Μια ερώτηση

Στο πατάρι του «Zonar’s», 1985 (φωτ. Κ. Βαρδίκος. Από το αρχείο των εκδόσεων Το Ροδακιό)
Στο πατάρι του «Zonar’s», 1985 (φωτ. Κ. Βαρδίκος. Από το αρχείο των εκδόσεων Το Ροδακιό)


Εγώ εί­μαι εσύ, μου λέ­ει ο αδερ­φός μου, ποιος εί­σαι εσύ; με ρω­τά­ει με­τά, κι εγώ μέ­νω να κοι­τά­ζω τα χέ­ρια του που κά­νουν στον ρυθ­μό της ερώ­τη­σης τη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή χει­ρο­νο­μία της ανταλ­λα­γής, αλ­λά δεν ξέ­ρω τι να του απα­ντή­σω. Εί­μαι… εσύ; ανα­ρω­τιέ­μαι φω­να­χτά, κι ο αδερ­φός μου μου ανα­κα­τεύ­ει τα μαλ­λιά με μια κί­νη­ση σαν να τα ξε­σκο­νί­ζει, κι ύστε­ρα γε­λά­ει, και υπάρ­χει κά­τι κα­κό στο γέ­λιο του, κά­τι που κα­τα­τεί­νει στο συ­μπέ­ρα­σμα πως εί­μαι ηλί­θιος ή πε­ρί­που, κι ύστε­ρα αρ­χί­ζει και πά­λι, εγώ εί­μαι εσύ εί­πα­με, μου λέ­ει, ποιος εί­σαι εσύ; Ο Ζο­ρό απα­ντώ και τα παι­διά στην τά­ξη χει­ρο­κρο­τά­νε, και στο διά­λειμ­μα με βρί­σκει η Στέλ­λα και μου λέ­ει, Δεν το κα­τά­λα­βα κα­θό­λου, αν εί­ναι έτσι ο Ζο­ρό, τό­τε πώς εί­ναι οι γριού­λες στην εκ­κλη­σία, κα­λύ­τε­ρα να μην ντυ­νό­σουν τί­πο­τα, κι αυ­τό ακρι­βώς απα­ντώ την επό­με­νη μέ­ρα στο πάρ­τι της Χρυ­σού­λας: τί­πο­τα. Τι ντύ­θη­κες; Τί­πο­τα. Ωραία, αλ­λά τό­τε δεν σε βλέ­που­με, εί­ναι σαν να μην υπάρ­χεις, για­τί το πάρ­τι εί­ναι μα­σκέ και το ντύ­σι­μο υπο­χρε­ω­τι­κό. Αν ντύ­θη­κες τί­πο­τα, τό­τε θα εί­σαι ο Τί­πο­τα, και ποιος μπο­ρεί να δει τον Τί­πο­τα; Κα­νείς. Κι έτσι σε όλο το πάρ­τι κά­νουν ότι δεν με βλέ­πουν, και απο­δει­κνύ­ε­ται αγα­πη­μέ­νο παι­χνί­δι, πού εί­σαι, Τί­πο­τα; Εί­δε κα­νείς τον Τί­πο­τα; Κι εγώ στην αρ­χή συμ­με­τέ­χω, κου­νάω τα χέ­ρια μου και χο­ρο­πη­δάω, και τους λέω, Εδώ εί­μαι, και γε­λάω, μέ­χρι που συ­νει­δη­το­ποιώ πως γε­λάω σε βά­ρος μου, και κά­θο­μαι στον κα­να­πέ και πε­ρι­μέ­νω να βα­ρε­θούν, λέ­γο­ντας από μέ­σα μου τους στί­χους του τρα­γου­διού που παί­ζει το στε­ρε­ο­φω­νι­κό, Ρί­τα, Ρι­τά­κι, κα­νέ­ναν δεν φο­βά­σαι, που όμως μπλέ­κε­ται με το παι­χνί­δι, δεν βλέ­πω τον Τί­πο­τα, Ρί­τα δε­κα­ο­χτώ χρο­νών, που­θε­νά ο Τί­πο­τα, κι εγώ σα­ρά­ντα πέ­ντε. Μό­λις τε­λειώ­νει το τρα­γού­δι, ανα­ρω­τιέ­μαι αν πρέ­πει να της το πω, ίσως εί­ναι η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, τα φώ­τα στο μπαρ έχουν χα­μη­λώ­σει, Ξέ­ρεις, Ελέ­νη, αλ­λά στα­μα­τάω, για­τί πώς το λέ­νε τώ­ρα αυ­τό το πράγ­μα. Τι; με ρω­τά­ει, κι αντί να πω κά­τι κά­νω να τη φι­λή­σω, η Ελέ­νη τρα­βιέ­ται, για την ακρί­βεια τι­νά­ζε­ται και παίρ­νει μια έκ­φρα­ση σαν να τη στρά­βω­σε το φως, Δεν σε ανα­γνω­ρί­ζω, μου λέ­ει, εμείς εί­μα­στε φί­λοι, φι­λα­ρά­κια, και κά­πως αυ­τό τε­λειώ­νει και περ­νά­νε τρία χρό­νια και δεν εί­μα­στε κα­θό­λου φι­λα­ρά­κια, ση­κω­νό­μα­στε από το κρε­βά­τι γυ­μνοί, Δεν πά­ει άλ­λο, μου λέ­ει η Ελέ­νη, τέ­λος, δεν δου­λεύ­ει αυ­τή η κα­τά­στα­ση. Προ­σπά­θη­σα, μου λέ­ει, προ­σπά­θη­σα, αλ­λά δεν μπο­ρώ άλ­λο να εί­μαι ο εαυ­τός μου μέ­σα σε αυ­τό το πράγ­μα. Μα εί­χα­με υπο­σχε­θεί, μου έρ­χε­ται να πω, για­τί εί­ναι αλή­θεια: εί­χα­με υπο­σχε­θεί, εί­χα­με πει για πά­ντα, αλ­λά κα­νείς δεν μπο­ρεί να πει για πά­ντα, κα­νείς δεν μπο­ρεί να υπο­σχε­θεί τί­πο­τα και εί­ναι ανού­σιο να κου­νάς μπρο­στά στον άλ­λο το χαρ­τί και να του λες, Κοί­τα, έχεις υπο­γρά­ψει. Οπό­τε, δεν λέω τί­πο­τα, κι όταν η Ελέ­νη επι­μέ­νει, Πες κά­τι, τό­τε, Εσύ εί­σαι ο εαυ­τός μου, της λέω, και τη φι­λάω και ντύ­νο­μαι και βγαί­νω έξω στον δρό­μο. Στο βά­θος το λε­ω­φο­ρείο πλη­σιά­ζει, και όταν φτά­νει βγαί­νουν ο Νί­κος και ο Πά­νος, και από πί­σω τους ο Φώ­της και η Σο­φία και η Μά­ρω. Τρέ­χου­με για να προ­λά­βου­με, η αί­θου­σα εί­ναι κα­τά­με­στη, μας μοι­ρά­ζουν τις τη­βέν­νους, και όλη την ώρα εί­ναι σαν να ισορ­ρο­πού­με μαύ­ρα τα­ψιά με φού­ντες στα κε­φά­λια μας, το μαύ­ρο ύφα­σμα κρέ­με­ται σαν μεμ­βρά­νη ανά­με­σα στα χέ­ρια και τους κορ­μούς μας, όσο εκεί­νη η λε­πτή συμ­φοι­τή­τρια με τα γυα­λά­κια που πο­τέ δεν έμα­θα το όνο­μά της και ού­τε καν τώ­ρα το συ­γκρα­τώ δια­βά­ζει: Ού­τω χρή­σι­μον εμαυ­τόν κα­τα­στή­σω προς άπα­ντας του δε­ο­μέ­νους, και συ­νε­χί­ζει μέ­χρι που νιώ­θω πως μι­λάω κι εγώ μέ­σα από τη φω­νή της, πως μι­λά­με όλοι μα­ζί οι μαυ­ρο­ντυ­μέ­νοι, ίδιοι και απα­ράλ­λα­χτοι, χω­ρίς να κα­τα­λα­βαί­νου­με τι λέ­με, ού­τε ποιος ακρι­βώς το λέ­ει. Ποιος μί­λη­σε; Ποιος το εί­πε, πεί­τε, λέω και τριά­ντα εξί­σου ένο­χα κε­φά­λια με κοι­τούν και ξέ­ρω πως δεν υπάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα να μι­λή­σουν, όχι όσο έχω την πλά­τη μου στραμ­μέ­νη στον πί­να­κα του­λά­χι­στον. Στον πί­να­κα έχω γρά­ψει, Εν οί­δα, ότι ου­δέν οί­δα, για­τί μου φά­νη­κε κα­λή ιδέα, αλ­λά τώ­ρα με πο­λε­μά­νε με τα όπλα μου, και κα­νείς δεν ξέ­ρει ποιος εί­πε αυ­τό το απαί­σιο πράγ­μα, και έτσι κι αλ­λιώς οι μέ­ρες μου στο σχο­λείο εί­ναι με­τρη­μέ­νες, όπως και στην πό­λη. Του χρό­νου επι­στρέ­φω στην Αθή­να και περ­νά­νε πολ­λά χρό­νια μέ­χρι να νιώ­σω πά­λι το ίδιο πράγ­μα, ξα­πλω­μέ­νος στο κρε­βά­τι του χει­ρουρ­γεί­ου και κα­νείς να μη μου δί­νει μιαν απά­ντη­ση, ο για­τρός μό­νο λέ­ει, Μέ­τρα μέ­χρι το δέ­κα, κι εγώ σκέ­φτο­μαι, Το πό­δι μου, τι πρό­κει­ται να κά­νουν στο πό­δι μου; αλ­λά ύστε­ρα μια ομί­χλη σκε­πά­ζει το λευ­κό τα­βά­νι και ξε­χνάω πως έχω πό­δι ή οτι­δή­πο­τε άλ­λο, και σε όλη τη διάρ­κεια ονει­ρεύ­ο­μαι το λευ­κό χρώ­μα, και όταν με ξυ­πνά­νε, ο για­τρός λέ­ει, Θα έχεις ένα από­λυ­τα λει­τουρ­γι­κό πό­δι, μα­ζέ­ψα­με όλα τα κομ­μα­τά­κια και τα ενώ­σα­με, και θα κο­στί­σει τό­σο. Δεν έχω πά­νω μου τό­σα χρή­μα­τα, σκέ­φτο­μαι ενώ κοι­τά­ζω τον τι­μο­κα­τά­λο­γο δί­πλα στη Μα­ρία και τι πα­ρι­στά­νω εγώ σε αυ­τό το εστια­τό­ριο όπου το επι­δόρ­πιο εί­ναι πιο ακρι­βό από τα πα­πού­τσια μου; Ο κύ­ριος θα δο­κι­μά­σει το κρα­σί; με ρω­τά­ει ο σερ­βι­τό­ρος και περ­νά­νε με­ρι­κές στιγ­μές μέ­χρι να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω ότι ανα­φέ­ρε­ται σε μέ­να, οπό­τε του λέω, Πα­ρα­κα­λώ, και το κρα­σί πέ­φτει στο πο­τή­ρι μου κι εγώ πί­νω μια γου­λιά και βλέ­πω τη Μα­ρία να χα­μο­γε­λά­ει και πί­νω άλ­λη μία και πέ­ντε ώρες αρ­γό­τε­ρα τη βλέ­πω δι­πλή σε ένα πα­γκά­κι κά­που στο Κο­λω­νά­κι, τα φώ­τα του δρό­μου γυρ­νά­νε σαν κα­ρου­ζέλ, μέ­χρι που ένα αυ­το­κί­νη­το αρ­χί­ζει και γί­νε­ται λί­γο πιο συ­γκε­κρι­μέ­νο μέ­σα στα τρε­μου­λια­στά φώ­τα και στα­μα­τά­ει μπρο­στά μας. Οδη­γεί ο Δη­μή­τρης και μου λέ­ει πως δεν πε­ρί­με­νε ότι το ξωκ­κλή­σι θα ήταν τό­σο μα­κριά. Όταν φτά­νου­με, βλέ­πω πρώ­τα τη Μα­ρία, πιο λευ­κή και από τους τοί­χους, βγαί­νω και τη φι­λάω κι ας μου δυ­σκο­λεύ­ει το κο­στού­μι τις κι­νή­σεις. Ο πα­πάς λέ­ει αυ­τά που πρέ­πει να πει, και εμείς λέ­με αυ­τά που πρέ­πει να πού­με, κι ύστε­ρα στη­νό­μα­στε για τις φω­το­γρα­φί­ες, και ο φω­το­γρά­φος λέ­ει, Να την πά­ρεις στα χέ­ρια σου, για­τί το θέ­μα του γά­μου εί­ναι η αρ­πα­γή της νύ­φης: Τη νύ­φη πρέ­πει να την αρ­πά­ξεις, για να την κά­νεις δι­κή σου, λέ­ει ο πα­τέ­ρας μου και όλοι γε­λά­νε. Το γέ­λιο εί­ναι σί­γου­ρα δι­κό σου, μου λέ­ει η πε­θε­ρά μου, και τα μά­τια εί­ναι δι­κά σου, και τα αυ­τιά, δες τα αυ­τιά του, τα αυ­τιά εί­ναι σί­γου­ρα εσύ. Στε­κό­μα­στε γύ­ρω από το κρε­βά­τι του μαιευ­τη­ρί­ου, η Μα­ρία μι­σο­κοι­μά­ται και το μω­ρό μάς κοι­τά­ζει με μι­σά­νοι­χτα μά­τια. Η μύ­τη πά­λι εί­ναι της Μα­ρί­ας, λέ­ει η μά­να μου, και το στό­μα κα­λέ, το στό­μα, και η μοι­ρα­σιά συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρι που δεν νιώ­θω πια τα πό­δια μου, ού­τε το κε­φά­λι μου, ίσως τα πή­ρε το μω­ρό. Και το κέ­φι από πού το πή­ρε; ανα­ρω­τιό­μα­στε τα επό­με­να χρό­νια, και την κα­λο­σύ­νη, την εξυ­πνά­δα, αλ­λά και την τε­μπε­λιά, και κα­θώς κα­το­νο­μά­ζου­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εί­ναι σαν να τον συ­ναρ­μο­λο­γού­με. Δεν λέω κά­τι όμως, τι να πω; Δεν υπάρ­χουν λό­για γι’ αυ­τό που αι­σθά­νο­μαι, οπό­τε θα ανα­φέ­ρω τα λό­για με τα οποία με εί­χαν προει­δο­ποι­ή­σει, ή με εί­χαν δε­λε­ά­σει, ανα­λό­γως πώς θα το δει κα­νείς. Εί­ναι σαν να μην υπάρ­χει ύλη, μου εί­χαν πει, και δεν το πι­στεύω πως έχεις φτά­σει τό­σων χρο­νών και δεν έχεις δο­κι­μά­σει αυ­τό το πράγ­μα, οπό­τε κι εγώ το δο­κι­μά­ζω, το δι­σκίο εί­ναι επί­πε­δο από τη μια πλευ­ρά και έχει ένα μι­κρό κα­ρού­μπα­λο από την άλ­λη, το κα­τα­πί­νω και πε­ρι­μέ­νω να γί­νει κά­τι, και πράγ­μα­τι με­τά από λί­γο τα πράγ­μα­τα αρ­χί­ζουν να μα­κραί­νουν, τα πε­ρι­γράμ­μα­τά τους σπά­νε, και ξε­χνάω πια πως εί­μαι ο εαυ­τός μου, αφού ο εαυ­τός μου δεν έχει από πού να πια­στεί, κι ύστε­ρα μπαί­νου­με σε μια επι­κρά­τεια της εμπει­ρί­ας για την οποία τα λό­για δεν μπο­ρούν να κά­νουν τί­πο­τα, οπό­τε δεν θα πω κά­τι, μό­νο πως, όταν τε­λι­κά τε­λεί­ω­σε, ήμουν πά­νω σε έναν κα­να­πέ, και ήταν ωραίο να εί­μαι ξα­νά πά­νω σε κά­τι. Σου άρε­σε; Σου άρε­σε έτσι όπως τα έκα­νες; λέω στον γιο μου, κι εκεί­νος με κοι­τά­ζει με ένα βλέμ­μα που πρώ­τα απο­κω­δι­κο­ποιώ ως τρό­μο, κι ύστε­ρα ερ­μη­νεύω στις πραγ­μα­τι­κές του δια­στά­σεις: δεν με ανα­γνω­ρί­ζει. Και όχι απλώς δεν με ανα­γνω­ρί­ζει, δεν ανα­γνω­ρί­ζει καν την κα­τά­στα­ση, τό­σο κα­λο­μα­θη­μέ­νος εί­ναι ο γιος μου, που δεν μπο­ρεί να ανα­γνω­ρί­σει την κα­τά­στα­ση με μα­λώ­νουν, για­τί πο­τέ κα­νείς δεν τον έχει μα­λώ­σει πραγ­μα­τι­κά, οπό­τε δεν έχει δια­θέ­σι­μη στη μνή­μη του μια αντί­δρα­ση γι’ αυ­τό το πράγ­μα, και το μό­νο που του μέ­νει εί­ναι απλός, αρ­χέ­γο­νος φό­βος, του τύ­που σώ­σε τη ζωή σου. Οπό­τε ουρ­λιά­ζει, ουρ­λιά­ζει, ουρ­λιά­ζει. Και όταν τε­λειώ­νει το ουρ­λια­χτό, μέ­νει τρο­μαγ­μέ­νη, σαν να μην μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει από πού προ­ήλ­θε αυ­τός ο θό­ρυ­βος που ακό­μα της τρυ­πά­ει το κε­φά­λι. Τι ήταν αυ­τό; λέ­ει. Ποιος το έκα­νε; Εγώ; Εγώ το έκα­να; Όχι, μα­μά, της λέω, αλ­λά το βλέ­πω ότι δεν με πι­στεύ­ει, ξέ­ρει ότι αυ­τή το έκα­νε, ή ό,τι τέ­λος πά­ντων έχει μεί­νει από αυ­τήν και μό­νο οι νευ­ρο­λό­γοι θα μπο­ρού­σαν να μας το εξη­γή­σουν, και αν. Στα ντου­λά­πια της κα­τα­χω­νια­σμέ­να ση­μειώ­μα­τα που αφή­νει στον εαυ­τό της, το κι­νη­τό της γε­μά­το υπεν­θυ­μί­σεις προ­ερ­χό­με­νες από μία λί­γο νε­ό­τε­ρη, λί­γο εξυ­πνό­τε­ρη εκ­δο­χή της, που πά­ντα έχει την έγνοια να τρέ­χει πί­σω από τον απε­ρί­σκε­πτο, τον ηλί­θιο αυ­ρια­νό εαυ­τό της. Εί­σαι ο Νί­κος, μου λέ­ει, και προς στιγ­μήν δεν ξέ­ρω ποια εί­ναι η σω­στή απά­ντη­ση, τι ση­μα­σία έχει έτσι κι αλ­λιώς μέ­σα στο κε­φά­λι της, τι ση­μαί­νει ο Νί­κος, ση­μαί­νει άρα­γε αυ­τό που ση­μαί­νει και για τους άλ­λους; Αλ­λά αυ­τή εί­ναι η μη­τέ­ρα μου, σκέ­φτο­μαι, όποιος κι αν εί­μαι εγώ, οπό­τε πρέ­πει να το υπο­μεί­νω, να πε­ρά­σω από μέ­σα του κι ας νιώ­θω όλο και πιο ηλί­θιος, όπως τώ­ρα που κοι­τά­ζω στο βά­θος τη θά­λασ­σα και δεν θυ­μά­μαι. Μα πώς, εκεί ήταν, εκεί ήταν η ξέ­ρα, μου λέ­ει ο αδερ­φός μου. Εί­μα­στε στην πα­ρα­λία των παι­δι­κών μας χρό­νων, όμως εγώ δεν θυ­μά­μαι τί­πο­τα, δεν θυ­μά­μαι κα­μία ξέ­ρα δη­λα­δή. Πώς γί­νε­ται να μην τη θυ­μά­σαι; μου λέ­ει. Δεν θυ­μού­νται όλοι τα ίδια πράγ­μα­τα, και μή­πως εσύ, αδερ­φέ μου, θυ­μά­σαι που έπαι­ζες μα­ζί μου εκεί­νο το παι­χνί­δι, που με θύ­μω­νε; Δεν το θυ­μά­σαι μάλ­λον, για­τί για σέ­να δεν εί­χε τό­ση ση­μα­σία, έτσι κι εγώ πού να θυ­μά­μαι την ξέ­ρα; Και φεύ­γω θυ­μω­μέ­νος από την πα­ρα­λία προς το αυ­το­κί­νη­το και την υπό­λοι­πη ζωή μου, αλ­λά λί­γο πριν φτά­σω εκεί ακούω το γέ­λιο του, γάρ­γα­ρο, τρα­ντα­χτό, τρο­μα­κτι­κό: Και βέ­βαια θυ­μά­μαι, μου λέ­ει, θυ­μά­μαι πο­λύ κα­λά, αδερ­φέ μου, αφού εγώ εί­μαι εσύ. Ποιος εί­σαι εσύ;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: