Κλείνοντας αργά τη χούφτα του, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και έβγαλε το άπτερο έντομο έξω, στα κρύα πλακάκια
Μετά εγώ έπιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει που η Ευτυχία έκανε ό,τι ήθελε και τίποτα δεν τη τρόμαζε και ας ήταν ένα παιδί του χωριού
Να το πω ή να μην το πω; Τι είπαμε; Να μην το πεις δεν σου ’πα;
Η μαμά φόρεσε μαύρα και διέδωσε τη φήμη πως ο πατέρας μας χάθηκε κάπου στο Μον Μπλαν, σε μια χιονοστιβάδα