Κυανέη
η ζέστα παύει απότομα
πλανόδιος ποδηλατεί και ορίζει στην πλαγιά τα βόρεια του ποιήματος
βλέπεις, εσύ, ψηλά ένα λινό, βλέπεις πώς δραπετά πλαγκτό
το μήπως του νοήματος
αλλά ιδού
τώρα διέρχονται
τυμπανιστής στα θολά, ψαθυρός & χωλαίνων
καί εμμονές που πορεύονται με ανθοπέτρινη ύλη
αλλά, δες, τώρα ρέουν
το κυανούν τής Πρωσσίας ἀπ’ τες όχθες τού Σπρέε
το κυανό των αιμάτων θαλασσίων πλασμάτων
το κυανούν της μελμπλάνης του ακίνητου Κλέε
και μετά, τώρα, φαίνονται
το κυανούμμας κυανό
το κυανούν της Αρέθουσας των πενήντα δραχμών
το κυανό που ο Σεφέρης —
απ’ τες ράχες παλαίμαχων σχημάτων
και αποχαίρετισμών
και, αν βλέπης, δεν λείπουν
το κυανούν των βλεμμάτων, των ασκόπων ψεμμάτων
της μαϊμούρ μουσικής το κυανωκεανάτο
ο ωκύς Ωκεανός, που θα βάψη τα πρόσωπα μαύρα
και θα γράψη νεκύς, νεκρός, νεκαράς. μόρος λωτός
και ομίχλη κυανόπεπλος
ο τυμπανιστής θρυμματίζεται,
η παρέλασις συνεχίζεται,
με μουσικές απαίσιες, με κραυγές
κραπαταλλέ!
μωρόχαυνε!
τού μαρικά ο δίνος!
η παρέλασις συνεχίζεται, συνεχίζεται
κυδώνια ολοκίτρινα,
δωδώνια χαλκοπράσινα
και λάλλες
και μικρές και μεγάλες, άσπρες, γκρίζες και άλλες,
στην ουρά της
Αλλά, ώς εδώ,
έως εδώ. άαπ - θρουπ!
[1984/5 & 2020]