——————————————————
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.
——————————————————
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
XXVΙΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 18: Οι αυτοδίκαιες
Από παιδί λάτρης των λεωφορείων της εποχής μου, το ταξινομώ ταχύτατα: ήταν ένα Μερσεντές, μοντέλο Ο 302 του 1965. Κάνει στάση στον άδειο παραλιακό δρόμο· το μπλε και ασημί χρώμα του ταιριάζει με την καταρρακτώδη βροχή. Στο απέναντι κτίσμα μια γυναίκα πλησιάζει το νοτισμένο τζάμι, παραξενεμένη που το λεωφορείο από την Μασσαλία έκανε στάση. Ποιος θα κατέβαινε εδώ τέτοια εποχή; Πίσω από το αμάξωμα φαίνεται ένας ψηλός άντρας. Η γυναίκα που ονομάζεται Μελί και διαθέτει την θελκτικότατη μορφή της Μαρλέν Ζομπέρ στην ηλικία των 29, σχολιάζει την παρουσία του στην μητέρα της. Βρίσκονται σ’ ένα παλιό κέντρο μπόουλινγκ και επισκευάζουν μηχανικά αυτοκινητάκια. Όταν αργότερα βρίσκεται σε μια μπουτίκ για να δοκιμάσει ένα φόρεμα, έντρομη τον βλέπει να την κοιτάζει ημίγυμνη έξω από την βιτρίνα.
—
Επιστρέφει στο σπίτι όπου βρίσκεται μόνη, καθώς ο άντρας της, πλοηγός της Air France, πρόκειται να επιστρέψει τη νύχτα. Βγάζει τα παπούτσια της και κοιτάζει το πέλμα της, όπου κάτι την ενοχλεί. Οι κάλτσες της έχουν το χρώμα του δέρματος με μια στρώση κανέλας. Τις βγάζει αργά, —καθώς η ελαστικότητα τις τεντώνει σε απόλυτη ευθεία, νοιώθω πως ήδη βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί— και τις ακουμπά συμμετρικά στην ράχη της καρέκλας. Καθώς επιστρέφει στο δωμάτιο βλέπει την μία να λείπει και δεν προλαβαίνει να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Ένας άντρας την δένει με την ζώνη του μπουρνουζιού της, την ακινητοποιεί στο κρεβάτι και την βιάζει. Η αίσχιστη προαιώνια πράξη αποδίδεται με ρεαλισμό απόλυτο και δυσεύρετο μέχρι τότε στο σινεμά. Οι συσπάσεις στο πρόσωπό της εκφράζουν το ανέκφραστο. Η κάλτσα που έλειπε βρίσκεται στο πρόσωπό του, μια νάιλον μάσκα του κακού.
Το ξύπνημα την βρίσκει στο κρεβάτι, μισοσκεπασμένη με το λευκό της μπουρνούζι, μόνο το ένα πέλμα της να είναι γυμνό και το άλλο να φοράει μυστηριωδώς την κάλτσα. Έξω η βροχή έχει κοπάσει. Κλείνει την ανοιχτή εξώπορτα, καλεί την αστυνομία αλλά υπαναχωρεί. Τηλεφωνεί στον σύζυγό της και του ζητάει να πάει να τον πάρει από το αεροδρόμιο αλλά εκείνος αρνείται γιατί «οδηγεί απαίσια». Συντρίβεται και οργισμένη βγάζει την κάλτσα – ποιος της την φόρεσε; Ακούει θόρυβο μέσα στο σπίτι και γνωρίζει ότι είναι ο βιαστής της. Παίρνει μια από τις καραμπίνες του συζύγου της και τον παρακαλεί να βγει, του λέει πως δεν μίλησε στην αστυνομία, άλλωστε θα το άκουγε και ο ίδιος, και του υπόσχεται πως δεν θα πει τίποτα. Τα γυμνά της πόδια καθώς κατεβαίνει τις σκάλες καλύπτουν όλο το κάδρο. Ο άντρας εμφανίζεται και την απειλεί με μια αναπαράσταση πνιγμού με την κάλτσα της· τον πυροβολεί, ξανασηκώνεται, τον χτυπάει μ’ ένα κουπί και ξεχύνεται ξυπόλητη έξω, στα λασπωμένα νερά, για να κρυφτεί στο αυτοκίνητό της.
Λευκά ρούχα που μοιάζουν πλαστικά· μοντέρνα, σχεδόν διαστημικά. Τα πόδια της είναι κι αυτά πλέον ντυμένα, με μπότες εξίσου λευκές. Η Μελί έχει επιστρέψει, φορτώνει το σώμα του σ’ ένα σπασμένο πατζούρι και το βάζει στο πορτ μπαγκάζ της. Νυχτώνει ή ξημερώνει μ’ ένα χρώμα σκούρου ασημιού. Αστυνομικοί την σταματούν στο δρόμο (τότε μοιράστηκα μαζί της την μέγιστη αγωνία της σύλληψης, ενώ αν είχα την μεταγενέστερη πείρα εκατοντάδων ταινιών θα γνώριζα πως απλά άρχισε ο πρώτος αναβαθμός του σασπένς) —ψάχνουν έναν μανιακό, της εξηγεί ένας φίλος της. Πετάει την σωρό σ’ έναν απόμερο όρμο και επιστρέφει σπίτι, στο διπλό μάλωμα από τον σύζυγό της και την μητέρα της— η αδικαιολόγητη απουσία της δεν διασώζεται από εμφανή ψέματα. Άλλωστε έτσι συμβαίνει συνήθως: γειώνεται και μειώνεται κι από τις δυο μεριές.
Την επόμενη ημέρα, Τετάρτη μεσημέρι, καλεσμένη σε μια σπιτική γιορτή πλησιάζεται από έναν άντρα με την μορφή του Τσαρλς Μπρόνσον, που της ζητάει να χορέψουν το βαλς του εξαίσιου σάουντρακ. Την κατακλύζουν ριπές μνήμης από σκηνές ερωτοτροπίας των γονέων της, της συμβαίνει συχνά. Την ρωτά ευθέως γιατί διέπραξε εκείνο τον φόνο κι εκείνη υπεκφεύγει με αμήχανο χαμόγελο. Όταν φεύγει με τον άντρα της τους φορτώνεται στο αμάξι, συστήνεται ως Χάρι Ντομπς, που διαμένει στο Palm Hotel, κλειστό αυτή την εποχή αλλά όχι για εκείνον. Πίσω στο σπίτι ο σύζυγος διαισθάνεται τον ηλεκτρισμό της γνωριμίας τους κι εκείνη, καθώς τοποθετεί αεροπλανάκια σ’ έναν μεγάλο χάρτη, μια μεγάλη ιχνογραφία των ταξιδιών του, του υπόσχεται πως δεν θα ξαναχορέψει με κανέναν.
Το πρωί της Πέμπτης και ώρα 11 η Μελί βγαίνει στον ήλιο, σ’ ένα μαγαζί με εφημερίδες. Τις αγοράζει όλες αλλά δεν γράφουν τίποτα. Στο άδειο κέντρο (σκονισμένα έπαθλα στα ράφια, μια αραγμένη βάρκα κάπου μακριά, ημίφως στο εσωτερικό, εκτυφλωτικό φως έξω, ένα παραθαλάσσιο θέρετρο εκτός σαιζόν) την περιμένει ο Ντομπς. που μοιάζει να γνωρίζει σχεδόν όλα όσα συνέβησαν και την πιέζει να θυμηθεί μια κόκκινη αθλητική τσάντα που κρατούσε ο άντρας, εφόσον ήταν η τελευταία που τον είδε. Όταν της πέφτει από τα χέρια ένα νόμισμα και σπεύδει να το μαζέψει, της αγγίζει τυχαία το χέρι κι ακούγεται πάλι μια μελωδικότατη σύνθεση. Να το θυμάμαι αυτό, σε κάθε ανομολόγητα επιθυμητό άγγιγμα παίζεται μια εξαίσια μουσική. Ακολουθεί ένα μεγάλο γαϊτανάκι μυστηρίων με παράξενα ευρήματα κι ενδείξεις λαθρεμπορίου που κάνει ο σύζυγός της μέσα σε δίσκους βινυλίου που φέρνει για την Νικόλ, την ιδιοκτήτρια της μπουτίκ, κοινή τους φίλη και τελικά ερωμένη του,
Ο Ντομπς δεν αφήνει σε ησυχία την Μελί σ’ ένα συνεχές παιχνίδι σκύλου με την γάτα. την ζητάει να του φτιάξει πρωινό κι εκείνη αφού το ετοιμάσει του ρίχνει τόνους κέτσαπ πάνω, εφόσον «έτσι κάνουν οι Αμερικανοί». Όταν την ρωτάει γιατί την έβγαλαν Μελί, μαθαίνει πως θα την ονόμαζαν Μελανί μα ο πατέρα της το άλλαξε, και τελικά γράφτηκε το Μελαγχολί, που όπως αποδείχτηκε της ταίριαζε πολύ περισσότερο. Την βασανίζει με ιδιόμορφο τρόπο: την αναγκάζει να πιει πολλά ποτά, την στροβιλίζει σε μια δερμάτινη γυριστή πολυθρόνα. Όταν την οδηγεί μέχρι την αστυνομία για να καταθέσει εναντίον του, όπως τον απειλεί, τελικά δεν το τολμά. Αργότερα συνεχίζουν να πίνουν στο σπίτι της, αρνείται την δωροδοκία της και της απαντά ότι δεν είναι εκβιαστής αλλά συνεταίρος της, που ερευνά την δική του υπόθεση.
Το παρελθόν συνεχίζει να την σημαδεύει με αιφνίδιες χαρακιές, ο πατέρας της την πίεζε με συνεχείς ερωτήσεις κι εκείνη τελικά του αποκάλυψε τις κρυφές συναντήσεις της μητέρας της με κάποιον άλλον· τότε έφυγε και τους εγκατέλειψε για πάντα, ξεχνώντας ένα νόμισμα στο πάτωμα. Για πρώτη φορά ο Ντομπς εκστομίζει μια παρηγορητική κουβέντα: Μια φορά είπες κι εσύ την αλήθεια και πήγε χαμένη κι από τότε δεν ανοίγεσαι σε κανέναν. Όταν του λέει πως σκόπευε να πάει στην αστυνομία να ομολογήσει το έγκλημά της, δυσπιστεί καθώς την κατανοεί ακόμα περισσότερο: Γυναίκες μετά από αυτό δεν πάνε ποτέ στην αστυνομία.
Όταν καταφτάνει η Νικόλ, η Μελί τον φιλάει στο στόμα για την πικάρει· της οφείλει ένα αντιγύρισμα δυσάρεστης έκπληξης. Εκείνος δεν τρέφει αυταπάτες, πως το φιλί της είναι η δήλωση ή παράκληση της Μελί να μην ανακατευτεί άλλος στην δική τους υπόθεση. Όταν ολομέθυστη αποκοιμάται στον καναπέ, την σκεπάζει με το λευκό της πανωφόρι και φεύγει. Την Παρασκευή το πρωί είναι η σειρά της πάει στο ξενοδοχείο του για να του παραδώσει την κόκκινη τσάντα γεμάτη χρήματα που τελικά βρήκε στο πορτ μπαγάζ της, πεταμένη πάνω στο πανικό εκείνης της βραδιάς. Το κλειδί είναι πάνω στην πόρτα του δωματίου του, τα αποδεικτικά της ταυτότητάς του στο δωμάτιο, ένα εμπιστευτικό έγγραφο στην γραφομηχανή. Τα πράγματα γίνονται θολότερα για εκείνη αλλά για μένα τι σημασία να είχε η λαβυρινθώδης αστυνομική ιστορία, όταν μια ερωτική που ευωδιάζει πίσω της; Περίμενα πως και πως κάθε επόμενη συνάντηση των δυο, τους παράλληλους ψυχισμούς που έψαχναν δίοδο να βρεθούν εφαπτόμενοι.
Ο άντρας φλέγεται για την διαλεύκανση της δικής του έρευνας και την ίδια στιγμή θέλγεται από την Μελί. Την μία γίνεται ανακριτικός και επιθετικός, την άλλη προσπαθεί να μιλήσει με τα μάτια του ή με τρόπο που δεν γνωρίζει. Τουλάχιστον της μαθαίνει ένα παιχνίδι με καρύδια, που αποκαλύπτει, υποτίθεται, μερικά βαθύτερα αισθήματα. Η προσφώνηση Love Love, από την διπλή λέξη που είναι γραμμένη στην ποδιά–ταξιδιωτικό δώρο του συζύγου που φοράει, αρχικά ακούγεται σαρκαστική αλλά στο τέλος τρυφερή. Δεν είναι αντίθετοι μόνο μεταξύ τους αλλά και εντός τους. Η τρομοκρατημένη αθωότητα της Μελί διαπλέκεται με την σεξουαλικότητά της, η ευθραυστότητα με το πείσμα. Εγκλωβισμένη ως άβουλη κούκλα ανάμεσα σε μητέρα και σύζυγο (που συχνά υμνεί το πατριαρχικό μοντέλο των γονέων του), ίσως βρίσκει έναν αντικαταστάτη στη θέση του διαφυγόντα πατέρα της ή έναν άντρα που την πολιορκεί σκληρά στην αρχή, ολοένα και πιο μαλακά στη συνέχεια. Ίσως πάλι δεν υπάρχει παρά αμοιβαία αντιπάθεια και απολαμβάνουν σαδομαζοχιστικά την συνύπαρξή τους, όπως οι αταίριαστοι μα αγαπημένοι σύζυγοι κι εραστές.
Μπλεγμένη δίκαια ή άδικα, η Μελί έχει πλέον προσωπικό ενδιαφέρον για την αποστολή του κυρίου Ντομπς και φτάνει μέχρι το Παρίσι από μια προσωπική περιέργεια, όπου, βέβαια, καταλήγει στα χέρια κακοποιών και περνάει τα πάνδεινα: κάθιδρη κι εξαντλημένη, περπατάει στα τέσσερα στο δάπεδο για να ομολογήσει όσα νομίζουν πως γνωρίζει. Στον κυκλικό κι επαναλαμβανόμενο κόσμο των ταινιών, το κορίτσι σώζεται από τον άντρα, που εισβάλλει, εξουδετερώνει μερικούς, εξηγείται σε άλλους, την παίρνει στα χέρια του μισολιπόθυμη (πάντα με λευκά ρούχα, πάντα ξυπόλητη) και φεύγουν ανεμπόδιστοι. Σ’ ένα ξενοδοχείο την βάζει κάτω απ’ την μπανιέρα και το επόμενο πρωί της προσφέρει πρωινό. Η ιστορία τους έχει γράψει πολλαπλάσια χιλιόμετρα.
Σύντομα το έργο τελειώνει και το αναμενόμενο πλάγιασμά τους αναβάλλεται για άλλη μια φορά. Λίγο προτού συνοδεύσει τον σύζυγό της σ’ ένα ταξίδι, ο Χάρι Ντομπς την συναντά και της ανακοινώνει πως βρήκε όσα τον ενδιέφεραν (τα χρήματα, το πτώμα) εκτός από τον ένοχο, «αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα». Της βάζει ένα σπασμένο κουμπί της στο χέρι και την συμβουλεύει να μην τρώει τα νύχια της. Κάποτε της είχε πει πως αυτό δείχνει πως είναι ακόμα παιδί και πως έχει αχαλίνωτη φαντασία. Εκείνη συγκινημένη του λέει πως σήμερα η μητέρα της την είπε για πρώτη φορά Μελαγχολί. Μια πρώτη πράξη αποδοχής; Το βλέμμα της μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου έχει το θόλωμα των συγκρατημένων δακρύων. Αργότερα όταν δοκιμάσει το παιχνίδι με τα καρύδια, το τζάμι πάνω στο οποίο τα ρίχνει, γίνεται κομμάτια. Αυτό, της έλεγε όταν έπαιζαν, συμβαίνει μόνο όταν είσαι ερωτευμένος.
Η στοιχειωτική μουσική μπορεί πια να εκτονωθεί σε τρυφερό τραγούδι, που στεφανώνει τους τίτλους τέλους δια φωνής της νεαρής Severine, και αργότερα θα στιχουργήσει και θα τραγουδήσει στη γλώσσα της η Peggy Lee. Μένει το σκοτεινό ερώτημα αν πράγματι, όπως γράφεται, ο Jim Morrison εμπνεύστηκε από την ταινία το τραγούδι του Riders on the Storm.
Ο βιασμός τιμωρήθηκε με την έσχατη πράξη αυτοδικίας. Το έγκλημα δεν θα αποδοθεί σε κανέναν: ο Χάρι Ντομπς πρόσφερε στην Μελί το έσχατο δώρο της αποσιώπησης. Κι εμείς, το ακροατήριο της μοναχικής δίκης, σιωπηρά συμφωνήσαμε πως η θέση του αυτουργού είναι βαθιά μέσα στη θάλασσα. Και πώς να παραβλέψει κανείς την συμμετοχή των ποδιών της σε όλα αυτά; Το πρώτο σήμα που έδωσαν, η αφαίρεση της κάλτσας που άφησε το σώμα γυμνό κι ευάλωτο, η χρήση της από τον βιαστή ως το τέλος της αγνότητας, το ξυπόλητο κατέβασμα στις σκάλες και η θανάτωσή του, η επιστροφή της στην ζωή μέσα στα χέρια του Ντομπς…Το κορίτσι που το λένε Μελαγχολία και πάντα φοράει λευκά, που διαρκώς απαντά ως αμυνόμενο παιδιί «δεν είναι αλήθεια!», που όταν θέλει να βρίσει κάποιον τον αποτελεί «ταμπούρλο», κι αυτό όχι μπροστά του, που θλίβεται γιατί «το λεωφορείο δεν φέρνει ποτέ κανέναν, όπως και η βροχή» και που προφέρει με ιδιάζοντα τρόπο το Μεσιέ Ντομπς, επανέρχεται αλλιώς στην ζωή.
Δεδηλωμένος θαυμαστής του Χίτσκοκ, ο σκηνοθέτης Ρενέ Κλεμάν είχε ήδη εγγράψει την προτίμησή του στην ψυχογραφική πλευρά των αστυνομικών ιστοριών: είχε εκθέσει ήρωες Γυμνούς στον ήλιο, στο περίφημο Plein soleil. Όμως υπήρξε και μια αντίστροφη επίδραση του δασκάλου από τον μαθητή: η σκηνή του βιασμού, επιτρεπτή μέσα στην ελευθεριότητα της εποχής, θα επηρεάσει με την σειρά της μια αντίστοιχη σκηνή στο Frenzy του μεγάλου μαιτρ.
Είναι μια ταινία κατάφωτη από τον ήλιο του γαλλικού νότου και το ανεπαίσθητα πορτοκαλί χρώμα του Eastmancolour που χαρακτήρισε αρκετά φιλμ στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Ακόμα και οι βροχερές λήψεις με τα κλειστά κέντρα και καταστήματα μυρίζουν επερχόμενο ή απερχόμενο καλοκαίρι. Όμως ακόμα και το φωτεινότερο φως εδώ είναι πιο θαμπό, θολότερο, όπως ένας έρωτας που μόλις αναδύεται αλλά δυσκολευόμαστε να παραδεχτούμε.
Επισκέφτηκα το επιβλητικό κτίσμα του ληξιαρχείου στα μέρη της (όπως συχνά προτιμώ να φαντάζομαι, αντί να παραδέχομαι πως έκανα έρευνα σε ηλεκτρονικά βιογραφικά συστήματα) και το τελευταίο που θα περίμενα ήταν μια αναφορά σε πόδια και δη υποτιμητική. Αναγραφόμενη καταγωγή: από Σεφαραδιτική Εβραϊκή και «Μαυροπόδαρη» [Pieds-noir /Πιε-Νουάρ] οικογένεια! «Μαυροπόδαρους» ονόμαζαν τους γεννημένους στην Αλγερία την περίοδο της Γαλλικής Κατάκτησης ή, κατ’ άλλους, τους εγκατεστημένους στην Αλγερία Γάλλους και γενικότερα ευρωπαίους που μετά την ανεξαρτησία επαναπατρίστηκαν στη μητρόπολη. Ήρθε στην Μητροπολιτική Γαλλία στα οκτώ της, έγινε ηθοποιός για μισή δεκαετία του εξήντα και ολόκληρη του εβδομήντα κι ύστερα αποσύρθηκε σταδιακά από τον κινηματογράφο και βρήκε το επίκεντρο της νέας της ζωής στην παιδική λογοτεχνία, γραπτή και ακουστική, ή σε βιβλία αφιερωμένα στην μύηση στην κλασική μουσική.
Από παιδί λάτρης των αυτοκινήτων της εποχής μου, το ταξινόμησα ταχύτατα: ένα κόκκινο Ford, όπως του Ντομπς, παρκαρισμένο έξω από τον θερινό κινηματογράφο Γαλαξίας, οκτώ χρόνια μετά την κινηματογράφηση της ταινίας και λίγες μέρες μετά την παρακολούθησή της. Το μπλε στρογγυλό σηματάκι F της Γαλλίας δεν έφηνε αμφιβολία: ο Τσαρλς Μπρόνσον στο Λουτράκι! Ήμουν βέβαιος πως μαζί του θα ήταν κι εκείνη: θα είχε εγκαταλείψει τον άντρα της και θα περιδιάβαινε μαζί του τις μεσογειακές κωμοπόλεις, πολύτιμη πια σύμβουλος στις διαλευκάνσεις μαύρων συμβάντων. Άρχισα να την αναζητώ ανάμεσα στις πλείστες κοντομαλλούσες παραθερίστριες, μια ακόμα περιπέτεια προστιθέμενη σε δεκάδες άλλες εξίσου απέλπιδες αλλά εστιασμένες στο απίθανο πιθανό.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως μπορεί να είχαν κλειστεί σε κάποιο κατάλυμα σαν το Παλμ, και, ξαπλωμένοι στα καθαρά σεντόνια με την κολλώδη υφή και την μυρωδιά του στεγνοκαθαριστηρίου, όπως όλα των ξενοδοχείων, θα έκαναν έρωτες, θα διάβαζαν και θα αφουγκράζονταν τους ήχους του καλοκαιριού. Βρήκα το προφανές αντίστοιχό του σ’ ένα σχεδόν ίδιο λευκό διώροφο ξενοδοχείο που έστεκε απόμερο μπροστά στην αλμύρα μετά τα τελευταία σπίτια του οικισμού. Είχε άλλη πινακίδα αλλά οι δυο φοίνικες μπροστά του υπονοούσαν το μυστικό του όνομα. Στηνόμουν για ώρες στην μικρή πλατεία απέναντι, περιμένοντας κάποια ένδειξη. Στο τέλος απόμεινα να σχεδιάζω στα γκρι χάρτινα τραπεζομάντηλα των εστιατορίων τοπογραφικά διαγράμματα των δυο θέρετρων, βάζοντας μετά το ένα πάνω στο άλλο, σαν διπλότυπο αποκάλυψης κάποιου μυστηρίου.
Δεκαετίες αργότερα έφτασα σε μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στις τοποθεσίες όπου είχαν γυριστεί σκηνές από ταινίες και έβαζε δίπλα δίπλα τις σχετικές φωτογραφίες, όπως ήταν τότε και όπως είναι τώρα.* Παρά την αναπόφευκτη αλλοίωση, η ικανοποίηση ήταν μεγάλη: μπορεί οι χαρακτήρες να χάθηκαν αλλά οι τόποι βρίσκονταν εκεί, μάρτυρες πως όλα πράγματι συνέβησαν. Όμως κάτω από την φωτογραφία του Palm Hotel δεν υπήρχε το σύγχρονο αντίστοιχό του, παρά μόνο η ένδειξη πως το κτίσμα ήταν κατασκευασμένο σκηνικό. Περίμενα σε λάθος μέρος λοιπόν. Τουλάχιστον ο κόσμος του σινεμά είναι μικρός και η Μαρλέν Ζομπέρ δεν μπορούσε να μου κρυφτεί, πόσο μάλλον όταν ο αστράγαλός της κλήθηκε υποδύθηκε με σάρκα και οστό τον περιώνυμο αστράγαλο μιας νουβέλας και της συνακόλουθης ταινίας.**
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Η ταινία: La passage de la pluie (René Clément, 1970). H γυναίκα: Marlène Jobert.
* http://lieuxdetournages.over-blog.com/2014/04/le-passager-de-la-pluie-rene-clement-1970.html [τελευταία επίσκεψη: 1/6//2021]
** L’ astragale, Albertin Sarrazin, 1965 και Guy Casaril, 1968, αντίστοιχα.