1. Ομοιότητες και διαφορές. Ευθύς εξαρχής πρέπει να τονισθεί ότι η ΤΡΙΠΟΛΙΣ, ως πόλις, δεν παρουσιάζει καμιά ομοιότητα με τη Θεσσαλονίκη.
Ποτέ δεν υπήρξε ευδαίμων και πολυάνθρωπος, ουδέποτε ευρέθη σε μυχό ιλυοτραφούς κόλπου, ούτε διέθετε ιχθυόσκαλα και κατ᾽ επέκταση ψαροταβέρνες, ποτέ βαριά οχυρωματικά έργα δεν την περιέσφιξαν, εκτός από μια έρημη γράνα, ένα χαντάκι δηλαδή κατά της Μηλιάς τον κάμπο, που έμεινε στην ιστορία γιατί γέμισε μια νύχτα με φρεσκοκομμένους τούρκικους λαιμούς. Πολλοί αυτόχθονες θέλουν να πιστεύουν ότι το ευώδες άρωμα και το ρουμπινένιο χρώμα της εξαιρετικής ποικιλίας σταφυλιού φιλέρι, που ευδοκιμεί αποκλειστικά και μόνο στην περιοχή αυτή, οφείλεται σε κάποιο είδος μεταφυσικής αρδεύσεως που έλαβε χώρα εκείνη την ανατριχιαστική νύχτα.
Οι γοτθισμοί όμως αποβάλλονται από αυτό τούτο το τοπίο. Καμπύλες απαλές, καμαροειδή τόξα, τρούλοι και πίδακες συντριβανιών και εκείνες οι φαρδοκάπουλες μπουίκ, ντε σότο, σεβρολέτ, στην πιάτσα των ταξί στην κεντρική πλατεία με την επιγραφή Κeep Right: προς Θεού, απλή υπόμνηση στους οδηγούς για δεξιόστροφη κυκλοτερή πορεία, αντίθετα προς τη φορά των δειχτών του ρολογιού.
2. Το αλλοπρόσαλλο υλικό του περιηγητή. Το υπάρχον ευτελές υλικό εν μέρει θα δεχτεί, εν μέρει θα αποσιωπηθεί και συναισθηματικά φορτισμένο, χωρίς τις πυρακτωμένες εκχύσεις του σε μήτρες λογοτεχνικές, θα αποδοθεί στην κοινή χρήση. Ακολουθείται ως γνώμων η υπόδειξη του ποιητή που φέρεται να δήλωσε αποφθεγματικά σε ιδιωτική συνομιλία: «Στην πόλη που γεννήθηκες επέστρεφε πάντοτε συναισθηματικά». Κι ας ερίζουν οι καβαφολόγοι. Πώς αλλιώς μπορεί να περιγραφεί μια πόλη στην οποία η εκφορά του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής διαφημίζεται με έγχρωμες αφίσες στους δρόμους και στις προθήκες και στην οποία ο μητροπολιτικός ναός στεγάζει στο ισόγειό του πληθώρα εμπορικών καταστημάτων, άσχετο αν η αρχική σύλληψη του τέκτονος προόριζε τους δώδεκα χώρους για παρεκκλήσια των ισαρίθμων Αποστόλων του Χριστού;
3. Η Ὀπερα. Δεν θυμάμαι αν στα εγκαίνια του κτηρίου όντως είχε κληθεί ο Καρούζο ή η Σωτηρία Μπέλλου, το βέβαιο είναι ότι τελικά τραγούδησε ένας Θεσσαλονικιός σωσίας του Μάριο Λάντσα. Φρενίτις και πανζουρλισμός. Ο θεατρώνης μ᾽ένα σταυρωτό εγγλέζικο ριγέ και κίτρινο τριαντάφυλλο στο πέτο, δεν εφείσθη εξόδων, έτσι που η αίθουσα έπλεε στο άλικο βελούδο, ως και τα παραπέτα του δεύτερου εξώστη βελούδινα κι αυτά. Και ήταν τόσος ο ενθουσιασμός ώστε οι λούστροι –έτσι αποκαλούνται οι υπαίθριοι στιλβωτές υποδημάτων, χωρίς διάθεση υποτιμήσεως- πετώντας κάτι αόρατες φαλτσέτες, την ώρα που ο σωσίας τούς χάριζε φιλιά, αφαίρεσαν πανομοιότυπα μικρά ορθογώνια βελούδινα κομμάτια από την κουπαστή της γαλαρίας, με τα οποία την άλλη μέρα το πρωί, χωρίς ενδοιασμό, εξόπλισαν τα κασελάκια τους. Ω, Les enfants du Paradis!
4.Φιλολογική ζωή. Το σπίτι του Καρυωτάκη στέκει ασάλευτο και ροζ. Έρημο μέσα κι έξω. Κάποιος φιλότεχνος που ζούσε σε μια κάμαρα του ισογείου και φρόντιζε να φράζει με χαρτόνια τα σπασμένα τζάμια, πέθανε κι αυτός. Τώρα οι κάργες.