Στους τροπικούς δεν πήζει το αίμα εύκολα. Δύσκολα κλείνει η πληγή, όσο μικρή κι αν είναι. Οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την παρατεταμένη λύση του δέρματος, τις διαρροές του πολύτιμου υγρού. Είναι σα να θέλει ο τόπος να γευτεί λίγο ή πολύ από το αίμα σου. Στάλα – στάλα να ποτιστεί μ΄ αυτό για να δεθεί περισσότερο μαζί σου. Μια υποτυπώδης θυσία, ένας εμφανής απόηχος των παλαιών τελετών. Σημάδι αλάνθαστο κάθε αρχετυπικής μαγείας.
«Δεν πρέπει να ματώσεις, να προσέχεις πολύ να μην κοπείς», μού τονίζουν οι παλιοί. Στις πρώτες μας συναντήσεις, η επισήμανση αυτή θα επαναληφθεί αρκετές φορές. Και συνεχίζουν, αν δουν ότι δεν αντιλαμβάνομαι τη σημασία της προειδοποίησης: «Τα κοψίματα είναι πολύ επικίνδυνα. Ως και τις επιπόλαιες γρατζουνιές ν΄ αποφεύγεις, μακριά από τα κλαδιά, τους θάμνους και τα αδέσποτα ζώα. Τα πιθηκάκια είναι τα πιο απρόβλεπτα, αλλά και κάποιες μεγαλούτσικες σαύρες είναι ύπουλες, γεμάτες δηλητήριο, κυκλοφορούν εκεί που δεν τις περιμένεις».
Μαζί με τις προφυλάξεις που πρέπει να πάρει κανείς για να αντιμετωπίσει εγκαίρως τις μάστιγες της περιοχής, που είναι βέβαια η μαλάρια και ο τυφοειδής πυρετός, η ασυνήθιστη απώλεια αίματος από μικροατυχήματα είναι μια ακόμη έγνοια. Η καθημερινή ρουτίνα έχει κι αυτή τους μόνιμους εφιάλτες της.
———— ≈ ————
Με είχε βέβαια προειδοποιήσει για όλα αυτά, χρόνια πριν, ο μεγάλος δάσκαλος της κατ’ οικονομίαν φράσης, ο Γκράχαμ Γκρην. Όταν γλιστρούσα με τις ώρες, μέσα στις σελίδες του Ουσία και βάθος ερχόμουν χωρίς να το καταλάβω πολύ κοντά στα σύνορα με το Καμερούν. Μουλιασμένες παράγραφοι από τις καταθλιπτικές ή πρόσχαρες βροχές, φράσεις σημαδιακές που περιείχαν συχνά, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, χρησμούς και προφητείες που με αφορούσαν άμεσα: Παραθέτω ενδεικτικά: «Στους υγρούς τόπους τα τραύματα δεν γιατρεύονται ποτέ. Ακόμα και η ελάχιστη γρατσουνιά δεν αργεί να πιάσει πύο.» Η λογοτεχνία, ένα φαρμακείο για τους τροπικούς.
———— ≈ ————
Η σχεδόν εγκαταλελειμμένη κωμόπολη Μποναλέα Μαντούκα απέχει διακόσια περίπου χιλιόμετρα από τη Γιαουντέ. Ένας ελληνικός μη κυβερνητικός οργανισμός προσπάθησε να χτίσει εκεί ένα σχολικό συγκρότημα, κυριολεκτικά μέσα στο δάσος, για τα παιδιά που αναγκάζονταν να περπατάνε καθημερινά πολλά χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους στα σχολεία των γειτονικών χωριών. Μετά από τρεις ώρες οδήγημα μέσα σε μια ελαφρώς εξημερωμένη ζούγκλα, επισκέφθηκα το σχολείο. Το βρήκα μισοτελειωμένο. Χόρτα και θάμνοι το κύκλωναν από παντού. Ο δήμαρχος μού είπε ότι οι οικογένειες που είχαν παιδιά σχολικής ηλικίας τα παράτησαν κι έφυγαν πριν λίγους μήνες όλοι μαζί για τη Γιαουντέ και τη Ντουάλα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.
Έσπρωξα ελαφρά την πρώτη πόρτα που βρήκα μπροστά μου. Άνοιξε αμέσως. Δυο θρανία, καθαροί τοίχοι, ένας μαυροπίνακας. «Το κτίριο θα το κάνουμε εκθεσιακό κέντρο. Θα δείχνουμε τι είδη λαϊκής τέχνης μπορούμε ακόμη να φτιάχνουμε», διευκρίνισε καλοσυνάτα ο δήμαρχος. Ένα χαμόγελο, μια ήρεμη κυκλική κίνηση των χεριών, να αγκαλιάσουν ένα αβέβαιο μέλλον στην καρδιά του πουθενά. Μια στάση του κορμιού, ένα αποφασιστικό στύλωμα των γυμνών ποδιών, που σίγουρα δήλωνε απαντοχή. Και υπομονή αιώνων.
Βγάλαμε την απαραίτητη φωτογραφία δίπλα στην μεταλλική επιγραφή. Δήλωνε την επιχορήγηση που έμεινε στη μέση. Το εθνόσημό μας πεντακάθαρο, μια εγγύηση αλληλεγγύης. Κάναμε μια βόλτα στους εξωτερικούς χώρους. Μετά περιφορά στους γεμάτους τρύπες χωμάτινους δρόμους. Ο λαλίστατος δήμαρχος ήθελε να μού πει ει δυνατόν τα πάντα που αφορούσαν την ιστορία του τόπου του. Δεν έβλεπα στο μεταξύ άλλους κατοίκους. Πού να είχαν εξαφανιστεί; Πόσοι άραγε να είχαν απομείνει; Λίγα κατοικίδια ζώα εδώ κι εκεί. Και το εντυπωσιακό ημιφορτηγό του συνομιλητή μου, μια απαστράπτουσα Τογιότα. Η φωνή του, η μόνη αλήθεια της Μποναλέα Μαντούκα. Τα είχε αφομοιώσει όλα μέσα της. Μια χοάνη ύπαρξης.
Ο ήλιος κάθετος, μάς στράγγιζε. Λες και ήθελε να μάς πάρει μαζί του στο δικό του καμίνι. Εξαϋλωμένους επί τέλους. Τιμωρία. Ίσως εξιλέωση, αφού μπορέσαμε να τον αντιμετωπίσουμε άφοβα τόση ώρα... Αντανάκλαση μέσα στο πύρωμα αυτής της ώρας, ο Σελίν των καταλυτικών αφορισμών: «Είναι δύσκολο να κοιτάξεις αληθινά τους ανθρώπους και τα πράγματα στους Τροπικούς, λόγω των χρωμάτων που εκπέμπουν. Βράζουν τα χρώματα και τα πράγματα. Ένα μικρό σαρδελοκούτι ανοιχτό μεσημεριάτικα πάνω στο οδόστρωμα σκορπάει τόσες διαφορετικές μαρμαρυγές, που στα μάτια αποκτάει σπουδαιότητα δυστυχήματος. Πρέπει να προσέχεις. Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι υστερικοί εκεί κάτω, μπαίνουν και τα πράγματα στο χορό». Το ταξίδι της επιστροφής στη πρωτεύουσα μού φάνηκε ότι κράτησε πολύ πιο λίγο από ό, τι ο πηγαιμός μας στο πουθενά της Μποναλέα Μαντούκα.
———— ≈ ————
«Σε κρατάω στο χέρι, ω αφρικανική Γη!» Είναι η κραυγή του Σκιπίωνα. Μόλις κατάλαβε ότι μπορούσε να ελέγξει τις τύχες της δικής του, μικρής και καταματωμένης μαύρης έκτασης, που τού φαινόταν όμως σαν να ήταν ο κόσμος όλος, κραύγασε: «Teneo te, Terra Africana! » Ασυγκράτητος, ένας από αυτούς, τους διακεκριμένους ή μη που πιστεύουν ότι η γη είναι ένα αρκετά μεγάλο οικόπεδο. Για πάντα δικό τους. Η ιαχή του δεν ξεχάστηκε μέσα στον στρόβιλο της Ιστορίας. Την επανέλαβαν όλοι οι αποικιοκράτες που έφτασαν εδώ καταϊδρωμένοι, για να συναγωνιστούν, συχνά μέχρι θανάτου, ο ένας τον άλλο. Στη σκληρή πάλη για την αποδοτικότερη εκμετάλλευση της γης και των παιδιών της, είχαν επιτραπεί όλα τα είδη των κτυπημάτων.
———— ≈ ————
Τη Ζαν Μεγκουίν, τη Βασίλισσα του Μπαφουσάν, τη γνώρισα το καλοκαίρι του 2004, στη δεξίωση που παρέθεσε στην κατοικία του ο Ιταλός Πρέσβης, ανήμερα της εθνικής γιορτής της χώρας του. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα. Κομψή, πολύγλωσση, με τις σωστές δόσεις διαχυτικότητας, υποχρέωνε γρήγορα όσους την προσέγγιζαν με την ευγένειά της. Μάτια που ήξεραν να βλέπουν. Αυτιά πρόθυμα να ακούσουν τα πάντα. Έσπευσε να την συστήσει ο επιστήθιος φίλος της, ο Πρέσβης της Ισπανίας. Ήταν μια κινητή εγκυκλοπαίδεια της Γιαουντέ και όχι μόνον. Διακεκριμένο μέλος της εθνικής ομάδας των Μπαμιλεκέ, της φυλής που αριθμεί ένα και πλέον εκατομμύρια μέλη, παραμένοντας έως σήμερα η μεγαλύτερη της χώρας, αποδείχτηκε ιδιαίτερα εξομολογητική. Όταν τής το επέτρεπαν οι περιστάσεις, μπορούσε να ανασύρει εύκολα από τη συλλογική μνήμη της χώρας της παμπάλαιους μύθους και μισοξεχασμένες από τους περισσότερους παραδόσεις, να συνδυάσει πληροφορίες και δεδομένα της επικαιρότητας, ή να σχολιάσει όσο αντικειμενικότερα τής επέτρεπε η ιδιοσυγκρασία της επιτεύγματα ή αντιθέτως αποτυχίες των εκεί επιχειρηματιών, πολιτικών ή και καλλιτεχνών, κυρίως μουσικών. Δεν έκρυβε από τους συνομιλητές της το ότι μπορούσε ακόμη και να προβλέψει το μέλλον της πατρίδας της.
Ο τίτλος, που ήταν φυσικό να την κάνει να αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανη, τής είχε ήδη απονεμηθεί πανηγυρικά από τις τοπικές αρχές, τον χειμώνα του 2005, όταν η αδελφή της παντρεύτηκε τον ανώτατο άρχοντα της επαρχίας Μπαφουσάν. Πρόκειται για έναν φύλαρχο, που φέρει τον παραδοσιακό τίτλο του Βασιλιά, κληρονομώντας εξ αίματος την εποπτεία της διοικητικής αυτής περιοχής, που απέχει τριακόσια πενήντα πέντε χιλιόμετρα από τη Γιαουντέ. Σύμφωνα με το παλαιό έθιμο, που εξακολουθεί να διατηρείται αλώβητο έως τις ημέρες μας, ο τίτλος της Βασίλισσας παρεκτείνεται και στην κουνιάδα του, η οποία χρηματίζει, κατά περίπτωση, σύμβουλός του για πολιτιστικά και επενδυτικά κυρίως θέματα.
Λίγους μήνες μετά παραβρέθηκα στην κηδεία ενός συγγενικού της προσώπου. Τηρήθηκε η ακολουθία του δόγματος των Καθολικών. Εκεί, μετά το πέρας της τελετής, έμαθα από τους συνήθεις αυτόκλητους σχολιαστές των πάντων ότι ο αδελφός της ήταν από καιρό φυλακισμένος στη Σάνα, την πρωτεύουσα της Υεμένης. Τού είχαν κόψει το δεξί χέρι, αρκετά πάνω από τον αγκώνα, σε εκτέλεση απόφασης του εκεί δικαστηρίου, το οποίο εννοείται ότι λειτούργησε σύμφωνα με τις επιταγές του ιερού ισλαμικού δικαίου της τυπικής ανταπόδοσης. Από ό, τι κατάλαβα θα πρέπει να είχε κριθεί υπαίτιος εγκλημάτων οικονομικού χαρακτήρα.