Δύο οπισθόφυλλα με την υπογραφή Γιάννης Παναγιωτόπουλος


[ Με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα (Γιάν­νης Πα­να­γιω­τό­που­λος) ο συγ­γρα­φέ­ας έχει υπο­γρά­ψει και δύο μι­κρά κεί­με­να σε οπι­σθό­φυλ­λα ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών του Πά­νου Θε­ο­δω­ρί­δη  ]

1.

Το Prospectus του Πά­νου Θε­ο­δω­ρί­δη, η επι­κίν­δυ­νη κρε­μα­στή αυ­τή γέ­φυ­ρα, πά­νω απ’ το χά­ος της ελ­λη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που δεν εί­ναι πια η θά­λασ­σα, τα πεύ­κα, ο καυ­τός ήλιος κι οι με­λα­χρι­νές, η λαϊ­κή τέ­χνη, η λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση, τα νη­σιά, οι αγνοί χω­ρι­κοί που απο­στο­μώ­νουν δια­νο­ού­με­νους αλ­λά η λά­σπη, τα πο­τά­μια, τα χω­ριά με τα βα­ριά ονό­μα­τα, οι άν­θρω­ποι που δε θέ­λουν φω­το­γρα­φί­ες, το δά­κρυ κι η απο­νιά, το σι­τά­ρι που πλά­για­σε, οι μα­τω­μέ­νες κοι­λά­δες που σα­πί­ζουν τα φρού­τα, η ομί­χλη στο Βαρ­δά­ρη, εί­ναι δε­μέ­νη στη μια της άκρη απ’ τους στί­χους: ...δεν έχω μυα­λό αν εί­χα θα ήμουν ενταγ­μέ­νος / σε λά­γα­ρο πε­δίο πε­ντα­κά­θα­ρος και πι­στός / πε­ρι­μέ­νο­ντας... κι απ’ την άλ­λη: Εύ­χο­μαι να εί­σαι σε γρα­φείο λαϊ­κό / να μη πη­γαι­νο­έρ­χο­νται κα­φέ­δες / αλ­λά στα­τι­στι­κές επε­τη­ρί­δες κα­θώς κι επί­στρα­τοι απ’ τα βου­νά.
Η γέ­φυ­ρα δε ρί­χτη­κε για να γε­φυ­ρώ­σει το χά­σμα της ση­με­ρι­νής ποί­η­σης με την προη­γού­με­νη, της ση­με­ρι­νής ιδε­ο­λο­γί­ας με την προη­γού­με­νη. Πε­ρι­μέ­νει να τι­να­χτεί στον αέ­ρα σε χι­λιά­δες κού­νιες στους κή­πους με τις ιτιές όπου ο κο­σμά­κης ακού­ει μου­σι­κή.

ΓΙΑΝ­ΝΗΣ ΠΑΝΑ­ΓΙΩ­ΤΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ


Προ­σπέ­κτους, εκδ. Τρὰμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1977 (το ‘κά­λυμ­μα’ με το κεί­με­νο του Γιάν­νη Πά­νου προ­στέ­θη­κε, με­τά την ολο­κλή­ρω­ση της έκ­δο­σης, σε πε­ρί­που δια­κό­σια αντί­τυ­πα)

Η Ρού­λα Πα­τε­ρά­κη στην πα­ρά­στα­ση του «Φι­λο­σό­φου» (Φε­στι­βάλ Νά­ξου 2006)


2.

Εί­θι­σται, σε ένα σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα να ανα­φέ­ρε­ται η ημε­ρο­μη­νία γεν­νή­σε­ως του ποι­η­τή και, εφό­σον έχει επέλ­θει το μοι­ραί­ον, εκεί­νη του θα­νά­του. Στην πε­ρί­πτω­ση του Πά­νου Θε­ο­δω­ρί­δη, θε­ω­ρού­με άσκο­πο να βα­ρύ­νου­με τον ανα­γνώ­στη με τέ­τοιες πλη­ρο­φο­ρί­ες που τί­πο­τα δε θα πρό­σθε­ταν στη βα­θύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση του έρ­γου του. Ίσως εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να ση­μειώ­σου­με ότι υπήρ­ξε ένας διεισ­δυ­τι­κός αρ­χαιο­λό­γος, ένας ικα­νός ζω­γρά­φος, ένας ιδιο­φυ­ής ιστο­ρι­κός, ένας εκρη­κτι­κός ηθο­ποιός και να επι­μεί­νου­με σε με­ρι­κές ει­κό­νες όπως εκεί­νη όπου το λι­νό λευ­κό κου­στού­μι του συν­δυα­ζό­με­νο αρ­μο­νι­κά με ένα ζευ­γά­ρι λευ­κές με­τα­ξω­τές κάλ­τσες, ολο­κλη­ρώ­νο­νταν στα κα­φέ σαν­δά­λια του, ενώ στα ατί­θα­σα κύ­μα­τα της κό­μης του επέ­πλεε ένα επί­σης λευ­κό ψα­θά­κι.
Φί­λε ανα­γνώ­στη, που με αγά­πη σκύ­βεις πά­νω στην ποί­η­ση του Πά­νου Θε­ο­δω­ρί­δη, μην πα­ρα­συρ­θείς δια­βά­ζο­ντας στί­χους του πι­κρούς για τον Σε­φέ­ρη, τον Ελύ­τη και τον Ρί­τσο ή άλ­λους με­γά­λους ποι­η­τές και του κα­τα­λο­γί­σεις ζή­λεια, φθό­νο ή άλ­λο τα­πει­νό. «Ό,τι πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­θού­σε στη ζωή του ήταν να τους μοιά­σει».

ΓΙΑΝ­ΝΗΣ ΠΑΝΑ­ΓΙΩ­ΤΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ


Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ (δακτυλογραφημένο κείμενο που τυπώθηκε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου (Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1980)


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: