Η γλώσσα του ενδιάμεσου χώρου

Η εικόνα του εξωφύλλου που παρέμεινε και στις τρεις εκδόσεις της «Remington»
Η εικόνα του εξωφύλλου που παρέμεινε και στις τρεις εκδόσεις της «Remington»

Λι­γό­τε­ρο ως κα­τα­στά­λαγ­μα των με­νε­τών και­ρών της ημε­δα­πής λο­γο­τε­χνί­ας, κά­τι σαν προ­γραμ­μα­τι­κή και ομο­ού­σια σκέ­ψη που βρί­σκει το πλή­ρω­μά της σε σω­στό χρό­νο και τό­πο, και πε­ρισ­σό­τε­ρο ως έκρη­ξη μιας ξε­χω­ρι­στής πε­ρί­πτω­σης που φτιά­χνει τον δι­κό της avant la lettre κό­σμο, μας έχουν έρ­θει ανά δε­κα­ε­τί­ες ακα­τά­τα­κτα βι­βλία και, τω όντι, ση­μα­ντι­κά.
Εί­ναι εκεί­να τα προ­θε­τι­κά πο­νή­μα­τα που δια­περ­νούν ει­δο­λο­γι­κά οχυ­ρά, χρο­νι­κό­τη­τες, ση­μα­σιο­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να και δογ­μα­τι­κούς αστε­ρι­σμούς. Η Πά­πισ­σα Ιω­άν­να του Εμ­μα­νου­ήλ Ρο­ΐ­δη, Το μυ­θι­στό­ρη­μα της Κυ­ρί­ας Έρ­σης του Νί­κου-Γα­βρι­ήλ Πεν­τζί­κη, ο Πει­σί­στρα­τος του Γιώρ­γου Χει­μω­νά, ο Εξώ­στης του Νί­κου Κα­χτί­ση, το Κι­βώ­τιο του Άρη Αλε­ξάν­δρου, η Με­γά­λη Πλα­τεία του Νί­κου Μπα­κό­λα, ο Γλαύ­κος Θρα­σά­κης του Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κού και φυ­σι­κά το πυ­ρί­καυ­στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιάν­νη Πά­νου …από το στό­μα της πα­λιάς Remington...
Τού­το το μι­κρό απάν­θι­σμα δεν εκτί­θε­ται για να μας πεί­σει, έχου­με από και­ρό πει­στεί πως η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία –συ­χνά­κις ενταγ­μέ­νη σε ένα άσπα­στο πλέγ­μα εσω­τε­ρι­κό­τη­τας και με τά­ση στην προ­δη­λό­τη­τα τρο­πι­σμού και θε­μά­των- δια­θέ­τει εκεί­νο το μι­κρό (πλην εξαί­σιο) έρ­μα δη­μιουρ­γών που δια­μορ­φώ­νουν μια νέα συν­θή­κη προ­σφέ­ρο­ντάς μας ανυ­σμα­τι­κά με­γέ­θη που ώς εκεί­νη τη στιγ­μή δεν εί­χαν υπο­πέ­σει στην ανα­γνω­στι­κή μας αντί­λη­ψη.
Για­τί να ανή­κει και ο Γιάν­νης Πά­νου σ’ αυ­τήν τη χο­ρεία; Καί­τοι ρη­το­ρι­κό το ερώ­τη­μα, αξί­ζει να επα­να­το­πο­θε­τη­θεί στη βά­σα­νο της σκέ­ψης. Αρ­κεί μό­νο να τον «εντά­ξου­με» στο κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό πλαί­σιο μέ­σα στο οποίο κι­νή­θη­κε, για να δια­πι­στώ­σου­με τον μο­νή­ρη, πλην ου­σια­στι­κό, δρό­μο που ακο­λού­θη­σε. Αρι­στε­ρός δια­νο­ού­με­νος ο ίδιος, δεν μέ­τρη­σε το λο­γο­τε­χνι­κό του μπόι με λο­γής στρα­τεύ­σεις. Δεν δο­κί­μα­σε την εύ­κο­λη λεία της «πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νης» λο­γο­τε­χνί­ας που πα­ρή­γα­γε η πλευ­ρά των ητ­τη­μέ­νων. Σιώ­πη­σε κοι­νω­νι­κά και πρό­λα­βε να γρά­ψει μό­λις δύο βι­βλία. Τι ηχη­ρό πα­ρά­δο­ξο, όμως: αυ­τά τα δύο βι­βλία (πλην της Remington οφεί­λου­με να θυ­μό­μα­στε πά­ντα και την Ιστο­ρία των Με­τα­μορ­φώ­σε­ων) εί­ναι το εί­δος των βι­βλί­ων που μό­νο ένας τολ­μη­τί­ας μπο­ρού­σε να συγ­γρά­ψει.
