Mε ακούς Ελαφίνα μου;

Eλάφι (του Francois Louis Schmied)
Eλάφι (του Francois Louis Schmied)

H παιδική μου φίλη ήταν παράξενη. Με τις γιορτές και τα πανηγύρια πάθαινε κάτι σαν φόβο, σαν κράτημα ψυχής. Γεννημένη Δεκαπενταύγουστο ανήμερα της Παναγιάς, το όνομα της Μαρία. Θαύμαζα τη χάρη, το περήφανο βάδισμα και τα πελώρια, πανέμορφα αν και θλιμμένα μάτια της. «Ελαφίνα» ήταν το άλλο της όνομα. Το χαϊδευτικό. Ετσι την αποκαλούσε η μαμά της.
H παιδική μου φίλη μου, τη μέρα της γιορτής της, λίγο πριν χαθεί, μου είπε μια ιστορία.
— Είναι από τα παλιά, από τότε που η αλήθεια των μύθων κυβερνά τη γη. Είσαι σίγουρη ότι θες να την ακούσεις;
— Ναι!
— Κάθε Δεκαπενταύγουστο, τα χαράματα, ένα ελάφι ξεκινά από ένα βουνό, ας πούμε από τον Όλυμπο. Φτάνει στους πρόποδες του βουνού, πλάι στο εκκλησάκι, στη βρύση με το δροσερό νερό. Φτάνει διψασμένο την ώρα που τελειώνει η λειτουργία. Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον. Στέκεται ασάλευτο, διστάζει για λίγο, κι έπειτα με κάτι σαν λαχτάρα και βιασύνη πίνει το κρυστάλλινο νερό. Αμέσως μετά σκύβει ευλαβικά κι ετοιμάζεται για τη θυσία. Όλοι μαζί οι πιστοί, μαζί και τα μικρά παιδιά, με βίαιο και φριχτό τρόπο, άλλος κόβει το κεφαλάκι, τα πόδια, ξεριζώνουν τα μάτια της άλλος καρφώνει την καρδιά. Και μετά, όλοι μαζί με χαρμόσυνες μουσικές, στήνουν ένα χορταστικό γεύμα. Το δώρο της Παναγιάς. «Μας το χρωστάει», «Το κερδίσαμε με τον κόπο μας», «Με τη ζωή μας» προφταίνουν κάποιοι να πουν «Κανείς δε χρωστάει τίποτα σε κανένα», λένε άλλοι καθώς αρπάζουν τη λεία τους.

Στο σημείο αυτό η φίλη μου κάνει μια παύση. Δεν μπορώ να υπολογίσω τη διάρκεια αυτής της παύσης. Ήταν μια στιγμή; Ήταν δύο στιγμές; ή κάτι πολύ παραπάνω; Έπειτα συνέχισε.

— Την τελευταία φορά δεν το άφησαν το ελάφι να πιει νερό. Βιάστηκαν να το σφάξουν διψασμένο όπως ήταν. Το αποτέλειωσαν με ασυνήθιστη ταχύτητα. Σε μια ξέφρενη σαν φωτιά βιασύνη. Το κομμάτιασαν στο άψε σβήσε. Πώς μέσα σ᾽ ένα λεπτό αρπάζει η φωτιά, αναζωπυρώνεται, και δεν αφήνει πίσω της τίποτα ζωντανό. Κατάλαβες; Κατάλαβες; με ρώτησε ξανά η φίλη μου.

Δεν ήμουν σίγουρη. Τι ακριβώς να καταλάβω;

— Ελάφι ή ελαφίνα; ρώτησα για να πω κάτι.
— Ελαφίνα.
— Πως το ξέρεις;
— Θέλει και ρώτημα; Φαγοπότι, γιορτή, πείνα. χαρά, αγριάδα, είπε η φίλη μου, κι επανέλαβε τη λέξη ΠΕΙΝΑ.

Κάπως έτσι κύλησε η τελευταία μας συνάντηση. Δεν ήταν για χόρταση η Ελαφίνα μου. Ήξερα πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα τη χάσω. Θα φύγει, θα χαθεί, ή θα φύγω εγώ μακριά της. Πόσο αντέχεται η ζωή με τον τρόμο της γιορτής;
Κάθε τέτοια μέρα όμως, το Δεκαπενταύγουστο εξακολουθώ να τη μακαρίζω για τα πανέμορφα θλιμμένα μάτια της. Για τη μαμά που είχε τη διορατικότητα να την αποκαλεί τρυφερά και δίχως φόβο «Ελαφίνα μου». Για την επιθυμία της να μοιραστεί μαζί μου τη φρίκη της θυσίας ενός μικρού ελαφιού ανήμερα της Παναγιάς. Κάθε τέτοια μέρα οι ζαχαρωμένες γιορτές των ανθρώπων που κρύβουν τα σφάγια, τη βία και το αίμα θα φαντάζουν μέσα μου σαν βλάσφημες και ανίερες ιστορίες. Εκείνοι θα χορεύουν με τραγούδια και μουσικές κι εγώ θα βλέπω μάτια εξολοθρεμένα να αναζητούν κομμάτια από αυτό που κάποτε ήταν καρδιά, σπλάχνα, λαιμός, πόδι.

Με ακούς Ελαφίνα μου;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: