Στρατιώτες που φυλάνε σκοπιά κάθονται σε ένα παγκάκι δίπλα στην πύλη, μπαίνω μέσα, φύλλα πεσμένα στη γη, ξερά, πετούν και στροβιλίζονται και κυλούν και λικνίζονται προς το μέρος μου. Είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό αυτό και ταυτόχρονα σε βάζει σε σκέψεις· το ζωηρό πάντοτε σε βάζει πιο πολύ σε σκέψεις από ό,τι το νεκρό και θλιβερό. Ο αέρας του πάρκου με καλωσορίζει· τα χιλιάδες πράσινα φύλλα των δέντρων που ορθώνονται ψηλά είναι χείλη που μου λένε καλημέρα: Σηκώθηκες κι εσύ τόσο νωρίς; Πράγματι, ναι, απορώ κι εγώ ο ίδιος. Τι πάρκο κι αυτό, μοιάζει με ευρύχωρο, σιωπηλό, απόμερο δωμάτιο. Παρεμπιπτόντως, στα πάρκα πάντα είναι Κυριακή, αφού πάντα είναι λίγο μελαγχολικά εκεί, και το μελαγχολικό σού θυμίζει ζωηρά το σπίτι, και Κυριακές υπήρχαν στην πραγματικότητα μόνο στο σπίτι, όταν ήσουν παιδί. Οι Κυριακές έχουν κάτι το γονεϊκό και παιδικό. Συνεχίζω να περπατώ κάτω από τα ψηλά, όμορφα δέντρα, πώς θροΐζουν έτσι σιγανά και φιλικά, ένα κορίτσι κάθεται μονάχο του σε ένα παγκάκι, τρυπάει τη γη με το ομπρελίνο της, έχει σκυμμένο το όμορφο κεφάλι της και είναι βυθισμένη σε σκέψεις. Τι να σκέφτεται άραγε; Να θέλει τάχα να κάνει μια νέα γνωριμία; Μια μεγάλη, ανοιχτοπράσινη αλέα ανοίγεται μπροστά μου, μεμονωμένοι άνθρωποι περπατούν προς το μέρος μου και με προσπερνούν, στα παγκάκια μολαταύτα δεν κάθονται παρά ελάχιστοι εδώ κι εκεί. Πώς λάμπει έτσι ο ήλιος, έτσι για το τίποτα. Φιλάει τα δέντρα και το νερό της τεχνητής λίμνης, κι εγώ παρατηρώ κάτι παλιά κάγκελα και γελάω γιατί μου αρέσουν. Σήμερα έχει γίνει μόδα να στέκεσαι μπροστά σε παλιά σιδερένια κάγκελα και να θαυμάζεις πόσο γερά και λεπτοδουλεμένα είναι, κάτι που είναι ελαφρώς ανόητο. Παρακάτω. Ξαφνικά προβάλλει εμπρός μου ένας γνωστός, είναι ο Κουτς, ο συγγραφέας, δεν με αναγνωρίζει, κι ας τον χαιρετώ εγώ ευγενικά. Τι να έχει; Παρεμπιπτόντως, όλο αυτό τον καιρό πίστευα πως είχε πάει στις αφρικανικές αποικίες. Τρέχω καταπάνω του, κι εκείνος μεμιάς εξαφανίζεται· όντως, ήταν απλώς μια δική μου κουτή ψευδαίσθηση, κάτω από την ψηλή βελανιδιά, στο σημείο όπου νόμιζα πως τον είχα δει, δεν υπάρχει τίποτε. Μια γέφυρα! Πώς τρεμολάμπει και στραφταλίζει το νερό στον ήλιο, τόσο μαγικά. Κανείς όμως δεν κάνει βαρκάδα εδώ, κι αυτό προσδίδει στη λίμνη κάτι το υπναλέο, μοιάζει σαν να είναι απλώς ζωγραφισμένη. Τώρα έρχονται νέοι άνθρωποι. Παράξενο το πώς κοιτάμε ο ένας τον άλλον ένα τέτοιο κυριακάτικο πρωινό, λες και έχουμε να πούμε κάτι μεταξύ μας, μα δεν έχουμε να πούμε το παραμικρό, έτσι λέμε. Ένας μικρός, χαριτωμένα ψηλόλιγνος πύργος υψώνεται μπροστά μου μέσα από τα δέντρα ως τον ασπρογάλανο ουρανό. Ποιος να ζούσε εδώ άραγε; Μια μαιτρέσσα κάποιου ηγεμόνα ίσως, το ελπίζω, η σκέψη είναι ελκυστική. Εδώ μπορεί άλλοτε να κατέκλυζαν τον τόπο υψηλοί και υψηλότατοι, μόνιππα και λαντό και υπηρέτες με πράσινες και μπλε λιβρέες. Πόσο παρατημένο και παραμελημένο δείχνει τώρα το ευγενές κτίριο! Δόξα τω Θεώ περνά απαρατήρητο, διότι, αν ερχόταν ο αρχιτέκτονας και το ανακαίνιζε με τη βοήθεια των διανοουμενίστικων γυαλιών που φοράει, τότε εμένα ας μου επιτραπεί να καταπιώ αυτή τη δυσάρεστη ιδέα χωρίς δεύτερη σκέψη. Πώς κατάντησε έτσι ο λαός μας, και δεν μπορεί να κατέχει το ωραίο παρά μόνο στα όνειρά του. Μια ηλικιωμένη γυναίκα κι ένας ηλικιωμένος άντρας κάθονται εκεί, περνώ μπροστά τους, περνώ μπροστά κι από ένα κορίτσι που διαβάζει, δεν ταιριάζει και πολύ να ξεκινήσει κανείς μια ερωτική περιπέτεια με τα λόγια: Τι διαβάζετε εκεί, δεσποινίς; Προχωρώ με αρκετά γοργό βήμα και ξαφνικά κοντοστέκομαι: Πόσο ωραίο και ήσυχο είναι ένα τέτοιο πάρκο, σε μεταφέρει μεμιάς στον πιο απόμερο τόπο, είσαι στην Αγγλία ή στη Σιλεσία, είσαι γαιοκτήμονας και ένα τίποτα. Το πιο ωραίο από όλα είναι όταν μοιάζεις να μην αντιλαμβάνεσαι καν το ωραίο και απλώς να υπάρχεις όπως ακριβώς υπάρχει και οτιδήποτε άλλο. Στρέφω λίγο το βλέμμα μου προς τα κάτω, κατά το σιγανό, πρασινωπό ποτάμι. Παρεμπιπτόντως, όλα είναι τόσο πράσινα, και γκρίζα, κι είναι αυτό ένα χρώμα να σε παίρνει ο ύπνος, να κλείνεις λίγο τα μάτια σου. Μακριά, στεφανωμένο από φύλλα βλέπεις το γαλαζωπό φόρεμα μιας κυρίας που κάθεται. Και τσιγάρο δεν επιτρέπεται εδώ να καπνίσεις, ένα κορίτσι βάζει δυνατά τα γέλια, περπατά ανάμεσα σε δύο νεαρούς κυρίους, ο ένας από τους οποίους έχει τυλίξει σφιχτά τα χέρια του γύρω της. Θέα πάλι σε μια αλέα, τι ωραία, τι ήσυχα, τι παράξενα. Μια γηραιά κυρία έρχεται προς το μέρος μου, το λεπτό, χλομό πρόσωπό της πλαισιωμένο από μαύρο, αυτά τα γηραιά, έξυπνα μάτια. Για να είμαι ειλικρινής, βρίσκω μεγαλειώδες το θέαμα μιας γηραιάς κυρίας που περπατά μόνη της σε μια πράσινη αλέα. Φτάνω σε μια έκταση με λουλούδια και φυτά, όπου σε ένα όμορφο παγκάκι κάθεται στη σκιά ένας Εβραίος. Αν τυχόν ήταν Γότθος, θα ήταν τάχα καλύτερα; Ένα μικρό άγαλμα είναι πνιγμένο στα λουλούδια, είναι κυκλικός ο κήπος, κάνω τον γύρο του περπατώντας αργά, τότε έρχεται πάλι το κορίτσι που διαβάζει, τώρα διαβάζει περπατώντας, μελετά τα γαλλικά της με φωνή που μόλις και ακούγεται. Αυτή η υπέροχη πλήξη που υπάρχει στο καθετί, αυτό το λιόχαρο αποτράβηγμα, αυτή η ατέλεια και η νωθρότητα κάτω απ’ τα δέντρα, αυτή η μελαγχολία, αυτά τα πόδια, ποιανού, τα δικά μου; Ναι. Παραείμαι τεμπέλης για να παρατηρήσω κι άλλο, κοιτάζω κάτω τα πόδια μου και συνεχίζω το βήμα μου. Το ξαναλέω, Κυριακές υπάρχουν μόνο σε οικογενειακά τραπέζια και σε οικογενειακούς περιπάτους. Ο ενήλικος, μοναχός άνθρωπος έχει στερηθεί αυτή τη διασκέδαση, μπορεί, όπως ο Κουτς, ανά πάσα στιγμή να φύγει για την Αφρική. Αν το καλοσκεφτείς πάντως, τι απώλεια κι αυτή, να έχεις φτάσει εικοσιπέντε χρονών. Υπάρχουν άλλα πράγματα που σε αποζημιώνουν γι’ αυτό, μα για αυτά τα άλλα προς το παρόν ούτε που θέλω να ακούσω κουβέντα. Είμαι τώρα στον δρόμο και καπνίζω και μπαίνω σε μια καθωσπρέπει μπυραρία, και γίνομαι κι εδώ αμέσως κύριος του περιβάλλοντός μου. Ωραίο πάρκο, σκέφτομαι, ωραίο πάρκο.