Αν υπάρ­χει μια συ­γκε­κρι­μέ­νη αντο­χή στα υλι­κά που χρη­σι­μο­ποιεί ένας συγ­γρα­φέ­ας, πέ­ραν των οποί­ων με­τα­βαί­νει σε αχαρ­το­γρά­φη­τα νε­ρά, αν υπάρ­χει μια στιγ­μή όπου η θραύ­ση δεν εί­ναι μό­νο άφευ­κτη, αλ­λά και προ­σφυ­ής, τό­τε ο Πά­νου με την Remington, έρ­χε­ται στις αρ­χές του ’80 να μας δη­λώ­σει με τον τρό­πο του ότι μπο­ρεί η Ιστο­ρία να εί­ναι τυ­φλή, αλ­λά ο άν­θρω­πος όχι. Πολ­λώ δε μάλ­λον ο δη­μιουρ­γός που επι­ζη­τεί, με προ­γραμ­μα­τι­κό τρό­πο, να την φέ­ρει ξα­νά μπρο­στά χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια νέα «διά­λε­κτο», δια­μορ­φώ­νο­ντας μια νέα σχέ­ση μα­ζί της (αλ­λά και με τα άτο­μα που την προ­κά­λε­σαν) και φτιά­χνο­ντας ένα αι­σθη­τι­κό πρό­ταγ­μα από το οποίο δεν γί­νε­ται να μεί­νεις άβρε­χτος.
Η με­τα­μυ­θο­πλα­σία του Πά­νου εί­ναι πά­νω από όλα μια νέα αι­σθη­τι­κή μα­τιά πά­νω στα πράγ­μα­τα. Έτσι, το δί­πο­λο «Με­γά­λη Ιστο­ρία/άτο­μο» αξιο­ποιεί­ται με έναν πρω­το­φα­νέ­ρω­το τρό­πο (του­λά­χι­στον για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία). Η χρή­ση πη­γών, αντι­φω­νιών στην ανά­πτυ­ξη της αφή­γη­σης, εξω­λο­γο­τε­χνι­κών στοι­χεί­ων, η άρ­νη­σή του να ακο­λου­θή­σει μια γραμ­μι­κή διά­τα­ξη, η αμ­φί­ση­μη μα­τιά του απέ­να­ντι ακό­μη και στο ίδιο το έρ­γο (τη στιγ­μή, μά­λι­στα, που το γρά­φει), όλα τού­τα μας προ­σφέ­ρουν ένα έρ­γο ου­σια­στι­κού μο­ντερ­νι­σμού που ξε­περ­νά­ει τα εί­δη, δια­τη­ρώ­ντας όμως μ’ αυ­τά μια δια­λε­κτι­κή σχέ­ση.
Ναι, ο Πά­νου συ­νο­μι­λεί ρη­τώς και υπο­γεί­ως με την Ιστο­ρία: από την πρώ­ι­μη σύ­γκρου­ση των Σπαρ­τια­τών με τους Αρ­γεί­ους έως τα με­τα­βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια κι από το αντάρ­τι­κο στον Πάρ­νω­να έως τα εμ­φυ­λια­κά χρό­νια, δί­χως να αφή­νε­ται εκτός κά­δρου ο δι­χα­σμός Βε­νι­ζε­λι­κών/Κων­στα­ντι­νι­κών, η δι­κτα­το­ρία του Με­τα­ξά, η ελ­λη­νι­κή πα­ροι­κία της Μέ­σης Ανα­το­λής που έπαι­ξε καί­ριο ρό­λο στα ελ­λη­νι­κά πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα και, φυ­σι­κά, η Κύ­προς.
Το κεί­με­νο του Πά­νου συ­νο­ρεύ­ει με όλα αυ­τά τα ιστο­ρι­κά δε­δο­μέ­να, ιχνη­λα­τεί το απο­τύ­πω­μά τους και τα εντάσ­σει στη ζώ­σα κα­τά­στα­ση της πλο­κής, με­τα­στοι­χειώ­νει το ιστο­ρι­κό απεί­κα­σμα στις ζω­ές των πρω­τα­γω­νι­στών του.
Αυ­τή η πρά­ξη δεί­χνει να εί­ναι εμπρό­θε­τη και σί­γου­ρα ση­μαί­νου­σα, κα­θώς η Remington, καί­τοι κου­βα­λά­ει υψη­λές το­νι­κό­τη­τες ιστο­ρι­κών δε­δο­μέ­νων, δεν εί­ναι ένα ιστο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα.
Δεν έχου­με να κά­νου­με με μί­αν εκ­δο­χή της Τρι­λο­γί­ας του Τσίρ­κα ή της Κα­θό­δου των εν­νιά του Βαλ­τι­νού ή, τέ­λος πά­ντων, με άλ­λα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που μπο­ρεί να σχε­διά­στη­καν μέ­σα στον αρα­χνοει­δή ιστό της Ιστο­ρί­ας, εντού­τοις «δια­μέ­νουν» εντός αυ­τών των ορί­ων. Ο Πά­νου φτιά­χνει ένα δεύ­τε­ρο δέρ­μα μέ­σα στο μυ­θι­στό­ρη­μα, μια υπό­γεια επι­φά­νεια πά­νω στην οποία ανα­πτύσ­σε­ται και το «κυ­ρί­ως» δέρ­μα των ηρώ­ων (άρα και της πλο­κής). Εί­ναι απρό­σβλη­τα αυ­τά τα δύο δέρ­μα­τα; Όχι, σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση. Οι αμυ­χές του ενός δί­νουν αί­μα στο άλ­λο (και το ανά­πο­δο). Το βα­σι­κό θέ­μα πα­ρα­μέ­νει η ανεκ­πλή­ρω­τη ερω­τι­κή σχέ­ση ανά­με­σα στον δά­σκα­λο Δη­μή­τριο και την Ελέ­νη, την ίδια στιγ­μή όμως που τους αγκα­λιά­ζει μια ευ­ρύ­τε­ρη συν­θή­κη που τους κα­τα­πί­νει, τους ξε­περ­νά και τους νοη­μα­το­δο­τεί. Ακό­μη κι έτσι, όμως, το απο­τέ­λε­σμα δεν εί­ναι μια ιστο­ρι­κή ή πο­λι­τι­κή ηθο­γρα­φία.
Εί­ναι, ωστό­σο, μό­νο αυ­τό η Remington; Ιδω­μέ­νη από τη σκο­πιά του ανώ­νυ­μου αφη­γη­τή, μπο­ρεί να πει κα­νείς πως εί­ναι και η σι­σύ­φεια προ­σπά­θεια του δη­μιουρ­γού να ολο­κλη­ρώ­σει το ανέ­φι­κτο. Να ορί­σει διά της τέ­χνης του τη ζωή μ’ έναν ολο­κά­θα­ρο τρό­πο που θα πε­ρι­κλεί­ει τα πά­ντα και κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρα από αυ­τά.
Διά τού­το, αξί­ζει να δια­βα­στούν με πε­ρισ­σή προ­σο­χή ο «Επί­λο­γος» και το «Από­κρυ­φον» που ολο­κλη­ρώ­νουν το έρ­γο, αφή­νο­ντας το πε­δίο των αμ­φι­βο­λιών και των αμ­φι­ση­μιών ολό­τε­λα ανοι­χτό.
Τι άλ­λο εί­ναι ο «Επί­λο­γος» από απο­λο­γία επί του φο­βε­ρού βή­μα­τος; Μια πα­ρα­δο­χή πως το εγ­χεί­ρη­μα εν­δέ­χε­ται να υπο­λεί­πε­ται της πρό­θε­σης. Βέ­βαια, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν εί­ναι αθώ­ος του αί­μα­τος που ρί­χνει στο χαρ­τί. Βρί­σκε­ται πά­ντα ένα βή­μα μπρο­στά, ικα­νός να ξη­λώ­σει το κου­βά­ρι, να το συν­θέ­τει ξα­νά, να το ανα­μορ­φώ­νει εις βά­θος. Αυ­τή η μο­νό­χορ­δη συ­νο­μι­λία του συγ­γρα­φέα με τον υπο­ψια­σμέ­νο ανα­γνώ­στη του εί­ναι παι­γνιώ­δης, ευ­ρη­μα­τι­κή, λαμ­βά­νει «έγκρι­ση» από τις πη­γές του μο­ντερ­νι­σμού, αλ­λά και από­λυ­τα ει­λι­κρι­νής. Κά­τι που δεν συ­να­ντάς εύ­κο­λα σε βι­βλία. Τα πά­ντα τε­λούν υπό αί­ρε­ση ή, αλ­λιώς, μοιά­ζουν με πα­λιά αμα­ξο­στοι­χία χω­ρίς μη­χα­νές. Έναν ατέρ­μο­να κο­χλία. Αυ­τό ακρι­βώς που εί­ναι η Remington.
Μα, ακό­μη και η αμ­φι­βο­λία που σου γεν­νά­ει ο τί­τλος του βι­βλί­ου έχει τη ση­μα­σία του. Πρό­κει­ται πε­ρί όπλου ή γρα­φο­μη­χα­νής; Και για­τί δεν υπάρ­χει ου­δε­μία ανα­φο­ρά στην Remington πα­ρά μό­νο στο τέ­λος; Πρό­κει­ται, άρα­γε, για ένα ακό­μη κρυ­πτι­κό παι­χνί­δι του συγ­γρα­φέα ή μια δή­λω­ση πως ό,τι γρά­φε­ται από έναν συγ­γρα­φέα δεν βγαί­νει απα­ραί­τη­τα από μια γρα­φο­μη­χα­νή που χτυ­πά­ει στο χαρ­τί τη σω­ρεία των λέ­ξε­ων, αλ­λά από ένα πύ­ρι­νο στό­μα μιας κάν­νης που δεν λει­τουρ­γεί ως φο­νι­κό όπλο, αλ­λά ως φα­νός εν μέ­σω γε­νι­κής συ­σκό­τι­σης;
Το «Από­κρυ­φον» που ακο­λου­θεί τον «Επί­λο­γο», άλ­λος ένας νε­ω­τε­ρι­σμός, εί­ναι μια ακό­μη προ­σπά­θεια να ει­πω­θεί η ιστο­ρία αλ­λιώς. Σαν να ανοί­γει την πόρ­τα του ο δη­μιουρ­γός με σκο­πό να δού­με το ερ­γα­στή­ριό του στην πλή­ρη γυ­μνό­τη­τα της αλή­θειας του. Όλη η τε­χνι­κή της γρα­φής «ξε­μπρο­στια­σμέ­νη». Ακό­μη κι έτσι, όμως, για να γρα­φτεί μια ιστο­ρία χρειά­ζε­ται το όπλο Remington που στα χέ­ρια του συγ­γρα­φέα γί­νε­ται σύμ­βο­λο με­τάγ­γι­σης μύ­θων. Το μέ­γα όπλο εί­ναι ο μύ­θος, οι λέ­ξεις, η αι­σθη­τι­κή τους από­φαν­ση.
Έχουν πα­ρέλ­θει αρ­κε­τά χρό­νια από τη στιγ­μή που έγρα­ψε ο Πά­νου την Remington. Τώ­ρα, πλέ­ον, η κρι­τι­κή δεν έχει λό­γο να στα­θεί αμή­χα­νη μπρος της. Δεν έχει κα­μία χρεία να προ­σπα­θή­σου­με να την εντά­ξου­με σε ένα ρεύ­μα ιδε­ών ή να της προσ­δώ­σου­με ση­μα­σιο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές ξέ­νες προς αυ­τήν. Εί­ναι αυ­τή που εί­ναι. Ένα έρ­γο προ­σή­λυ­το στο βω­μό της γλώσ­σας, μια με­γέ­θυν­ση εκ του μη όντος και μια σμί­κρυν­ση εκ του αχα­νούς (όπως ση­μειώ­νει ένας φω­το­γρά­φος στο βι­βλίο).
Εντέ­λει, ένα μυ­θι­στό­ρη­μα όπου για πρώ­τη φο­ρά με τέ­τοια ενάρ­γεια η «ιε­ρή αγε­λά­δα» της υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας των ηρώ­ων πέ­φτει από το βά­θρο της, δί­χως όμως να χω­νεύ­ε­ται αμά­ση­τη από ένα αχα­νές και γε­νι­κό όλον. Τι έκα­νε ο Πά­νου; Βρή­κε αυ­τή τη γλώσ­σα για να πε­ρι­γρά­ψει τον εν­διά­με­σο χώ­ρο. Και το έκα­νε με πά­σα ει­λι­κρί­νεια και ευ­θύ­τη­τα. Του το χρω­στά­με.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: