Χαίρε, Γιάννη,
Να που ήρθε η ώρα να σου γράψω. Συμπάθα μου τον ενικό, αλλά λογαριάζω ως γνωριμία τον καιρό που πέρασε από την πρώτη φορά που σε διάβασα· χώρια που έχω τα χέρια μου ακόμα λερωμένα από τα λάδια και τις μελανοταινίες της γραφομηχανής σου, και τα μαλλιά μου χιονισμένα από τις στάχτες των τσιγάρων σου, που με έραιναν κάθε που έσκυβες να ελέγξεις τι πατήθηκε στο χαρτί. Βράδια εφτά παραμόνευα ν’ ακούσω εσένα να υπαγορεύεις στη γλώσσα του αιθέρα και τον φασματικό ανιψιό να πληκτρολογεί, τακ τακ τακ - τακ τακ, ρυθμό πεντάσημο, τσακώνικο, για να χορέψει ο άτσαλος μπάρμπας του τον χορό της ζωής. Κι εγώ ο ξένος, ο κάθε ξένος, να πληρώνω τα διάκενα των πλήκτρων και των γραναζιών, να μαζεύω τα μέλη του μηχανικού σώματος της μυθοπλασίας σου, σπαρμένα από εμφύλιο σε εμφύλιο, φυτεμένα από τον Πάρνωνα μέχρι το Τρόοδος, να ξύνω τη σκουριά και το ξεραμένο αίμα από πάνω τους και να τα λαδώνω βουτώντας τα δάχτυλα στο καντηλάκι της μνήμης σου, κι από κει να τα συνδέω, ώστε το στόμα της παλιάς Remington να λαλήσει ωσαννά. Μήτε οδηγίες χρήσης μήτε άλλο τίποτε άφησες πίσω. Μόνο ένα κασελάκι με παραγράφους-βίδες ανάμειχτες, οι πιο πολλές με το βήμα του σπειρώματος μετρικό, αλλά και κάποιες σκόρπιες με βήμα εγγλέζικο, για να δυσκολέψεις ακόμα περισσότερο την άρμοση, κι ένα ψυχοχάρτι με τα ονόματα των δώδεκα κεκοιμημένων δούλων σου, οδικό χάρτη για τον παράδεισο της κατανόησης των θαμμένων νοημάτων.
Κάπως έτσι, βίδα τη βίδα, έγινες η ανέγνωρη φωνή της ερήμου μέσα μου, ο προσωπικός μου Εκκλησιαστής. Ματαιότης ματαιοτήτων η αναζήτηση της αλήθειας, με προειδοποιείς, το πράμα είναι ατέρμονο, ο κοχλίας γυρίζει αέναα, δεν καργάρει ποτέ. Όσο κι αν αναζητάς το αληθινό χρώμα του εργόχειρου, την αλήθεια, τόσο πέφτεις πάνω σε κόμπους και στραβοβελονιές και ασχήμιες, σπλάχνα και δέρματα, στόματα διψασμένα να μιλήσουν, να πουν, οχλοβοή και χάβρα, αρπάζονται απ’ το μανίκι σου για να ζήσουν, να μην ξεχαστούν, κορμιά πλακωμένα τo ένα απ’ το άλλο, παστάλια να τα καπνίζει ο θάνατος.
Δεν είναι μοντερνισμός αυτό, Γιάννη, είναι η κοινή των ανθρώπων μοίρα, σου είπα, όμως εσύ εκεί, ακάθεκτος. Να με διαβάζεις με την αφή, τη μόνη που λυτρώνει. Δουλειά σου εσένα είναι να βιδώνεις, μα μην την βασανίζεις τη βίδα, μην περιμένεις να μοντάρεις τη ζωή με την Ιστορία, μόνο βίδωνε, σκέψου, σύγκρινε, υπολόγισε, να ’σαι σφιχτός στα λόγια μα σπάταλος στα δάκρυα, βίδωνε γνωρίζοντας ότι στο τέλος όλα πάλι θα σκορπίσουν από την αρχή. Βίδωνε γιατί, σ’ το λέω παιχνιδιάρικα μα και καθαρά, η νίκη πέταξε, Γιώργο, πάει, χάθηκε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε και χαμένοι· βίδωνε για να μην αποδεχτείς ποτέ σου την ήττα. Νικητής είναι στο τέλος εκείνος που απομένει στον τόπο του αγώνα.
Αυτά είναι που μου είπες, αυτά είχα να σου πω κι εγώ, Γιάννη. Και σου ζητάω την ευχή και τη βοήθειά σου, γιατί πιστεύω ότι θα τη λάβεις αυτή την επιστολή, όπως ακριβώς έλαβα κι εγώ μεταχρονολογημένα τις δικές σου ορμήνιες· ο χρόνος των ανθρώπων δεν έχει καμία δουλειά μέσα σε τούτο τον γκρεμό, στο μετέωρο που μας έλαχε να γεννηθούμε. Κι είναι κάτι τέτοιες γραφές σαν τη δική σου που αρδεύουν τα περιβόλια της ατομικής και συλλογικής ευθύνης με παλιά αλλά και νέα γάργαρα νάματα, που κρατάνε αναμμένη την κανδήλα του Κόσμου, της οποίας το ανέσπερο φως δεν γεννάει ανθρώπινες σκιές όπως τις ξέρουμε, μαύρες κι άραχλες, αλλά ρόδινες, σαν τις ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος στον κάμπο του Άστρους.
Ώσπου να γίνουμε λοιπόν συνομήλικοι,
σου σφίγγω το χέρι και σε ασπάζομαι ως αδερφό,
Γιώργος