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ατόμων που μεταφράζουν από τα ελληνικά προς ξένες γλώσσες. Κάποιοι έγραψαν για το μεταφραστικό τους έργο τους εν γένει ή/και συνολικά και συγκεντρωτικά, ορισμένοι για ένα συγκεκριμένο έργο που έχουν μεταφράσει, χρησιμοποιώντας το «παραδειγματικά» για να φωτίσουν ένα ή περισσότερα «αντιλεγόμενα/αμφιλεγόμενα» σημεία της μεταφραστικής τέχνης (και την τοποθέτησή τους απέναντι σε αυτά), κάποιοι άλλοι είδαν την πρόσκληση συμμετοχής ως ευκαιρία αναστοχασμού της συνθήκης του μεταφραστή, είτε εν γένει είτε απλώς της δικής τους. Ή, ακόμη, ως μια αφορμή για τη διερεύνηση ή την αναψηλάφηση «ανοικτών» ζητημάτων της μετάφρασης, στη θεωρία και στην πράξη. Τελικά, δεν ήταν λίγα τα συμμετέχοντα στο σημαντικό αυτό εγχείρημα άτομα που επικοινώνησαν «εν αγνοία τους» μεταξύ τους, φιλοξενούμενα στις σελίδες του βιβλίου αυτού, ενώ κάποια, επί της ουσίας, ανταποκρίθηκαν, ηθελημένα ή ανεπίγνωστα, με τον τρόπο του/της ο καθένας και η καθεμιά τους, σε όσους και όσες από το αναγνωστικό κοινό ενδιαφέρονται να μάθουν σε τι τελικά (θα πρέπει να) συνίσταται, κατά, ορισμένους έστω, μεταφραστές, η εργασία του επαρκούς και υπεύθυνου μεταφραστή λογοτεχνίας. Καθώς και ποια (θα πρέπει να) είναι η σχέση του μεταφραστή λογοτεχνίας με το κοινό, τον επιμελητή, τον εκδότη και το συγγραφέα. Αυτή η προβληματική είναι πολύ ενδιαφέρουσα στις μέρες μας καθότι, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «σήμερα ο μεταφραστής δεν είναι μια αινιγματική μορφή, αλλά ένας από τους βασικούς συντελεστές του πολιτισμού μας, ο οποίος διεκδικεί τον ρόλο του ως συν-συγγραφέως».
Οι μεταφραστές δουλεύουν κατά κανόνα κατά μόνας και έχουν μάλλον σπάνια την ευκαιρία να συνομιλήσουν μεταξύ τους χάρη σε κάποια εκδήλωση του σιναφιού, αν εξαιρέσει κανείς μερικές διαδικτυακές σελίδες συνεργασίας και διαβούλευσης σε μεταφραστικά θέματα. Όσον αφορά εμένα διαβάζοντας το βιβλίο, είδα σε αυτό μια μοναδική ευκαιρία για ένα Ιντερμέδιο ΙΙ στη στήλη Μεταξύ μας. Για τους άλλους του περιοδικού Χάρτη, αφιερωμένο στο λόγο ατόμων από το σινάφι. Έχοντας δώσει και εγώ ένα κείμενό μου για τον τόμο, ως ένας ακόμη μεταφραστής, ομολογώ ότι με ξάφνιασε θετικά η ποικιλία των κειμένων αρκετών ομοτέχνων μου που τα ενδιαφέροντά τους ελάχιστα γνώριζα. Ως προς τη θεματολογία κυρίως, αλλά και ως προς τη γραφή. (Είναι γραφιάς σε τελική ανάλυση ο μεταφραστής). Η ποικιλία αυτή οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι πάρα πολλοί μεταφραστές λογοτεχνίας στη χώρα μας δεν είναι μόνο μεταφραστές, πράγμα που ερμηνεύεται, εν πολλοίς, και από τις γλίσχρες αμοιβές της μετάφρασης λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Αρκετά συχνά είναι παράλληλα και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, καθηγητές ξένων γλωσσών ή μετάφρασης, διερμηνείς, εκδότες, δημοσιογράφοι, επιμελητές, βιβλιοκριτικοί, εκδότες, σκηνοθέτες, για να μείνουμε μόνο σε επαγγέλματα και ενασχολήσεις που περιστρέφονται γύρω από τη γλώσσα είτε συναρτώνται, με ποικίλους τρόπους, με αυτήν.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε στον αναγνώστη πως το βιβλίο δεν είναι απάνθισμα μεταφρασεολογικών κειμένων, αν και μία από τις τέσσερεις ενότητές του συμπεριλαμβάνει θεωρητικά, κατά κάποιο τρόπο, κείμενα, τα οποία, όμως, δεν διολισθαίνουν προς τον ακαδημαϊσμό. Εξάλλου, μερικοί μόνον από τους συμμετέχοντες μεταφραστές είναι και μεταφρασεολόγοι. Τα κείμενα του βιβλίου έχουν καταταχθεί από την επιμελήτρια, και συντάκτρια του εύληπτου και κατατοπιστικού Προλόγου, σε τέσσερεις σαφώς διακριτές ενότητες. Η πρώτη (Θεωρητικές προσεγγίσεις – Μεταφρασεολογικά) είναι σαφώς η πιο θεωρητική και αφορά τη μεταφρασιμότητα, το άρρητο του πρωτοτύπου, το θέμα της ακρίβειας και της πιστότητας και άλλα συναφή. Η δεύτερη (Από τη θεωρία στην πράξη) κινείται γύρω από τις πιο ορατές πλευρές της λογοτεχνικής μετάφρασης και της μεταφραστικής διαδικασίας, από το κατά πόσον μπορεί να διδαχτεί η λογοτεχνική μετάφραση μέχρι τις σχέσεις του μεταφραστή με τους άλλους συντελεστές της βιβλιοπαραγωγής, δηλαδή εκδότες, επιμελητές, κριτικούς κά. Στην τρίτη ενότητα (Μεταφραστές επί το έργον) ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει με παραδειγματικό τρόπο την αντιμετώπιση σημαντικών μεταφραστικών προβλημάτων σε μείζονα λογοτεχνικά έργα, ποίησης και πεζογραφίας, από την οπτική γωνία των μεταφραστών τους. Στην τέταρτη ενότητα (Μεταφραστικές διαδρομές – De profundis) o λόγος είναι πιο συναισθηματικός ή/και προσωπικός, μέχρι και βιωματικός, καθότι τα κείμενα περιστρέφονται γύρω από τη σχέση των μεταφραστών με τους συγγραφείς που μεταφράζουν, τη γλώσσα, το επαγγελματικό και (όχι μόνο) παρελθόν τους, την είσοδό τους στο επάγγελμα και άλλα ποικίλα ανάλογα, παρότι «αδόκητα», θέματα.
Το Ιντερμέδιο ΙΙ της στήλης Μεταξύ μας. Για τους άλλους, θέλοντας να προχωρήσει σε μια πρώτη καταγραφή των εντυπώσεων που προκάλεσε ο (εν πολλοίς) ανεπίγνωστος αυτός διάλογος μεταξύ ατόμων του σιναφιού σε αυτά τα ίδια, απηύθυνε σε όλους όσους και όσες συμμετείχαν στο συλλογικό τόμο Πολίτες της Βαβυλωνίας. Οι μεταφραστές και ο λόγος τους τις εξής ερωτήσεις, προκειμένου να «δευτερολογήσουν»:
1) Στο βιβλίο αυτό πολλοί μεταφραστές είχαν μια σπάνια ευκαιρία να (συν)ομιλήσουν, τρόπον τινά, για τα του οίκου τους. Διάφορες απόψεις που εκτίθενται σε κείμενα του βιβλίου αποτυπώνουν, μέσα ίσως από διαφορετικούς δρόμους, μια κοινή προβληματική. Υπάρχει κάποιο κείμενο συναδέλφου σας στον τόμο, το οποίο θα συνυπογράφατε και ποιο; Σχολιάστε εν συντομία την απάντηση.
2) Ποια θεωρητική ή/και πρακτική πτυχή της μετάφρασης νομίζετε πως δεν έχει θιγεί επαρκώς από τα κείμενα αυτού του τόμου;
3) Θεωρείτε ότι τα κείμενα του τόμου, συνολικά, καθιστούν τον μεταφραστή πιο «ορατό», το έργο του πιο «διαφανές»; Mε δυο λόγια, οι προβληματικές του σιναφιού, μέσα από αυτόν τον τόμο, γίνονται κατανοητές από τους εκτός των τειχών; Ποιο στοιχείο της προβληματικής της μετάφρασης θα επιθυμούσατε, ίσως, να είχε τονισθεί περισσότερο στον αναγνώστη μεταφρασμένης λογοτεχνίας;
Στα ερωτήματα, τα οποία τους απευθύνθηκαν μες στο θερμό φετινό καλοκαίρι, για να προλάβουμε το τεύχος του Οκτωβρίου, απάντησαν εννέα από τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες. Ο υπογράφων το άρθρο τούς ευχαριστεί. Οι απαντήσεις τους παρατίθενται κατ’ αλφαβητική σειρά:
1. Επειδή εγώ προσωπικά ανήκω σε πολλούς οίκους (θεατρικούς, μεταφραστικούς, εκδοτικούς…) νομίζω – δεν ξέρω αν αυτό είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα – πως όλη αυτή η «σχιζοφρενική» κατάσταση με σπρώχνει εκτός πεπατημένης. Από τη σκοπιά αυτή δηλώνω πως εύκολα θα μπορούσα να συνυπογράψω ή/ και να μην το κάνω τα κείμενα του τόμου. Κλείνω όμως προς το να συνυπογράψω και αυτό γιατί πιστεύω απόλυτα στον «πλουραλισμό» της δημιουργίας. Πιστεύω πως η μετάφραση είναι μια δευτερογενής δημιουργία. Και εξηγούμαι: δευτερογενής γιατί ο μεταφραστής καλείται να «αναπλάσει» ένα κείμενο και για να το επιτύχει πρέπει αφενός να συγχρωτιστεί μαζί του και αφετέρου να το μάθει. Με τον όρο «συγχρωτισμό» εννοώ πως πρέπει να το οικειοποιηθεί για να συμβιβαστεί μαζί του, να χρησιμοποιήσει τις αισθήσεις του για να το κατανοήσει και στη συνέχεια να ασχοληθεί «εργαστηριακά» μαζί του, με γνώση και σεβασμό. Και εδώ ακριβώς φτάνω με έναν τρόπο «αβίαστο» – ειλικρινά έγινε χωρίς να το καταλάβω – στη δεύτερη ερώτηση.
2. Νομίζω ότι αυτό που δεν έχει θιγεί επαρκώς είναι η γνώση, ή καλύτερα αυτό που λέμε στα γαλλικά η culture générale του μεταφραστή. Πώς να μεταφράσει κανείς Ρουσώ ή Βολταίρο όταν αγνοεί τον Διαφωτισμό; Πώς να μεταφράσει Μπαλζάκ ή Ζολά (περιορίζομαι στα γαλλικά) όταν αγνοεί πως διαμόρφωσε η βιομηχανική επανάσταση μια κοινωνία που μόλις έχει αφήσει πίσω της μια Επανάσταση και τη Βασιλεία; Κάπου εκεί κερδίζεται και χάνεται το νόημα των λέξεων. Το λογοτεχνικό κείμενο – κυρίως αυτό – είναι πρόκληση, είναι παρτιτούρα που απαιτεί αποκωδικοποίηση και ερμηνεία, πράγμα που σημαίνει ότι ο μεταφραστής πρέπει να διαθέτει τέχνη και τεχνική, Ναι, πιστεύω πως η μετάφραση είναι τέχνη και όπως κάθε τέχνη απαιτεί «γερή» τεχνική. Δεν νοείται μετάφραση αν ο μεταφραστής αγνοεί το πολιτισμικό τοπίο του πρωτοτύπου, δεν νοείται σωστή απόδοση αν ο μεταφραστής δεν έχει στο εργαστήριό του αραδιασμένα με τάξη τα γνωστικά εργαλεία του, αν δεν εμπλουτίζει τις γνώσεις του, αν δεν «γυμνάζει» νυχθημερόν τη νόησή του. Η γνώση του πολιτισμού γενικά και της λογοτεχνίας ειδικότερα, που μέσα τους εντάσσεται το προς μετάφραση κείμενο, θα έπρεπε να είναι η πρώτη εντολή των μεταφραστικού δεκαλόγου (για να παραμείνουμε βιβλικοί). Αυτό το θέμα νομίζω πως δεν θίχτηκε αρκούντως στις σελίδες του πολύ επιτυχημένου αυτού τόμου. Αυτό είναι, βέβαια, προσωπική μου, υποκειμενική αποτίμηση.
3. Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά γιατί σε κάθε κείμενο ανιχνεύεται, όπως είναι φυσικό, και μια ζωγραφική σπουδή του «εγώ» του συντάκτη του. Δεν θα ήθελα να εμπλακώ σε καμιά ανάλυση, γιατί εδώ προκύπτουν ζητήματα ήθους. Θα μου επιτρέψετε μόνο να πω ότι στην Ελλάδα το «σινάφι» των μεταφραστών, όπως το λέτε, αρχικά με ξένισε αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Την απάντηση θα την έχω ίσως αργότερα, μπορεί και όχι, Η διπλή ιδιότητά μου (εκδοτική και μεταφραστική) στο χώρο του βιβλίου με δεσμεύει: « devoir de réserve » όπως λέμε και στα γαλλικά. Θέλω να κρατήσω ουδέτερη στάση όσον αφορά τις προβληματικές του σιναφιού. Τα λίγα χρόνια που ζω στην Ελλάδα δεν μου επιτρέπουν να εκφέρω γνώμη. Προς το παρόν τουλάχιστον.
1. Είναι δύσκολη η επιλογή ανάμεσα σε τόσα ενδιαφέροντα και σημαντικά κείμενα. Θα συνυπέγραφα ή μάλλον θα ήθελα να έχω γράψει τα κείμενα των Μίλτου Φραγκόπουλου, Μαουρίτσιο ντε Ρόζα, Γιάννη Καλλιφατίδη και Αθηνάς Δημητριάδου. Οι παρατηρήσεις του πρώτου για τη μοναξιά μιας συχνά ενοχλητικής, επαναστατικής δραστηριότητας που ενίοτε κόστισε σε μεταφραστές ακόμα και τη ζωή τους· η αναφορά του δεύτερου στη μετάφραση ως βίαιη πράξη που αποζητά να απαλείψει τη γλώσσα-πηγή καθώς και στο συμπέρασμα-γνώση του μεταφραστή πως «καμιά γλώσσα δεν κατέχει από μόνη της την ‘αλήθεια’»· η εξαιρετική παρουσίαση από τον τρίτο της διακειμενικότητας στο έργο του Ζέμπαλντ ως πρόκλησης και πολλαπλασιαστή της δυσκολίας του έργου του · τέλος, οι προβληματισμοί σχετικά με τη μετάφραση της νεανικής γλώσσας του ήρωα στον Φύλακα στη σίκαλη από την τέταρτη — όλα ήταν για μένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, συναρπαστικά κείμενα και αναδεικνύουν ένα σημαντικό στοιχείο στο έργο του μεταφραστή: Το έργο του χαρακτηρίζεται όχι μόνο από τη συνεχή ενάργειά του, αλλά και από σύνθετους, φιλοσοφικούς συχνά προβληματισμούς και σκέψεις σχετικά με τους υπό μετάφραση συγγραφείς, τις πηγές των έργων, τη θέση του ίδιου, τη σημασία της μετάφρασης ως πολιτικής πράξης.
2. Ένα στοιχείο για το οποίο θα άξιζε να μιλήσουμε περισσότερο είναι τα μέσα και οι αμοιβές των μεταφραστών στη χώρα μας. Η χρηματοδότηση και προώθηση συγγραφής καλών λεξικών από άλλες γλώσσες στην ελληνική, η οποία είναι κάτι ανύπαρκτο, καθώς και οι απαράδεκτες και συνεχώς μειούμενες αμοιβές πολύ καλών μεταφράσεων στην Ελλάδα, οι οποίες αναγκαστικά καθιστούν τη μετάφραση πάρεργο παθιασμένων με αυτή ανθρώπων αξίζει κάποια στιγμή να θεματοποιηθούν και να συζητηθούν σοβαρά. Θα άξιζε, επίσης, σε μια συνέχιση της συζήτησης που ανοίγει αυτός ο τόμος κάποια στιγμή να προβληματιστούμε και σε σχέση με ζητήματα φύλου: Πόσες είναι η μεταφράστριες σε σχέση με τους άρρενες συναδέλφους τους; Διαφέρει η γυναικεία από την ανδρική μετάφραση; Παρατηρούνται ή όχι διακρίσεις από άποψη προώθησης, αναγνωρισιμότητας, αμοιβών ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες μεταφραστές/τριες;
3. Όλα τα κείμενα του τόμου αυτού, το καθένα με τον τρόπο του, συστήνουν το έργο του μεταφραστή σε ένα ευρύτερο κοινό, ενώ συγχρόνως διατηρούν ένα υψηλό επίπεδο παρουσίασης και επιστημονικότητας. Οι αναγνώστες που προβληματίζονται με τη μετάφραση των κειμένων που διαβάζουν φρονώ πως θα βρουν σε αυτόν τον τόμο απαντήσεις σε πολλούς ερωτήματά τους σχετικά με τη μετάφραση, ενώ θα αντιληφθούν κάποιους από τους προβληματισμούς και θα αντιληφθούν τον μόχθο των ανθρώπων που ξεκλειδώνουν το ξένο και ακατανόητο, μετατρέποντάς το σε οικείο και κατανοητό. Ο μεταφραστής είναι βαρκάρης (Über-setzer), όπως έλεγε ο Γερμανός μεταφραστής της πολωνικής λογοτεχνίας Καρλ Ντεντέτσιους· ανεβάζει στη βάρκα του τους αναγνώστες, και κωπηλατώντας με κόπο και χαρά τους περνάει στην άλλη όχθη, σε έδαφος που δεν θα μπορούσαν εύκολα να πατήσουν χωρίς τη βοήθειά του.
Κατ’ αρχάς είναι μεγάλη η χαρά μου που συμμετέχω στο συλλογικό έργο «Πολίτες της Βαβυλωνίας», αληθινή καινοτομία για τα ελληνικά γράμματα, και που ελπίζω να αποτελέσει την αφετηρία για την όξυνση του κριτικού βλέμματος των αναγνωστών μεταφρασμένης λογοτεχνίας.
Δύσκολο να διαλέξω ανάμεσα σε κείμενα που συμβάλλουν στον εμπλουτισμό του μεταφρασεολογικού στοχασμού μέσα από μια πολλαπλότητα προβληματισμών και απόψεων. Ωστόσο, θα έλεγα ότι αισθάνομαι να με αφορά περισσότερο το κείμενο του Θανάση Χατζόπουλου που φέρει τον τίτλο «Η ακριβής λέξη», ασφαλώς λόγω της ψυχαναλυτικής του διάστασης αλλά και διότι το θέμα που πραγματεύεται βρίσκεται στο επίκεντρο του μεταφραστικού μου προβληματισμού αυτή την εποχή, καθώς μεταφράζω την «Κυρία Μποβαρύ». Ως γνωστόν, ο Φλωμπέρ διακατεχόταν από την εμμονή της ακριβούς λέξης, αυτής που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από καμμιά άλλη, ακριβώς επειδή θεωρούσε ότι αυτή και μόνο εμπεριέχει την Αλήθεια της σκέψης.
«Η ακριβής έκφραση του αινίγματος, η ακριβής διατύπωσή του είναι εκείνη που θα το προσφέρει στον αναγνώστη προς επίλυση». Η τοποθέτηση αυτή του Θανάση Χατζόπουλου απέναντι στην αγωνία του μεταφραστή όταν σκοντάφτει σε ασάφειες και θολά σημεία του πρωτοτύπου, τα οποία του δημιουργούν το φόβο ότι αν τα αποδώσει με ακρίβεια θα τα χρεωθεί ο ίδιος, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Θεωρώ ότι ο μεταφραστής δεν είναι εκεί για να απαλείψει τις αβεβαιότητες αλλά να τις εκλάβει ως σημαίνουσες και να τους δώσει τον χώρο που τους ανήκει.
Επίσης, συμμερίζομαι απόλυτα την άποψή του ως προς τον πρωτεύοντα ρόλο του επιπέδου κατανόησης του πρωτοτύπου το οποίο και θα οδηγήσει στην ακριβή απόδοση. Μοιάζει αυτονόητο αλλά δεν είναι καθόλου, ιδιαίτερα στα κλασικά έργα όπου ο μεταφραστής χρειάζεται να είναι άκρως προσεκτικός και καχύποπτος αφού οι παντός είδους παγίδες καραδοκούν σε κάθε του βήμα και αφού η, ακόμα και άριστη, γνώση της γλώσσας του πρωτοτύπου δεν επαρκεί από μόνη της.
Τέλος, θα ήθελα να σταθώ για λίγο στη φράση «η υπόγεια ρίζα της [ακριβούς λέξης] αναζητείται στο μάγμα του ασυνειδήτου» που με οδηγεί στη σκέψη ότι θα ήταν ενδιαφέρον να γραφτούν από μεταφραστές κείμενα αφιερωμένα στο ρόλο του ασυνειδήτου κατά τη μεταφραστική διαδικασία, δηλαδή στα ψυχικά φαινόμενα που μπορούν, εν αγνοία του μεταφραστή, να είναι καθοριστικά τόσο για την κατανόηση του πρωτοτύπου όσο και για τη μεταφραστική πρακτική, καθώς και κείμενα που θα εξετάζουν κατά πόσον η δομή της προσωπικότητας του μεταφραστή μετέχει στη γλωσσική μεταστοιχείωση.
1. Ύστερα από το τέλος της κυκλοφορίας του περιοδικού Μετάφραση το 2008, που ήταν μοναδικό στο είδος του και πρωτοποριακό, οι Πολίτες της Βαβυλωνίας υπήρξαν πράγματι μια σπάνια ευκαιρία για να ακουστεί πάλι μεθοδικά και οργανωμένα ο λόγος των μεταφραστών. Γιατί τα κείμενα του τόμου, αν και μονόλογοι, δεν αποτελούν ένα ετερόκλητο συμπίλημα. Αντιθέτως συνιστούν κατά μεγάλο μέρος έναν διάλογο, καθώς είναι επιλεγμένα και καταταγμένα σε ευρύτερες ενότητες με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδιαλέγονται μεταξύ τους απαντώντας το ένα στο άλλο, συμπληρώνοντάς το ένα το άλλο ή συνεχίζοντας και αναπτύσσοντας σκέψεις που έχουν εκφραστεί και αλλού. Ο διάλογος αυτός, ο οποίος πέραν τούτου διαπνέεται από έναν κοινό σεβασμό για τον λόγο της μετάφρασης, είναι κατά τη γνώμη μου και ο συνεκτικός ιστός του τόμου. Και το γεγονός ότι επιτυγχάνει οφείλεται πιστεύω στη σοφή επιλογή και οργάνωση των κειμένων από τη Μαρία Παπαδήμα – μια εργασία που αποτελεί κάτι πολύ μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο από την απλή επιμέλεια ενός βιβλίου. Με την έννοια αυτή νομίζω ότι πολλοί από τους συγγραφείς του τόμου θα συνυπέγραφαν το συνολικό αποτέλεσμα.
2. Μια κατεύθυνση στην οποία θα μπορούσε να συνεχιστεί ο παραπάνω διάλογος αφορά κατά τη γνώμη μου στη μετάφραση έμμετρης και ομοιοκατάληκτης λογοτεχνίας, παραδοσιακής και μη. Προσωπικά αντιμετώπισα το ζήτημα τα τελευταία χρόνια, όταν καταπιάστηκα με τη μετάφραση κάποιου έμμετρου έργου. Στον παρόντα τόμο αυτό τίθεται διεισδυτικά στο κείμενο «Η απόφαση του μεταφραστή να χάσει ή να κερδίσει» της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, θα ήταν ωστόσο ενδιαφέρον, αν φωτίζονταν και άλλες πλευρές του. Για παράδειγμα, θα είχε νόημα η διερεύνηση των λόγων που οδηγούν στην απατηλή εντύπωση ότι ο ελεύθερος στίχος μεταφράζεται πιο εύκολα από τον έμμετρο και ομοιοκατάληκτο. Νομίζω μάλιστα ότι εδώ διανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο, καθώς θίγεται η ίδια η ουσία του λογοτεχνικού λόγου και συγκεκριμένα η σχέση ανάμεσα στην έλλογη και την άλογη πλευρά του ή ανάμεσα σε αυτά που παραδοσιακά ονομάζονται «περιεχόμενο» και «μορφή» και που στον συγκεκριμένο λόγο βρίσκονται σε μια δυναμική αλληλεπίδραση, έτσι ώστε η «μορφή» να μην είναι απλώς ένα φόρεμα με το οποίο ενδύεται το «περιεχόμενο»».
Ένα ακόμα θέμα που θα μπορούσε να αφορά τον παρόντα τόμο και που αντιμετώπισα κατά την εργασία μου στη μέση εκπαίδευση ως καθηγήτρια είναι η διδασκαλία των μεταφρασμένων κειμένων ξενόγλωσσης λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα η τελευταία, έτσι όπως λαμβάνει χώρα σήμερα, μοιάζει να αδιαφορεί πλήρως για τη διαμεσολαβητική εργασία του μεταφραστή, καθώς τα μεταφρασμένα κείμενα διδάσκονται ακριβώς όπως τα πρωτότυπα, ενώ απουσιάζει η ακρογωνιαία για την προσέγγιση κάθε μετάφρασης επισήμανση ότι το πρωτότυπο είναι πάντα ένα, ενώ οι (μεταφραστικές) ερμηνείες του περισσότερες. Και αυτό το πεδίο χρήζει, λοιπόν, περαιτέρω διερεύνησης, πολύ περισσότερο καθώς η επικρατούσα κατάσταση συμβάλλει στην εμπέδωση ήδη από νωρίς μιας εσφαλμένης προσέγγισης όχι μόνο των μεταφρασμένων λογοτεχνικών κειμένων αλλά και των πρωτοτύπων, για την πρόσληψη των οποίων έχει προφανώς επίσης συνέπειες το γεγονός ότι δεν διαχωρίζονται διδακτικά από τα μεταφρασμένα.
3. Οι «Πολίτες της Βαβυλωνίας» καθιστούν πράγματι τον μεταφραστή πιο ορατό και το έργο του πιο διαφανές, προσφέροντας παράλληλα σημαντική εποπτεία στον χώρο της μετάφρασης καθώς και ένα πλήθος από γόνιμες ιδέες και εναύσματα για σκέψη. Νομίζω όμως ότι το βιβλίο απευθύνεται κυρίως στους ίδιους τους μεταφραστές, στους λογοτέχνες, στους θεωρητικούς της λογοτεχνίας και γενικά σε όσους έχουν ένα ζωτικό ενδιαφέρον σχετικά με το τι είναι, πώς γράφεται και πώς μεταφράζεται η λογοτεχνία. Επίσης δεν ξέρω αν ένα τόσο εξειδικευμένο έργο θα ενδιέφερε κάποιο ευρύτερο κοινό και, για να πω την αλήθεια, ούτε καν τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί ο αναγνώστης που συνδιαλέγεται με τα έργα της τέχνης του λόγου, δεν χρειάζεται να είναι υποχρεωτικά και θεωρητικός της λογοτεχνίας, εφόσον αυτό δεν εμπίπτει στα ενδιαφέροντά του. Αντιθέτως για μια «επαρκή», όπως λέγεται, ανάγνωση φτάνει η ικανότητα ανταπόκρισης στον λόγο της λογοτεχνίας με τον τρόπο που προσιδιάζει σε έναν λόγο ο οποίος έχει και μια άρρητη πλευρά: Δηλαδή, με νου και συναίσθημα συνάμα και χωρίς ο λόγος αυτός να συγχέεται με τον επιστημονικό και την καθημερινό. Κάτι ομολογουμένως αρκετά δύσκολο, αν ληφθεί υπόψη το πραγματιστικό πνεύμα της εποχής, που έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό και στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η λογοτεχνία. Για τον παραπάνω λόγο θα περιόριζα τη διαφοροποίηση μεταξύ εκείνων που βρίσκονται «εντός και εκτός των τειχών», όσον αφορά στη λογοτεχνία και στη μετάφρασή της, στο εργαστήριο του λογοτέχνη και του μεταφραστή. Από εκεί και πέρα όμως νομίζω ότι στην τέχνη μπορούμε να συμμετέχουμε ισότιμα όλοι. Άλλωστε στη μέθεξη αυτή βρίσκεται και το σημείο συνάντησης λογοτέχνη και αναγνώστη. Γιατί, όπως έχει ειπωθεί, και ο λογοτέχνης ένας αναγνώστης είναι. Το ίδιο φυσικά και ο μεταφραστής.
1.Είναι αλήθεια, αγαπητέ Νίκο, ότι αυτό το βιβλίο το διατρέχει κάτι το κοινό: η συγκίνηση με την οποία μιλούν όλες και όλοι οι εμπλεκόμενες/οι για τη δουλειά αυτή, του μεταφραστή λογοτεχνίας. Με ενδιαφέρουν όλα τα κείμενα, ταυτίζομαι όμως περισσότερο με τις ιδέες που εκθέτει ο Βιθέντε Φερνάντεθ στο πολυφωνικό δοκίμιό του με τίτλο «Στο σώμα της λέξης πέφτουν χιόνια», γιατί είναι ένα κείμενο αποκαλυπτικό για τα πολλά πρόσωπα (όχι πάντα θετικά ή δημιουργικά) της μετάφρασης (διαδικασίας και αποτελέσματος).
2. Είναι ένα βιβλίο καλοδουλεμένο, φτιαγμένο με επαγγελματισμό από όλους τους συντελεστές του, με προεξάρχουσα τη Μαρία Παπαδήμα. Νομίζω ότι το μόνο σημαντικό ζήτημα που δεν τίθεται/παρουσιάζεται/αναφέρεται είναι εκείνο της πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδίως το περίφημο «δικαίωμα παρακολούθησης» το οποίο, μάλλον, δεν το… παρακολουθούμε.
3. Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να τονιστεί κάτι περισσότερο στα άτομα που διαβάζουν λογοτεχνία στην Ελλάδα. Αυτό το βιβλίο, όπως και μια σειρά ακόμα από προσπάθειες (ενδεικτικά αναφέρω το πρόσφατο αφιέρωμα στη λογοτεχνική μετάφραση των Δημητρούλια και Κεντρωτή στο περιοδικό Φρέαρ, τις εκπομπές του Κ. Μοστράτου στον Αθήνα 9,84, τη δική σου στήλη στον Χάρτη ή το ιστολόγιο ExtremeWays του Βαγγέλη Μπουμπάκη) έχουν καταστήσει τα τελευταία χρόνια τον μεταφραστή πιο ορατό από ποτέ, σε όποιον θέλει να τον δει.
1. Θα προτιμούσα, αντί συνυπογραφής, να αναφέρω ορισμένα κείμενα από τα πολλά τα οποία θαύμασα: με άγγιξε βαθιά αυτό του Θανάση Χατζόπουλου, για συγκεκριμένους μεταφραστικούς (επομένως, και προσωπικούς) λόγους· με συγκίνησε αυτό της Οντέτ Βαρών-Βασάρ για την εντιμότητα, απλότητα και μαζί σοβαρότητα που το διακρίνει· με αιφνιδίασαν ευχάριστα τα κείμενα της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου και της Γιούλας Κουγιά: το πρώτο, για τον υποδειγματικό συνδυασμό θεωρίας και πράξης με τον οποίο αναλύει μια πολλαπλώς δυσχερή μεταφραστική συνθήκη· το δεύτερο, επειδή υπενθυμίζει πόσο απαιτητικό, και εντέλει συγγενές προς τη δουλειά μας, είναι το έργο του επιμελητή.
2. Κανένας τόμος δεν μπορεί, ούτε και χρειάζεται, να περιλάβει τα πάντα: είθε να ακολουθήσει και δεύτερος, με όσους, δεινούς, «δεν χώρεσαν», όπως αναφέρει στον Πρόλογό της η Μαρία Παπαδήμα. Κατά τα λοιπά, το (μη) μεταφράσιμο, λόγου χάριν, είναι και παραμένει θέμα ανεξάντλητο. Όσο για τις παντοειδείς πρακτικές πτυχές που μας αφορούν, χρόνιες έως αφορμισμένες, από τα πνευματικά δικαιώματα έως τον ενίοτε αγώνα για (γλωσσική) επικράτηση μεταξύ εκδότη-μεταφραστή-επιμελητή, πιστεύω ότι χρήζουν άλλου, «εξωκειμενικού», τρόπου θεώρησης και αντιμετώπισης.
3. Βρήκα όλα ανεξαιρέτως τα κείμενα απο―καλυπτικά: γραμμένα εκ βαθέων και με σπάνια ειλικρίνεια, πιστεύω ότι αποτύπωσαν όχι μόνο την «προβληματική του σιναφιού», αλλά και την προσωπικότητα του κάθε ενός από εμάς· ως εκ τούτου, η απάντησή μου στα δύο πρώτα σκέλη της ερώτησης είναι καταφατική, αν και μένει να προσδιοριστεί ποιο είναι το, ούτως ή άλλως, όχι μέγα πλήθος των «εκτός των τειχών»: το εν γένει αναγνωστικό κοινό ή ειδικότερα αυτό της λογοτεχνίας; Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, παρότι θα ήταν (ιδεατώς) σκόπιμο να ερωτηθούν οι ίδιοι οι αναγνώστες, θα επέλεγα φύσει και θέσει τη διεύρυνση της ενότητας «Μεταφραστές επί το έργον».
1. Μια δυναμική σύνθεση και όχι μια στατική παράθεση κειμένων ήταν εξαρχής η ιδέα που είχα σχεδιάζοντας αυτό το βιβλίο. Η αβίαστη συνομιλία όμως που προέκυψε εν αγνοία των ίδιων των συντελεστών με εξέπληξε κι εμένα την ίδια. Κοινοί προβληματισμοί, κοινοί τόποι, κοινές πηγές, κοινές αναφορές: Στάινερ, Μπερμάν, Μπένγιαμιν, Σλαγιερμάχερ, Γκαίτε, κ.ά. ‘Εζησα με αυτά τα κείμενα αρκετό καιρό, τα διάβασα και τα ξαναδιάβασα, σε σημείο που να γνωρίζω κάθε τους πρόταση απέξω, κι αυτή η συμβίωση και εντέλει η αφομοίωση όλων αυτών των αναστοχαστικών διαδρομών γύρω από τη μετάφραση με οδήγησε στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου και στα τρία ιντερμέδια όπου το κάθε κείμενο βρήκε νομίζω τη μοναδική του θέση. Ξαφνικά ήταν σαν όλες οι ψηφίδες να είχαν μπει στην ακριβή θέση τους αναδεικνύοντας τη μορφή και τις χρωματικές διαβαθμίσεις της τελικής σύνθεσης. Θα συνυπόγραφα όλα τα κείμενα γιατί σε όλα αναγνωρίζω τους προβληματισμούς μου και βρίσκω ψήγματα και της δικής μου αναζήτησης. Θα ξεχώριζα τρία, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, χωρίς κανένα αξιολογικό ασφαλώς κριτήριο ως προς τα υπόλοιπα Ξεκινάω λοιπόν με τη συμβολή του Ντέιβιντ Κόνολι «Περί του διδακτού της λογοτεχνικής μετάφρασης». Παρότι είναι ένα παλαιότερο χρονολογικά κείμενο, και ο Ντέιβιντ έχει πλέον αποσυρθεί από το χώρο της διδασκαλίας της μετάφρασης, είναι ένα κείμενο που παραμένει επίκαιρο και θέτει με σαφήνεια όλο τον προβληματισμό γύρω από τη διδασκαλία της λογοτεχνικής μετάφρασης, ένα ζήτημα που εξακολουθεί να προβληματίζει τους φοιτητές αλλά και τους νέους συναδέλφους. Το δεύτερο κείμενο είναι του Θανάση Χατζόπουλου, μια πραγματεία γύρω από την «ακριβή λέξη» στη μετάφραση, η οποία με εκφράζει απόλυτα. Βρίσκω τη μεταφορά που χρησιμοποιεί όταν μιλάει για τη διαφορά ανάμεσα στο πρωτότυπο και τη μετάφραση εκθαμβωτική. Παραθέτω: «η μετάφραση οφείλει να κινείται όπως τα μέσα σταθερής τροχιάς, η διαδρομή της είναι προκαθορισμένη στις επίγειες και εναέριες ράγες του πρωτότυπου, με λέξεις που θα το ανασυστήσουν με ακρίβεια μετρονόμου[…]ο μεταφραστής δεν θα αφήσει το τραμ ή το μετρό ή ακόμη και το τρόλεϊ για να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο. Το πρωτότυπο έχει χαράξει τη διαδρομή». Το τρίτο είναι του Νίκου Πρατσίνη, αυτές οι δομημένες και ταυτόχρονα ανοιχτές «σκέψεις σχετικά με τους πολλούς “χρόνους” της μετάφρασης και τον πάντα λίγο (;) χρόνο του μεταφραστή» γιατί είναι ένα θέμα που παρότι σαν μεταφράστρια το έχω αντιμετωπίσει σε όλες του τις εκφάνσεις δεν το είχα σκεφτεί ποτέ τόσο αναλυτικά.
2. Η ερώτηση αυτή για μένα από τη θέση και της επιμελήτριας του τόμου ισοδυναμεί κατά κάποιον τρόπο με αυτοκριτική και θα απαντήσω με απόλυτη ευθύτητα. Τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο αυτό ανταποκρίνονται στον θεματικό κατάλογο που είχα θέσει υπόψη των συναδέλφων ή και σε δικές τους προτάσεις που ήρθαν να προστεθούν στη συνέχεια. Δεν θίχτηκαν επαρκώς ζητήματα που άπτονται της ιστορίας της μετάφρασης, της μετάφρασης παλαιών κειμένων, κειμένων με ιδιαίτερες πολιτισμικές αναφορές ή κειμένων με σημαίνουσες υφολογικές απαιτήσεις, (λογοτεχνία oulipo, νέο μυθιστόρημα, σουρεαλιστικά κείμενα, συγγραφείς όπως ο Τζόις, ο Σελίν ή ο Πίντσον, κ.ά), όμως κάτι τέτοιο ίσως θα διατάρασσε την αρμονία που νομίζω έχει επιτευχθεί στο βιβλίο αυτό μεταξύ πιο γενικών και πιο ειδικών κειμένων. Νομίζω ότι με τα κείμενα των δυο επιμελητών Ηλία Καφάογλου και Γιούλας Κουγιά και της εκδότριας-μεταφράστριας Μαρίας Γυπαράκη έγινε μια αρχή για ένα διάλογο ανάμεσα στους βασικούς συντελεστές της μεταφρασμένης λογοτεχνικής παραγωγής. Επίσης το κείμενο της Κατερίνας Σχινά «Μετάφραση και κριτική» θέτει νομίζω για πρώτη φορά με τόσο στέρεο θεωρητικά και ταυτόχρονα αναλυτικό τρόπο το ζήτημα της κριτικής του μεταφρασμένου κειμένου. Πιστεύω ότι με όλα τα παραπάνω κείμενα ανοίγει μια συζήτηση που θα πρέπει να συνεχιστεί σε βάθος και πλάτος, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Απουσιάζει επίσης από το βιβλίο η άποψη του συγγραφέα του πρωτοτύπου για τη μετάφραση, που θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει ένα αυτοτελές κεφάλαιο του βιβλίου, ή μάλλον ένα άλλο βιβλίο. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον συγγραφείς να εκθέσουν την άποψή τους για τη μετάφραση και να συνδιαλλαγούν με τους μεταφραστές τους.
3. Αν σκεφτούμε ότι ο αναγνώστης μεταφρασμένης λογοτεχνίας στην πλειονότητά του δεν ενδιαφέρεται/δεν δίνει σημασία και εντέλει δεν συγκρατεί το όνομα του μεταφραστή, μια τέτοια μαζική παρουσία μεταφραστών σε ένα βιβλίο που μιλάει για τους μεταφραστές και τους προβληματισμούς τους, θεωρητικούς και πρακτικούς, νομίζω συμβάλλει τα μέγιστα στην ορατότητά τους. Όλα τα κείμενα δίνουν ανάγλυφα στιγμές από τη ζωή ενός μεταφραστή, τις ιδιαιτερότητές της, τους προβληματισμούς του, τον αναστοχασμό του. Ίσως δεν έχει τονισθεί επαρκώς η πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό, το πορτρέτο-τύπος του σημερινού μεταφραστή, η σχέση του με τη γνώση και η αλλαγή των συνθηκών εργασίας του λόγω της ανάπτυξης των τεχνολογιών, σίγουρα υπάρχουν ακόμα πολλές πλευρές που πρέπει και αξίζει να γίνουν ορατές. Θα ήθελα το βιβλίο αυτό να είναι μια πρόσκληση-πρόκληση για τη συγγραφή και άλλων βιβλίων γύρω από τη μετάφραση. Η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταφρασμένης λογοτεχνικής παραγωγής παγκοσμίως και έναν πολύ μεγάλο αριθμό αξιόλογων μεταφραστών από πολλές γλώσσες. Είναι καιρός νομίζω να γίνουν πιο ορατοί και το έργο τους πιο διαφανές.
1. Ο φίλος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, άλλο μέλος του πληρώματος αυτού του εξαιρετικού βιβλίου που ναύλωσε και εξόπλισε η Μαρία Παπαδήμα, μου έλεγε ότι στην περίπτωση των συλλογικών έργων στα οποία συμμετέχει, σπανίως διαβάζει όλα τα κείμενα. Τούτη τη φορά το έκανε. Το ίδιο έκανα κι εγώ· διάβασα με τέρψη και ενδιαφέρον όλα τα κεφάλαια του τόμου. Και με ευχαρίστηση συνυπογράφω το σύνολο... Η ερώτηση αναφέρεται σε «κάποιο κείμενο», θα μου πείτε. Εντάξει. Θα συνυπέγραφα «Ερμηνεία και ρητορεία. 5+1 προσχέδια για ένα πορτραίτο του μεταφραστή ως σχοινοβάτη», το κείμενο του Μίλτου Φραγκόπουλου. Και για τη γραφή του και για τον τρόπο που απεικονίζει την ιστορικότητα των ζητημάτων ποιητικής και πολιτικής της μετάφρασης. Θα συνυπέγραφα επίσης ως συν-συγγραφέας, δηλαδή, ως μεταφραστής, το κείμενο του Θανάση Χατζόπουλου ―«Η σωστή λέξη»―, που πραγματεύεται τη μετάφραση ψυχαναλυτικών και ποιητικών κείμενων.
2. Δεν λείπουν οι αναφορές στο ζήτημα, αλλά ίσως θα χρειαζόταν μια πιο συστηματική έκθεση των προβλημάτων της επαγγελματικής ενασχόλησης με τη μετάφραση βιβλίων: αμοιβές, συγγραφικά δικαιώματα, ασφάλιση, επαγγελματικά νοσήματα, φορολογικά, συνταξιοδότηση…
3. Οπωσδήποτε «τα κείμενα του τόμου, συνολικά, καθιστούν τον μεταφραστή πιο ορατό, το έργο του πιο διαφανές». Ήδη όμως ανέφερα την ανάγκη να τονισθεί περισσότερο η προβληματική της διαβίωσης των μεταφραστών, αυτών των ανθρώπων, βασικών συντελεστών του πολιτισμού μας, που σήμερα διεκδικούν τον ρόλο του συν-συγγραφέως.
1. Είναι πολλά τα κείμενα του τόμου που θα προσυπέγραφα, αλλά ήταν να επιλέξω μόνο ένα, αυτό θα ήταν το κείμενο Μετάφραση και Κριτική της Κατερίνας Σχινά. Είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο δοκίμιο, που καταπιάνεται με το δύσκολο ζήτημα της αξιολόγησης ενός λογοτεχνικού μεταφράσματος. Πρόκειται για ένα ζήτημα πολυσύνθετο όπου συχνά διατυπώνονται αντικρουόμενες απόψεις και προκαλεί διαμάχες, που με έχει απασχολήσει από παλιά και στο οποίο αναφέρομαι σε διάφορα σημεία της μικρής συλλογής δοκιμίων μου με τίτλο Το εργαστήρι του μεταφραστή (Πόλις, 2003), και ιδιαίτερα στην εισαγωγή με τη μορφή διηγήματος, ξεπατικωμένου από τις Μαριονέτες του Κλάιστ (από τη γνωστή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη). Ήταν ένα τέχνασμα ώστε να παραμείνω στο πεδίο της απροσδιοριστίας αυτής της θεματικής όπου οριστικές αποφάνσεις δεν χωράνε, καθώς και η ίδια η διατύπωση των κριτηρίων μιας αξιολόγησης είναι δύσκολο, ή σχεδόν αδύνατον, να συμφωνηθούν. Η Κατερίνα Σχινά διερευνά το θέμα πολύ πιο συστηματικά και διεξοδικά, παρουσιάζοντας ένα ευρύτατο φάσμα διαφορετικών απόψεων, που έχουν διατυπωθεί από σημαντικούς μεταφραστές, λογοτέχνες και στοχαστές, συγκροτώντας ένα καλά δομημένο και –όπως ήδη ανέφερα– καλογραμμένο, κείμενο όπου όλο αυτό το πλήθος θεωρητικών απόψεων γίνεται κατανοητό και πουθενά δεν εκτρέπεται σε σκολιές διατυπώσεις. Καταλήγει με δύο έξοχα παραθέματα που λειτουργούν σαν συμπύκνωση και ανακεφαλαίωση, ταυτόχρονα αφήνοντας ένα ‘μετείκασμα’ για παραπέρα σκέψη πάνω στο θέμα. Με δυο λόγια θα έλεγα ότι είναι ένα κείμενο από το οποίο τόσο ο ειδικός όσο και ο μη ειδικός έχουν πολλά να αποκομίσουν.
2. Ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε η Μαρία Παπαδήμα καλύπτει τις σημαντικότερες πτυχές του όλου μεταφραστικού έργου με μία εύστοχη οργάνωση και ταξινόμηση του υλικού σε τέσσερις ενότητες, όπως συνοψίζονται και από τον Νίκο Πρατσίνη, στην πρόσκληση για την παρούσα συζήτηση. Βέβαια, το θέμα της λογοτεχνικής μετάφρασης είναι ανεξάντλητο και υπάρχει πάντοτε κάτι ακόμα που θα μπορούσε να ειπωθεί. Όμως ο υπό συζήτηση τόμος αποτελεί μια ολοκληρωμένη πρόταση που πιστεύω ότι δεν θα κέρδιζε από κάποια άλλη προσθήκη. Σαν από προσωπικό βίτσιο (που προκύπτει και από τη θεματική της συνεισφοράς μου στον τόμο) αν ήταν να προσθέσω κάτι θα πρότεινα μια ενασχόληση με την ιστορία της μετάφρασης. Αναγνωρίζω ότι μια εξαντλητική καταγραφή του θέματος αποτελεί ανέφικτο έργο, μπορχεσιανής, θα μπορούσε να πει κανείς, χαρτογράφησης, αλλά μια συστηματικότερη διερεύνηση και συγκρότηση αυτού του πεδίου θα ενίσχυε την λογοτεχνική μετάφραση στην διεκδίκηση συμμετοχής της στη χορεία των σύγχρονων ακαδημαϊκών «πειθαρχιών», ώστε να καθίσταται πιο τεκμηριωμένη (ή ‘νομιμοποιημένη’) η διδασκαλία της, που αποτελεί μια σημαντική θεματική την οποία παρουσιάζει πολύ συγκροτημένα ο Ντέιβιντ Κόνολι στο δικό του κείμενο Περί του διδακτού της λογοτεχνικής μετάφρασης. Πέρα από αυτό η ιστορική έρευνα στο πεδίο της λογοτεχνικής μετάφρασης έχει να ωφελήσει πολλαπλά τους ίδιους του μεταφραστές ως προς την αυτογνωσία τους, όπως δείχνει το έξοχο κείμενο, με το οποίο κλείνει ο τόμος, της Οντέτ Βαρών-Βασάρ (Το «Πρίσμα» και η «Μετάφραση»: Δύο περιοδικά για τη μετάφραση, δύο στιγμές του μεταφραστικού γίγνεσθαι.)
3. Οπωσδήποτε τα κείμενα του τόμου καθιστούν την όλη διαδικασία της λογοτεχνικής μετάφρασης πιο ορατή, καθώς και τον ρόλο του μεταφραστή πιο αντιληπτό στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ενδεχομένως, αυτό το κοινό θα βρει πιο ενδιαφέρουσα την ενότητα ΙΙΙ (Οι μεταφραστές επί το έργον), καθώς εκεί δίδεται η ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής και τις λύσεις στις οποίες καταλήγει, μέσα στη διεργασία της μετάφρασης. Βέβαια, δεν νομίζω ότι θα χρειαζόταν να ενισχυθεί ποσοτικά αυτή η ενότητα, γιατί μολονότι εδώ είναι που «οι προβληματικές του σιναφιού» γίνονται πιο κατανοητές από τους «εκτός των τειχών» αναγνώστες, η ‘βιωματική’ αυτή ενότητα θα ήταν καλό να λειτουργήσει σε συνέργεια με τα άλλα μέρη του βιβλίου, ώστε να οδηγήσουν και τον μη ειδικό αναγνώστη σε μια βαθύτερη ενασχόληση με τα πολύμορφα ζητήματα της λογοτεχνικής μετάφρασης, και να συμβάλουν, τελικά, στον εμπλουτισμό της εμπειρίας της ανάγνωσης.
Στις 7 Οκτωβρίου, 6:30 μμ, στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμου 134) θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου