[ Α ]
Εργόχειρα
Αν καθίσεις, νύχτα Σεπτεμβρίου, κάτω από ξάστερο ουρανό κι αφήσεις τα
μάτια σου να βυθιστούν στο παρελθόν ενός σύμπαντος που κατά πάσα
πιθανότητα δεν υπάρχει πλέον, το φυλλαράκι του μυαλού σου —από τρόμο,
από αγαλλίαση;— θα απομονώσει μια χούφτα κουκίδες απ’ το πλήθος που
σκόρπισε το χέρι του Μεγάλου Σπορέα, και θα υφάνει στον αμφιβληστροειδή
της φαντασίας σου ένα μοναδικό υφαντό — έτσι καθώς κάποιοι κάποτε ύφαναν
τον Τοξότη και τη Μεγάλη Άρκτο στον θόλο των επουρανίων, δηλαδή στον
θόλο του μυαλού τους. Ετούτο το εφήμερο κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό
υφαντό θα ‘ναι χρισμένο το λυτρωτικό παράδοξο των ερωτευμένων και των
ασκητών: καλλιτέχνης κι αποδέκτης του έργου τέχνης είναι ένα και το αυτό
πρόσωπο. Το έργο, στο εξής, θα σπαρταρά, νεογέννητο μαζί και
ετοιμοθάνατο, μες στην κοιλιά ενός ακαριαία μηδενισμένου χρόνου, μέσα
στο φως μιας αστραπής, έτσι καθώς λέγεται ότι συνέβη μες στην ψυχή του
Άγγλου στρατιώτη λίγο πριν τον καταβροχθίσει ο ζωοποιός Πόρφυρας του
Σολωμού: «Άστραψε φως κι εγνώρισεν…».
Καταλαβαίνουμε απόεκεί έξω ό,τι είμαστε έτοιμοι να καταλάβουμε. Το εκεί έξω
αδιαφορεί· πιθανότατα. Στη δική μου αίσθηση, η εν είδει καλπασμού
χιλίων επιβητόρων έλευση του Θεοδωράκη απ’ τον ιστορικό χρόνο της γενιάς
μου δεν μπορεί παρά να υπακούει στο παραπάνω παράδοξο. Εκείνο που ο
καθένας θα κρατήσει στα χέρια του, όταν η σκόνη του καλπασμού
κατακαθίσει, θα είναι ένα νεογέννητο πρόσωπο, ο δικός του κάθε
φορά Θεοδωράκης. Αυτό το πρόσωπο, που σε ανύποπτο χρόνο εισέβαλε με τις
σκόρπιες κουκίδες της ιστορίας του στο πιλοτήριο του βαθυσκάφους μας και
αποσυντόνισε τα όργανα, και ανακατέταξε τις συντεταγμένες της πορείας,
εάν αυτό συνέβη, θα 'ναι για πάντα, ακόμα και ερήμην του, ένα ακριβό για
μας πρόσωπο.
Αλλιώς: ο Θεοδωράκης έζησε τις πολλές του ζωές μέσα
στη μία δική του, και φαντάζει πλέον αδύνατο να αποσαφηνιστεί το ποια
ζωή υπήρξε όντως δική του. Ίσως ένας κυματισμός μες στο
πολύβουο καρναβάλι των γεγονότων, προορισμένος να ντύνεται μια κάθε φορά
διαφορετική μάσκα, προκειμένου να καθησυχάζει τους εχθρούς, αλλά κυρίως
τον ίδιο του τον εαυτό. Θα μιλήσω εδώ για τη μία δική μου ζωή
του Θεοδωράκη, που ένας πεινασμένος μέσα μου, ήδη από την εποχή της
εφηβείας, ίδιος και απαράλαχτος σ’ όλα τα χρόνια, φώτιζε βουβά με το πιο
φροντισμένο του φαναράκι.
Η συνάντηση
Η ευρεία οικογένειά μου, ποτισμένη ως το πιο βαθύ σημείο απ’ τη βία
της φυλακής και της εξορίας, και λουσμένη στους αντικατοπτρισμούς ενός
αδιάλειπτου επαναστατικού σθένους (του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω,
κορυφαίο δώρο υπήρξε η ώρα της συγχώρεσης), είχε δοκιμάσει να
μου τον γνωρίσει, εγκαθιστώντας με σε νεαρή ηλικία μες στην παρηγορητική
εμβέλεια του φωτοστέφανου των ενεργειών του. Κάποιος μέσα μου είχε τότε
αρνηθεί, για τους δικούς του λόγους, και το παράδοξο είναι πως ένας
ταξικός εχθρός, ο Μάνος Χατζιδάκις, ευθύνονταν για την πρώτη μας
συνάντηση. Έτσι, βρέθηκα στα 16 μου, στο καφενείο του «Galaxy», στο
Ηράκλειο, να πίνω καφέ σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι με τα δυο τέρατα της
μεταπολιτευτικής εξωστρέφειας, με το δέος εκείνο που χωρίς αμφιβολία θα
ερύθρυνε τις παρειές μιας νεότητας που επέμενε να χτίζει τους χάρτινους
πύργους της πάνω στα θεμέλια της αγιοσύνης των ινδαλμάτων. Κι όμως,
κάποιος μέσα μου γνώριζε ήδη ότι το φως που έλουζε εκείνο το τραπεζάκι
ήταν ένα, έτσι καθώς μετά το «Δεύτε λάβετε» τα κεριά που καίνε μες στις
παλάμες καίνε το ίδιο Αναστάσιμο φως, αυτό που φώτισε το πρόσωπο του
Ιησού όσο και του ληστή. Το φως εκείνο είχε προσφερθεί αιώνες πριν τη
γέννηση και των τριών, κι ερχόταν τώρα να φωτίσει την καλή την ώρα.
Η
μνήμη που κρατώ απ’ αυτή την πρώτη συνάντηση παρέμεινε αλώβητη στην
κριτική των επόμενων χρόνων. Θα προσθέσω μόνο πως η όποια αναφορά στη
συνέχεια των συναντήσεων, επαγγελματική ή όχι, δεν έχει χώρο εδώ, εξ ού
και την παρακάμπτω ως άκομψη· μονάχα η αίσθηση της πρώτης φοράς, που,
κατά πώς λένε, διαθέτει διεισδυτικές αρετές.
Θυμάμαι λοιπόν, όχι
δίχως κάποια αδιόρατη νοσταλγία, πως ο Χατζιδάκις εξέπεμπε την
καθηλωτική χάρη ενός ακριβού αρώματος της ανατολής, και μαζί έναν αέρα
ακατανίκητης συγγένειας. Η Κρήτη ρίζωνε όμορφα στα υλικά του και ήταν
ολοφάνερο ότι τον έθρεφε. Δίπλα στον Θεοδωράκη άκουγες το διακριτικό
ψιθύρισμα, μια χαμηλόφωνη αναγγελία επικείμενης πτήσης, το φτερούγισμα
μιας αγκαλιάς προς το εύθραυστο της ζωής, ένα ήρεμο σάλπισμα και μαζί
μια επιτακτική πρόσκληση να απελευθερωθείς απ’ τη θνητότητα, πριν
προλάβει ο Χάρος και σε ντροπιάσει. Το ίδιο Κρητικό σθένος που από
καταγωγή κουβάλαγαν κι οι δύο (Χανιώτης απ’ τον Γαλατά ο ένας,
Ρεθεμνιώτης απ’ τον Μύρθιο ο άλλος, μεγαλωμένοι όμως στην ξενιτιά τής
μοναξιάς τους) μεταγλωττιζόταν δίπλα στον Θεοδωράκη σε κάτι που έμοιαζε
με κουβέντα κλεμμένη απ’ τον Καπετάν Μιχάλη (ή απ’ τον καπετάν Μίκη, να
πεις εδώ), ενώ δίπλα στον Χατζιδάκι μεταμορφωνόταν σε πολύτιμο προυκιό,
εργόχειρο προγιαγιάς που στεκότανε ντυμένη τα γιορτινά της στο
κεφαλόσκαλο να σε καλωσορίσει, εικόνα-κέντημα που οι άντρες όλοι έσκυβαν
να προσκυνήσουν. Έλεγες πως παλλότανε μες στην ησυχία του απογεύματος
σαν υποφωτισμένη κάμαρη του Καβάφη, που μόλις από μέσα της είχαν εξέλθει
ακροποδητί οι «Νέοι της Σιδώνος». Κι αυτά την ώρα που
ο Θεοδωράκης φύσαγε αφηρημένος το ίδιο του το φουσκωμένο άρμενο,
ιστιοφόρο μέσα στην απόλυτη ερημιά της νύχτας, που ξεκινά ταξίδι μ’
άγνωστο προορισμό. Τη διάφανη ζωή τους όμως την ξεφανέρωναν αυτά τα
ξεχασμένα πούπουλα, ριγμένα απ’ την ορθάνοιχτη φτερούγα κάποιας
ουτοπίας, πούπουλα που δεν προλάβαιναν να κρύψουν, και που στο φως του
απογεύματος έλαμπαν σαν μοναδική αλήθεια. Γι’ αυτό ήταν κεφάτοι.
Εργοτέλης
Λίγο πριν απ’ τα παραπάνω, στο κατάμεστο μεταπολιτευτικό γήπεδο του Εργοτέλη,
συνελάμβανα την ίδια μου την ψυχή να πάλλεται λουσμένη στον αέρα που
ανακάτευε με το φτερούγισμά του όταν διηύθυνε, κάτω απ’ το τρυφερό
σεντόνι της φωνής της Φαραντούρη [φωνή-μάνα, φωνή-ερωμένη,
φωνή-συντρόφισσα] και κάτω απ’ τις κοφτερές λεπίδες των μπουζουκιών του
Καρνέζη και του Παπαδόπουλου [με τα χέρια τους να δείχνουν σ’ άλλον τόπο
το καθένα, λες και τα χώριζε η ευχή ενός καθρέφτη], που απ’ τους πιο
πολυσύχναστους δρόμους της γυάλινής τους έξαρσης χυνόντουσαν κατά πάνω
μας κι έκοβαν τσαμπιά μνήμης ολόδροσα, τις ρόγες των αόρατων προσευχών,
τα δώρα της αδιαμεσολάβητης ζωής. Στηριγμένοι στο σταθερό πάτημα του
χασάπικου και περνώντας σκυφτοί μέσα απ’ τους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους
του ζεϊμπέκικου [πάντα στους ίσκιους άκουγες το πηχτό μουσούνισμα του
Μινώταυρου], τα μοίραζαν σε χέρια πεινασμένα, σε εμάς, που πάνω στις
διονυσιασμένες ιαχές του ακονίζαμε τη διάρκεια του αισθήματος, την
ανταρσία σ’ ό,τι λοιδορούσε το φιλότιμο, την αποκοτιά μιας αστραπιαίας
μα με χειρουργική τελειότητα κίνησης που ξερίζωνε απ’ τα σπλάχνα τον
εισβολέα του φόβου και τον πετούσε στον αφαλό της γιορτής, ντροπιασμένο.
Τότε θα ερχόντουσαν οι μαυροφόρες να χορτάσουν με τη σάρκα του τα νύχια
τους, λυτρωτικά μπροστά στα μάτια μας να τον αφανίσουν.
Κι ερχόταν κάποτε η ώρα για να πει τη Ρωμιοσύνη, έτσι καθώς συλλαβίζεις έναν χρησμό χωρίς να ξέρεις (τη Ρωμιοσύνη
που ήταν δάνειο, η πρόνοια κάποιου κρυμμένου μέσα μας διαρρήκτη, δάνειο
όπως κι ο Ζορμπάς — μικρές κλοπές που ο χρόνος ίσως του συγχώρησε, αφού
μέσα στην πολυπραγμοσύνη δεν υπήρχε χώρος για δικά σου και δικά μου, κι
ας κόστισε αυτό σε ανοιχτές πληγές· ποιος να μιλήσει σήμερα γι’ αυτά,
και από ποια γωνιά της μνήμης;). Κι ο τρόπος που συλλάβιζε τη Ρωμιοσύνη
ήταν ο τρόπος όλων μας. Λουσμένος, απ’ την κορυφή ως τα νύχια της
θεόρατης φιγούρας του με μια βία λυτρωτική, βία που την έθρεφε κάθε
γραμμάριο αδικίας, που την άνδρωνε η πίκρα της προδοσίας, που την έκανε
λάβαρο ο έρωτας προς έναν κόσμο που θα ήταν άλλος. Κι αυτόν τον κόσμο,
με αξεδιάλυτα όμοιο τρόπο, τον ανέμιζε μέσα στο στήθος μας σαν προσευχή ο
χριστιανός κι ο άθεος.
Σήμερα δεν μπορώ να ξεχωρίσω εκείνο το
φτερούγισμα απ’ τον ίδιο τον Θεοδωράκη, και να γιατί εδώ η απώλεια δεν
είναι ένας θάνατος μα μια εκρίζωση, ο θρήνος για τον αποχωρισμό απ’ τη
γιορτή μιας ζώσας ουτοπίας, όχι κάτι λιγότερο απ’ το πένθος της
κανονικής ζωής. Τώρα, λίγο πριν, αποσβολωμένοι, βλέπαμε το νεκρό σώμα
της εφηβείας μας να κατεβαίνει σ’ αυτή την παράξενη τρύπα στη γη του
Γαλατά, έτσι όπως κάθε νεκρός, σαν ποτέ να μην ήταν τίποτα περισσότερο
από ένας νεκρός. Μυριάδες θρήνησαν βουβά και σώπασαν για αυτό που έσταξε
πίσω απ’ το δάκρυ: ό,τι έδωσε νόημα στη ζωή μας, ό,τι μας ανύψωσε λίγο
πάνω απ’ τον κόσμο της ανάγκης, υπήρξε θνητό. Στην παράξενη τρύπα του
Γαλατά κατεβάσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό.