Σ’ αυτό το έγχρωμο σκοτάδι

Νάγια Κυριαζοπούλου, «Αφόρετος Χειμώνας», Μελάνι 2019



Στις 20 Δε­κεμ­βρί­ου 2011, στην εφη­με­ρί­δα Το Βή­μα, εί­χε γρα­φτεί ότι «ο κορ­μός της ποί­η­σης που γρά­φε­ται σή­με­ρα στον τό­πο μας πα­ρα­μέ­νει η Γε­νιά του ’70, με όλα τα θε­τι­κά και τα αρ­νη­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που συ­νό­δευ­σαν την εμ­φά­νι­ση και την κα­θιέ­ρω­ση της…» (Π. Κα­πώ­νης: Πρό­σω­πα στην ομί­χλη, 2012 σ. 106). Εάν αυ­τός εί­ναι ο κα­νό­νας, τό­τε η εξαί­ρε­ση εί­ναι μια σει­ρά από νέ­ους ποι­η­τές που συ­μπε­ρι­λή­φθη­καν στην Αν­θο­λο­γία Ποι­η­τι­κών Δια­λό­γων που εξέ­δω­σε ο εκ­δο­τι­κός οί­κος Γκο­βό­στη. Με­τα­ξύ αυ­τών, πρω­τα­γω­νί­στρια κα­λή ποι­ή­τρια και η Νά­για Κυ­ρια­ζο­πού­λου. Μια ποι­η­τι­κή μορ­φή, πραγ­μα­τι­κά και με­τα­φο­ρι­κά, που ση­μα­το­δο­τεί αυ­τή την «εξαί­ρε­ση» που εί­πα­με πα­ρα­πά­νω. Έτσι σε μια δια­δρο­μή από την Ευ­τυ­χία Πα­να­γιώ­του και με­τά, σκό­ντα­ψα πά­νω στην Κυ­ρια­ζο­πού­λου, που χω­ρίς να γνω­ρί­ζω την πρώ­τη της συλ­λο­γή (Γυά­λι­νες ρα­φές) που εκ­δό­θη­κε το 2015 από τις εκδ. Με­λά­νι, η νέα ποι­ή­τρια εμ­φα­νί­στη­κε πέ­ρυ­σι στα γράμ­μα­τα με μια δεύ­τε­ρη ση­μα­ντι­κή συλ­λο­γή ποι­η­μά­των της, τον Αφό­ρε­το χει­μώ­να, γρά­φο­ντας στο δια­δί­κτυο (στις 15 Μαρ­τί­ου 2020): «Άντε να ανοί­ξουν οι και­ροί να πά­με και στη Δή­λο…». Και ναι μεν οι και­ροί δεν «άνοι­ξαν», αντί­θε­τα μας έκλει­σαν μέ­σα, αλ­λά ο Αφό­ρε­τος χει­μώ­νας, ανα­δει­κνύ­ει για μια ακό­μη φο­ρά αυ­τή την ιδιό­τυ­πη με­τα­φυ­σι­κή της Κυ­ρια­ζο­πού­λου, όπως έγρα­ψε γι­’αυ­τήν ο ποι­η­τής και κα­λός φί­λος, ο Κώ­στας Γ. Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου (περ. Τα ποι­η­τι­κά, τχ. 35). Και ιδού :

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
Το σπί­τι μου εί­ναι στ’ άστρα / Σ’ αυ­τό το έγ­χρω­μο σκο­τά­δι που / Αρ­νεί­ται να μου συ­στη­θεί / Εκεί γεν­νή­θη­κα / Μι­κρός ήλιος έμπλε­ος προ­θέ­σε­ων…

Συ­νή­θως γρά­φε­ται από με­ρί­δα της κρι­τι­κής ένας δια­χω­ρι­σμός γυ­ναι­κεί­ας και αν­δρι­κής ποι­η­τι­κής. Φρο­νώ ότι η αλη­θι­νή ποί­η­ση δεν επι­δέ­χε­ται τέ­τοιους δια­χω­ρι­σμούς σε γυ­ναι­κω­νί­τες και αν­δρω­νί­τες. Και η ποί­η­ση της Κυ­ρια­ζο­πού­λου, χω­ρίς να απε­μπο­λεί το θη­λυ­κό στοι­χείο «για­τί ήταν σώ­μα αν­θι­σμέ­νο με αί­μα….» («Γυ­ναί­κα» σ. 11) έχει ανοι­χτούς ορί­ζο­ντες και όχι μό­νον στην ποί­η­ση.
Η ποι­ή­τρια, «ἐντυγ­χά­νου­σα πλεί­ο­σιν, ν μὲν ταῖς ἄλλαις τέ­χναις καὶ πιστμαις» (Μέ­γας Βα­σί­λειος) στην, κα­τά τον Κ.Γ. Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου «εξο­μο­λο­γη­τι­κής υφής» εξω­τε­ρί­κευ­ση αι­σθη­μά­των του Αφό­ρε­του χει­μώ­να, ίσως ήταν σώ­μα που ερω­τεύ­τη­κε —για να παί­ξω με τους στί­χους της— για λο­γα­ρια­σμό μας την ποί­η­ση, την ώρι­μη ποί­η­ση εν­νοώ, που την έχει ήδη κα­τα­κτή­σει με τις δύο συλ­λο­γές της, αφού δεν χρη­σι­μο­ποιεί «δια­φο­ρε­τι­κά πα­ρά­θυ­ρα στην γε­ω­με­τρία της ψυ­χής», αφού η ψυ­χή στην ποί­η­ση δεν εί­ναι γε­ω­με­τρία αλ­λά υπη­ρε­τεί τα τέ­λεια όνει­ρα.

ΑΓΓΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΕΛΛΕΙΨΗ
Δεν εί­σαι εδώ κι ο χρό­νος με εμπαί­ζει / Δεν έχω χθες να θυ­μη­θώ ού­τε αύ­ριο για να ξυ­πνή­σω / Μια ανά­σα επι­θυ­μί­ας η από­στα­ση / Από την άκρη των δα­χτύ­λων μου έως το σώ­μα σου / Η απου­σία συ­ντη­ρεί την πορ­σε­λά­νη του ονεί­ρου / Η φα­ντα­σία μού αφή­νει ίχνη στα δά­χτυ­λα / Προ­σε­κτι­κά θα σε τυ­λί­ξω σε μια σε­λί­δα / Να σε κρα­τή­σω ανε­ξί­τη­λα.

Ο έρω­τας, η ευαι­σθη­σία, η ομορ­φιά, τα συ­ναι­σθή­μα­τα αλ­λά και η κα­θα­ρή απο­τύ­πω­ση της ερη­μιάς των αι­σθη­μά­των και ενός χει­μώ­να αφό­ρε­του, ανα­δύ­ο­νται μέ­σα από τα τριά­ντα οκτώ μι­κρά κα­τά κα­νό­να ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής αυ­τής, μα­ζί με το άρω­μα της ποι­ή­τριας, της γυ­ναί­κας και των ιδιαί­τε­ρων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών που η ελ­λει­πτι­κό­τη­τα των ποι­η­μά­των της και το δι­φο­ρού­με­νο των λέ­ξε­ων που χρη­σι­μο­ποιεί, πι­στο­ποιεί μια προ­σω­πι­κή ξε­χω­ρι­στή κα­τά­θε­ση, που όπως και η Έμι­λι Ντί­κιν­σον κα­τα­δει­κνύ­ουν ότι η Κυ­ρια­ζο­πού­λου «απε­χθά­νε­ται το κοι­νό­το­πο». Ακό­μη κι εκεί που ζει, σε μια μι­κρή πό­λη, τον Διό­νυ­σο, πλάι σε δά­ση, τρέ­φε­ται η ποι­η­τι­κή της από το ένα διο­νυ­σια­κό πε­ρι­βάλ­λον, αλ­λά εν­δό­μυ­χα και από την αρ­κα­δι­κή της κα­τα­γω­γή. Εί­ναι πι­στεύω μια Αρ­τέ­μι­δα της νε­ό­τε­ρης ποί­η­σης μας, αλ­λά και μια επι­βε­βαί­ω­ση του «προ­φη­τι­κού» χα­ρα­κτή­ρα των ποι­η­τών και γι’ αυ­τό γνή­σια ποι­ή­τρια, με την ανα­γρα­φή των κα­τα­πλη­κτι­κών στί­χων, αφού

Έγκλει­στη σε μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη ομορ­φιά / ψη­λα­φώ τα χα­ρα­κώ­μα­τα εσω­τε­ρι­κών εμ­φυ­λί­ων

Και εύ­χο­μαι μα­ζί με την Νά­για  Κυ­ρια­ζο­πού­λου: «Άντε να ανοί­ξουν οι και­ροί να πά­με και στη Δή­λο…».

 




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: