Χωρίς γάτες

Χωρίς γάτες


Κυα­νέη

η ζέ­στα παύ­ει από­το­μα
πλα­νό­διος πο­δη­λα­τεί και ορί­ζει στην πλα­γιά τα βό­ρεια του ποι­ή­μα­τος
βλέ­πεις, εσύ, ψη­λά ένα λι­νό, βλέ­πεις πώς δρα­πε­τά πλαγ­κτό
το μή­πως του νο­ή­μα­τος

αλ­λά ιδού
τώ­ρα διέρ­χο­νται
τυ­μπα­νι­στής στα θο­λά, ψα­θυ­ρός & χω­λαί­νων
καί εμ­μο­νές που πο­ρεύ­ο­νται με αν­θο­πέ­τρι­νη ύλη

αλ­λά, δες, τώ­ρα ρέ­ουν
το κυα­νούν τής Πρωσ­σί­ας ἀπ’ τες όχθες τού Σπρέε
το κυα­νό των αι­μά­των θα­λασ­σί­ων πλα­σμά­των
το κυα­νούν της μελ­μπλά­νης του ακί­νη­του Κλέε

και με­τά, τώ­ρα, φαί­νο­νται
το κυα­νούμ­μας κυα­νό
το κυα­νούν της Αρέ­θου­σας των πε­νή­ντα δραχ­μών
το κυα­νό που ο Σε­φέ­ρης —
απ’ τες ρά­χες πα­λαί­μα­χων σχη­μά­των
                    και αποχαί­ρετι­σμών

και, αν βλέ­πης, δεν λεί­πουν
το κυα­νούν των βλεμ­μά­των, των ασκό­πων ψεμ­μά­των
της μαϊ­μούρ μου­σι­κής το κυα­νω­κε­α­νά­το
ο ωκύς Ωκε­α­νός, που θα βά­ψη τα πρό­σω­πα μαύ­ρα
και θα γρά­ψη νε­κύς, νε­κρός, νε­κα­ράς. μό­ρος λω­τός
και ομί­χλη κυα­νό­πε­πλος

ο τυ­μπα­νι­στής θρυμ­μα­τί­ζε­ται,
η πα­ρέ­λα­σις συ­νε­χί­ζε­ται,
με μου­σι­κές απαί­σιες, με κραυ­γές

κρα­πα­ταλ­λέ!
                
μω­ρό­χαυ­νε!
                       τού μα­ρι­κά ο δί­νος!

η πα­ρέ­λα­σις συ­νε­χί­ζε­ται, συ­νε­χί­ζε­ται
κυ­δώ­νια ολο­κί­τρι­να,
                δω­δώ­νια χαλ­κο­πρά­σι­να
                                και λάλ­λες
και μι­κρές και με­γά­λες, άσπρες, γκρί­ζες και άλ­λες,
                                                                        
στην ου­ρά της

Αλ­λά, ώς εδώ,
έως εδώ.   άαπ - θρουπ!

[1984/5 & 2020]


Τε­λώ­νιο

στην πό­λι αυ­τή, ή το δω­μά­τιο αυ­τό, ξα­να­γυρ­νά
Με μια ελα­φρό­πε­τρα αγκα­λιά
    και μια βα­θιά σακ­κού­λα
Στο τραί­νο αυ­τό ξα­να­γυρ­νά,
το τραί­νο πά­ει και έρ­χε­ται,
όσο δεν πά­ει Πά­ει

στην πό­λι αυ­τή, ἢ το δω­μά­τιο αυ­τό, ξα­να­γυρ­νά
κρα­τώ­ντας ένα φυ­σε­ρό με ἀἁλά­τι πα­ρα­μά­σχα­λα
Στους τοί­χους πέ­φτει και ανα­πη­δά,
συ­χνά ο ίδιος - ίδιος,
κά­πο­τε μιά μορ­φή Αδάμ
Και μα­ζί του αχνί­τες

                ο Αδάμ και οι Αχνί­τες
                που κλω­τσά­νε τα τύ­μπα­να
                και ανοί­γου­νε μύ­τες

στο χρώ­μα αυ­τό ξα­να­βου­τά,
στα βα­βου­ρεία, τα θέ­α­τρα,
τα οι­νο­μα­γει­ρεία
Στο χώ­μα αυ­τό ξα­να­βου­τά,
στα ίδια βα­βου­ρεία

                ά, πό­σο – τό­σο φθεί­ρε­σαι
                όταν φλε­γέ­θε­σαι χω­ρίς να καί­γε­σαι,
                όταν χα­ρά­στε­σαι χω­ρίς να φθί­νης

πρω­θυ­στε­ρό­γρα­φο: ‘Α new career’ – ‘always crashing’ -at- ‘the speed of life

[Ουρμπάνα 1992 & ΚΠΚ + Bowie (Low)]

Χω­ρίς γά­τες

κα­λο­καί­ρι τού χώ­μα­τος Χω­ρίς γά­τες Με μύ­λους
Μια φτε­ρού­γα η Κάρ­πα­θος Μια φτε­ρού­γα ὁ σκύ­λος
Αφη­ρη­μέ­να, τέ­τοιε, πώς κοι­τάς
τα τό­σα που τσα­κί­ζο­νται
με­ση­με­ριά­τι­κα
«Ού­ζο, πα­ρα­κα­λώ – Και μια χω­ριά­τι­κη»

και ύστε­ρα αφή­νεις τής Ευ­ρώ­πης τούς μα­στούς
Στους κόλ­πους της να σε έχη ἡ Με­σό­γειος
και να δα­γκώ­σης θέ­λεις το νε­ρό
με μα­τω­μέ­νο βγαί­νεις γό­να­το
Και ύστε­ρα θες γρα­φή και προ­σο­χή Θέ­λεις
για σέ­να το άναμ­μα προ­σε­κτι­κών τσι­γά­ρων
Λοι­πόν…
Βά­σα­νος εί­σαι Θες δε θες
Και όπως δεν θες: Χο­ρεύ­εις

[Σάμος & Αθήνα, 8&9/1993]

Τε­τάρ­τη

Ι. με μια γά­τα κα­θι­σμέ­νη στο στή­θος

θυ­μά­μαι τα χρό­νια Πριν πε­ντέ­μι­συ χρό­νια με μια γά­τα κα­θι­σμέ­νη στο στή­θος Θυ­μά­μαι τα χρό­νια και τυ­λί­γο­μαι Ένα κα­φέ κου­τί Ἡ Πέμ­πτη μού πε­τά­ει δί­πλα μου τρία άσπρα ξύ­λα Η φω­νή σου περ­νά­ει την πόρ­τα σαν αν­θρώ­πι­νο σχή­μα Ανε­βο­κα­τε­βαί­νει την σκά­λα που βγά­ζει στην πα­ρα­λία Μαύ­ρο κα­ρά­βι Αση­μέ­νια θά­λασ­σα, αση­μέ­νια κε­φά­λια καρ­φιών και μπλε γύ­ρω γύ­ρω

ΙΙ. αντι­θέ­τως

εί­πα ένα φού και έφυ­γα Εί­πα την μό­νη συλ­λα­βή πού έπρε­πε Έστω και αν στην συ­νέ­χεια γύ­ρι­σα Λέω ή θυ­μά­μαι δώ­δε­κα φο­ρές Μια για τον κά­θε μή­να ή τον κά­θε Από­στο­λο ή για­τί έχου­με το δώ­δε­κα, έναν ήρε­μο αριθ­μό. Ναι, με τέ­τοια γε­μί­ζω το μα­ξι­λά­ρι των ημε­ρών μου

[9/3/1994]

Στο πα­ρά­θυ­ρο

δώ­σε μου ένα τσι­γά­ρο Μπο­ρείς να φα­ντα­στής ένα σύ­μπαν με βα­σι­κή μο­νά­δα ένα πα­ρά­θυ­ρο ή ένα πα­ρά­θυ­ρο και ένα καρ­πού­ζι Κα­λο­και­ρι­νό Πες μου έναν αριθ­μό Άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο Κοί­τα εκεί
κά­ποιος αφή­νει τα ποι­ή­μα­τά του στο δά­σος Κά­ποιος τρί­βει τα ποι­ή­μα­τά του στον τοί­χο μέ­χρι να σβη­στούν Πα­ρα­τη­ρείς;
πα­ρα­τη­ρώ τον γέ­ρο πο­δη­λά­τη το βρά­δυ Με το κα­σκέ­το και το μου­στά­κι του Πώς στα­μα­τά έξω από την εκ­κλη­σία να ανά­ψη ένα τσι­γά­ρο Σκέ­πτο­μαι λέ­ξεις: θύ­ελ­λα ύδρα Ύδρα λυγ­μός Το ύψι­λον μι­σο­γε­μά­το γκρί­ζα γα­λα­ζω­πή βρο­χή και από αυ­τό γε­μί­ζουν οι τσέ­πες μου σέ ένα σταθ­μό Σέ ένα ξύ­λι­νο πα­γκά­κι έξη γέ­ροι ηθο­ποιοί μι­σο­γε­λούν
πέ­φτει νε­ρό Τούς πλη­σιά­ζει ένα παι­δά­κι και τούς χα­ζεύ­ει -Πώς εί­ναι οι γέ­ροι- Αυ­τοί το διώ­χνουν με την μα­γκού­ρα και όταν κλαίη δεν το ακούν Στα­γό­νες των πραγ­μά­των ανά­με­σα στα φώ­τα Και φώ­τα ανά­με­σα στα πράγ­μα­τα Κά­ποιος αφή­νει τα ποι­ή­μα­τά του στο δά­σος Κά­ποιος τρί­βει τα ποι­ή­μα­τά του στον τοί­χο μέ­χρι να σβη­στούν Πα­ρα­τη­ρείς;
πα­ρα­τη­ρώ τον γέ­ρο πο­δη­λά­τη το βρά­δυ Με το κα­σκέ­το και το μου­στά­κι Πώς στα­μα­τά έξω από την εκ­κλη­σία να ανά­ψη το τσι­γά­ρο του Σκέ­πτο­μαι λέ­ξεις: θύ­ελ­λα ύδρα Ύδρα λυγ­μός

    [24/10/1994]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: