Ο Μίκης που 'γινε σύννεφο κι άστρο λαμπρό* τής χαραυγής

Συζητώντας (2009). Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη
Συζητώντας (2009). Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη

Ήταν γνω­στό τον τε­λευ­ταίο και­ρό, και όχι μό­νον εις τους πα­ροι­κού­ντες την Ιε­ρου­σα­λήμ, ότι οι μέ­ρες του εί­χαν λι­γο­στέ­ψει ανη­συ­χη­τι­κά. Πα­ρά ταύ­τα η εί­δη­ση της τε­λευ­τής προ­κά­λε­σε αβά­στα­χτη συ­γκί­νη­ση. Ο κα­θέ­νας την εξέ­φρα­σε με το δι­κό του τρό­πο. Άλ­λοι με με­γα­λο­στο­μί­ες, άλ­λοι με συ­γκρα­τη­μέ­να λό­για, άλ­λοι με έντο­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση, άλ­λοι, λι­γο­στοί αυ­τοί, με ένα βου­βό λυγ­μό και με σιω­πή.
Ανα­λύ­σεις επί ανα­λύ­σε­ων, απο­κα­λύ­ψεις επί απο­κα­λύ­ψε­ων, όχι πά­ντα ανε­πί­λη­πτη ιστο­ρι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση, προ­σέ­δω­σαν στο γε­γο­νός χα­ρα­κτή­ρα γιορ­τής μάλ­λον πα­ρά πέν­θους. Τί­πο­τα από αυ­τά βε­βαί­ως δεν αλ­λοί­ω­σε το γε­γο­νός. Ο Μί­κης εξε­μέ­τρη­σε το επί­γειο ζην πλη­ρέ­στα­τος ημε­ρών —έφυ­γε έφη­βος, λί­γο πριν τα 100—, πλη­ρέ­στα­τος δό­ξης, πλη­ρέ­στα­τος αμ­φι­σβή­τη­σης, πλη­ρέ­στα­τος αγά­πης και ευ­γνω­μο­σύ­νης. Οι φά­σεις και οι αντι­φά­σεις μιας ζω­ής μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής και ζη­λευ­τά, μο­να­δι­κά καρ­πο­φό­ρας. Όσο με­γά­λω­νε στα χρό­νια, τό­σο με­γά­λω­νε και η αυ­το­γνω­σία του. Ήδη το 2009 στον χαι­ρε­τι­σμό του για τη με­γά­λη έκ­θε­ση αφιε­ρω­μέ­νη στο τρι­συ­πό­στα­τό του —το τρι­λα­μπές, όπως το εί­χε εκ­μυ­στη­ρευ­τεί, δια­κρι­τι­κά, ο ίδιος— «συν­θέ­της/πο­λι­τι­κός/στο­χα­στής», που εί­χε ορ­γα­νω­θεί από το Ίδρυ­μα της Βου­λής των Ελ­λή­νων για τον Κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό και τη Δη­μο­κρα­τία, ευ­χα­ρι­στού­σε από καρ­διάς όλους αυ­τούς «... που εί­χαν την τόλ­μη να λά­βουν μια τό­σο γεν­ναία από­φα­ση να αφιε­ρώ­σουν σε ένα τό­σο αι­ρε­τι­κό και αμ­φι­λε­γό­με­νο –από πά­σης από­ψε­ως– Έλ­λη­να πο­λί­τη αυ­τήν τη θαυ­μά­σια έκ­θε­ση...».

Ο Μί­κης ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ όλα μου­σι­κός. Ήταν ένας Αρ­χάγ­γε­λος της Ελ­λη­νι­κής Μου­σι­κής· Μι­χα­ήλ ήταν άλ­λω­στε το βα­φτι­στι­κό του. Χά­ρη στην ιδιό­τη­τά του αυ­τή αγα­πή­θη­κε και δο­ξά­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο και αμ­φι­σβη­τή­θη­κε λι­γό­τε­ρο. Το τάν­κερ στο οποίο θα χω­ρέ­σει το τε­ρά­στιο από κά­θε άπο­ψη μου­σι­κό του έρ­γο, σί­γου­ρα δεν χω­ρά στη ... λί­μνη των Ιω­αν­νί­νων. Χω­ρά όμως το έρ­γο του αυ­τό στη μνή­μη εκεί­νου που χω­ρίς πα­ρω­πί­δες θα ακο­λου­θή­σει τα χνά­ρια που άφη­σε στην πο­ρεία για τη λυ­τρω­τι­κή κα­τα­ξί­ω­ση.
Για να οδη­γή­σου­με τη μνή­μη στην ανά­κλη­ση ή/και στην αφο­μοί­ω­ση του μου­σι­κού έρ­γου του Μί­κη επι­λέ­ξα­με επτά, εμ­βλη­μα­τι­κά κα­τά την άπο­ψή μας, έρ­γα του —ξε­χω­ρι­στά εί­ναι πά­ρα πολ­λά, εμ­βλη­μα­τι­κά λί­γα— και θυ­μί­ζου­με με­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους, που τα έκα­ναν να ξε­χω­ρί­σουν από τα υπό­λοι­πα σπου­δαία.
Για­τί επτά; Για­τί και ο Μί­κης εί­χε απο­δε­χτεί, εί­χε ασπα­στεί τη μυ­στη­ρια­κή δύ­να­μη και ιε­ρό­τη­τα του αριθ­μού αυ­τού, που πολ­λοί συ­νο­δοι­πό­ροι του, όπως ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της – για τις Μι­κρές Κυ­κλά­δες, κα­θώς και για τον κύ­κλο Λόρ­κα (Romancero Gitano) έδω­σε ποι­η­τι­κό υλι­κό για επτά τρα­γού­δια! – και ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός. Με­τά μά­λι­στα προ­τρο­πή του τε­λευ­ταί­ου ο Μί­κης έδω­σε στην «Εα­ρι­νή Συμ­φω­νία» του τον αριθ­μό 7 αντί του 4 που αντι­στοι­χού­σε κα­νο­νι­κά στη σει­ρά της δη­μιουρ­γί­ας της. Την άνοι­ξη του 1982 ο Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης εί­χε αρ­χί­σει να επε­ξερ­γά­ζε­ται ποί­η­ση του Γιάν­νη Ρί­τσου με σκο­πό να συν­θέ­σει μια νέα Συμ­φω­νία την τέ­ταρ­τη κα­τά σει­ρά. Εί­χε επι­λέ­ξει ποι­η­τι­κό λό­γο από την «Εα­ρι­νή Συμ­φω­νία», από το «Εμ­βα­τή­ριο του Ωκε­α­νού» και από την «Κυ­ρά των Αμπε­λιών». Εί­χε απο­φα­σί­σει να ονο­μά­σει τη Συμ­φω­νία του αυ­τή Εα­ρι­νή, ωστό­σο το Τέ­ταρ­τη και Εα­ρι­νή του φαί­νο­νταν αταί­ρια­στα και ασύμ­βα­τα. Εκεί­νη την επο­χή ολο­κλή­ρω­νε την κα­ντά­τα του Κα­τά Σαδ­δου­καί­ων αξιο­ποιώ­ντας το ομώ­νυ­μο ποι­η­τι­κό έρ­γο του Μι­χά­λη Κα­τσα­ρού. Σε μια συ­νά­ντη­σή του με τον ποι­η­τή στο Βρα­χά­τι του εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε τον προ­βλη­μα­τι­σμό του. Ο Μι­χά­λης Κα­τσα­ρός από­ρη­σε και τον ρώ­τη­σε: «Μα για­τί αυ­τή η υπο­τα­γή στους αριθ­μούς;». «Έχεις δί­κιο» του απά­ντη­σε ο συν­θέ­της. «Η επό­με­νη Συμ­φω­νία μου, με­τά την Τρί­τη, δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι η Εβδό­μη, δε­δο­μέ­νου ότι το Έαρ εκ­φρά­ζει τον ιε­ρό αριθ­μό 7!». Η από­φα­ση ελή­φθη και έτσι η νέα Συμ­φω­νία ονο­μά­στη­κε Εβδό­μη. Το γε­γο­νός αυ­τό αι­τιο­λο­γεί την έλ­λει­ψη μιας Πέμ­πτης και μιας Έκτης Συμ­φω­νί­ας. Με­τά την Εβδό­μη ακο­λού­θη­σε η σύν­θε­ση της Τέ­ταρ­της Συμ­φω­νί­ας – φυ­σιο­λο­γι­κή η αρίθ­μη­ση. Εγκα­τέ­λει­ψε όμως τα σχέ­δια για τη σύν­θε­ση μιας Πέμ­πτης και μιας Έκτης για­τί κα­τα­πιά­στη­κε με τη δη­μιουρ­γία των λυ­ρι­κών τρα­γω­διών του, αφιε­ρώ­νο­ντας έκτο­τε όλη σχε­δόν τη δη­μιουρ­γι­κή του ενέρ­γεια σε αυ­τές!

Επτά εμ­βλη­μα­τι­κά έρ­γα του Μί­κη λοι­πόν, που έφυ­γε «με την πρώ­τη στα­γό­να της βρο­χής»

1. Ελ­λη­νι­κή Απο­κριά (Μου­σι­κή μπα­λέ­του, 1947-1953): για­τί στο πρώ­ι­μο αυ­τό έρ­γο του, τού οποί­ου η σύν­θε­ση άρ­χι­σε στα νη­σιά της εξο­ρί­ας, στην Ικα­ρία, συ­γκε­κρι­μέ­να, σμί­γει με υπο­δειγ­μα­τι­κό τρό­πο ιδιαί­τε­ρες μου­σι­κές αγά­πες (Προ­κό­φιεφ, Στρα­βίν­σκυ, Σο­στα­κό­βιτς), ηχο­ρυθ­μούς της ελ­λη­νι­κής γης και θά­λασ­σας (ρε­μπέ­τι­κο, νη­σιώ­τι­κο), με τις δι­κές του εμπνευ­σμέ­νες με­λω­δί­ες (το θέ­μα του σα­ξο­φώ­νου που υπάρ­χει στον τρί­το χο­ρό του έρ­γου που ονο­μά­ζε­ται «Γκα­μή­λα» ενέ­πνευ­σε τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι στη δη­μιουρ­γία του τρα­γου­διού «Το πέ­λα­γο εί­ναι βα­θύ»), πλά­θο­ντας έτσι ένα άκρως σα­γη­νευ­τι­κό και οπωσ­δή­πο­τε δια­χρο­νι­κό σύν­θε­μα – ήταν αγα­πη­μέ­νο έρ­γο του Μά­νου Χα­τζι­δά­κι. Το έρ­γο γρά­φτη­κε για το Ελ­λη­νι­κό Χο­ρό­δρα­μα της Ραλ­λούς Μά­νου. Στην ολο­κλη­ρω­μέ­νη μορ­φή του μπα­λέ­του πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε από το Ελ­λη­νι­κό Χο­ρό­δρα­μα στις 14 Μαρ­τί­ου 1954 στην Κρα­τι­κή Όπε­ρα της Ρώ­μης σε μου­σι­κή διεύ­θυν­ση Αν­δρέα Πα­ρί­δη – στο πρό­γραμ­μα συ­νυ­πήρ­χαν τα μπα­λέ­τα Έξι λαϊ­κές ζω­γρα­φιές και Το κα­τα­ρα­μέ­νο φί­δι του Μά­νου Χα­τζι­δά­κι. Στα εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα στοι­χεία που συ­γκρο­τούν την ιστο­ρία του έρ­γου προ­στί­θε­ται και η πρώ­τη του δι­σκο­γρά­φη­ση. Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε αυ­τή το 1964 σε πα­ρα­γω­γή της ΕΔΑ. Το ερ­μή­νευ­σε η Συμ­φω­νι­κή Ορ­χή­στρα του Εδιμ­βούρ­γου, υπό τις κα­τευ­θυ­ντή­ριες οδη­γί­ες του επι­φα­νούς Άγ­γλου αρ­χι­μου­σι­κού – και με­τέ­πει­τα Sir – Colin Davis!

2. Επι­τά­φιος (Κύ­κλος τρα­γου­διών, 1958):για­τί με αυ­τό τον κύ­κλο, που εί­χε ως αφε­τη­ρία την ποί­η­ση του Γιάν­νη Ρί­τσου, γεν­νή­θη­κε το «έντε­χνο λαϊ­κό» τρα­γού­δι — ο φαι­νο­με­νι­κά αδό­κι­μος αυ­τός όρος επι­νο­ή­θη­κε από τον Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη. Έμελ­λε έκτο­τε να κυ­ριαρ­χή­σει στη μου­σι­κή ζωή της χώ­ρας και συ­χνά να την κα­τα­δυ­να­στεύ­σει. Ο συν­θέ­της χα­ρα­κτη­ρί­ζει έντε­χνη την ποί­η­ση και λαϊ­κή τη μου­σι­κή. Η ταυ­τό­χρο­νη δι­πλή δι­σκο­γρά­φη­ση του κύ­κλου το 1960 (σε ενορ­χή­στρω­ση και διεύ­θυν­ση Μά­νου Χα­τζι­δά­κι, με ερ­μη­νεύ­τρια τη Νά­να Μού­σχου­ρη και σε ενορ­χή­στρω­ση και διεύ­θυν­ση Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη, με ερ­μη­νευ­τή τον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση) που εί­χε κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό την αι­σθη­τι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση, δη­μιούρ­γη­σε το γνω­στό ελ­λη­νι­κό μου­σι­κό «σχί­σμα»: θε­ο­δω­ρα­κι­κοί – χα­τζι­δα­κι­κοί. Αυ­τό το εμ­βλη­μα­τι­κό έρ­γο —οκτώ από κά­θε άπο­ψη αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά τρα­γού­δια, γνή­σια ελ­λη­νι­κά— έμελ­λε να αλ­λά­ξει τους προ­σα­να­το­λι­σμούς και το ύφος του ελ­λη­νι­κού τρα­γου­διού. Με αυ­τό ο ελ­λη­νι­κός λα­ός άρ­χι­σε να τρα­γου­δά τους ποι­η­τές του. Και από τό­τε πο­τέ δεν έπα­ψε να τους τρα­γου­δά.

Με τον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση


3. Ηλέ­κτρα (Μου­σι­κή για την ομώ­νυ­μη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία του Μι­χά­λη Κα­κο­γιάν­νη, 1962): για­τί μο­λο­νό­τι η μου­σι­κή και το ένα τρα­γού­δι που πλά­στη­καν για να συ­ντρο­φεύ­ουν τις ει­κό­νες δεν απο­τυ­πώ­νο­νται εύ­κο­λα στη μνή­μη, απο­τέ­λε­σαν ένα μνη­μείο του εί­δους, το οποίο εγκω­μιά­στη­κε πα­γκο­σμί­ως. Ο ίδιος ο συν­θέ­της σχο­λί­α­σε επι­γραμ­μα­τι­κά, σε μέλ­λο­ντα χρό­νο, τη δη­μιουρ­γία του αυ­τή με τα ακό­λου­θα λό­για: «Ήταν η πρώ­τη μου συ­νει­δη­τή επα­φή με τη μου­σι­κή του κι­νη­μα­το­γρά­φου, και τη θε­ω­ρώ ως πρό­τυ­πο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής μου­σι­κής». Δεν εί­ναι απλώς πρό­τυ­πο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής μου­σι­κής τού­τη η προ­σφο­ρά του Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη. Εί­ναι πρό­τυ­πο μου­σι­κής που συν­δέ­ει το απώ­τε­ρο χθες με το σή­με­ρα του ελ­λη­νι­σμού. Όπως το συν­δέ­ουν οι αρ­χαί­ες τρα­γω­δί­ες. Με λι­τά μου­σι­κά μέ­σα (η παρ­τι­τού­ρα ορί­ζει φω­νή, πί­κο­λο φλά­ου­το, κλα­ρί­νο, σα­ντού­ρι, μπα­γλα­μά, κό­ντρα-μπά­σο και κρου­στά) που απο­λαμ­βά­νουν την αρω­γή ήχων της φύ­σης ο συν­θέ­της δια­μορ­φώ­νει ένα ιδα­νι­κό μου­σι­κό το­πίο που συ­χνά αντι­κα­θι­στά το λό­γο. Αντι­κα­θι­στά μά­λι­στα κά­πο­τε και την πο­λυ­δύ­να­μη σιω­πή.

4. Το τρα­γού­δι του νε­κρού αδερ­φού (1960-62): για­τί αυ­τό το ολό­δι­κό του μου­σι­κο­θε­α­τρι­κό έρ­γο —«Μου­σι­κή Τρα­γω­δία» το θέ­λει ο πλα­στουρ­γός του— υμνεί με απα­ρά­μιλ­λο τρό­πο την αδελ­φο­σύ­νη, τη συμ­φι­λί­ω­ση και την ενό­τη­τα, ανα­γκαία στοι­χεία για την διαιώ­νι­ση του ελ­λη­νι­σμού. Μια πά­λη ανά­με­σα σε ιδέ­ες και αν­θρώ­πους, ανά­με­σα στο πά­θος και τα πά­θη. Ένα έρ­γο που έχει ταυ­τό­χρο­να ρί­ζες στο λαϊ­κό θέ­α­τρο και στην αρ­χαία τρα­γω­δία. «Ελε­γεία» το χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο Άγ­γε­λος Τερ­ζά­κης. Οι απλοί άν­θρω­ποι γί­νο­νται σε αυ­τό σύμ­βο­λα της σύγ­χρο­νης νε­ο­ελ­λη­νι­κής μυ­θο­λο­γί­ας. Η μαρ­τυ­ρία του Μά­νου Κα­τρά­κη που πρω­τα­γω­νι­στού­σε στην πα­ρά­στα­ση εί­ναι κα­τα­λυ­τι­κή: «Εδώ ο Θε­ο­δω­ρά­κης χυ­μά­ει μέ­σα στο χρό­νο, αρ­πά­ζει τη λαϊ­κή ψυ­χή, την κά­νει μου­σι­κή και λό­γο και τη ρί­χνει πά­νω από τα πά­θη μας σαν φως και σαν βρο­χή. Το ησυ­χά­ζει, τα καλ­μά­ρει και μας ενώ­νει πά­λι, με μια δε­ξιο­τε­χνία θαυ­μα­στή. Και προ­πα­ντός με μιαν αλή­θεια.». Κι αν ο πε­ζός λό­γος χά­νε­ται με το τέ­λος της πα­ρά­στα­σης, πα­ρα­μέ­νει στη μνή­μη ο λό­γος-στί­χος με τον οποίο δο­μή­θη­καν τα τρα­γού­δια. Σπα­ρα­χτι­κός και αυ­τός σε από­λυ­τη σύ­μπνοια με το όλον. Εν­νιά συ­γκλο­νι­στι­κά λαϊ­κά τρα­γού­δια συ­νέ­θε­σε ο Θε­ο­δω­ρά­κης για το έρ­γο του αυ­τό· τα οκτώ σε δι­κούς του στί­χους, ένα σε στί­χους του Κώ­στα Βίρ­βου. Εν­νιά τρα­γού­δια-δια­μά­ντια με κο­ρυ­φαίο το «Στα περ­βό­λια», για πολ­λούς το κο­ρυ­φαίο των ομοει­δών τρα­γου­διών του.

5. Άξιον Εστί (1960-63): για­τί με αυ­τό το κα­θ’ όλα μο­να­δι­κό και πρω­τό­τυ­πο έρ­γο ο Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης θε­με­λιώ­νει μια νέα τά­ξη πραγ­μά­των στην ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή. Αυ­τή την οποία ο ίδιος βά­φτι­σε με­τα­συμ­φω­νι­κή μου­σι­κή. Συ­νο­δοι­πο­ρούν σε αυ­τό αρ­μο­νι­κά με ευ­φά­ντα­στο δη­μιουρ­γι­κό τρό­πο το μου­σι­κά λό­γιο με το μου­σι­κά λαϊ­κό, με έρει­σμα τη με­γά­λη ποί­η­ση. Μια μου­σι­κή τοι­χο­γρα­φία πρά­ξης σπου­δαί­ας και τε­λεί­ας ακα­τα­μά­χη­της σα­γή­νης, εί­ναι τού­το το ου­ρα­νό­φερ­το έρ­γο. Ο χο­ρός, ο ψάλ­της, ο αφη­γη­τής, ο λαϊ­κός τρα­γου­δι­στής, η λαϊ­κή ορ­χή­στρα, η συμ­φω­νι­κή ορ­χή­στρα σε αγα­στή σύ­μπνοια, κοι­τά­ζουν άλ­λο­τε την ανα­το­λή, άλ­λο­τε τη δύ­ση πα­ρα­μέ­νο­ντας ωστό­σο επί­μο­να ελ­λη­νι­κά. Ο επιού­σιος λό­γος του Οδυσ­σέα Ελύ­τη έγι­νε η αφορ­μή για να δι­δα­χτού­με με αιώ­νιο τρό­πο ότι αυ­τός ο κό­σμος μπο­ρεί να εί­ναι μι­κρός, αλ­λά συ­νά­μα εί­ναι και μέ­γας. Έρ­γο ανε­πα­νά­λη­πτο, μνη­μείο πραγ­μα­τι­κό κι αδια­πραγ­μά­τευ­το, κα­τα­σκευα­σμέ­νο από γνή­σια ελ­λη­νι­κά υλι­κά, χω­ρίς προ­δρό­μους και ίσως χω­ρίς επι­γό­νους.

6. Τρί­τη Συμ­φω­νία (α΄ μορ­φή 1980-81, β΄ μορ­φή 1992): για­τί αυ­τή η δη­μο­φι­λέ­στε­ρη από τις έξι συμ­φω­νί­ες του συν­θέ­τη εμπε­ριέ­χει μια κο­ρυ­φαία στιγ­μή ελ­λη­νι­κής συμ­φω­νι­κής μου­σι­κής. Πρό­κει­ται για το 3ο μέ­ρος της, το οποίο έχει την επω­νυ­μία «Βυ­ζα­ντι­νός ύμνος για τον Πέ­τρο της ΕΠΟΝ» και χα­ρα­κτη­ρι­σμό ρυθ­μι­κής αγω­γής Adagio – Adante. Σε αυ­τό σμί­γει ανα­πά­ντε­χα —αν μπο­ρεί να υπάρ­ξει το ανα­πά­ντε­χο στη μου­σι­κή ποι­η­τι­κή του Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη— με­λο­ποι­η­μέ­νη ποί­η­ση του Κ. Π. Κα­βά­φη με τα εγκώ­μια της Με­γά­λης Πα­ρα­σκευ­ής. Μια θε­σπέ­σια πρω­τό­τυ­πη λυ­ρι­κή με­λω­δία «τρα­γου­δά» τα επι­λεγ­μέ­να σπά­ραγ­μα από τη δεύ­τε­ρη στρο­φή του ποι­ή­μα­τος «Η πό­λις» — το έγρα­ψε ο Αλε­ξαν­δρι­νός το 1910— και με έναν τρό­πο μα­γι­κό με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται στο βυ­ζα­ντι­νό μέ­λος που ανα­δύ­ε­ται από το «Αι γε­νε­αί πά­σαι» και το «Η ζωή εν τά­φω» και σμί­γει με αυ­τό εις μου­σι­κήν σάρ­καν μί­αν! Κά­θαρ­σις!!! Η φω­νή (με­σό­φω­νος), οι φω­νές (χο­ρω­δία) και η με­γά­λη συμ­φω­νι­κή ορ­χή­στρα αρ­νού­νται τη συ­μπό­ρευ­ση με τις σύγ­χρο­νες επι­μο­νές, που εκ­φρά­ζο­νται με την «τε­τρά­χορ­δη» μου­σι­κή λο­γι­κή του συν­θέ­τη, και ακο­λου­θούν ένα ξε­χω­ρι­στό ηχο­ρυθ­μι­κό δρό­μο, αμι­γώς ελ­λη­νι­κό. Αν ανα­λο­γι­στού­με μά­λι­στα ότι τα υπό­λοι­πα τρία μέ­ρη του έρ­γου έχουν ως πυ­ρή­να το ποί­η­μα του Σο­λω­μού «Η τρε­λή μά­να» δια­πι­στώ­νου­με ότι η τι­μή —και για­τί όχι και το τί­μη­μα—εί­ναι πο­λύ με­γά­λη: Βυ­ζά­ντιο-Σο­λω­μός-Κα­βά­φης-Θε­ο­δω­ρά­κης. Τι κι αν και αυ­τό το έρ­γο αντι­κα­θρε­φτί­ζει το πλη­θω­ρι­κό του δη­μιουρ­γού του — η ερ­μη­νεία του ξε­περ­νά τη μια ώρα. Εκεί­νο που μέ­νει βα­σα­νι­στι­κά στη μνή­μη εί­ναι το «Ω γλυ­κύ μου έαρ». Όχι αυ­τός κα­θ’ εαυ­τός ο βυ­ζα­ντι­νός ύμνος, αλ­λά ο αρι­στουρ­γη­μα­τι­κός τρό­πος με τον οποίο τον ενέ­τα­ξε ο μου­σουρ­γός στο έρ­γο του.

7. Adagio - Στα θύ­μα­τα του Βοσ­νια­κού πο­λέ­μου (1.5.1993) – για­τί μέ­σα σε λί­γες μου­σι­κές αρά­δες ο Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης εκ­φρά­ζει με μο­να­δι­κή ευαι­σθη­σία τη θλί­ψη, την οδύ­νη, ου μην και την ορ­γή του, για τα θύ­μα­τα του Βοσ­νια­κού πο­λέ­μου. Όχι όμως με κραυ­γα­λέο τρό­πο, αλ­λά με τον δι­κό του ατμο­σφαι­ρι­κό, ευ­γε­νι­κό και τρυ­φε­ρό. Πρω­το­μα­γιά του 1993. Τρα­γι­κά τα κο­ρυ­φώ­μα­τα του γει­το­νι­κού πο­λέ­μου. Στη σκέ­ψη του τρι­γυ­ρί­ζει η με­λαγ­χο­λι­κή με­λω­δία με την οποία έπλα­σε το 1987 τη «Με­γά­λη άρια της Βε­α­τρί­κης» για τον κύ­κλο τρα­γου­διών Η Βε­α­τρί­κη στην Οδό Μη­δέν. Μια ορ­χή­στρα εγ­χόρ­δων για τη συ­νο­δεία αντί του αρ­χι­κού πιά­νου, ένα πνευ­στό για το τρα­γού­δι αντί της φω­νής. Να πως γεν­νή­θη­κε ένα μοι­ρο­λόι χω­ρίς λό­για για τα θύ­μα­τα ενός ακό­μη άδι­κου πο­λέ­μου. Η με­λω­δία ξε­τυ­λί­γε­ται αρ­γά, βα­σα­νι­στι­κά κά­πο­τε, σε τρί­ση­μο ρυθ­μό. Ο ελάσ­σων τρό­πος της μου­σι­κής εί­ναι απο­λύ­τως ται­ρια­στός. Το adagio, ο εξ ορι­σμού χα­ρα­κτη­ρι­σμός της ρυθ­μι­κής αγω­γής, αρ­μο­νι­κός μοιά­ζει τί­τλος του νέ­ου έρ­γου. Ακούς αυ­τή τη θε­σπέ­σια μου­σι­κή μι­νια­τού­ρα και ανα­ρω­τιέ­σαι σε τι μπο­ρεί να υπο­λεί­πε­ται δυο άλ­λων ομοει­δών του που έχουν δο­ξα­στεί από τη μου­σι­κή οι­κου­μέ­νη στον 20ό αιώ­να: το Adagio για έγ­χορ­δα του Σά­μιου­ελ Μπάρ­μπερ (1936) και το Adagietto το οποίο συ­νέ­θε­σε για την Πέμ­πτη Συμ­φω­νία του ο Γκού­σταβ Μά­λερ (1901-02) — ναι αυ­τό που απο­γεί­ω­σε με το Θά­να­το στη Βε­νε­τία ο Λου­κί­νο Βι­σκό­ντι (1971). Η απά­ντη­ση μο­νο­σή­μα­ντα δε­δο­μέ­νη.

Εύ­κο­λα γί­νε­ται αντι­λη­πτό με­τά από αυ­τά, ότι και μό­νον με τα επτά έρ­γα του που μνη­μο­νεύ­τη­καν ο Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης εί­χε κερ­δί­σει την αθα­να­σία. Ναι δεν την κέρ­δι­σε με το θά­να­τό του. Την εί­χε κερ­δί­σει προ πολ­λού με το ασύ­γκρι­το, το απα­ρά­μιλ­λο μου­σι­κό έρ­γο του. Τό­σο το ελ­λη­νι­κό, όσο και το οι­κου­με­νι­κό.

* Ο Νίκος Γκάτσος θέλει πικρό το άστρο της χαραυγής. Ο Μίκης, όμως, ήταν και παραμένει «άστρο λαμπρό».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: