Ήταν γνωστό τον τελευταίο καιρό, και όχι μόνον εις τους παροικούντες
την Ιερουσαλήμ, ότι οι μέρες του είχαν λιγοστέψει ανησυχητικά. Παρά
ταύτα η είδηση της τελευτής προκάλεσε αβάσταχτη συγκίνηση. Ο καθένας την
εξέφρασε με το δικό του τρόπο. Άλλοι με μεγαλοστομίες, άλλοι με
συγκρατημένα λόγια, άλλοι με έντονη συναισθηματική φόρτιση, άλλοι,
λιγοστοί αυτοί, με ένα βουβό λυγμό και με σιωπή.
Αναλύσεις επί
αναλύσεων, αποκαλύψεις επί αποκαλύψεων, όχι πάντα ανεπίληπτη ιστορική
τεκμηρίωση, προσέδωσαν στο γεγονός χαρακτήρα γιορτής μάλλον παρά
πένθους. Τίποτα από αυτά βεβαίως δεν αλλοίωσε το γεγονός. Ο Μίκης
εξεμέτρησε το επίγειο ζην πληρέστατος ημερών —έφυγε έφηβος, λίγο πριν τα
100—, πληρέστατος δόξης, πληρέστατος αμφισβήτησης, πληρέστατος αγάπης
και ευγνωμοσύνης. Οι φάσεις και οι αντιφάσεις μιας ζωής μυθιστορηματικής
και ζηλευτά, μοναδικά καρποφόρας. Όσο μεγάλωνε στα χρόνια, τόσο
μεγάλωνε και η αυτογνωσία του. Ήδη το 2009 στον χαιρετισμό του για τη
μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στο τρισυπόστατό του —το τριλαμπές, όπως το
είχε εκμυστηρευτεί, διακριτικά, ο ίδιος—
«συνθέτης/πολιτικός/στοχαστής», που είχε οργανωθεί από το Ίδρυμα της
Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία,
ευχαριστούσε από καρδιάς όλους αυτούς «... που είχαν την τόλμη να
λάβουν μια τόσο γενναία απόφαση να αφιερώσουν σε ένα τόσο αιρετικό και
αμφιλεγόμενο –από πάσης απόψεως– Έλληνα πολίτη αυτήν τη θαυμάσια
έκθεση...».
Ο Μίκης ήταν περισσότερο απ’ όλα μουσικός. Ήταν ένας Αρχάγγελος της
Ελληνικής Μουσικής· Μιχαήλ ήταν άλλωστε το βαφτιστικό του. Χάρη στην
ιδιότητά του αυτή αγαπήθηκε και δοξάστηκε περισσότερο και αμφισβητήθηκε
λιγότερο. Το τάνκερ στο οποίο θα χωρέσει το τεράστιο από κάθε άποψη
μουσικό του έργο, σίγουρα δεν χωρά στη ... λίμνη των Ιωαννίνων. Χωρά
όμως το έργο του αυτό στη μνήμη εκείνου που χωρίς παρωπίδες θα
ακολουθήσει τα χνάρια που άφησε στην πορεία για τη λυτρωτική καταξίωση.
Για
να οδηγήσουμε τη μνήμη στην ανάκληση ή/και στην αφομοίωση του μουσικού
έργου του Μίκη επιλέξαμε επτά, εμβληματικά κατά την άποψή μας, έργα του
—ξεχωριστά είναι πάρα πολλά, εμβληματικά λίγα— και θυμίζουμε μερικά
χαρακτηριστικά τους, που τα έκαναν να ξεχωρίσουν από τα υπόλοιπα
σπουδαία.
Γιατί επτά; Γιατί και ο Μίκης είχε αποδεχτεί, είχε
ασπαστεί τη μυστηριακή δύναμη και ιερότητα του αριθμού αυτού, που πολλοί
συνοδοιπόροι του, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης – για τις Μικρές Κυκλάδες, καθώς και για τον κύκλο Λόρκα (Romancero Gitano)
έδωσε ποιητικό υλικό για επτά τραγούδια! – και ο Μιχάλης Κατσαρός. Μετά
μάλιστα προτροπή του τελευταίου ο Μίκης έδωσε στην «Εαρινή Συμφωνία»
του τον αριθμό 7 αντί του 4 που αντιστοιχούσε κανονικά στη σειρά της
δημιουργίας της. Την άνοιξη του 1982 ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αρχίσει να
επεξεργάζεται ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με σκοπό να συνθέσει μια νέα
Συμφωνία την τέταρτη κατά σειρά. Είχε επιλέξει ποιητικό λόγο από την
«Εαρινή Συμφωνία», από το «Εμβατήριο του Ωκεανού» και από την «Κυρά των
Αμπελιών». Είχε αποφασίσει να ονομάσει τη Συμφωνία του αυτή Εαρινή,
ωστόσο το Τέταρτη και Εαρινή του φαίνονταν αταίριαστα και ασύμβατα.
Εκείνη την εποχή ολοκλήρωνε την καντάτα του Κατά Σαδδουκαίων
αξιοποιώντας το ομώνυμο ποιητικό έργο του Μιχάλη Κατσαρού. Σε μια
συνάντησή του με τον ποιητή στο Βραχάτι του εκμυστηρεύτηκε τον
προβληματισμό του. Ο Μιχάλης Κατσαρός απόρησε και τον ρώτησε: «Μα γιατί
αυτή η υποταγή στους αριθμούς;». «Έχεις δίκιο» του απάντησε ο συνθέτης.
«Η επόμενη Συμφωνία μου, μετά την Τρίτη, δεν μπορεί παρά να είναι η Εβδόμη, δεδομένου ότι το Έαρ εκφράζει τον ιερό αριθμό 7!». Η απόφαση ελήφθη και έτσι η νέα Συμφωνία ονομάστηκε Εβδόμη. Το γεγονός αυτό αιτιολογεί την έλλειψη μιας Πέμπτης και μιας Έκτης Συμφωνίας. Μετά την Εβδόμη ακολούθησε η σύνθεση της Τέταρτης Συμφωνίας
– φυσιολογική η αρίθμηση. Εγκατέλειψε όμως τα σχέδια για τη σύνθεση
μιας Πέμπτης και μιας Έκτης γιατί καταπιάστηκε με τη δημιουργία των
λυρικών τραγωδιών του, αφιερώνοντας έκτοτε όλη σχεδόν τη δημιουργική του
ενέργεια σε αυτές!
Επτά εμβληματικά έργα του Μίκη λοιπόν, που έφυγε «με την πρώτη σταγόνα της βροχής»
1. Ελληνική Αποκριά (Μουσική μπαλέτου, 1947-1953): γιατί στο πρώιμο αυτό έργο του, τού οποίου η σύνθεση άρχισε στα νησιά της εξορίας, στην Ικαρία, συγκεκριμένα, σμίγει με υποδειγματικό τρόπο ιδιαίτερες μουσικές αγάπες (Προκόφιεφ, Στραβίνσκυ, Σοστακόβιτς), ηχορυθμούς της ελληνικής γης και θάλασσας (ρεμπέτικο, νησιώτικο), με τις δικές του εμπνευσμένες μελωδίες (το θέμα του σαξοφώνου που υπάρχει στον τρίτο χορό του έργου που ονομάζεται «Γκαμήλα» ενέπνευσε τον Μάνο Χατζιδάκι στη δημιουργία του τραγουδιού «Το πέλαγο είναι βαθύ»), πλάθοντας έτσι ένα άκρως σαγηνευτικό και οπωσδήποτε διαχρονικό σύνθεμα – ήταν αγαπημένο έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Το έργο γράφτηκε για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Στην ολοκληρωμένη μορφή του μπαλέτου πρωτοπαρουσιάστηκε από το Ελληνικό Χορόδραμα στις 14 Μαρτίου 1954 στην Κρατική Όπερα της Ρώμης σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη – στο πρόγραμμα συνυπήρχαν τα μπαλέτα Έξι λαϊκές ζωγραφιές και Το καταραμένο φίδι του Μάνου Χατζιδάκι. Στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία που συγκροτούν την ιστορία του έργου προστίθεται και η πρώτη του δισκογράφηση. Πραγματοποιήθηκε αυτή το 1964 σε παραγωγή της ΕΔΑ. Το ερμήνευσε η Συμφωνική Ορχήστρα του Εδιμβούργου, υπό τις κατευθυντήριες οδηγίες του επιφανούς Άγγλου αρχιμουσικού – και μετέπειτα Sir – Colin Davis!
2. Επιτάφιος (Κύκλος τραγουδιών, 1958):γιατί με αυτό
τον κύκλο, που είχε ως αφετηρία την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, γεννήθηκε
το «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι — ο φαινομενικά αδόκιμος αυτός όρος
επινοήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Έμελλε έκτοτε να κυριαρχήσει στη
μουσική ζωή της χώρας και συχνά να την καταδυναστεύσει. Ο συνθέτης
χαρακτηρίζει έντεχνη την ποίηση και λαϊκή τη μουσική. Η ταυτόχρονη διπλή
δισκογράφηση του κύκλου το 1960 (σε ενορχήστρωση και διεύθυνση Μάνου
Χατζιδάκι, με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη και σε ενορχήστρωση και
διεύθυνση Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση) που είχε
κύριο χαρακτηριστικό την αισθητική διαφοροποίηση, δημιούργησε το γνωστό
ελληνικό μουσικό «σχίσμα»: θεοδωρακικοί – χατζιδακικοί. Αυτό το
εμβληματικό έργο —οκτώ από κάθε άποψη αριστουργηματικά τραγούδια, γνήσια
ελληνικά— έμελλε να αλλάξει τους προσανατολισμούς και το ύφος του
ελληνικού τραγουδιού. Με αυτό ο ελληνικός λαός άρχισε να τραγουδά τους
ποιητές του. Και από τότε ποτέ δεν έπαψε να τους τραγουδά.
3. Ηλέκτρα (Μουσική για την ομώνυμη
κινηματογραφική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, 1962): γιατί μολονότι η
μουσική και το ένα τραγούδι που πλάστηκαν για να συντροφεύουν τις
εικόνες δεν αποτυπώνονται εύκολα στη μνήμη, αποτέλεσαν ένα μνημείο του
είδους, το οποίο εγκωμιάστηκε παγκοσμίως. Ο ίδιος ο συνθέτης σχολίασε
επιγραμματικά, σε μέλλοντα χρόνο, τη δημιουργία του αυτή με τα ακόλουθα
λόγια: «Ήταν η πρώτη μου συνειδητή επαφή με τη μουσική του
κινηματογράφου, και τη θεωρώ ως πρότυπο κινηματογραφικής μουσικής». Δεν
είναι απλώς πρότυπο κινηματογραφικής μουσικής τούτη η προσφορά του Μίκη
Θεοδωράκη. Είναι πρότυπο μουσικής που συνδέει το απώτερο χθες με το
σήμερα του ελληνισμού. Όπως το συνδέουν οι αρχαίες τραγωδίες. Με λιτά
μουσικά μέσα (η παρτιτούρα ορίζει φωνή, πίκολο φλάουτο, κλαρίνο,
σαντούρι, μπαγλαμά, κόντρα-μπάσο και κρουστά) που απολαμβάνουν την αρωγή
ήχων της φύσης ο συνθέτης διαμορφώνει ένα ιδανικό μουσικό τοπίο που
συχνά αντικαθιστά το λόγο. Αντικαθιστά μάλιστα κάποτε και την πολυδύναμη
σιωπή.
4. Το τραγούδι του νεκρού αδερφού (1960-62): γιατί αυτό το ολόδικό του μουσικοθεατρικό έργο —«Μουσική Τραγωδία» το θέλει ο πλαστουργός του— υμνεί με απαράμιλλο τρόπο την αδελφοσύνη, τη συμφιλίωση και την ενότητα, αναγκαία στοιχεία για την διαιώνιση του ελληνισμού. Μια πάλη ανάμεσα σε ιδέες και ανθρώπους, ανάμεσα στο πάθος και τα πάθη. Ένα έργο που έχει ταυτόχρονα ρίζες στο λαϊκό θέατρο και στην αρχαία τραγωδία. «Ελεγεία» το χαρακτηρίζει ο Άγγελος Τερζάκης. Οι απλοί άνθρωποι γίνονται σε αυτό σύμβολα της σύγχρονης νεοελληνικής μυθολογίας. Η μαρτυρία του Μάνου Κατράκη που πρωταγωνιστούσε στην παράσταση είναι καταλυτική: «Εδώ ο Θεοδωράκης χυμάει μέσα στο χρόνο, αρπάζει τη λαϊκή ψυχή, την κάνει μουσική και λόγο και τη ρίχνει πάνω από τα πάθη μας σαν φως και σαν βροχή. Το ησυχάζει, τα καλμάρει και μας ενώνει πάλι, με μια δεξιοτεχνία θαυμαστή. Και προπαντός με μιαν αλήθεια.». Κι αν ο πεζός λόγος χάνεται με το τέλος της παράστασης, παραμένει στη μνήμη ο λόγος-στίχος με τον οποίο δομήθηκαν τα τραγούδια. Σπαραχτικός και αυτός σε απόλυτη σύμπνοια με το όλον. Εννιά συγκλονιστικά λαϊκά τραγούδια συνέθεσε ο Θεοδωράκης για το έργο του αυτό· τα οκτώ σε δικούς του στίχους, ένα σε στίχους του Κώστα Βίρβου. Εννιά τραγούδια-διαμάντια με κορυφαίο το «Στα περβόλια», για πολλούς το κορυφαίο των ομοειδών τραγουδιών του.
5. Άξιον Εστί (1960-63): γιατί με αυτό το καθ’ όλα μοναδικό και πρωτότυπο έργο ο Μίκης Θεοδωράκης θεμελιώνει μια νέα τάξη πραγμάτων στην ελληνική μουσική. Αυτή την οποία ο ίδιος βάφτισε μετασυμφωνική μουσική. Συνοδοιπορούν σε αυτό αρμονικά με ευφάνταστο δημιουργικό τρόπο το μουσικά λόγιο με το μουσικά λαϊκό, με έρεισμα τη μεγάλη ποίηση. Μια μουσική τοιχογραφία πράξης σπουδαίας και τελείας ακαταμάχητης σαγήνης, είναι τούτο το ουρανόφερτο έργο. Ο χορός, ο ψάλτης, ο αφηγητής, ο λαϊκός τραγουδιστής, η λαϊκή ορχήστρα, η συμφωνική ορχήστρα σε αγαστή σύμπνοια, κοιτάζουν άλλοτε την ανατολή, άλλοτε τη δύση παραμένοντας ωστόσο επίμονα ελληνικά. Ο επιούσιος λόγος του Οδυσσέα Ελύτη έγινε η αφορμή για να διδαχτούμε με αιώνιο τρόπο ότι αυτός ο κόσμος μπορεί να είναι μικρός, αλλά συνάμα είναι και μέγας. Έργο ανεπανάληπτο, μνημείο πραγματικό κι αδιαπραγμάτευτο, κατασκευασμένο από γνήσια ελληνικά υλικά, χωρίς προδρόμους και ίσως χωρίς επιγόνους.
6. Τρίτη Συμφωνία (α΄ μορφή 1980-81, β΄ μορφή 1992): γιατί αυτή η δημοφιλέστερη από τις έξι συμφωνίες του συνθέτη εμπεριέχει μια κορυφαία στιγμή ελληνικής συμφωνικής μουσικής. Πρόκειται για το 3ο μέρος της, το οποίο έχει την επωνυμία «Βυζαντινός ύμνος για τον Πέτρο της ΕΠΟΝ» και χαρακτηρισμό ρυθμικής αγωγής Adagio – Adante. Σε αυτό σμίγει αναπάντεχα —αν μπορεί να υπάρξει το αναπάντεχο στη μουσική ποιητική του Μίκη Θεοδωράκη— μελοποιημένη ποίηση του Κ. Π. Καβάφη με τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Μια θεσπέσια πρωτότυπη λυρική μελωδία «τραγουδά» τα επιλεγμένα σπάραγμα από τη δεύτερη στροφή του ποιήματος «Η πόλις» — το έγραψε ο Αλεξανδρινός το 1910— και με έναν τρόπο μαγικό μετασχηματίζεται στο βυζαντινό μέλος που αναδύεται από το «Αι γενεαί πάσαι» και το «Η ζωή εν τάφω» και σμίγει με αυτό εις μουσικήν σάρκαν μίαν! Κάθαρσις!!! Η φωνή (μεσόφωνος), οι φωνές (χορωδία) και η μεγάλη συμφωνική ορχήστρα αρνούνται τη συμπόρευση με τις σύγχρονες επιμονές, που εκφράζονται με την «τετράχορδη» μουσική λογική του συνθέτη, και ακολουθούν ένα ξεχωριστό ηχορυθμικό δρόμο, αμιγώς ελληνικό. Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι τα υπόλοιπα τρία μέρη του έργου έχουν ως πυρήνα το ποίημα του Σολωμού «Η τρελή μάνα» διαπιστώνουμε ότι η τιμή —και γιατί όχι και το τίμημα—είναι πολύ μεγάλη: Βυζάντιο-Σολωμός-Καβάφης-Θεοδωράκης. Τι κι αν και αυτό το έργο αντικαθρεφτίζει το πληθωρικό του δημιουργού του — η ερμηνεία του ξεπερνά τη μια ώρα. Εκείνο που μένει βασανιστικά στη μνήμη είναι το «Ω γλυκύ μου έαρ». Όχι αυτός καθ’ εαυτός ο βυζαντινός ύμνος, αλλά ο αριστουργηματικός τρόπος με τον οποίο τον ενέταξε ο μουσουργός στο έργο του.
7. Adagio - Στα θύματα του Βοσνιακού πολέμου (1.5.1993) – γιατί μέσα σε λίγες μουσικές αράδες ο Μίκης Θεοδωράκης εκφράζει με μοναδική ευαισθησία τη θλίψη, την οδύνη, ου μην και την οργή του, για τα θύματα του Βοσνιακού πολέμου. Όχι όμως με κραυγαλέο τρόπο, αλλά με τον δικό του ατμοσφαιρικό, ευγενικό και τρυφερό. Πρωτομαγιά του 1993. Τραγικά τα κορυφώματα του γειτονικού πολέμου. Στη σκέψη του τριγυρίζει η μελαγχολική μελωδία με την οποία έπλασε το 1987 τη «Μεγάλη άρια της Βεατρίκης» για τον κύκλο τραγουδιών Η Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν. Μια ορχήστρα εγχόρδων για τη συνοδεία αντί του αρχικού πιάνου, ένα πνευστό για το τραγούδι αντί της φωνής. Να πως γεννήθηκε ένα μοιρολόι χωρίς λόγια για τα θύματα ενός ακόμη άδικου πολέμου. Η μελωδία ξετυλίγεται αργά, βασανιστικά κάποτε, σε τρίσημο ρυθμό. Ο ελάσσων τρόπος της μουσικής είναι απολύτως ταιριαστός. Το adagio, ο εξ ορισμού χαρακτηρισμός της ρυθμικής αγωγής, αρμονικός μοιάζει τίτλος του νέου έργου. Ακούς αυτή τη θεσπέσια μουσική μινιατούρα και αναρωτιέσαι σε τι μπορεί να υπολείπεται δυο άλλων ομοειδών του που έχουν δοξαστεί από τη μουσική οικουμένη στον 20ό αιώνα: το Adagio για έγχορδα του Σάμιουελ Μπάρμπερ (1936) και το Adagietto το οποίο συνέθεσε για την Πέμπτη Συμφωνία του ο Γκούσταβ Μάλερ (1901-02) — ναι αυτό που απογείωσε με το Θάνατο στη Βενετία ο Λουκίνο Βισκόντι (1971). Η απάντηση μονοσήμαντα δεδομένη.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό μετά από αυτά, ότι και μόνον με τα επτά έργα
του που μνημονεύτηκαν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε κερδίσει την αθανασία.
Ναι δεν την κέρδισε με το θάνατό του. Την είχε κερδίσει προ πολλού με το
ασύγκριτο, το απαράμιλλο μουσικό έργο του. Τόσο το ελληνικό, όσο και το
οικουμενικό.
* Ο Νίκος Γκάτσος θέλει πικρό το άστρο της χαραυγής. Ο Μίκης, όμως, ήταν και παραμένει «άστρο λαμπρό».