Η υπόθεση της «Χαμένης Βικτόριας» χρόνια με παίδευε. Είχα την τύχη κάποτε να συναντήσω τον ίδιο τον Γιάννη Πάνου και τον ρώτησα ευθαρσώς αν εξιχνίασε τελικά το μυστικό που κρυβόταν στα χειρόγραφα του Δημητρίου, προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Όλο το βράδυ άλλαζε κουβέντα και θα έλεγα πως με ειρωνευόταν κιόλας. Όσες φορές κι αν διάβασα το μυθιστόρημά του, άκρη δεν έβγαλα. Δάσκαλε —έτσι του άρεσε να τον φωνάζω— έχεις στ’ αλήθεια τσακωθεί με τα εισαγωγικά; Και με τα εξαγωγικά, είπε, κι ήπιε μονορούφι το κρασί του. Ρε τσόγλανε, τη μάνα σου πόσο καιρό έχεις να την επισκεφθείς, μου είπε στο τέλος. Ο δάσκαλος άφησε την τελευταία του πνοή τον Οκτώβρη του ’98.
——— ≈ ———
Τέλη Γενάρη και τώρα που ο χειμώνας ζευγαρώνει με την Αλκυόνη, κι αυτή όπως κάθε χρόνο κοπιάζει ανάμεσα στ’ αττικά βουνά να θερμάνει σαν το κερί τις κρύες μέρες της ζωής μας. Ακόμα θυμάμαι εκείνη την επίσκεψη στο πατρικό μου. Η κυρία Αντωνία, συνταξιούχος δασκάλα Αγγλικών, ολίγον ποιήτρια και αιθεροβάμων στα νιάτα της, ολίγον ντετέκτιβ και τα μάλα νοσταλγούσα το αδικαίωτο μέλλον στα στερνά της. Χαιρόμουνα τη συντροφιά της αλλά δεν ήθελα να τη φορτώσω με τα δικά μου. Αν δεν μπορείς να βοηθήσεις ο ίδιος τον εαυτό σου, αν δεν μπορείς να επισκευάσεις τη βλάβη της ψυχής σου, κανείς δεν μπορεί να σε χειρουργήσει. Κι η μητέρα μου δεν ήταν χειρουργός να γιάνει την πληγή μου. Τακτοποιώ με κόπο τις σκέψεις μου στην ηλεκτρονική σελίδα των απουσιών, ενώ η Μαριλού, ο τριχωτός μου σύντροφος, νιαουρίζει ρουχνίζοντας στα πόδια μου. Μιάου…
Ναι, τώρα που σίτεψα κι εγώ και αναγκαστικά μετακόμισα εδώ μετά τον θάνατό της, συμβιώνω με μια γάτα —παρά τις προειδοποιήσεις της μάνας μου— για να μη χάσω τα λογικά μου. Γυρίζω το κεφάλι, ακούω τις παντόφλες της να σέρνονται στο μωσαϊκό, ακούω τον χρόνο ατάραχος να σέρνεται, και είναι σαν ν’ ακούω τη φωνή της να λυγίζει. Όταν ήμουνα μικρός, Μιχάλη, αγοράκι μου, με φώναζε· τώρα ανατριχιάζω, ρίχνω ένα σοκολατάκι στο στόμα και γράφω στην παλιά Remington. Ψάχνω γι’ απαντήσεις κι όταν δεν τις βρίσκω, τις φαντάζομαι ώσπου να τις βρω, ακολουθώντας τις δικές της συμβουλές: τον προσανατολισμό και την επικοινωνία τους, έλεγε στα τελευταία της.
Κοιμάται, ξυπνά μετανάστης σε μιαν άλλη εποχή, ψαχουλεύει τις θολές και ασπόνδυλες μνήμες, παραμιλά, ράβει, τι ράβει; Τα πάθη της, τις πικραμένες στερήσεις, τις κάλτσες που θέλουν μπάλωμα, τα ταλαιπωρημένα στους αγκώνες μανίκια, τις μέρες μας που πόντο-πόντο σαν πλεχτό ξηλώθηκαν και πρέπει να το πλέξει από την αρχή —τον τελευταίο καιρό σπάνια να βγει από το σπίτι, βάρυνε επικίνδυνα, το σώμα της βιδωμένο στο κρεβάτι, ενώ τα μάτια της ταξιδεύουν στον χρόνο, στο πριν και το μετά, βλέπει και βλέπεται— τους νέους κατοίκους δεν τους φοβάται, όπως κάποιοι άλλοι στην περιοχή, την ύπουλη ακινησία φοβάται και την αδικία που θεριεύει και κατατρώει τα σωθικά.
Έχω στρογγυλοκαθίσει στην αγαπημένη της πολυθρόνα και καμώνομαι πως όλα είναι εντάξει. Ανακατεύω τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες, τα γράμματα, τα σημειώματα, τα πολυκαιρισμένα βιβλία, τον ξύλινο χαρτοκόπτη, τις πένες με αντλία μελάνης, τα μολύβια, τις γόμες, τη μεταλλική ξύστρα, μικροπράγματα από τα κάτω χρόνια, και πατώ μηχανικά τα πλήκτρα της παλιάς Remington τακ τακ ... κλιν, κειμήλια μιας άλλης εποχής που κάνουν τον χώρο να μοιάζει πιότερο με μουσείο παρά με σπίτι. Ξεχωρίζω μια επιστολή με σφραγίδα από το Κάιρο. Στο παλιό πικάπ παίζει ένας δίσκος που ξέμεινε εδώ από τα φοιτητικά μου χρόνια.
Με κοιτάζει στα μάτια, ίδια δασκάλα που καθέδρας εξετάζει σχολαστικά τον μαθητή της, και νιώθω σα να θέλει να μεταλάβω κι εγώ από το άχραντο της μνήμης της σώμα. Προσπαθώ, μα δεν καταλαβαίνω. Ύστερα από λίγο: δυνάμωσε τη μουσική! τι ωραίο τραγούδι είναι αυτό! Otis Redding, μάνα, τον έχεις ακουστά; «A change is gonna come», το τραγούδι. Φυσικά, μου κάνει αυστηρά. Αν θυμάμαι καλά, γράφτηκε όταν γεννήθηκες εσύ. Σπαρακτικό, Μιχάλη μου, όταν το άκουγα, δεν ξέρω γιατί, ένας κόμπος κάθε φορά ανέβαινε στον λαιμό μου. Κάποιος άλλος το έλεγε τότε, αλλά δεν θυμάμαι ποιος. Ο Sam Cooke, μάνα, αλλά αυτός έφυγε νωρίς.
Σηκώνεται από την καρέκλα, πιάνει το <πι> και κάνει λίγα διστακτικά βήματα σαν μωρό που προσπαθεί να ισορροπήσει στην στράτα του. Καρφώνει το βλέμμα της σε μια σέπια φωτογραφία και επιδέξια την τοποθετεί σε μια δέσμη φωτός που καταυγάζει σαν προβολέας τα πρόσωπα. Τις μισώ τις φωτογραφίες, λέει. Είναι σαν να προσπαθείς να δολοφονήσεις την κίνηση, να φυλακίσεις την ίδια τη ζωή. Γίνεται ποτέ αυτό, γίνεται;
Το πρόσωπό της παίρνει μια παράξενη όψη, τα μάτια της σύθαμπο μαζί και ξημέρωμα, λες και αντικρίζει κάποιο φάντασμα, αλλά είναι ένα ζεστό απομεσήμερο του Γενάρη και τούτη την ώρα τα φαντάσματα ακόμα υπνώττουν. Δεν κοιτάζει πια τη φωτογραφία· μια μαθήτρια, με σκούρα ξεπλυμένη ποδιά, άσπρο γιακαδάκι και λευκή κορδέλα στα μαλλιά, σκύβει και ξεφυλλίζει στα γρήγορα τις εφημερίδες που νωχελικά αναπαύονται στον πάγκο του εφημεριδοπώλη.
Άκου να μαθαίνεις, λέει, την ιστορία αυτού του κοριτσιού. Της αρέσει πολύ η υφή του χαρτιού στα δάχτυλα, μα πιο πολύ να διαβάζει· θέλει να γίνει δασκάλα αγγλικών όταν μεγαλώσει. Βέβαια, πρέπει πρώτα να βρει χρήματα για τις εξετάσεις, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Τα χρήματα για τις εξετάσεις, λέει, τα έστειλε στον πατέρα ο κύριος Δημήτριος, ο εκλεκτός καθηγητής και λογοτέχνης από την Αίγυπτο, που αλληλογραφούσε τακτικά με τον πατέρα. Αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Τον έχεις ακουστά; Στο σπίτι του κρυβόταν για καιρό ο θείος μου ο Στυλιανός, που εξέδιδε σε χιλιάδες αντίτυπα την πολυγραφημένη εφημερίδα «Αντιφασίστας», σε συνεργασία με Έλληνες Αιγυπτιώτες.
Η μάνα μου αφήνει για μια στιγμή το κορίτσι στην ησυχία του και ταξιδεύει στα περασμένα, πάντα υπό τη μουσική υπόκρουση του Otis Redding. Η μέρα είναι περίεργα ζεστή. Σε λίγο συνεχίζει από εκεί που έμεινε.
Αυτό το κορίτσι, που λες, πήγαινε με τα πόδια στο 9ο Γυμνάσιο Θηλέων στην πλατεία Κάνιγγος, την ίδια διαδρομή κάθε μέρα. Και οι γονείς της ανησυχούσαν γιατί καμιά φορά ξεχνιόταν στον δρόμο διαβάζοντας λαθραία τις εφημερίδες. Έτρεμε το φυλλοκάρδι τους, γίνονταν πολλά τότε και έπρεπε κανείς να φυλάγεται. Πολλά καταλάβαινε, λίγα έλεγε. Ούτε στις κολλητές της δεν ανοιγόταν. Ήταν η εποχή της γενικής αναδιαρθρώσεως, έτσι έγραφαν οι φυλλάδες το καταραμένο ’47, που οι αλκυονίδες εκείνη τη χρονιά δεν εμφανίστηκαν ποτέ, λες και θύμωσαν με το κακό που έπεσε στη χώρα. Και η Αντωνία πήγαινε στην 7η
Γυμνασίου, αλλά το μυαλουδάκι της ξυράφι.
Μάης μήνας, μεσημεράκι και έχουν σχολάσει. Κόβουν ανθάκια από τις ανθισμένες νεραντζιές και στολίζουν τα μαλλιά τους. Γελάνε, τραγουδάνε, πειράζονται, παίζουν κουτσό. Η φιλενάδα της ανοίγει τον Θησαυρό και καμαρώνει τους σταρ του Χόλυγουντ. Κουτσομπολεύουν τον ψηλόλιγνο νεαρό φιλόλογο με τα στρογγυλά γυαλάκια που όλα τα κορίτσια είναι ερωτευμένα μαζί του. Αλλά αυτός το μυαλό του μόνο στον Θουκυδίδη και στα ανώμαλα ρήματα. Χαζολογάνε με τη φίλη της την Έλσα και η ώρα περνά, κι αυτές δεν το παίρνουν είδηση. Τέτοια μέρα δεν είναι να μαζεύεσαι νωρίς στο σπίτι. Τα δύσκολα περάσανε και η ζωή είναι μπροστά τους. Κάνουν σχέδια για το μέλλον. Κι αυτό τις χορταίνει. Στο σπίτι η μάνα της θα έχει ήδη στρώσει το τραπέζι και ο μικρός της αδελφός, ο Σπύρος, θα τσιμπολογά το ψωμί και θα ανακατεύει με το κουτάλι τις νερόβραστες φακές στο πιάτο του. Πάλι φακές; θα παραπονιέται.
Πατησίων και Κοδριγκτώνος σταματούν στον πάγκο με τις εφημερίδες. Φρέσκιες ειδήσεις σήμερα. Συνταρακτικά τα νέα. Ο κόσμος συζητά έντονα και χειρονομεί. Δόξα τω Θεώ, λένε. Η Ελλάς γυρίζει σελίδα. Επιτέλους!
«Καιρός να πορευθώμεν όπως όλα τα πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης. 335 ολόκληρα εκατομμύρια δίνουν αι ΗΠΑ διά την ανασυγκρότησιν και άλλα 300 εις έκτακτας ανάγκας. Πενταετές σχέδιον διά την ανασυγκρότησιν»
Έβλεπες, παιδί μου, τα πρόσωπα τα βασανισμένα, τα πεινασμένα, τα φοβισμένα και μια ηλιαχτίδα τα έλουζε με φως, τη δεύτερη μέρα του Μαΐου εκείνου. Και η Αντωνία χαιρόταν κι αυτή που σε λίγο θα ξεχνούσαν και την πείνα και τους διωγμούς και ο θείος της ο Μανόλης και ο αγαπημένος της ξάδερφος ο Νίκος θα κατέβαιναν από το βουνό και δεν θα κρύβονταν πια και η ζωή τους θα κυλούσε ήρεμα όπως παλιά. Αυτοί μένανε στην οδό Ρεμούνδου, με τα όμορφα νεοκλασικά σπίτια, μα το δικό τους σπίτι ήταν κλειστό. Η μάνα της μόνο πήγαινε πού και πού να ρίξει καμιά ματιά, να ξεσκονίσει και να το ξανακλείσει. Θυμάται τα γλέντια που κάνανε και τους μεγάλους που χορεύανε όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι. Μετά το σόι διχάστηκε. Οι μισοί δεν μιλούσαν στους άλλους μισούς. Και η δική της οικογένεια στη μέση. Στο κέντρο, καλύτερα, στο κέντρο! έλεγε ο πατέρας της, στο κέντρο της διχόνοιας. Η οδός Ρεμούνδου έγινε με τον καιρό το φυσικό τους σύνορο.
… Που λες, τα κορίτσια είχαν καθυστερήσει και άνοιξαν το βήμα τους, σχεδόν τρέχανε, κι ο ιδρώτας κυλούσε στην πλάτη τους και η ποδιά κολλούσε στο σώμα τους. Ευθύς μια εκκωφαντική βουή έκανε την Αντωνία να σηκώσει το βλέμμα της στον ουρανό. Τον ήχο απ’ τα στούκας που σκορπίζει θάνατο τον είχε συνηθίσει και δεν την τρόμαζε πια. Βλέποντας τον καπνό που άφηνε πίσω του —δεν έριχνε βόμβες αλλά ένα περίεργο σύννεφο— κατάλαβε πως το αεροπλάνο ψέκαζε για προληπτικούς λόγους, όχι μόνο για χολέρα αλλά και για ελονοσία. Φοβόταν αυτά τα δηλητήρια, γιατί έκαναν —έτσι έλεγαν— κακό στα έμβρυα. Γι’ αυτό λυπόταν τις γυναίκες με τις φουσκωμένες κοιλιές και τους έλεγε στα σπίτια σας να κάθεστε με ολόκλειστα παράθυρα και να μην κυκλοφορείτε άσκοπα στον δρόμο.
Σ’ αυτό το σημείο, η τριτοπρόσωπη αφήγησή της έμελλε να είναι αποκαλυπτική για μένα. Τι σχέση μπορεί να έχει άραγε ο Δημήτριος με την ιστορία της μάνας μου, πέρα από το πολύτιμο έμβασμα που ισχυρίζεται πως της έστειλε;
Στην πλατεία Κυριακού κόσμος πολύς μαζεμένος. Ένιωσε ένα κύμα περιέργειας να την πλημμυρίζει. Η ώρα περασμένη. Η Έλσα, πιεστική. Πάμε να φύγουμε, δεν έχουμε δουλειά εμείς εδώ πέρα. Μπορεί να βρούμε κανένα μπελά. Το ’νιωθαν, μια ταραχή ανέβαινε σαν λάβα από ηφαίστειο που σε λίγο θα ξεχυνόταν ανεξέλεγκτη. Μίλαγε η Έλσα και έτρωγε σαδιστικά αργά το κολατσιό που είχε λησμονήσει από το πρωί στην τσάντα της, να το φάει τώρα βιαστικά, μην την μαλώσουν οι δικοί της που το ξέχασε. Η Αντωνία το έβλεπε και της έτρεχαν τα σάλια. Ψωμάκι, τυράκι, ντοματούλα, μούρλια! Αχ, μάννα εξ ουρανού τής έπεσε στα καλά καθούμενα. Να τρως κι ούτε σουσάμι να μην πετάς στα περιστέρια. Ήταν όμως περήφανη και δεν καταδεχόταν να ζητήσει μια τοσηδά μπουκιά από την ψηλομύτα φιλενάδα της, αν και η κοιλιά της έπαιζε ταμπούρλο από τη νηστικομάρα. Σε λίγο η αγαπημένη της πλατεία Κυριακού θα άλλαζε πρόσωπο και όνομα. Ένα χρόνο μετά θα έκαναν τα εγκαίνια της πλατείας Βικτωρίας προς τιμήν της Βασίλισσας της Αγγλίας. Ο κόσμος όμως δεν είδε με καλό μάτι αυτή την αλλαγή. Γι’ αυτό μέχρι σήμερα όλοι οι παλιοί πλατεία Κυριακού τη λένε.
Ωραία! Η Πλατεία Βικτωρίας που μέχρι τότε την έλεγαν Κυριακού και σε λίγο θα έπαιρνε το οριστικό της όνομα, αυτό που διατηρεί μέχρι και τώρα. Μια μετονομασία που μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο εξαγνιστικό για τα κρίματα του παρελθόντος.
Α… πού είχαμε μείνει; Ναι, θυμήθηκα. Φωνές, ποδοβολητά, σειρήνες, από την οδό Ελπίδος ξεχύθηκε ένα σμήνος χωροφύλακες φρουμάζοντας σαν άλογα και σπρώχνανε τον κοσμάκη. Μια απίστευτη δυσωδία μπούκωσε τη μύτη τους, οσμή θανάτου. Τα όρνεα από ψηλά έκαναν επιβλητικά την εμφάνισή τους σκίζοντας αργά τον αέρα. Τα κορίτσια ταράχτηκαν αλλά δεν το κουνούσαν από εκεί μέχρι να εξιχνιάσουν την υπόθεση. Ποιος να τους το ’λεγε πως κάτω απ’ τη μύτη τους δούλευε ένα πραγματικό σφαγείο. Όχι αυτό στην Πειραιώς αλλά στη δική τους πλατεία. Αναγνώρισαν, με δυσκολία, πρόσωπα γνωστά αλλά χαμένα από καιρό. «Άνθρωποι με υπηκοότητα θανάτου», θα έγραφε την επομένη ένας δημοσιογράφος. Τα έργα ανακατασκευής αποκάλυψαν τις μισολιωμένες σορούς ανθρώπων που είχαν σκοτωθεί κατά τις φονικές μάχες των προηγούμενων χρόνων και θάφτηκαν πρόχειρα κάτω από την πλατεία. Μια κανονική ανασκαφή, σου λέω, που έφερε στο φως πολύτιμα ντοκουμέντα. Από τότε καρφώθηκε στο μυαλό της Αντωνίας η ιδέα να γίνει αρχαιολόγος, άλλο θέμα βέβαια που ποτέ δεν έγινε.
——— ≈ ———
Η χαμένη Βικτό(ώ)ρια, λοιπόν, ίσως είναι για τον Δημήτριο οι άνθρωποι με υπηκοότητα θανάτου στην Αίγυπτο. Στην Κυνουρία. Παντού. Το Μάη του ’49, διαβάζω στη σελίδα 23, στον Πάρνωνα έχουν απομείνει καμιά τριανταριά αντάρτες. Νικητής, άλλωστε, είναι εκείνος που μένει. Το καλοκαίρι του ’52 βρέθηκε νεκρός σε μια σπηλιά ο τελευταίος ένοπλος.
——— ≈ ———
Η ώρα περνά χωρίς να το καταλάβει κανείς απ’ τους δυο μας. Σηκώνεται με δυσκολία και στέκεται μπροστά στο παράθυρο. Κοιτάζει πέρα μακριά στον σταθμό· των κυνηγημένων τις αναχωρήσεις και των απελπισμένων τις αφίξεις.
… Πτώματα, λέει, πτώματα. Γέμισε ο τόπος πτώματα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μια κόκκινη θάλασσα η Ελλάδα, να μην έχεις πού να θάψεις τους νεκρούς σου, μακρύς ο κατάλογος. Ένα απέραντο νεκροταφείο η πλατεία· εύφορο έδαφος για πανσέδες και κρινάκια. Και τώρα αν τη σκάψουνε, είμαι σίγουρη, πάλι τον θάνατο θα βρούνε κάτω από τον μελανιασμένο ουρανό.
Ο ήλιος ήδη χάθηκε πίσω από τις πολυκατοικίες, τα πρώτα φώτα στον δρόμο ανάβουν δειλά το ένα μετά το άλλο. Ούτε πέντε δεν είναι ακόμα. Όση ώρα μιλά παίζει νευρικά με τη βέρα που ακόμα φορά στον δείχτη του δεξιού της χεριού. Ο παράμεσος αδυνάτισε επικίνδυνα και ο κίτρινος κρίκος γλιστρά. Το βλέμμα της αιχμαλωτίζεται από ένα κέντημα στον τοίχο που παριστάνει έναν ταυρομάχο να καρφώνει τον ταύρο στον αυχένα.
Παίρνει μια ανάσα και συνεχίζει.
Η Έλσα δεν ήθελε να φάει άλλο, της έφερε αναγούλα το θέαμα, καθώς ένας δύστροπος αέρας σηκώθηκε ξαφνικά. Κάνει μια κίνηση και πάει να πετάξει χάμω το ψωμοτύρι. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, το βουτάω τότε κι εγώ σαν ταχυδακτυλουργός στον αέρα και το καταβροχθίζω με μια λαχτάρα άλλο πράγμα, σαν να έτρωγα το καλύτερο φαγητό. Έγλειφα τα δάχτυλά μου ένα-ένα, καθώς τα ψίχουλα ταξίδευαν στον αέρα και έραιναν με σιταρένια βροχή τα πτώματα, κι εκείνη να με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο απορία και αηδία. Εκείνη που ποτέ δεν είχε νιώσει αυτή τη μαχαιριά όταν κοιμάσαι και ξυπνάς, ξυπνάς και κοιμάσαι με άδειο στομάχι. Έσφιξα κι εγώ τα δόντια και κατάπια την τελευταία μπουκιά, την πιο νόστιμη, την πιο τρυφερή, και ονειρεύτηκα πως όλος αυτός ο κόσμος μια μέρα θα ξαναγεννηθεί σε μιαν άλλη χώρα –το όνομά της δεν το ξέρω κι ούτε έχει σημασία– και θα τρώει γύρω από το ίδιο τραπέζι γλυκό ψωμί που αγόγγυστα ένας φούρναρης θα ζυμώνει κάθε μέρα, χωρίς να ζητιανεύει ψίχουλα πεταμένης ελεημοσύνης. Μια ολόκληρη βδομάδα έκανε να μου μιλήσει, με απέφευγε, και ποτέ ξανά δεν τόλμησε να φάει μπροστά μου. Φοβόταν, βλέπεις, μην της αρπάξω το κολατσιό. Πού να ’ξερε η χορτασμένη πως μόνον οι χορτάτοι κλέβουν το ψωμί γιατί ποτέ τους δεν χορταίνουν, οι αχάριστοι!
Ο θείος μου ο Μανόλης όπως και τόσοι άλλοι δεν ροβόλησαν ποτέ από το βουνό, μάταια τους καρτεράγαμε. Ο άλλος θείος μου, ο Στυλιανός, δεν ξαναγύρισε από την Αίγυπτο. Μας έγραψαν πως τον φάγανε μπαμπέσικα οι δικοί του. Αργότερα ο Τσίρκας θα τα μυθοποιούσε όλα αυτά τα παρελθόντα. Το ίδιο και ο Δημήτριος. Ανάντισαν, πατήθηκαν, προδόθηκαν, λιθοβόλησαν ή λιθοβολήθηκαν, κέρδισαν ή έχασαν την ψυχή τους –ποιος ξέρει; Ο Νικόλας με το μαύρο γένι στη φαγωμένη όψη του το ’σκασε για την Αλβανία. Δεν τον ξανάδαμε. Μόνο φωτογραφίες μάς έστειλε ύστερα από χρόνια. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Εμάς αγρίεψε η ψυχή μας με όλα τούτα· ποτέ δεν ημέρεψε. Σπασμένες μέσα μου εικόνες φρίκης, τις κουβαλώ, με ματώνουν· τις απωθώ, με κυνηγούν.
Βγαίνω στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγάρο, ενώ εκείνη ανοίγει –την ίδια πάντα ώρα– την τηλεόραση και πέφτει πάνω στα οικολογικά νέα, όπως τα ονομάζουν σήμερα. Κάθομαι απέναντί της και την κοιτάζω. Είναι ένα ρεπορτάζ για τις φάλαινες-πιλότους που τα τελευταία χρόνια, λένε, εξοκέλλουν αθρόα στις ακτές και αυτοκτονούν μαζικά για κάποιον άγνωστο λόγο. Η φωνή της παρουσιάστριας τσακίζει από προσποιητή συγκίνηση και έκπληξη για τα δύσμοιρα αυτά κήτη.
Πριν από καιρό διάβασα σ’ ένα περιοδικό πως τα υποθαλάσσια πειράματα που κάνουν επιστήμονες με υπερήχους καταστρέφουν πλήρως τα όργανα των φαλαινών που είναι υπεύθυνα για τον προσανατολισμό και την επικοινωνία τους. Κατάλαβες τώρα; λέει με παράπονο και επαναλαμβάνει αργά, σχεδόν συλλαβιστά – «τον προ-σα-να-το-λι-σμό και την ε-πι-κοι-νω-νί-α τους» – κι έπειτα κλείνεται στη σκληρή σιωπή της.
Ο ήλιος χάθηκε. Η μπορντό κουρτίνα ανεμίζει σαν το πανί του ταυρομάχου και κολπώνει το δωμάτιο με αιθέρια έλαια από θυμάρι και βασιλικό και λεμονανθούς και μεθυστικές ευωδιές από τις λιγοστές νεραντζιές, που γλύτωσαν από την καταστροφική μανία των υπευθύνων. Ρε, τι παράξενα πράγματα συμβαίνουν, σκέφτομαι και χαμογελώ ζαλισμένος από χαρά, ανθισμένες νεραντζιές Γενάρη μήνα στην πλατεία Αττικής! Λες; Και είμαι σχεδόν σίγουρος.
Μου επιτρέπεις; τη ρωτώ, κι ανάβω ένα τσιγάρο.
Όταν ταΐζεις τα λουλούδια με αγάπη, λέει, αντρειεύουν και ομορφαίνουν. Όταν ποτίζεις τακτικά τις λέξεις, πρασινίζουν. Τότε και οι άνθρωποι λουλουδίζουν. Θαύμα!
Γίνονται ακόμη θαύματα, βρε μάνα; τη ρωτώ. Εγώ γιατί δεν τα βλέπω; Λες να φταίει η πρεσβυωπία ή ο αστιγματισμός που κουβαλάω από μικρός;
Μάτια δεν χρειάζεσαι για να δεις τα θάματα, μου λέει, μέσα μας έχουν χτίσει τη φωλιά τους και κουρνιάζουν. Μέσα μας. Σσσσσσς… άκου τα! Για νάσαι ανοιχτός στο θαύμα, πένης κι ανέστιος να μένεις.
Χαϊδεύω τα χιονισμένα μαλλιά της μάνας μου που σκεπτική ακούει το απόμακρο βουητό του δρόμου και το σφύριγμα των τρένων στις ράγες. Κι έτσι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μοιάζει με κήπο ανθισμένο το καταχείμωνο, μοιάζει με ρολόι που οι δείχτες του σταμάτησαν στα ερείπια του χρόνου, μοιάζει με άγγελο σε ασπρόμαυρη σεκάνς που του μαδήσαν τα φτερά.
Γαλήνη!
Και τι έγινε τελικά, βρε μάνα; τη ρωτώ σκωπτικά –αν και φαντάζομαι τη συνέχεια– πώς πεθαίνουνε τελικά οι φάλαινες; Το έλυσες το μυστήριο;
Με κοιτάζει όλο παράπονο που τάχα δεν καταλαβαίνω, κι ένα θαλασσί δάκρυ κυλά από τα μάτια της, που κρατούν ακόμα εκείνο το μπλε του ουρανού από τη ράχη της Αλκυόνης. Βάζει το ένα χέρι πίσω από τον σβέρκο και με το άλλο μού αρπάζει το τσιγάρο από το στόμα τραβώντας μια γερή ρουφηξιά. Κλείνει τα μάτια και βουλιάζει στις πυκνές τουλούμπες του καπνού, με το πρόσωπο στραμμένο προς το παράθυρο.
Ρίξε στην πλάτη σου ένα ρούχο, έβαλε ψύχρα απόψε, μου κάνει στοργικά, σχεδόν υπερπροστατευτικά. Όχι, όχι, δεν είμαι θλιμμένη που τελειώνει η μέρα· αύριο ίσως είναι καλύτερα.
Και πού το ξέρεις εσύ, στα χαρτιά;
Θυμάσαι τι έλεγε ο Φόρεστ Γκαμπ στην ομώνυμη ταινία; «Η ζωή είναι σαν ένα κουτί σοκολατάκια». Ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις. Εδώ η μάνα γελά, ενώ το βλέμμα της τριγυρίζει ερευνητικά στο δωμάτιο.
Νύχτωσε. Η αυλαία κλείνει.
— Μπορείς να φύγεις τώρα.
— Χρειάζεσαι τίποτα, βρε μάνα;
— Όλα καλά, γιε μου, όλα καλά.
Κλείνω τα μάτια τη στιγμή που νιώθω το χέρι της στο πρόσωπό μου. Μυρίζει πράσινο σαπούνι. Στ’ αυτιά μου βουίζει κάτι σαν μουσική, μια γλυκιά καταπραϋντική μελωδία:
I still don't know what I was waiting for
And my time was running wild
Νυστάζω, μονάκριβέ μου, λέει και χώνει κρυφά στην τσέπη μου ένα σοκολατάκι. Θέλω να κοιμηθώ.
Κι εγώ, μάνα, κι εγώ.