Εξορία
Στην ξένη πόλη με την ακαταλαβίστικη γλώσσα
περπατάς στους άγνωστους δρόμους·
ούτε καν το όνομα του νερού
στο ποτάμι που ρέει κάτω από της γέφυρας
την πέτρινη αψίδα ξέρεις
Και στέκεις και πάλι εκεί
εντελώς μόνος στη δική σου σκιά
που διαρρέει αργά πάνω στην άσφαλτο
σαν μακρινή μελωδία
από ένα ακούρδιστο όργανο
Ξαφνικά όμως
σε βλέπει ένα μικρό πουλί,
συναντά το βλέμμα σου
με τα πιπεροκοκκόχρωμα μάτια του
πριν χαθεί
στο λυκόφως
Περί πόθου
Επιθυμούσε να επιστρέψει
στην εξώτητα,
είπε το παιδί
όταν άνοιξα το παράθυρο
στον σπιτοσπουργίτη
Πού βρίσκονται οι εξώτητες εκείνες
που κάνουν τα στήθη μας
να γεμίζουν με πόθο
και οι λέξεις εκείνες
που κάνουν τη γλώσσα
κάτι άλλο από λέξεις;
Στο φως της χαραυγής
εμφανίζονται οι λέξεις
που δεν μπορούμε να συλλαβίσουμε, οι λέξεις
που φέρνει ο άνεμος
χιλιάδες χρόνια – το αλέτρι της αγριόπαπιας
λίγο πριν υποχωρήσει
ο αέρας
Οι λέξεις μέσ’ από τον αέρα, μέσ’ από το φως,
μέσ’ από μας
Ένα αλέτρι, μέσ’ από τον χρόνο, μέσ’ από
το φως, μέσ’ από
μας
Και δω κάτω στεκόμαστε εμείς,
σ’ αυτό που ονομάζουμε Γη
και κοιτάμε
Βροχή
η βροχή πέφτει πάνω μας
σαν ειρήνη ή πόλεμος ή κάτι άλλο –
η βροχή είναι δω ακόμη και βρέχει,
όπως παντού –
και ακόμη και
βροχή
Δύο κόκκινα βατόμουρα
Πίσω μας η οξειδωμένη χαρά του φθινοπώρου
Κι εκείνη η παλιά, ραγισμένη βαλανιδιά
Που το ποτάμι ξεγυμνώνει χρόνο με τον χρόνο,
Ένα γάβγισμα διαπερνά το πρωινό
– soundcheck πριν το κυνήγι άλκης
εκεί, πέρα μπροστά από το δάσος
περιμένει αυτό που ονομάζεται μέλλον
προς τα κει πας, με δυο κόκκινα βατόμουρα
στο χέρι, ένα για σένα
κι ένα για τον κόσμο
ενάντια στην εξουσία στέκεις οπλισμένη
με τoυ ρεικιού τη φωτεινή επιμονή,
ξέρεις ότι δεν είναι πολύ αρκετό αυτό,
ούτε καν τα σημεία του ορίζοντα δεν αρκούν
αλλά τα χέρια αγκαλιάζουν ένα όνειρο
όπου ο χρόνος δεν τρέχει και όπου όλα τα παιδιά
ξέρουν όλες τις γλώσσες του κόσμου: κάθε γλώσσα
παίζει την ελευθερία που δεν υπάρχει
αυτή που δεν ακούει το ακατανόητο
δεν θα καταλάβει ποτέ τίποτε
δεν είμαστε μόνο αυτό που είμαστε
– γινόμαστε αυτό που βλέπουμε
δύο κόκκινα βατόμουρα, στέκεις εκεί
στο κατώφλι του κόσμου, βαδίζεις στον αέρα
και ο άνεμος φυσά στα μαλλιά σου,
βαδίζεις στον αέρα και ο άνεμος
φυσά στα μαλλιά σου
Επίγνωση
Οι πεταλούδες του πρωινού
– η ζωή τους φαίνεται
αυτονόητη μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο
από τη δική μου, μπορούν και
χειρίζονται τον αέρα
σαν κάτι άλλο από τα απαραίτητα
Εύθυμα και σοβαρά
απολαμβάνουν
σαν να ’ξεραν κι αυτές
γιατί
Άτιτλο
Μια σαφαρόχρωμη πινέζα
μπηγμένη στη φθινοπωρινή νύχτα
για να μη ξεχάσουμε
ότι υπάρχουν πράγματα που
είναι αδρανή
στη ντουλάπα του πόθου μας,
μπορεί να είναι μια παρατημένη ιδέα
ή το νόημα του θανάτου