Η υγρή ζωγραφιά στο τζάμι κόντευε να χαλάσει. Το κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο —κυριακάτικο φαγητό— ήθελε μισή ώρα ακόμη. Τα καλοριφέρ της πολυκατοικίας έκαιγαν στο φουλ και τα τζάμια είχαν γεμίσει υδρατμούς. Η μπαλκονόπορτα με τη ζωγραφιά αποτελούνταν από δύο φύλλα. Πριν χρόνια το ένα τζάμι είχε σπάσει και αντικαταστάθηκε με νέο και αρκετό στόκο για να στερεωθεί. Μετά από καιρό ο στόκος ξεράθηκε και έπεσε σε κανά δυο σημεία. Σε ένα από αυτά πήγε και κρύφτηκε —για λίγο— η μύγα.
Άγνωστο πώς βρέθηκε τέτοια εποχή και μέσα στο σπίτι το έντομο. Στην αρχή, είχε μπλεχτεί στη νάυλον τραβηγμένη κουρτίνα. Αυτό το έντονο βούισμά της είχε ξαναφέρει το αγόρι στο δωμάτιο. Παρατηρούσε το μπλέξιμό της στις πτυχές του υφάσματος και την αποτυχημένη της προσπάθεια να δραπετεύσει. Ο μικρός τέντωσε στα πλάγια την κουρτίνα και η μύγα έφυγε από τη μία φυλακή για να πάει στην άλλη, το διάφανο τζάμι. Τώρα χτυπούσε και ξαναχτυπούσε φτερά και σώμα στο γυάλινο εμπόδιο.
Το παιδί τράβηξε για λίγο τη ματιά του από τη μύγα και κοίταξε το διπλανό φύλλο και το δημιούργημά του που χανόταν από τη ζέστη. Το κάτω του χείλος καβάλησε για λίγο το πάνω. Απογοητεύτηκε αλλά η προσοχή του γρήγορα στράφηκε πάλι στο έντομο.
Η κουρασμένη μύγα παγιδεύτηκε εύκολα από το χέρι που της έκλεινε δρόμους διαφυγής. Την έπιασε πολύ προσεκτικά και την έφερε κοντά στο πρόσωπό του. Κρατούσε με τον αντίχειρα και τον δείκτη τα φτερά της και την παρατηρούσε. Είχε ξαναδεί μύγες και πάντα εντυπωσιαζόταν από δύο πράγματα. Τα τεράστια μάτια τους και τον τρόπο που καθάριζαν τα διάφανα φτερά τους. Τα πίσω πόδια τους έκαναν όλη τη δουλειά. Γνώριζε πως και ο παραμικρός κόκκος σκόνης θα ήταν αβάσταχτο βάρος για εκείνες.
Είχε διαβάσει ότι το κάθε μάτι της μύγας ήταν ένα σύνολο από τέσσερις χιλιάδες μικροσκοπικά ματάκια. Κρατώντας τη μύγα πήρε μια καρφίτσα από την πελότα, το κόκκινο βελούδινο μαξιλαράκι της μαμάς και μοδίστρας στο επάγγελμα. Το έμπηξε σε καμιά δεκαριά μάτια αλλά βαρέθηκε σύντομα. Άφησε την καρφίτσα και με μία επιδέξια κίνηση ξερίζωσε το ένα της φτερό και την ακούμπησε στο παρκέ. Το εναπομείναν φτερό —το αριστερό— συνέχιζε να κτυπά μανιασμένο αλλά αδύναμο να σηκώσει στον αέρα το έντομο. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να την γυρίζει δεξιόστροφα πάνω στο ξύλο. Το παιδί, μετά από λίγο την έπιασε πολύ τρυφερά και της έβγαλε και το άλλο φτερό. Η μύγα σίγουρα θα έστελνε την εντολή σε όλους εκείνους τους μικροσκοπικούς μύες να ανοιγοκλείσουν γρήγορα τα φτερά της αλλά οι τελικοί παραλήπτες θα έστεκαν μακριά από το σώμα της. Τώρα, περπατούσε σαν ζαλισμένη δεξιά και αριστερά, παραδομένη για πάντα στη βαρύτητα.
Από τη ζωγραφιά δίπλα είχε απομείνει μόνο λίγο νερό στο τελείωμα του τζαμιού πάνω στο ξύλινο πλαίσιο. Πριν χαθεί, ήταν ένα τετράγωνο με ένα τρίγωνο στην κορυφή του, κλασικό παιδικό σκίτσο για σπίτι. Πλάι του, ένα δυσανάλογο σχέδιο με τον κύκλο για κεφάλι και τις γραμμές για σώμα, χέρια και πόδια, ήταν η αυτοπροσωπογραφία του αγοριού. Το ανθρωπάκι αυτό του Πέτρου θύμιζε τον Άγιο, τον Σάιμον Τέμπλαρ. Ο πατέρας του παρακολουθούσε κάθε Παρασκευή τον βίαιο ντετέκτιβ που είχε μεγαλώσει σε καθολικό ορφανοτροφείο και πολεμούσε για δικαιοσύνη. Δίπλα στον Άγιο του τζαμιού, δυο μικρότερες φιγούρες, ο μπαμπάς με τσιγάρο κι η μαμά με μακριά μαλλιά, πιασμένες χέρι-χέρι. Τώρα πια ήταν όλες τους σταγόνες νερού.
Το αγόρι έφερε μπροστά στη μύγα το ένα του χέρι κι εκείνη ανέβηκε πάνω του. Κλείνοντας αργά τη χούφτα του, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και έβγαλε το άπτερο έντομο έξω, στα κρύα πλακάκια.
Το φαΐ ήταν έτοιμο. Ο πατέρας είπε την προσευχή και το γεύμα ξεκίνησε. Όταν ο Πέτρος κάρφωνε το πηρούνι στο μπούτι και με το μαχαίρι ξεχώριζε την τραγανή πέτσα, ένα σπουργίτι προσγειώθηκε στο μπαλκόνι, έπιασε με το ράμφος του τη μύγα και πέταξε ξανά.