— ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥΣ* —
Η αλήθεια είναι πως αν δεν με ξεκουνήσει κάποιος να πάμε διακοπές, δύσκολα θα προτείνω κάτι τέτοιο από μόνη μου. Όχι ότι δεν μου αρέσουν τα ταξίδια, οι διακοπές κι οι εκδρομές, ίσα ίσα, μα πάντα σχεδιάζω να τα κάνω είτε μόνη μου, είτε για δουλειά – δηλαδή μόνη μου πάλι.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν ζόρικο. Στο τέλος του καλοκαιριού θα πήγαινα Στοκχόλμη για ένα φεστιβάλ – πολλά τα έξοδα, η αδερφή μου μ’ ένα παιδί τριών χρονών και την κοιλιά στον ουρανό έτοιμη να γεννήσει το δεύτερο ήθελε τη βοήθειά μου και μέσα σ’ όλα, η φίλη μου η Λ. χωρίζει μετά από πέντε χρόνια σχέσης που πήγαινε για γάμο και στο τηλέφωνο δε σηκώνει αντιρρήσεις:
«Θα πάμε διακοπές μαζί, τα βρήκα όλα, φεύγουμε μεθαύριο.»
Δεν πρέπει να αντιστάθηκα πολύ είναι η αλήθεια, ήθελα να φύγω κι εγώ – πάντοτε θέλω, μην τα πολυλογώ βρεθήκαμε να κάνουμε τουρ στις παραλίες της Ηπείρου. Με πόδια, με αμάξι, με καραβάκια, με βαρκούλες, με τα πάντα. Σε μία τέτοια διαδρομή, λοιπόν, γνωρίζουμε τρία παιδιά, στην ηλικία μας πάνω κάτω, Νότιοι εκείνοι αλλά –χωριό η Ελλαδίτσα που λένε– σύντομα βρίσκουμε κοινούς γνωστούς, μαγαζιά που ξέρουμε όλοι κι ούτε καταλαβαίνουμε πώς περνάει καλά καλά η μέρα. Κάπου στο ενδιάμεσο, εγώ έχω αφήσει την παρέα και διαβάζω – θυμάμαι, ήταν κάτι του Σινόπουλου. Με πλησιάζει ο ένας κι αρχίζει να μου κάνει ερωτήσεις: τι είναι αυτό, έχεις διαβάσει Νερούδα, έχεις διαβάσει Μπρεχτ, εμένα μου αρέσει ο Καββαδίας, τον Σεφέρη δεν τον συμπαθώ γιατί είχαν κόντρα, κι άλλα τέτοια.
Την άλλη μέρα βρισκόμαστε σε άλλη παραλία –συμφωνημένη αυτή τη φορά– κι όπως γι’ ακόμη μια φορά βασανίζω τον Σινόπουλο (αφού κοπέλα μου δε θες να χάνεις και τις κουβέντες της παρέας, τι κάνεις πώς διαβάζεις το έρμο το βιβλίο και το γεμίζεις άμμο και ψίχουλα από πολύσπορα κριτσίνια!), κι όπως λοιπόν έχω στα χέρια μου ανοιγμένο το βιβλίο, έρχεται πάλι εκείνος ο ένας και μου λέει:
«Το σπίτι που νοικιάσαμε έχει μέσα βιβλία, και πήρα ένα μαζί μου τώρα να διαβάσω…»
«Για να σου κάνει εντύπωση» -- πετάχτηκε ο φίλος του.
«Είναι ένα του Καραγάτση…»
«Αχ μη μου πεις ότι είναι το Χαμένο Νησί! Τρελαίνομαι! Πες μου, πες μου. »
«Δεν θυμάμαι, κάτσε να δούμε.»
Και κάνει με το δεξί του χέρι μια κίνηση και βγάζει από το backpack του αυτό το μικρό, παλιομοδίτικο, θαυματουργό βιβλιαράκι κι εγώ πέφτω πάνω του και το αρπάζω, και με κοιτάει μες στα μάτια και πώς να του εξηγήσω τη συγκίνηση να το διαβάζω καταμεσής της θάλασσας στο κατάστρωμα του πλοίου για Αλόννησο, και πώς να του πω για το νησί της Τήλου που εξαφανίστηκε απ’ τον χάρτη και κυρίως, πώς να του πω να γίνουμε τζιτζίκια και να μη με περάσει για τρελή;
Με λίγο ρούμι κάτω απ’ τον ήλιο.
Τώρα, αν διάβασε ποτέ του το βιβλίο δεν το γνωρίζω, στην παραλία μια φορά δεν τα κατάφερε. Όμως γνωρίζω από φωτογραφίες, πως ήμουνα η ηθική αυτουργός σε μια κλοπή – ο Καραγάτσης ταξίδεψε μαζί του στην Αθήνα, όπως κι η φίλη μου η Λ. για να τα ξαναβρεί με τον δικό της.
Εμένα πάλι στην επιστροφή μια σκέψη είχε κολλήσει στο μυαλό μου: άραγε να λυπήθηκε ο ιδιοκτήτης ή να χάρηκε που του πήραν το βιβλίο;
*Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».