Οκέι, ναι, είχαμε προσηλωθεί στις ηχογραφήσεις. Από πανσέληνο σε πανσέληνο, ατελείωτες ώρες σκυμμένοι σε χαρτιά, βιβλία, σημειωματάρια, ποιητικές συλλογές, τόμους με δοκίμια, συν το μεγάλο άλμπουμ, το κύτος/κιτάπι, το έλεγε ο Ράσκυ ο Δεύτερος, κι οι δυο μας, οπλισμένοι με το επαγγελματικό ψαλίδι, κόβαμε, κολλούσαμε, αντιπαραθέταμε, αντιπαραβάλλαμε, αντιμεταθέταμε, κι ύστερα ηχογραφούσαμε στο μηχάνημα Zoom, τα διαλεκτικά κολάζ μας. Είχαμε αρχίσει με τον Βέλτσο και τη σύνθεσή του Η Ανάληψις της Παρθένου, συνεχίσαμε με τους Άγριους Ντετέκτιβ του Μπολάνιο, πιάσαμε την Κλέφτρα των Φρούτων του Χάντκε, και μετά, αρχίσαμε τις επικολλήσεις και τα μεταντανταϊστικά τεχνάσματα με ολίγη από Μπάροουζ, κοσμοναύτες του εσωτερικού διαστήματος και πάλι, απλοί οπλίτες στη Συμμορία Σαίξπηρ, όργανα καταγραφής μιας ιστορίας ολοένα και πιο χαοτικής (της ιστορίας όσων διαδραματίζονταν γύρω μας), στην οποία παλεύαμε να βάλουμε κάποια τάξη.
Τίγκα στην αντίφαση, φαινομενικά, καθόσον το να εμμένουμε εμμονικά στις φράσεις/διακηρύξεις του Ντεμπόρ περί λήθης (επανειλημμένες, άλλωστε) και την ίδια στιγμή να επιθυμούμε διακαώς την καταγραφή των (σχεδόν) πάντων —μικροϊστορίες από τη Μεγάλη Ιστορία της Τέχνης, χαζολοΐδια της καθημερινότατης καθημερινότητας, fragmenta διαλόγων και μονολόγων από τις κινηματογραφικές ταινίες που βλέπαμε περιπαθώς μες στο κατακαλόκαιρο, θραύσματα από άσματα των Smiths και των Velvet Underground και των Sonic Youth, αφορισμοί του Σιοράν που τον ανακαλύπταμε εκ νέου στη διάρκεια της καραντίνας, στιγμιότυπα από τον βίο και την πολιτεία του Ιβάν Στσεγκλόφ, στιχάκια της συμφοράς από το ημερολόγιο του 2021, και πάει λέγοντας— αποτελεί, αν μη τι άλλο φαινομενική αντίφαση, και ας τονίσουμε το «φαινομενική», μιας και όσο καταπιανόμασταν με την ανάλυση των αποφάνσεων και διακηρύξεων του Ντεμπόρ για τη λήθη, και όσο μπλέκαμε στα γρανάζια της διαλεκτικής λήθη/μνήμη, τόσο πιο σθεναρά μας έπειθε η θέση ότι διά της λήθης σώζουμε τη μνήμη. Που σημαίνει ότι διά της λήθης κάποιων πραγμάτων & ιδεών & τοποθετήσεων & συλλογισμών, αλλά και προσώπων, απαλλασσόμαστε από περιττά βαρίδια, κάνουμε χώρο σε άλλα, περισσότερο γόνιμα πράγματα και πρόσωπα, τα σώζουμε, όχι μονάχα αποθηκεύοντάς τα στα σεντούκια με τα τιμαλφή αλλά και εμπλουτίζοντάς τα, φωτίζοντάς τα διαρκώς από διαφορετικές γωνίες, προσδίδοντας τους σημασίες που είτε έμεναν κρυφές είτε δεν τις είχαν καν.
Και να ᾽μαστε, λοιπόν, 22 Αυγούστου, ημέρα Κυριακή, με πανσέληνο, στο μεταλλικό τραπέζι εκστρατείας, με απλωμένα χαρτιά και σημειωματάρια και βιβλία, με το ψαλίδι σε επιφυλακή, το μηχάνημα Zoom να ηχογραφεί τη σοδειά των τελευταίων εικοσιτετραώρων, με τις φωνές μας να εναλλάσσονται, να έχουμε αυτή τη φορά για πατρόν έναν συνδυασμό του ύφους των ντανταϊστών και του παραθετικού λόγου του Εντουάρ Λεβέ στην Αυτοπροσωπογραφία που δεν έπαυε να μας στοιχειώνει χρόνια τώρα, συγκεκριμένα από το 2014, έτος της ελληνικής έκδοσής της. Φυσικά, μέναμε πιστοί, όσο γινόταν, στα γεγονότα, εν γένει στις αλλεπάλληλες συστηματικές ηχογραφήσεις μας δεν αλλοιώναμε τα γεγονότα, καταγράφαμε με ακρίβεια τα γεγονότα, δείχναμε τον δέοντα σεβασμό στα γεγονότα — πάντα, όσο γινόταν.
«Ο Πάτρικ Στράραμ», έλεγαν οι φωνές μας, μαζί, ενίοτε, όπως τώρα, κάναμε διφωνίες, τραχύς μπάσος ο ένας, βελούδινος τενόρος ο άλλος, «εγκλείστηκε στο Ville-Évrard, αφού συνελήφθη διότι, οπλισμένος με μαχαίρι σταματούσε περαστικούς και έλεγε: Πείτε μου ότι είμαι όμορφος αλλιώς σας σκοτώνω. Στο ίδιο άσυλο εγκλείστηκε ο Αντονέν Αρτό. Για το ίδιο άσυλο, η γυναίκα του Ντεμπόρ, η Αλίς Μπεκέρ-Χο, εξέδωσε, τον Μάιο του 2003, το βιβλίο Antonin Artaud à Ville-Évrard, στον οίκο Le temps qu’il fait. Ο Στράραμ ήταν στενός φίλος του Ιβάν Στσεγκλόφ, ο οποίος ήταν στενός φίλος του Ανρί ντε Μπεάρν, και οι τρεις φίλοι του Ντεμπόρ. Οι δύο τελευταίοι συνελήφθησαν το 1950, όταν σχεδίαζαν να ανατινάξουν τον Πύργο του Άιφελ με δυναμίτη κλεμμένο από ένα συνεργείο κατεδαφίσεων. Γιατί; Όχι ως ανατρεπτική χειρονομία. Απλώς τα φώτα του Πύργου δεν τους άφηναν να κοιμηθούν στην κάμαρά τους που δεν είχε κουρτίνες και στόρια στα παράθυρα. Ο Ντεμπόρ μνημονεύει το περιστατικό στο In girum imus nocte et consumimur igni. Ομοίως μνημονεύει, σε μιαν επιστολή του προς τον Στράραμ, στις 25 Αυγούστου του 1960, ότι δεν ξεχνά ότι αυτός, ο Στράραμ, ήταν ο διανομέας/διακινητής της πρώτης τυπωμένης καταστασιακής διακήρυξης. Η έρευνα έδειξε ότι η εν λόγω πρώτη καταστασιακή διακήρυξη αποτελείτο μονάχα από τις εξής λέξεις: L’oubli est notre passion dominante. Χρονολογείται από το 1953, τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν από την επίσημη ίδρυση της Καταστασιακής Διεθνούς! Ο Στράραμ την δημοσιεύει στην μηνιαία επιθεώρηση Le Tremplin, που γράφουν και εκδίδουν τρόφιμοι του Κέντρου Θεραπείας και Κοινωνικής Επανένταξης του Νεϊγί-σιρ-Σεν».
Κι έτσι το πηγαίνουμε, Κυριακή 22 Αυγούστου, στην Κυψέλη, με την πανσέληνο να δεσπόζει ενώ ένα φύλλο πέφτει αθόρυβα και αγγίζει τη γραμμή του ορίζοντα, εκεί στην αλέα της εσχατιάς του κόσμου, όπως έλεγε και ο dottore Πασαβέντο, ιατρός και λογοτέχνης, λάτρης του Ρόμπερτ Βάλζερ και, για ένα διάστημα, δεινός αλληλογράφος μας (μετά χάθηκε, εξαφανίστηκε από προσώπου γης, πέρασε και αυτός στην στρατιά των αλησμόνητων λησμονημένων, μαζί με τους Στράραμ & Στσεγκλόφ & ντε Μπεάρν). Τρώμε απανωτά πράσινα μήλα, πίνουμε επιμόνως νερό, ηχογραφούμε τις συνεκτικές διαλεκτικές επικολλήσεις μας, διατηρούμε μιαν αμέριμνη αισιοδοξία επίτηδες, ένα είδος αυτοάμυνας και προστασίας απέναντι στον γενικευμένο ζόφο αυτού του καλοκαιριού. Δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν χαμπαριάζουμε, δεν μπορούμε να προσάψουμε στο ηχογραφικό μας δίδυμο αδιαφορία ή απάθεια, απλώς στήνουμε το κατενάτσιο μας. Καταπιανόμαστε με τους αλησμόνητους λησμονημένους μας, φωτίζοντάς τους με την προσωπικότητα και το έργο του φίλου τους (έστω για λίγο, ήπιε μαζί τους το κρασί, έφαγε μαζί τους το ψωμί), του Ντεμπόρ. Ηχογραφούμε όλες τις παραλλαγές και τις επαναλήψεις της διακήρυξης για τη λήθη: Nous sommes les partisans de l’oubli (από το δεύτερο τεύχος της επιθεώρησης Internationale Situationniste, το 1958). Ils dissaint que d’oubli était leur passion dominante (ακούγεται στην ταινία του Ντεμπόρ, Sur le passage de quelques personnes à travers une assez courte unité de temps, του 1959), και πάει έτσι το πράγμα, η ηχογράφηση της πανσέληνης Κυριακής — στο τέλος, δεν αντισταθήκαμε στο δέλεαρ και τσοντάραμε, σε διφωνία πάντα, ο τραχύς και ο βελούδινος ουρανίσκος, την κατακλείδα της (μάλλον μοναδικής σωζόμενης, ενδεχομένως και απλώς μοναδικής) επιστολής του Στράραμ στον Στσεγκλόφ, από το Μόντρεαλ προς το Παρίσι, στις 9 Νοεμβρίου του 1959, μια κατακλείδα που μπορούμε άνετα να πούμε ότι συνοψίζει το πρόγραμμα και την ιστορίας εκείνης της περιπέτειας που είχε πάρει το όνομα αρχικά Λεττριστική και μετέπειτα Καταστασιακή Διεθνής. Βουαλά! “Alcools, musiques, images, films. Filles et dérives’’.
[ Συνεχίζεται εις το επόμενον ]