Ένα πρωί θα πεις με συρτή φωνή «πάω σουπερμάρκετ», μα δε θα ξαναγυρίσεις. Παφ! Θα εξαφανιστείς σαν νέο προϊόν σε προσφορά. Γνωρίζω καλά πόσο αγαπάς τα σουπερμάρκετ. Πόσο σου αρέσει να σέρνεις τα πόδια πίσω από το καρότσι μέσα σ’ εκείνους τους απέραντους μα στενούς διαδρόμους, να χώνεις τη μύτη σαν ράμφος ανάμεσα σε προϊόντα 1+1 δωρεάν με ένα ουάου μέσα στο βλέμμα σου, ν’ αρπάζεις κονσέρβες από τη δεύτερη σειρά στα ράφια, σάμπως κι η δεύτερη σειρά έχει καλύτερα, πιο φρέσκα προϊόντα, έστω κι αν είναι κλεισμένα σε τενεκεδάκια μια ζωή (και μάλλον θα πεθάνουν σε τενεκεδάκια, επίσης). Θα στείλεις μήνυμα πως θ’ αργήσεις, ατέλειωτη ουρά στο αρτοποιείο, μια φατσούλα να μου κλείνει το μάτι δίπλα από τη λέξη «φιλί». Πάντα σ’ ενθουσίαζε το φρέσκο ψωμί, ο τρόπος που η μαγιά διείσδυε στα ρουθούνια σου, το πώς αυτή η γαργαλιστική μυρωδιά σ’ έκανε να νιώθεις πως είσαι επαρκής, πως τελικά οι γονείς σου σ’ αγαπούσαν στ’ αλήθεια. Θα συγχρονίσεις τα πόδια σου με τους ασυνάρτητους ηλεκτρονικούς ήχους από τα ταμεία, θα χαϊδέψεις τα τυφλά μάτια των λεμονιών στο μανάβικο, ψυχρά φωτισμένα λες κι αξίζουν κι αυτά μια μορφή ζωής. Θα μου τηλεφωνήσεις όταν σε βρουν μισοκοιμισμένη στη γωνία, τα χέρια σου τυλιγμένα γύρω από ένα μικρό, πολύ μικρό κουνουπίδι. Θα μου ζητήσεις να σε μαζέψω απ’ τον αστυνομικό σταθμό, θα με ευχαριστήσεις που σε έσωσα από εκείνο το απαίσιο, απαίσιο μέρος, θα κλάψεις, πώς τόλμησαν ν’ αρπάξουν απ’ τα χέρια σου εκείνο το μωρό, τα κομμάτια του. Θα πεις πως λυπάσαι, πολύ, θα επαναλάβεις πως οι άνθρωποι αποπροσανατολίζονται καμιά φορά, πως το μυαλό έχει κι αυτό διαδρόμους, διαφορετικών κατευθύνσεων, τίποτα που δε φτιάχνεται με μια βόλτα στην παραλία. «Πάμε στην παραλία, στην παραλία μας», θα μουρμουρήσεις, και θα πάμε στην παραλία, την παραλία μας. Όμως τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Τα κύματα μπερδεμένα, οι αχτίνες του ήλιου σκληρές στο πρόσωπό σου, ένα γεράκι να γυρνοβολά από πάνω μας, σκοτεινιάζοντας τα σφιχτά μπλεγμένα μας δάχτυλα. Θα πεις πως έμεινες πολλή ώρα στο κρεοπωλείο, πως σε εξίταρε το απότομο χτύπημα της λεπίδας, πως σ’ έκανε να ανατριχιάσεις, πως ήταν η πρώτη φορά που έγλειψες στα κρυφά μαριναρισμένο χοιρινό παϊδάκι, πως ο κρεοπώλης το κατάλαβε μα δε σε κάρφωσε –σε βρήκε χαριτωμένη– πως σου άρεσε που κάποιος σε πρόσεξε να κάνεις κάτι χαζό, πως οι άκρες των δαχτύλων του είχαν ξεραμένα αίματα, πως έμοιαζε να νοιάζεται πραγματικά, και πως τα μαλλιά του χοροπηδούσαν. Θα χαμογελάσεις, θα με φιλήσεις, θα γλιστρήσεις το νύχι σου στο φερμουάρ μου, θα ψιθυρίσεις πως μ’ αγαπάς, πως με θέλεις, «περισσότερο από ο,τιδήποτε στον κόσμο», το γεράκι θα πετά ακόμη από πάνω μας, θα μαστιγώνει τα ηλιοκαμένα μαλλιά μας, θα χαμογελάσω κι εγώ, θα κουτουλήσω ελαφρώς το μέτωπό μου στο δικό σου, θα σε χαϊδέψω, θα σε φιλήσω, θα σε φιλώ ξανά και ξανά, θα σε φιλώ έστω κι αν μυρίζω το ωμό κρέας στα μάγουλά σου.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά (με τίτλο «Birds of Prey») στο διεθνές περιοδικό Tiny Molecules τον Μάρτιο του 2021. Επιμέλεια μετάφρασης στα ελληνικά: Λίνα Πρωτοπαπά.